Οι μαρξισμοί του Μάη και ο επαναστατικός μαρξισμός




Δεκαπέντε χρόνια από τον Μάη του ‘68, εκατό χρόνια από τον θάνατο του Μαρξ το Μάρτη του 1883 . Οι δυο επέτειοι μοιραία συνδυάστηκαν, όχι μόνο χρονικά. Για πολλούς, ήταν η διπλή επιβεβαίωση πως η επανάσταση είναι μια χίμαιρα, ένα όνειρο πάντοτε άπιαστο ή -ακόμα χειρότερα- ένα όνειρο που όταν φτάνεις κοντά γίνεται εφιάλτης. Για άλλους, η διπλή επέτειος ήταν η ευκαιρία να υπογραμμίσουν την αντιπαράθεση ανάμεσα στα δυο σκέλη της: η επανάσταση του σήμερα δεν χρειάζεται τις ξεπερασμένες πια ιδέες του χθες. Κοινό στοιχείο, η «κρίση του Μαρξισμού». Αυτό ήταν το κλίμα, η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία «γιορτάστηκαν» οι δυο επέτειοι.

Κι αυτοί που πίστεψαν ότι ο Μάης ήταν ακριβώς το ξαναζωντάνεμα της επαναστατικής παράδοσης του Μαρξισμού; Τι έχει να πει σήμερα η επαναστατική αριστερά που βγήκε από τον Μάη; Τολμάει να διακηρύξει ξανά ότι ο Μάης ήταν η επιβεβαίωση του Μαρξισμού που παραμένει επίκαιρος; Για πολλούς, δυστυχώς, η απάντηση είναι όχι. Για μας, ωστόσο, αυτό είναι το νόημα που δίνουμε στη διπλή επέτειο. Κι αυτή είναι η διέξοδος που βλέπουμε στη σημερινή κρίση της επαναστατικής αριστεράς, των ιδεών της, της θεωρίας της: η διεκδίκηση του Μαρξισμού κόντρα με όλους αυτούς που τον θεωρούν σαν τη μήτρα απ’ όπου ξεπήδησαν τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είτε το εννοούν επαινετικά, είτε καταδικαστικά.

Με άλλα λόγια, κόντρα με αυτούς που ισχυρίζονται ότι ο Μαρξισμός είναι η κοινή ιδεολογία που ενώνει τον Λένιν με τον πολωνό δικτάτορα Γιαρουζέλσκι, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ με τους γραφειοκράτες ηγέτες της Ρωσίας -είτε αυτό το λέει ο Ριζοσπάστης για να δοξάσει τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» είτε το λέει ο Ρήγκαν για να καταδικάσει τον Μαρξισμό- χρωστάμε μια απάντηση .

Τα δεκαπεντάχρονα του Μάη είναι μια αφορμή να ξαναθυμίσουμε ότι διεκδικούμε το Μαρξισμό και από τους μεν και από τους δε και αναζητούμε τόσο τις παραδόσεις του όσο και τις προοπτικές του στην κίνηση της εργατικής τάξης για την απελευθέρωσή της.

Σxoλιάζoντας τη Γενική Απεργία του Απρίλη του 1920 για την υπεράσπιση των Επαναστατικών Συμβουλίων στο Τορίνο, ο Γκράμσι είχε γράψει τότε ότι ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που το προλεταριάτο μπήκε σε κίνηση χωρίς να το υποκινεί η στέρηση και η μιζέρια. Αυτού του είδους η αντίληψη για την εργατική τάξη, σαν δύναμη απελευθερωτική που κινείται για τη χειραφέτηση τη δική της αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, ήταν τελείως ξεχασμένη τις παραμονές του γαλλικού Μάη. Αντίθετα, κυριαρχούσαν οι χυδαίες κοινωνιολογικές αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι οι εργάτες ξεσηκώνονται μόνο όταν πεινάνε. Κοινωνιολόγοι κάθε απόχρωσης είχαν «τεκμηριώσει» την «εξημέρωση» ή «ενσωμάτωση» της εργατικής τάξης. Στα μέσα της δεκαετίας του '60 σύμφωνα μ’ αυτές τις απόψεις, στις αναπτυγμένες χώρες κάθε εργάτης είχε δικό του αυτοκίνητο, καταθέσεις στην τράπεζα, εξοχικό σπίτι για τις διακοπές. Με δυο λόγια είχε πολλά καταναλωτικά αγαθά να χάσει «εκτός από τις αλυσίδες του».

Ο Μάης ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία για όλες αυτές τις θεωρίες και τις άφησε άναυδες. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες η εργατική τάξη εισέβαλλε ξανά στο προσκήνιο μέσα στην καρδιά του αναπτυγμένου καπιταλισμού που βρισκόταν στο απόγειο της πιο μακρόχρονης άνθισής του. Η αστική τάξη διαπίστωνε με φρίκη ότι τα μεταπολεμικά οικονομικά θαύματα δεν είχαν απαλλάξει τον καπιταλισμό από τον «ιστορικό νεκροθάφτη» του. Η έκταση και η ένταση της κινητοποίησης της εργατικής τάξης δεν άφησαν πολλά περιθώρια αμφιβολίας για το ποια είναι η δύναμη που και θέλει και μπορεί να διαλύσει τον καπιταλισμό.

