Λακάν, ψυχανάλυση και αριστερά







Φροϋδικοί και Μαρξιστές


Η ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στα Μαρξιστικά και ψυχαναλυτικά κινήματα υπήρξε περίπλοκη. Κινήματα με διαφορετικούς -παρότι συμβατούς- σκοπούς, που αναδείχθηκαν σε διαφορετικούς κοινωνικούς κύκλους και ανακίνησαν διαφορετικές ιδεολογικές αντιστάσεις στα ακροατήριά τους: οι συνδυασμοί αυτών των δύο δεν θα μπορούσαν ως εκ τούτου να αναπτυχθούν άμεσα. Μολαταύτα, ο συνεργάτης του Φρόυντ Σάντορ Φερέντσι έγινε ο πρώτος στην ιστορία καθηγητής ψυχανάλυσης κάτω από τη βραχύβια κομμουνιστική κυβέρνηση της Ουγγαρίας το 1919. Ο Τρότσκι και μερικοί άλλοι Μπολσεβίκοι ηγέτες υπερασπίστηκαν την ψυχανάλυση στη Ρωσία. Και ο Βίλχελμ Ράιχ κατέδειξε τις ομοιότητες της μεθόδου των δύο θεωριών (στο Διαλεκτικός Υλισμός και Ψυχανάλυση), την πιθανότητα κοινών κοινωνικών επιδιώξεων (στη Σεξουαλική Επανάσταση), και την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν και οι δύο θεωρίες για την κατανόηση του ρόλο του παραλόγου στην πολιτική (στη Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού). Η μεγάλη ύφεση των προοπτικών συνεργασίας ήρθε με το Στάλιν. Η καταπίεση της ψυχανάλυσης στη Ρωσία ήταν κομμάτι του ίδιου πουριτανικού προγράμματος που οδήγησε σε ποινές φυλάκισης ομοφυλόφιλους και στην απαγόρευση της έκτρωσης, τη διδασκαλία της σεξουαλικής εγκράτειας στους φοιτητές, τις απονομές κρατικών βραβείων στις ιδιαίτερα παραγωγικές μητέρες, και πάει λέγοντας. Στη Ρωσία και την Κίνα το ταμπού της ψυχανάλυσης καλά κρατεί.

Στη Δύση, από τη στιγμή που οι Μαρξιστές άρχισαν να ξεγλιστρούν από τα Σταλινικά απομεινάρια του κινήματος, το ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση αναζωογονήθηκε, φτάνοντας στην κορύφωσή του στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Τότε, στον Αγγλόφωνο κόσμο, ένα νέο αντιφροϋδικό κύμα χτύπησε την αριστερά, προερχόμενο από το φεμινιστικό κίνημα. Η ανατροπή αυτής της διαδικασίας προήλθε από την ίδια κατεύθυνση, με το βιβλίο της Τζούλιετ Μίτσελ Ψυχανάλυση και Φεμινισμός να είναι ίσως η πιο σημαντική συμβολή. Αλλά το νέο άνοιγμα στις φροϋδικές ιδέες έχει επί το πλείστον σφραγιστεί από μια ερμηνεία του Φρόυντ: αυτή του Γάλλου ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν.

Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εξεταστεί αν το έργο του Λακάν προσφέρει τις οποιεσδήποτε νέες προοπτικές συνεργασίας της Μαρξιστικής και Φροϋδικής θεωρίας και πρακτικής. Θα εστιάσω σ' εκείνες τις πλευρές ερμηνείας του Φρόυντ κατά Λακάν που έχουν πολιτικές συνέπειες -πράγμα που δε σημαίνει ότι προτιμώ τις χονδροειδείς αναλύσεις της ψυχανάλυσης υπό το πρίσμα της πολιτικής. Απεναντίας, ελπίζω ότι ένα κέρδος που θα προκύψει για όσους μεταξύ των Μαρξιστών δείχνουν ενδιαφέρον για το Λακάν είναι "να αποδίδουν τα του Μαρξ τω Μαρξ και τα του Φρόυντ τω Φρόυντ", αντί να προσπαθούν να παράγουν "Ψευδο-Μαρξιστικά" υβρίδια.

