Η σφαγή αμάχων Τουρκοκυπρίων στην Κοφίνου



Επέτειος σήμερα της ανακήρυξης της ΤΔΒΚ και όλα τα ελληνοκυπριακά κόμματα θα την καταδικάσουν. Όλα όμως θα ξεχάσουν ότι σήμερα είναι και μια άλλη επέτειος, της επίθεσης στα τουρκοκυπριακά χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος στις 15 Νιόβρη του 1967. Γι αυτή την επέτειο κανείς δεν θα πει τίποτα, καμιά κουβέντα και ας αποτέλεσε όπως παραδέχτηκε, μιλώντας στην Βουλή των Ελλήνων κατά το άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου το 1986, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου «μεγάλη πρόκληση προς την Τουρκία. Έγιναν και σφαγές και λεηλασίες».

Την επέτειο αυτής της επίθεσης που εκτελέστηκε από την Εθνική Φρουρά και τις ελληνικές δυνάμεις που ήταν τότε στο νησί με την καθοδήγηση του Γρίβα και με εντολές του Μακάριου, θέλουμε να θυμίσουμε εμείς γιατί έπαιξε πολύ πιο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ίδιου του κυπριακού προβλήματος, παρά το ότι κάποιοι επιμένουν ακόμη να το θεωρούν σαν πρόβλημα εισβολής και κατοχής, αγνοώντας όλα όσα προηγήθηκαν του 1974.

Αναδημοσιεύουμε εδώ μια συνέντευξη με τον Μάριο Τεμπριώτη ένα σοσιαλιστή, έναν αγωνιστή του κινήματος επαναπροσέγγισης που έφυγε πρόσφατα αλλά και πρόωρα από τη ζωή σαν ένα ελάχιστο φόρο τιμής για τους αγώνες του αλλά και για την συγκλονιστική αυτή μαρτυρία που κατέθεσε δημόσια. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εργατική Δημοκρατία τον Δεκέμβρη του 1991 και αναδημοσιεύτηκε από την Εργατική Αλληλεγγύη στην Ελλάδα. 

ΕΔ: Μάριε πώς βρέθηκες στα γεγονότα στην Κοφίνου;
 
Μ: Υπηρετούσα τότε την θητεία μου στη 32η μοίρα καταδρομών. Από πολύ νωρίς είχαμε στρατοπεδεύσει κοντά στον αστυνομικό σταθμό Σκαρίνου. Στην περιοχή υπήρχαν και άλλες ελληνοκυπριακές δυνάμεις που έλεγχαν από ένα ύψωμα το χωριό Άγιος Θεόδωρος που ήταν μικτό χωριό.

ΕΔ: Θυμάσαι πως ακριβώς άρχισαν τα επεισόδια;

Μ: Θυμάμαι ότι υπήρξαν κάποιες αψιμαχίες με την αστυνομία αλλά δεν ξέρω πως ακριβώς άρχισαν. Θυμάμαι όμως πολύ καθαρά ένα άλλο περιστατικό. Ένα βράδυ ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός και οι δικοί μας άρχισαν να βάλλουν μέσα στον Άγιο Θεόδωρο μέχρι το πρωί χωρίς να λογαριάσουν ότι υπήρχε κόσμος, άμαχοι, γέροι παιδιά. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα και βαριά πολυβόλα. Βέβαια τέτοια πράγματα ήταν μέσα στο κλίμα της εποχής.

ΕΔ: Πες μας μερικά πράγματα παραπάνω για το κλίμα της εποχής όπως το έζησες εσύ;
 
Μ: Ήταν ένα βίαιο κλίμα, γεμάτο φανατισμό, και από τις δύο πλευρές βέβαια που τέτοιου είδους επεισόδια περνούσαν σχεδόν απαρατήρητα. Η αφορμή για την Κοφίνου θυμάμαι ότι ήταν πάλι κάποιο επεισόδιο με πυροβολισμούς. Εμείς είχαμε μεταφερθεί αρκετές μέρες πριν την επίθεση και καταλάβαμε θέσεις δύο χιλιόμετρα από ένα ύψωμα που δεσπόζει της Κοφίνου. Θυμάμαι μάλιστα ότι μας είδε ένας Τουρκοκύπριος βοσκός ο οποίος συνελήφθη από δικές μας δυνάμεις. Η μάντρα του διαλύθηκε από τους στρατιώτες μας. Για αρκετές μέρες τρεφόμασταν από τα αρνιά και τα ρίφια του. Σου το λέω αυτό για να δεις το κλίμα που υπήρχε και το σεβασμό. Όχι βέβαια από την πλευρά των στρατιωτών που ήταν νεαροί δεκαοχτάρηδες γεμάτοι φανατισμό που τους γέμιζαν τα μυαλά με πατριωτικά κουροφέξαλα, αλλά το κλίμα από την πλευρά του επίσημου κράτους που στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφραζόντανε από τους Έλληνες αξιωματικούς που διοικούσαν την Εθνική Φρουρά.