Ο Mάης ξανανοίγει τα μέτωπα της αμφισβήτησης

Η ίδια η επιστροφή της εργατικής τάξης έφερε στην επιφάνεια και την ξεχασμένη σύνδεση του απελευθερωτικού κινήματός της με τα κινήματα όλων των καταπιεσμένων.

Η σταλινική αντεπανάσταση στη Ρωσία είχε κάνει το σοσιαλισμό συνώνυμο με την αστική ηθική, την υπεράσπιση της οικογένειας, της ιεραρχίας, του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» στην τέχνη. Το γεγονός ότι ο Οκτώβρης του '17 δεν ήταν μόνο τα Σοβιέτ των εργατών αλλά και η απελευθέρωση των γυναικών, η άνθιση της κριτικής απέναντι στις αστικές αξίες στην εκπαίδευση, στην τέχνη, στην καθημερινή ζωή, όλα αυτά είναι θαμμένα κάτω από την εικόνα του «υπαρκτού εργατικού κράτους» που διαμόρφωσε η σταλινική αντεπανάσταση: ιεραρχικό, πουριτανικό, συντηρητικό, φαλλοκρατικό.

Ο Μάης αντίθετα, ήρθε να θυμίσει ότι όταν η εργατική τάξη ταρακουνάει τον καπιταλισμό τότε ανοίγουν οι ρωγμές για ν’ ανθίσουν όλα τα κινήματα: από τις γυναίκες μέχρι τους ομοφυλόφιλους και από τους φοιτητές μέχρι τις φυλετικές μειονότητες. Ο Μάης επανακαθόρισε τα πεδία δράσης της πολιτικής απλώνοντας τους ορίζοντές του σε μέτωπα που θεωρούνταν κλειστά, ταμπού. Αυτό που αργότερα συνοψίστηκε με το σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό» αναδείχτηκε μέσα από τον Μάη σαν στοιχείο μιας συνολικότερης κίνησης, της επαναστατικής διαδικασίας με κέντρο την εργατική τάξη.

Βέβαια, η μυθολογία γύρω από τον Μάη τον εμφανίζει σαν τη στιγμή όπου η εργατική τάξη παραχώρησε το ρόλο της σε νέα «υποκείμενα» της επανάστασης: στους φοιτητές, στις γυναίκες, στα «νέα κινήματα». Ωστόσο, ο Μάης όχι μόνο ανάδειξε την σύνδεση του απελευθερωτικού κινήματος της εργατικής τάξης με τα άλλα κινήματα, αλλά και βοήθησε την ριζοσπαστικοποίηση που έβγαινε από αυτά τα κινήματα να ανακαλύψει την κεντρικότητα της εργατικής τάξης. Χιλιάδες αγωνιστές του φοιτητικού κινήματος βίωσαν το Μάη όχι σαν ανακάλυψη του δικού τους πρωτοπόρου ρόλου, αλλά σαν στροφή προς την εργατική τάξη.

Ο Μάης ξαναζωντανεύει την επαναστατική αριστερά

Αυτή η στροφή προς την εργατική τάξη εκφράστηκε χειροπιαστά με την ανάπτυξη των επαναστατικών οργανώσεων που έφερε ο Μάης. Ένα ξαναζωντάνεμα επαναστατικών ιδεών μέσα στην καρδιά του αναπτυγμένου καπιταλισμού, ύστερα από δεκαετίες στο περιθώριο.

Από την επικράτηση του φασισμού στην Γερμανία και του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ, μέχρι τον Μάη του 1968 μεσολαβούν 35 χρόνια διάλυσης κάθε επαναστατικής πρωτοπορίας στον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Στη Γερμανία, την Αγγλία, την Αμερική είναι ανύπαρκτα ακόμα και τα ρεφορμιστικά Κομμουνιστικά Κόμματα. Στην Γαλλία και την Ιταλία επιβιώνουν τα δυο μοναδικά μαζικά ΚΚ, με μια πολιτική που δεν ξεπερνάει τα όρια ενός μετριοπαθούς ρεφορμισμού. Οι επαναστάτες που διαφοροποιούνται απ’ αυτή την ρεφορμιστική πολιτική είναι παντού μετρημένοι στα δάχτυλα.