Δύο πλευρές της Φροϋδικής θεωρίας έχουν σκανδαλίσει τον κόσμο περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες: η άποψή του ότι πολλές από τις πηγές της εμπειρίας μας και της δράσης μας είναι ασυνείδητες και η έμφασή του στο ρόλο της σεξουαλικότητας στη διαμόρφωση των συμπτωμάτων -και του χαρακτήρα. Οι διάδοχοί του σε μεγάλο βαθμό προσπάθησαν να νερώσουν αυτές τις πλευρές της θεωρίας του. Το κίνητρο αυτής της αναθεώρησης είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό: καθώς η ψυχανάλυση ενσωματώθηκε βαθμιαία στην αστική κουλτούρα, εξέλαβε ως σκοπό την "προσαρμογή" του ασθενούς στις περιστάσεις. Αυτός ο σκοπός είναι εντελώς ξένος στη σκέψη του Φρόυντ, που πίστευε ότι το να αλλάζει κανείς τον εαυτό του αντί για τον κόσμο είναι μια νευρωτική ανταπόκριση. Αλλά προκειμένου να υιοθετεί κανείς σαν σκοπό την προσαρμογή στις εξωτερικές πιέσεις, θα πρέπει να αγνοεί τα όρια της συνειδητής αυτοκυριαρχίας του και να κατευνάζει την εσωτερική πίεση των σεξουαλικών αναγκών του, που έχει ένα τίμημα το να μην ικανοποιούνται. Αυτοί που έχουν αναθεωρήσει την ψυχανάλυση κατ' αυτό τον τρόπο, θέλησαν να αποκόψουν τους δεσμούς με τις βιολογικές βάσεις, απορρίπτοντας την ιδέα του "ενστίκτου" ή της "παρόρμησης", που για το Φρόυντ υπήρξε πάντα μια έννοια που βρισκότανε στα όρια μεταξύ της ψυχανάλυσης και των κατεξοχήν βιολογικών επιστημών. Η ιδιομορφία του Λακάν είναι ότι ενώ είναι πολύ δηκτικός πάνω στο ζήτημα της "προσαρμογής" ως σκοπού της θεραπείας, κι ενώ αποδοκιμάζει την "έκλειψη από την ψυχανάλυση των πιο ζωντανών όρων της εμπειρίας της -του ασυνείδητου και της σεξουαλικότητας, που προφανώς θα πάψουν σύντομα ακόμα και να αναφέρονται", εντούτοις μοιράζεται την επιθυμία να κρατήσει τις αποστάσεις από τη βιολογία, προτιμώντας το συγχρωτισμό με τη δομική γλωσσολογία. Αυτό το πακέτο έχει αποδειχθεί ελκυστικό για την αριστερά, γιατί ο "βιολογισμός" -η εξήγηση των κοινωνικών θεσμών σε σχέση με τα βιολογικά ένστικτα- υπήρξε το αγαπημένο κόλπο της δεξιάς. Μια εκδοχή της ψυχανάλυσης που θα κρατούσε όλες τις ανατρεπτικές της δυνατότητες αλλά δεν θα απαιτούσε από μας να λερώσουμε τα δάκτυλά μας βουτώντας τα στη βιολογία, θα έκανε σίγουρα μια εμπορική επιτυχία. Αλλά το ερώτημα παραμένει αν αυτός ο αντιβιολογισμός δεν οδηγεί το Λακάν στην εξημέρωση από έναν άλλο δρόμο αυτών των ενοχλητικών όρων.

Υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο στο Λακάν που οι θαυμαστές του μεταξύ των Μαρξιστών το βρίσκουν ελκυστικό. Πιστεύεται ότι ενώ οι προηγούμενοι ψυχαναλυτικοί ήρωες της αριστεράς, όπως ο Ράιχ, ο Μαρκούζε και ο Λέινγκ ήταν χνουδωτοί στοχαστούληδες που μας οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε έναν υπερβατικό μυστικισμό και όχι στη γήινη ευτυχία, ενώ ο Λακάν είναι ένας αυστηρός επιστήμονας με μια ψυχρή προσέγγιση όσον αφορά τους θεραπευτικούς σκοπούς. Ο Αλτουσέρ, για παράδειγμα, διακήρυξε ότι "Η πρώτη λέξη του Λακάν ήταν να πει: θεωρητικά ο Φρόυντ είναι θεμελιωτής μιας επιστήμης. Μια νέας επιστήμης που είναι η επιστήμη ενός νέου υποκειμένου: του ασυνείδητου. Αυτή είναι μία αυστηρή δήλωση". (Φρόυντ και Λακάν, στο Λένιν και Φιλοσοφία). Το έργο του Φρόυντ μπορεί, το πιστεύω κι εγώ, να ήταν επιστημονικό, αλλά αυτό για το Λακάν δεν πρέπει να το παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Η γοητεία του αμετάφραστου, ή ακόμα του ανεπικοινώνητου, που περιβάλλει το έργο του το αποδεικνύει περίτρανα. Οι επιστημονικοί όροι έχουν μια ακριβή σημασία για την επιστήμη, που δεν έχει όμως τίποτα να κάνει με τις αποχρώσεις της στην καθημερινή ομιλία. Το αμετάφραστο είναι κάτι αναμενόμενο στην ποίηση ή σε ένα αστείο, και δεν αποτελεί αντικείμενο κριτικής για ένα μυθιστόρημα, αλλά είναι λάθος σ' ένα φιλοσοφικό κείμενο, και ενοχοποιητικό στοιχείο σε ένα επιστημονικό κείμενο. Ο επιστήμονας χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να επικοινωνεί, όχι για να προκαλεί.

Οι υπερασπιστές του Λακάν υποστηρίζουν ότι το ύφος του είναι από μόνο του διδακτικό με τον τρόπο που είναι και το ασυνείδητο. Αλλά δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος γιατί ένας δάσκαλος της ψυχανάλυσης θα έπρεπε να χρησιμοποιεί ένα ύφος που "να μιμείται τη γλώσσα του ασυνείδητου" (Αλτουσέρ) -τουλάχιστον όχι σοβαρότερος από το να ξέρει ένας εκπαιδευτής σκύλων να γαυγίζει. Στην πραγματικότητα ο Λακάν φορά το επιστημονικό του καπελάκι στραβά για να κάνει φιγούρα. Μέσα στο ίδιο δοκίμιο (“THE FUNCTION AND THE FIELD OF SPEECH AND LANGUAGE IN PSYCHOANALYSIS.”) λέει ότι η ψυχανάλυση δεν είναι ακόμα επιστήμη, ότι είναι "υποθετική επιστήμη", ότι είναι "επιστήμη του συγκεκριμένου" και (ταυτόχρονα) ότι είναι επιστήμη με την πλατωνική και όχι με τη σύγχρονη έννοια. Παρόλο που πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα στο έργο του Λακάν -πολύτιμες γνώσεις, ανησυχαστικά ερωτήματα, συναρπαστικές (αλλά συχνά ανεπιβεβαίωτες) υποθέσεις, αξιοσημείωτα ευφυολογήματα- αν επιθυμεί κανείς την αυστηρότητα και την κατατοπιστικότητα που χαρακτηρίζουν την επιστήμη θα πρέπει να κοιτάξει αλλού.