ΕΔ: Πώς σας το παρουσίασαν ότι θα πάτε να καταλάβετε την Κοφίνου; Τι σας είπαν σαν δικαιολογία; 
 
Μ: Θυμάμαι ότι είχε προηγηθεί κάποια συγκέντρωση των στρατιωτών όπου ο διοικητής προσπάθησε να μας εμβολιάσει με φανατισμό αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς τι μας είπε. Εκείνο που θυμάμαι πολύ καθαρά ήταν αυτά που μας είπε ο λοχαγός μας λίγο πριν αρχίσει η μάχη και τα οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ. Μας είπε μεταξύ άλλων ότι : «θα μας κατηγορήσουν που θα μας κατηγορήσουν για γενοκτονία, θέλω να μπείτε μέσα και να μην αφήσετε ούτε κότα κουτσή». Καταλαβαίνεις τι μπορεί να σημαίνει όταν ένας αξιωματικός πει στους στρατιώτες του, νέους δεκαοχτώ χρονών γεμάτους φανατισμό, τέτοια λόγια.

ΕΔ: Πόσο μεταφράστηκαν σε πράξη αυτά τα λόγια όταν άρχισε η επίθεση;
 
Μ: Μεταφράστηκαν απόλυτα σε πράξη. Όταν είχαμε μπει στο χωριό ήταν αργά το απόγευμα. Οι ένοπλοι τουρκοκύπριοι, είχαν εγκαταλείψει το χωριό, όπως και οι άμαχοι. Είχαν φύγει προς τον Άγιο Θεόδωρο και τη Λάρνακα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε ένα μόνο νεκρό ο οποίος σκοτώθηκε ενώ ανεβαίναμε για να καταλάβουμε το ύψωμα. Φαίνεται ότι κάποιος τουρκοκύπριος είχε ξεμείνει και βλέποντάς μας ξαφνικά μπροστά του πανικοβλήθηκε, πυροβόλησε και σκότωσε το λοχία Μενάκη. Αυτός ο τουρκοκύπριος σκοτώθηκε. Κατεβαίνοντας προς την πλευρά του χωριού σκοτώθηκε ακόμα ένας τουρκοκύπριος ένοπλος. Αυτοί οι δυο νομίζω ήταν και οι μόνοι ένοπλοι τουρκοκύπριοι που σκοτώθηκαν. 
 
Τα ένοπλα τμήματα των τουρκοκυπρίων είχαν φύγει πριν καταλάβουμε το χωριό. Δεν υπήρξε ουσιαστική άμυνα από την μεριά των τουρκοκυπρίων. Εκτός από μερικές ριπές από την κορυφογραμμή του υψώματος που το εγκατέλειψαν όταν κάτω από τον όγκο των δικών μας δυνάμεων κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να το κρατήσουν δεν υπήρξε άλλη σοβαρή άμυνα. Έτσι αυτοί οι δύο τουρκοκύπριοι είναι οι μόνοι που μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια κάποιας σύγκρουσης.
 
Η μονάδα μας ανάλαβε να κάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μέσα στο χωριό. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι για να ελέγξουμε αν υπήρχαν ένοπλοι. Μόνο σε ένα σπίτι συναντήσαμε αντίσταση. Ήταν από ένα δεκαπεντάχρονο τουρκοκύπριο που αντιστάθηκε με σθένος. Ήταν παλληκάρι και κράτησε τις δικές μας δυνάμεις για μία ώρα καθηλωμένες. Τρία άτομα ανάμεσα στα οποία και εγώ κάναμε μια καταδρομική επιχείρηση και καταλάβαμε το σπίτι. Όταν μπήκαμε μέσα ο νεαρός είχε πληγωθεί, είχε κάπου οχτώ σφαίρες πάνω του αλλά ήταν ζωντανός και μπορούσε να περπατά. Ανάλαβα εγώ να τον πάρω στο αρχηγείο που ήταν ένα καφενείο πάνω στον κύριο δρόμο. Καθ’ οδόν συνάντησα τον λοχαγό μου ο οποίος ήθελε να σκοτώσει τον τουρκοκύπριο. Αυτό το επεισόδιο έγινε πολύ γνωστό τότε μέσα στους στρατιώτες. Εγώ παρόλο που δεν ήμουν φιλότουρκος είχα εντυπωσιαστεί από το θάρρος του νεαρού τουρκοκύπριου και από την στιγμή που ήταν αιχμάλωτός μου αισθανόμουν κάποια ηθική υποχρέωση να τον προστατέψω. Έτσι αντέδρασα απειλώντας τον λοχαγό ότι αν τον σκοτώσει θα τον πυροβολήσω και εγώ αυτόν. Έτσι τελικά γλύτωσε αυτός ο τουρκοκύπριος. 