Ο Μάης φέρνει τη ρήξη με τον ρεφορμισμό σε μαζική κλίμακα. Οι οργανώσεις που ασκούν κριτική στα ΚΚ από τα αριστερά και αναζητούν τις ιδεολογικές αναφορές τους στις επαναστατικές παραδόσεις του Μαρξισμού, φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Όχι μόνο αναπτύσσονται αριθμητικά, αλλά και βρίσκουν μαζικό ακροατήριο για τις ιδέες τους, καθώς ολόκληρα κομμάτια της εργατικής τάξης μπαίνουν σε αγώνες έξω ή και ενάντια στον έλεγχο του ρεφορμισμού. Το νήμα της σύγκρουσης του Λένιν με τους Μενσεβίκους, της Ρόζας Λούξεμπουργκ με την Σοσιαλδημοκρατία, του Γκράμσι με τους ρεφορμιστές στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα για την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, ξαναπιάνεται. Οι συζητήσεις, οι αντιπαραθέσεις, οι προβληματισμοί κινούνται γύρω από αυτό το κεντρικό θέμα και αγκαλιάζουν χιλιάδες αγωνιστές όχι μόνο στη Γαλλία και την Ιταλία, που με το Μάη του 68 και το Καυτό Φθινόπωρο του 69 βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, αλλά σε όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης και στην περιφέρειά τους στα επόμενα χρόνια (Χιλή, Πορτογαλία, Ισπανία, Αργεντινή).

Οι μαρξισμοί του Μάη

Σήμερα 15 χρόνια μετά, είναι φανερό ότι αυτή η διαδικασία έχει ανακοπεί. Η κρίση του Μαρξισμούείναι η κρίση της επαναστατικής αριστεράς που ανάδειξε ο Μάης και που γύρεψε να ξαναζωντανέψει τον επαναστατικό μαρξισμό. Το ερώτημα που αναπόφευκτα βάζει αυτή η κρίση είναι ποιος ακριβώς ήταν ο μαρξισμός αυτής της επαναστατικής αριστεράς, πόσο συνδέθηκε με τις παραδόσεις στις οποίες συχνά αναφέρονταν και πόσο τις έχει συμπαρασύρει μαζί του στην κρίση.

Στη συνέχεια αυτού του άρθρου θα προσπαθήσουμε να σταθούμε σ’ αυτό το ερώτημα και να δείξουμε ότι υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στον επαναστατικό μαρξισμό, όπως διαμορφώθηκε στη μεγάλη έκρηξη του εργατικού κινήματος μετά τον Α΄ Παγκόσμιo Πόλεμο (δηλαδή τον μαρξισμό των επαναστάσεων που τελικά νικήθηκαν στη Ρωσία, στη Γερμανία και στην lταλία) και στους μαρξισμούς που επηρέασαν τη διαμόρφωση της επαναστατικής αριστεράς μετά τον Μάη. Ένα χάσμα που ξεκίνησε από τις απόπειρες να συνδυαστεί η επιρροή της Κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης με τον μαρξισμό της επαναστατικής περιόδου της Τρίτης Διεθνούς. Και που κατέληξε στην συνολική απόρριψη του «παραδοσιακού» μαρξισμού και τον αποχαιρετισμό της εργατικής τάξης.

Μιλώντας για τους μαρξισμούς που κυριάρχησαν στην επαναστατική αριστερά που βγήκε από τον Μάη πρέπει να σταθούμε σε δυο εκδοχές που έπαιξαν τον πιο σημαντικό ρόλο.

α) στην εκδοχή του Υποκειμενικού Μαρξισμού, που η συστηματοποίησή της εκφράζεται από τις απόψεις του Νέγκρι. Και

β) Στην εκδοχή του Αντικειμενικού Μαρξισμού, που η συστηματοποίησή της εκφράζεται από τις απόψεις του Αλτουσέρ.

Δεν επιχειρούμε εδώ να δείξουμε τους τρόπους που τα διάφορα ρεύματα και τάσεις της επαναστατικής αριστεράς επηρεάστηκαν από τη μια ή την άλλη εκδοχή. Αυτό που έχει σημασία είναι να εξετάσουμε το χάσμα που χωρίζει και τις δυο εκδοχές απ’ τον επαναστατικό μαρξισμό.

Πριν εξετάσουμε την κάθε μια χωριστά, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρόλο που εμφανίζονται σαν αντίθετες (και γι' αυτό τους αποδώσαμε τα αντιθετικά επίθετα υποκειμενικός - αντικειμενικός) και οι δυο εκδοχές συμμερίζονται μια κοινή πηγή και μια κοινή αδυναμία.

Η επιρροή της Κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης

Η κοινή πηγή είναι η σκέψη του Μάο, που τόσο επηρέασε τη διαμόρφωση της επαναστατικής αριστεράς μέσα από την ακτινοβολία της Πολιτιστικής Επανάστασης, όπως κατανοήθηκε τότε. Σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο να δούμε ότι η περίοδος της Πολιτιστικής Επανάστασης ήταν μια περίοδος κρίσης του κινέζικου καθεστώτος ανάλογη με τις κρίσεις των γραφειοκρατικών κρατικοκαπιταλιστικών καθεστώτων στην Ουγγαρία το '56, την Τσεχοσλοβακία το '68 ή στην Πολωνία και τότε και σήμερα. Μια περίοδος κρίσης που άνοιξε ρήγματα στον κινέζικο κρατικό καπιταλισμό και άφησε περιθώρια για να προβάλλουν οι μάζες στο προσκήνιο, αλλά που καμιά πτέρυγα του κινέζικου ΚΚ δεν πρόβαλε επαναστατική διέξοδο από την κρίση. Όλες οι πτέρυγες κινήθηκαν για τη σταθεροποίηση του καθεστώτος και την επιστροφή των μαζών στα παραγωγικά καθήκοντά τους. Η ρήξη με την ΕΣΣΔ αποδείχτηκε τελικά πολιτική επιλογή του κινέζικου εθνικισμού, αντί για επαναστατική αμφισβήτηση του κρατικού καπιταλισμού.

Το 1968, όμως, όλα αυτά έμοιαζαν πολύ διαφορετικά. Ο Μάο του «Μεγάλου Άλματος προς τα Μπρος», της πιο μεγάλης παραγωγικίστικης εξόρμησης που έβαζε σαν αναπτυξιακό στόχο του «σοσιαλιστικού» κράτους το «να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε την Βρετανία μέσα σε πέντε χρόνια», έμοιαζε σαν η προσωποποίηση του «βολονταριστή» επαναστάτη που περιφρονεί τους «οικονομίστικους» συλλογισμούς και προβάλλει την ανίκητη θέληση και αποφασιστικότητα του προλεταριάτου. Ο Μάο της Πολιτιστικής Επανάστασης που βάφτιζε «προλεταριακό» κάθε μηχανισμό του κράτους που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της «προλεταριακής» φράξιας του κόμματος, έστω κι αν αυτό το κράτος αρνιόταν και έπνιγε κάθε όργανο άμεσης εργατικής δημοκρατίας, έμοιαζε σαν η πρωτοπορία της κριτικής «ενάντια στην αστική τάξη μέσα στο κράτος και το κόμμα».

Η «σκέψη του Μάο» ήταν η συστηματοποίηση σε θεωρητικό επίπεδο της πρακτικής του κινέζικου ΚΚ, ήταν η θεωρητικοποίηση μιας «επαναστατικής» διαδικασίας που ξετυλίγεται έξω από την εργατική τάξη ή ακόμα και ενάντιά της. Ο ιστορικά περιθωριακός ρόλος της εργατικής τάξης στην κινέζικη εμπειρία (από το πάρσιμο της εξουσίας με ορμητήριο την ύπαιθρο και το αγροτικό αντάρτικο, μέχρι την οικοδόμηση ενός κράτους της «συμμαχίας των τεσσάρων τάξεων» και την άνδρωσή του πάνω και έξω από την εργατική τάξη) βρήκε την έκφρασή του στα Φιλοσοφικά Δοκίμια και τα άλλα γραπτά του Μάο που τόσο επηρέασαν όλους τους μαρξιστές που έχουν την τάση να υποκαταστήσουν την εργατική τάξη.

Από αυτή την κοινή πηγή, ο «υποκειμενικός μαρξισμός» εμπνέεται τον ιδανικό εξεγερμένο «κοινωνικό προλετάριο» σαν υποκατάστατο της εργατικής τάξης και ο «αντικειμενικός μαρξισμός» εμπνέεται την αυτονομημένη «θεωρητική πρακτική» των διανοούμενων έξω από τη δράση της εργατικής τάξης.

Έλλειψη ερμηνείας του σταλινισμού

Η κοινή αδυναμία και των δύο είναι η αδυναμία να ερμηνεύσουν την εμφάνιση του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία, στην Ανατολική Ευρώπη αλλά και στην Κίνα. Η έλλειψη μιας τέτοιας ερμηνείας εξωθεί στο δίλημμα είτε μιας συνολικής αποδοχής του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είτε μιας συνολικής απόρριψής του από τους σημερινούς γραφειοκράτες μέχρι τον Λένιν. Πρόκειται για ένα δίλημμα που οδηγεί έτσι κι αλλιώς στον αποχαιρετισμό της εργατικής τάξης. Στην περίπτωση της αποδοχής αυτών των καθεστώτων σαν σοσιαλιστικών ακόμα σήμερα, έχουμε ένα «μαρξισμό» που δέχεται την ύπαρξη σοσιαλισμού παρά ή και ενάντια στην εργατική τάξη. Στην περίπτωση της απόρριψης του Οκτώβρη μαζί με την σημερινή Ρωσία, έχουμε ένα «μαρξισμό» που θεωρεί όλη την προηγούμενη κίνηση της εργατικής τάξης σαν μια εσωτερική πτυχή της κίνησης του κεφαλαίου. Και στις δυο περιπτώσεις η εργατική τάξη μπαίνει στο περιθώριο. Μόνο μια ερμηνεία που βλέπει την τομή της σταλινικής αντεπανάστασης μπορεί να διατηρήσει την εργατική τάξη στη θέση του υποκείμενου της επαναστατικής διαδικασίας, ενός υποκείμενου που γνωρίζει νίκες και ήττες, αλλά που η ιστορία του και η δράση του δεν ισοπεδώνεται ούτε από τους «σιδερένιους νόμους» της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ούτε από τους αφηρημένους εξορθολογισμούς των αντιφάσεών της.