ΕΔ: Δεν βρήκατε άλλο κόσμο στο χωριό;
 
Μ: Κάποιοι τουρκοκύπριοι οι περισσότεροι γέροντες, δεν είχαν εγκαταλείψει το χωριό για κάποιους λόγους. Είτε γιατί δεν μπορούσαν, είτε γιατί δεν πρόλαβαν, είτε γιατί ζούσαν μόνοι τους και δεν είχαν κανένα να τους φροντίσει είτε για άλλους λόγους. Απ’ αυτούς δεν έζησε ούτε ένας. Δεν είδα εγώ προσωπικά κάποιο να δολοφονεί κάποιον, αλλά άκουσα από τους άλλους στρατιώτες και ξέρω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι έχουν δολοφονηθεί από στρατιώτες. Από κάποιους που σίγουρα επηρεάστηκαν από την εντολή που μας έδωσε ο λοχαγός μας. 
 
Έγιναν πολλά τότε αλλά το πιο ανατριχιαστικό ήταν όταν ένας από τους στρατιώτες μας προσπαθούσε να βγάλει ένα δαχτυλίδι από το χέρι κάποιου γέροντα που ήταν νεκρός στη μέση του δρόμου. Επειδή το δαχτυλίδι δεν έβγαινε, έβγαλε την ξιφολόγχη του και έκοψε το δάχτυλο του γέροντα. Αυτό το περιστατικό ήταν επίσης πολύ γνωστό εκείνη την εποχή σε όλους σχεδόν τους στρατιώτες. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί αυτά τα περιστατικά. Ανατριχιαστικές όμως ήταν και οι λεηλασίες που ακολούθησαν την κατάληψη του χωριού. Οι στρατιώτες έμπαιναν μέσα στα σπίτια και έσπαζαν τα πάντα για να βρουν λεφτά και έπαιρναν οτιδήποτε πολύτιμο έβρισκαν. Η όλη εικόνα θύμιζε μπουλούκια βαρβάρων και όχι πειθαρχημένο στρατό. Δεν μέμφομαι βέβαια τους δεκαοκτάχρονους στρατιώτες οι οποίοι παρασυρμένοι έκαναν ότι έκαναν.

ΕΔ: Με εντολές σαν αυτή του λοχαγού σας σίγουρα δεν μπορούσε να υπάρξει διαφορετική εξέλιξη από αυτή που λες. Έζησαν καθόλου αιχμάλωτοι;
 
Μ: Κάποιοι από αυτούς που είχαν συλληφθεί έξω από το χωριό, σε άλλες περιοχές ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο αρχηγείο του Γρίβα. Μέσα στο χωριό δεν έγιναν συλλήψεις, όσοι βρέθηκαν σκοτώθηκαν. 

ΕΔ: Ξέρεις πόσοι τουρκοκύπριοι άμαχοι σκοτώθηκαν;
 
Μ: Κυκλοφόρησε ένας αριθμός για 11 αλλά η δική μου εντύπωση ήταν ότι πρέπει να ήταν διπλάσιοι.

ΕΔ: Μάριε τώρα έχεις επαφές και συναντιέσαι με τουρκοκύπριους του επαναπροσεγγιστικού κινήματος. Σου έτυχε καμιά φορά να συναντήσεις κάποιους που έζησαν τα γεγονότα της Κοφίνου;
 
Μ: Όχι, αν και θα ήθελα να μάθω για την τύχη εκείνου του δεκαπεντάχρονου τουρκοκύπριου. 

ΕΔ: Πώς βλέπεις σήμερα εκείνα τα γεγονότα; 
 
Μ: Βλέπω ότι σήμερα γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια πλαστογράφησης της Κυπριακής Ιστορίας από τη πλευρά της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης και του συνόλου σχεδόν του πολιτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της αριστεράς. Κατά καιρούς το ΑΚΕΛ βέβαια μπορεί να λέει ότι μας χωρίζει αίμα με τους τουρκοκύπριους αλλά πολύ αφηρημένα και πολύ γενικά. Εγώ πιστεύω ότι δεν μπορεί κανείς να ελπίζει σε κοινό αγώνα με τους τουρκοκύπριους για την κατάκτηση του μέλλοντος εάν δεν κάνει αυτοκριτική για εκείνη την περίοδο και αν δεν καταδικάσει τα εγκλήματα που έγιναν ενάντια στην τουρκοκυπριακή κοινότητα που έτσι και αλλιώς ήταν άμοιρη ευθυνών για το τι συνέβαινε στα ψηλά κλιμάκια των πολιτικών ηγεσιών. Κάποιοι που κάτι παραδέχονται και λένε εντάξει έγιναν ακρότητες, τα αποδίδουν σε ομάδες φανατικών, είτε καπετανάτων κλπ. Αυτά τα καπετανάτα όμως ήταν δημιούργημα και καθοδηγούνταν από την ελληνοκυπριακή κυβέρνηση ή το λιγότερο δρούσαν με την ανοχή της κυβέρνησης. Ο Σαμψών για παράδειγμα που είναι ένας κοινός εγκληματίας το ’64 ήταν ήρωας.

Σχόλια