"Υποκειμενικός μαρξισμός" αποχαιρετισμός της εργατικής τάξης



Για την περίπτωση του Νέγκρι δεν είναι ανάγκη να αποδείξει κανείς το χάσμα που τον χωρίζει από τον επαναστατικό μαρξισμό, γιατί το δέχεται ο ίδιος. Ο Μαρξ του Κεφάλαιου (σε αντιπαράθεση με τον Μαρξ των Grundrίsse), ο Λένιν και ο μαρξισμός της Τρίτης Διεθνούς, η ίδια η αντίληψη της σοσιαλιστικής επανάστασης, όλα αυτά δεν είναι παρά «αθέμιτες δοσοληψίες» με την ανάπτυξη του καπιταλισμού που φυσιολογικά οδήγησαν στον Στάλιν και στα καθεστώτα των γκουλάγκ. Όλα αυτά ανάγονται σ' ένα κοινό παρονομαστή που βαφτίζεται «παραδοσιακός μαρξισμός» και θεωρείται από ξεπερασμένος (γιατί αναφέρεται σε μια εργατική τάξη που δεν υπάρχει πια) μέχρι επικίνδυνος (γιατί αποτελεί ένα θεωρητικό πλαίσιο για την επιβολή της εργασιακής πειθαρχίας που έχει ανάγκη ο καπιταλισμός).

Εδώ έχουμε να προβάλλουμε τρεις αντιρρήσεις.

Ανάπτυξη του κινήματος, όχι των "παραγωγικών δυνάμεων"

Ο Νέγκρι ταυτίζει την ίδια την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου και του σοσιαλισμού με το κράτος της καταναγκαστικής εργασίας που διαμορφώθηκε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Πρόκειται για καθαρή λαθροχειρία. Ούτε στο Μαρξ, ούτε στο Λένιν η δικτατορία του πρoλεταριάτου αποτελεί ένα κράτος που έχει σαν αποστολή του την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η διαμόρφωση ενός κράτους που επωμίζεται την ιστορική αποστολή της αστικής τάξης (τη γρήγορη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) και αναπτύσσει τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να επιβάλλει στην εργατική τάξη τους αναγκαίους ρυθμούς συσσώρευσης, είναι δημιούργημα της απομόνωσης της ρώσικης επανάστασης και της επικράτησης του σταλινισμού. Οι μπολσεβίκοι δεν είχαν σαν στόχο «να φτάσουν και να ξεπεράσουν» τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής τους, ούτε έλπιζαν να οικοδομήσουν κάποιο «σoσιαλιστικό παράδεισο» στην απομόνωση. Η οπτική τους ήταν διεθνιστική και οι ελπίδες τους για το ξεπέρασμα των γραφειοκρατικών τάσεων, που είχαν ήδη εμφανιστεί και εντοπιστεί πριν από το θάνατο του Λένιν, στηρίζονταν στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στην καπιταλιστική Ευρώπη και όχι στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην καθυστερημένη Ρωσία.

Το πέρασμα από την αστική λογική («στον καθένα ανάλογα με την εργασία του») στην κομμουνιστική λογική («στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του») ήταν για την Τρίτη Διεθνή της προσταλινικής περιόδου πρόβλημα ωριμότητας του εργατικού κινήματος και όχι ωριμότητας του καπιταλισμού. Όταν λοιπόν ο Νέγκρι καταγγέλλει τον «παραδοσιακό μαρξισμό» και την αντίληψή του για τη μεταβατική κοινωνία (το σοσιαλισμό) σαν την πιο προωθημένη μορφή του καπιταλισμού (τον κρατικό καπιταλισμό), στην πραγματικότητα χτυπάει έναν αντίπαλο που τον έχει ήδη διαστρεβλώσει σε απίστευτο βαθμό.

Τέιλορ και Κέινς: το χτύπημα της νικημένης εργατικής τάξης

Αυτό τον διαστρεβλωμένο μαρξισμό ο Νέγκρι τον θεωρεί σαν μια θεωρητική σύλληψη που αντιστοιχούσε στη διαμόρφωση της εργατικής τάξης εκείνης της περιόδου, μιας εργατικής τάξης που δεν υπάρχει πια, γιατί μεσολάβησαν δύο «επαναστάσεις» μέσα στον καπιταλισμό: ο Τεϊλορισμός και το Νιου Ντιλ.

Εδώ ο Νέγκρι αποδίδει την ήττα του εργατικού κινήματος του μεσοπολέμου στις αλλαγές που προώθησαν οι καπιταλιστές στην οργάνωση της παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο και στον κρατικό παρεμβατισμό. Και σ’ αυτή την περίπτωση η αντιμετώπισή του είναι ανιστόρητη, είναι εκ των υστέρων εξορθολογισμός της συγκεκριμένης ιστορικής εξέλιξης.

Η ήττα της εργατικής τάξης στο μεσοπόλεμο ήταν ιστορική, ήρθε μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές μάχες που δόθηκαν και χάθηκαν: επικράτηση του φασισμού στη Γερμανία, του σταλινισμού στη Ρωσία, υποταγή του εργατικού κινήματος στην πολεμική προσπάθεια των συμμάχων στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην Αγγλία και την Αμερική. Η επιβολή της εργασιακής πειθαρχίας και η οικοδόμηση της σύγχρονης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ήρθαν σαν αποτέλεσμα της διάλυσης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης και όχι αντίστροφα. Το Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ ήταν η χλωμή αντανάκλαση του βίαιου κρατικού συγκεντρωτισμού στη ναζιστική Γερμανία και δεν πήρε διαστάσεις αποτελεσματικής κρατικής πολιτικής για την έξοδο από την οικονομική κρίση του μεσοπολέμου παρά μόνο με το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας. Οι «επαναστατικές» καινοτομίες του Τέιλορ και του Κέινς έγιναν όπλα των καπιταλιστών αφού προηγούμενα είχαν μιλήσει και κρίνει τη μάχη κάποια άλλα όπλα.

Παράλληλα, είναι καρικατούρα της εργατικής τάξης η πόλωση της κατάστασής της πριν και μετά τις ήττες του κινήματός της σε δυο ξεχωριστούς τύπους: «συλλογικός εργάτης» πριν, «εργάτης μάζα» μετά. Αν απ’ όλες τις μάχες και τις συγκρούσεις που δόθηκαν αφαιρέσουμε τις πολιτικές επιλογές που έκριναν την έκβασή τους, αν ισοπεδώσουμε την πολιτική της ρώσικης Αριστερής Αντιπολίτευσης με την πολιτική του Στάλιν, την πολιτική των IWW με την πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ, την πολιτική του POUM με την πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, τότε πραγματικά μπορούμε να ανάγουμε την ιστορία και το μαρξισμό σε συνάρτηση των «τύπων» της εργατικής τάξης: στον παλιό «συλλογικό εργάτη» αντιστοιχούσε ο «παραδοσιακός μαρξισμός» και ο «σοσιαλισμός με τις δοσοληψίες με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής», ενώ στο σημερινό «κοινωνικό προλετάριο» αντιστοιχεί η αμεσότητα του κομμουνισμού «εδώ και τώρα». Ετσι φτάνουμε σ’ ένα τυπολογικό ντετερμινισμό που είναι πραγματικά πολύ παράδοξος όταν ακούγεται απ’ το στόμα αυτών που υμνούν την υποκειμενικότητα.

Δημιουργικότητα των μαζών και προσωποκεντρική υποκειμενικότητα

Η τυπολογία του Νέγκρι για τους εργάτες φτάνει στο αποκορύφωμά της εισάγοντας την έννοια του «κοινωνικού προλετάριου». Ενώ στο προηγούμενο στάδιο της τυπολογίας αυτής, στην αντιπαράθεση του «εργάτη μάζα» με τον «συλλογικό εργάτη», μπορούσε να μιλήσει κανείς για υπερτονισμό και πόλωση υπαρκτών χαρακτηριστικών και διαφορών στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, με το πέρασμα στον «κοινωνικό προλετάριο» έχουμε τον αποχαιρετισμό της εργατικής τάξης.

Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη ανάλυση συνδέεται με την περίοδο της συμμετοχής του «ιταλικού εργατισμού» στην άνοδο της επαναστατικής αριστεράς στην δεκαετία του '60, ενώ η δεύτερη συνδέεται με την περίοδο της ήττας της επαναστατικής αριστεράς και της εμφάνισης της ιταλικής “Aυτονομίας”. Το νήμα των αναλύσεων είναι κοινό αλλά η διαφορετική πολιτική ατμόσφαιρα σίγουρα καθρεφτίζεται στην απογείωση του Νέγκρι.

Με τον «κοινωνικό προλετάριο» η εργατική τάξη υποκαθίσταται από την υποκειμενική διάθεση για εξέγερση ενάντια στο κράτος. Ο εξεγερμένος φοιτητής είναι «προλετάριος» ενώ ο μη πολιτικοποιημένος ή δεξιός ή ρεφορμιστής εργάτης δεν είναι.

Καθόλου παράξενο που η Αυτονομία ταυτίζει το υποκείμενο της επανάστασης με τον εαυτό της, ταυτίζει το κίνημα με τις δικές της ομάδες. Στη θέση της συλλογικότητας της εργατικής τάξης έχει μπει η συλλογικότητα των «εραστών της εξέγερσης». Η κατάσταση των αυτόνομων θυμίζει την κριτική του Γκράμσι για τους αναρχικούς που θεωρούσε ότι οι δεσμοί μεταξύ τους έχουν «θρησκευτικό» χαρακτήρα γιατί στηρίζονται στην αποδοχή μιας ιδέας και όχι στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης των πολιτικών προβλημάτων που βάζει η πάλη της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό, συνεχίζει ο Γκράμσι, οι οργανωτικές τους σχέσεις στηρίζονται σε προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες ή στο κύρος κάποιου «μεγάλου ηγέτη».

Είναι ίσως ειρωνικό, αλλά ο «υποκειμενικός μαρξισμός» εγκαταλείποντας την εργατική τάξη και την προσπάθεια απελευθέρωσης της δικής της δημιουργικότητας και υποκειμενικότητας, καταλήγει σε μια εξατομικοποιημένη προσωποκεντρική υποκειμενικότητα που στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί σε πολιτικές αντιλήψεις προσωπικού παραδειγματισμού (παραδειγματικές ενέργειες) και στη χειρότερη περίπτωση ευνοεί τον αχαλίνωτο παραγοντισμό. 

"Αντικειμενικός μαρξισμός" επαναστατική διαδικασία χωρίς υποκείμενο



Ο ίδιος ο Αλτουσέρ τοποθετεί τις προσπάθειές του για μια σωστή «ανάγνωση» του Μαρξ στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης συγκυρίας: της συγκυρίας που χαρακτηρίστηκε από το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης και τη Σινοσοβιετική Διαμάχη. Μοιραία, η αλτουσερική ανάγνωση του Μαρξ επηρεάζεται από την διάγνωση του Αλτουσέρ για τα προβλήματα που έβαλε εκείνη η περίοδος. Σαν κύριο καθήκον είδε την καταπολέμηση των τάσεων προς μια «ουμανιστική» διαστρέβλωση του μαρξισμού, που ο Aλτουσέρ θεωρούσε ότι είχαν ενθαρρυνθεί με την αποσταλινοποίηση. Με ένα κάποιο (πολύ πιο εκλεπτυσμένο) τρόπο, η εικόνα του Αλτουσέρ για την τότε περίοδο αποτελεί το φιλοσοφικό ισοδύναμο της θεωρίας περί «ρεβιζιονιστικού πραξικοπήματος το 1956».

Ο Αλτουσέρ βλέπει μια στροφή τόσο στην ΕΣΣΔ (που εγκαταλείπει την δικτατορία του προλεταριάτου για να ονομαστεί «κράτος όλου του λαού»), όσο και στα Δυτικά Κομμουνιστικά Κόμματα (που ρίχνουν το βάρος στο «ειρηνικό πέρασμα») και συνδέει αυτές τις εξελίξεις με την αναζωπύρωση των ιδεαλιστικών, ανθρωπιστικών ερμηνειών του Μαρξ (βλέπε πρόλογο στην αγγλική έκδοση του βιβλίου "Για το Μαρξ"). Απέναντι σ' αυτή τη στροφή δεν υπερασπίζεται άκριτα το Στάλιν, αλλά σίγουρα όμως βρίσκει πηγές έμπνευσης στα κείμενά του και στα κείμενα του Μάο: το στυλ του Στάλιν είναι ίσως ξερό και δασκαλίστικο, αλλά τα Ζητήματα Λενινισμού ή οι απόψεις του Στάλιν για το γλωσσικό ζήτημα δίνουν μαθήματα μαρξιστικής ορθοδοξίας! Η διαλεκτική του Μάο παραμένει ίσως κάπως «περιγραφική», αλλά είναι καλό δείγμα του τι εννοούσε ο Μαρξ λέγοντας ότι πρέπει να αντιστρέψουμε τη διαλεκτική του Χέγκελ για να πατήσει με τα πόδια κάτω!

Απέναντι, λοιπόν, στην ανοιχτή αναθεώρηση του μαρξισμού που ανακαλύπτει τον «παράγοντα Άνθρωπο» με κεφαλαίο Α και συμβαδίζει με τις πιο δεξιές ρεφορμιστικές τάσεις που ευθυγραμμίζονται με τον αστικό φιλελευθερισμό, ο Αλτουσέρ επιχειρεί μια επανατοποθέτηση του μαρξισμού με έμφαση στον «αντικειμενικό», «επιστημονικό» χαρακτήρα του και με αφετηρία την σταλινική παράδοση, την οποία βλέπει σαν συνέχεια της λενινιστικής. Ήδη αυτή η τοποθέτηση του προβλήματος, που χάνει από τα μάτια της το τσαλαπάτημα του μαρξισμού από την σταλινική αντεπανάσταση και ανησυχεί για τις συνέπειες της στροφής του 1956, βάζει από μόνη της τα όρια της αναζήτησης του Αλτουσέρ.

Το αποτέλεσμα είναι η ανακάλυψη ενός μαρξισμού που βλέπει μια επαναστατική διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Εκτοπίζοντας το αφηρημένο ιδεαλιστικό υποκείμενο του ουμανιστικού μαρξισμού (τον άνθρωπο με κεφαλαίο Α) και εμπνεόμενος από μια παράδοση όπου το κράτος έχει υποτάξει την εργατική τάξη, ο αλτουσερικός μαρξισμός καταλήγει να εκτοπίσει την ίδια την εργατική τάξη. Στον «αντικειμενικό μαρξισμό» του Αλτουσέρ υπάρχει η «δομή», υπάρχουν οι «σχέσεις», υπάρχουν οι «θέσεις» που καθορίζουν η δομή και οι σχέσεις, υπάρχουν οι «φορείς» που επανδρώνουν τις θέσεις και ενσαρκώνουν τις σχέσεις, υπάρχει συνολικά ένα αυτοκινούμενο οικοδόμημα με πολλά σχετικά αυτόνομα επίπεδα, αλλά λείπει η εργατική τάξη σαν υποκείμενο της επαναστατικής διαδικασίας. Τελικά, στον αλτουσερισμό το κρίσιμο στοιχείο δεν είναι η αποδέσμευση της δημιουργικότητας των μαζών και η θεσμοθέτησή της μέσα από όργανα της ίδιας της εργατικής τάξης (εργατικά συμβούλια, σοβιέτ) αλλά η «επιστημονικά» καθορισμένη ταύτιση με την «αντικειμενική» κίνηση του κοινωνικού σχηματισμού και αντίστοιχα τα όργανα που μπορούν να την εξασφαλίσουν (το κόμμα, το κράτος).

Περιθωριοποιώντας μ’ αυτό τον τρόπο την εργατική τάξη, ο αντικειμενικός μαρξισμός ανοίγει το δρόμο για να ανθίσουν χίλια δυο «λουλούδια».

Μια κατάληξη είναι ο ακαδημαϊσμός, η ανακήρυξη της θεωρητικής παρέμβασης σε αυτοδύναμο πεδίο της ταξικής πάλης, όπου οι διανοούμενοι ασχολούνται με την «θεωρητική πρακτική» απερίσπαστοι από την τύρβη των καθημερινών εργατικών αγώνων. Τα πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας για ένα διάστημα είχαν γεμίσει από τέτοιους «μαρξιστές» που έχοντας αφήσει την καθημερινότητα στα χέρια των ρεφορμιστικών κομμάτων προωθούσαν την ακαδημαϊκή καριέρα τους με ήσυχη τη συνείδησή τους γιατί προωθούσαν την «επαναστατική θεωρία».

Μια άλλη κατάληξη είναι ο απολογητισμός. Η «σχετική αυτονομία» που εισάγει η αλτουσερική διαλεκτική μετατρέπεται σε φούρνο του Χότζα για να δικαιολογήσει την οποιαδήποτε τρέχουσα πολιτική επιλογή. Ιδιαίτερα στα χέρια του αριστερού ρεφορμισμού (αριστερού ευρωκομμουνισμού), ο αντικειμενικός μαρξισμός εξελίσσεται σε ραφινάτη εκδοχή του παλιού μπακάλικου «μαρξισμού» του στυλ «κύρια πλευρά είναι η θετική» ή «αυτή η αντίφαση είναι δευτερεύουσα» και πάει λέγοντας.

Βέβαια και στην περίπτωση του αντικειμενικού μαρξισμού δεν πρέπει να ισοπεδώνουμε όλες τις στιγμές της εξέλιξής του. Η δουλειά του Πουλαντζά την περίοδο του Μάη ξεχωρίζει έντονα από τα μεταγενέστερα κείμενά του. Για παράδειγμα, το Φασισμός και Δικτατορία είναι ασύγκριτα ανώτερο από την Κρίση των δικτατοριών ή ακόμα και από την ελληνική έκδοση του Φασισμός και Δικτατορία, όπου ο συγγραφέας αποκηρύσσει τα κεφάλαια που αναφέρονται στην ΕΣΣΔ σαν «κάπως σχηματικά». Η απόσταση ανάμεσα στην ορμητική εμφάνιση του Πουλαντζά στο προσκήνιο (σε μια περίοδο όπου το ζήτημα της μαρξιστικής ανάλυσης του κράτους ξαναέμπαινε έντονα κάτω από την πίεση της έμπρακτης κριτικής του ρεφορμισμού από το ξέσπασμα του Μάη) και στον κατοπινό θλιβερό απολογητισμό της ευρωκομμουνιστικής τακτικής είναι πραγματικά μεγάλη. Παρόλα αυτά, το νήμα είναι κοινό και ξεκινάει από την αυτονόμηση του «αντικειμενικού» μαρξισμού από την εργατική τάξη.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά απομένει να θυμίσουμε στους θιασώτες του «αντικειμενικού» μαρξισμού (αλλά και στους υποστηρικτές τού αντίποδα αυτής της διχοτόμησης, δηλαδή του «υποκειμενικού» μαρξισμού) τη σύνδεση της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας με την πάλη της εργατικής τάξης, όπως την προβάλλει ο Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής, στην κριτική του για την εκλαϊκευμένη μαρξιστική κοινωνιολογία του Μπουχάριν. 

Αντικειμενικό σημαίνει πάντοτε «ανθρώπινα αντικειμενικό», πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί ακριβώς στο «ιστορικά υποκειμενικό»: με άλλα λόγια, αντικειμενικό πάει να πει «καθολικά υποκειμενικό». Ο άνθρωπος αποκτά αντικειμενική γνώση στο βαθμό που η γνώση είναι πραγματική για όλο το ανθρώπινο είδος ιστορικά ενοποιημένο σε ένα μοναδικό ενιαίο πολιτιστικό σύστημα, Αυτή η διαδικασία ιστορικής ενοποίησης, όμως, προχωράει μέσα από την εξαφάνιση των εσωτερικών αντιφάσεων που κατακερματίζουν την ανθρώπινη κοινωνία…

Σχόλια