Η Λακανική εκδοχή της ψυχανάλυσης: "το ασυνείδητο δομείται όπως η γλώσσα"


Αυτή η ιδέα είναι η βάση του έργου του Λακάν. Εν μέρει, αυτό πηγάζει από την επαναδιεκδίκηση της ψυχανάλυσης ως θεραπευτικής τεχνικής -ότι είναι μια "λήψη θεραπείας" στην οποία η γλώσσα είναι το μόνο εργαλείο που έχει στη διάθεσή του ο ψυχαναλυτής. Σωματικά συμπτώματα και "γλώσσα του σώματος" μπορούν μόνο να μεταφραστούν στο μέτρο που "παίρνουν μέρος στη συζήτηση" σαν υπότιτλοι για τα καταπιεσμένα λόγια. Δε σχηματίζουν έναν ανεξάρτητο τρόπο πρόσβασης στο ασυνείδητο του ασθενούς, όπως για παράδειγμα, προϋπέθετε ο Ράιχ. Αλλά ο Λακάν τραβάει τη γλωσσολογική σύνδεση πολύ παραπέρα. Σίγουρα δείχνει ότι η ιδέα του ασυνείδητου ως γλώσσα είναι μια πολύ γόνιμη μεταφορά -αλλά ο ισχυρισμός του είναι ότι δεν είναι μεταφορά:

"αν το σύμπτωμα είναι μεταφορά δεν είναι μεταφορά, για να το πούμε έτσι, περισσότερο απ' ότι η ανθρώπινη επιθυμία είναι μετωνυμία. Γιατί το σύμπτωμα είναι μεταφορά είτε το θέλει κανείς είτε όχι, όπως και η επιθυμία είναι μετωνυμία, όσο αστεία κι αν φαίνεται αυτή η ιδέα".

Η αφομοίωση του ασυνείδητου στη γλώσσα δεν είναι απλά μια παρέκκλιση: πρώτον, γιατί είναι μια περίπτωση δομισμού -το όλο διανοητικό κίνημα που βασίζεται στη χρήση της δομικής γλωσσολογίας ιδρύθηκε από το Σωσσύρ σαν μοντέλο όλων των ανθρωπιστικών επιστημών και δεύτερον επειδή είναι ένα συμπέρασμα (παρότι λαθεμένο κατά τη γνώμη μου) που προκύπτει απ' αυτό που πραγματικά είναι το πιο γνήσιο κι ενδιαφέρον μέρος του έργου του Λακάν: το άνοιγμά του στην έρευνα (δεν θα το θέσω πιο εμφατικά) των σχέσεων μεταξύ της εκμάθησης της γλώσσας και του σχηματισμού του ασυνείδητου στο ανθρώπινο υποκείμενο.

Οι δομιστές κατευθύνουν την έρευνά τους στις ανθρωπιστικές επιστήμες μακριά από ανθρώπους και πράγματα, προς τις σχέσεις. Υπάρχει φυσικά ένα κοινό έδαφος με το Μαρξ εδώ. Όπως ακριβώς οι γλωσσικές θεωρίες πριν το Σωσσύρ έτειναν να βλέπουν το νόημα σαν τη σχέση ανάμεσα στη λέξη και το αντικείμενο που ονόμαζε, έτσι και, μέχρι το Μαρξ, η ιδιοκτησία γενικά θεωρούνταν σαν η σχέση ανάμεσα στον ιδιοκτήτη και τα αντικείμενα που κατείχε. Ο Σωσσύρ έδειξε ότι η λέξη αποκτούσε το καθαρό νόημά της σε σχέση με τις άλλες λέξεις. Είναι το όριο ανάμεσα στις πιθανές σωστές χρήσεις της λέξεις και αυτές των άλλων λέξεων που καθορίζει τη σημασία της. Έτσι στα αγγλικά η λέξη ‘sheep’ (πρόβατο) αντλεί το νόημά της από την αντίθεσή της με το 'cow' (αγελάδα), 'lamb' (αρνί), 'mutton' (παϊδάκι), κλπ. Η αντίθεση ανάμεσα στο πρόβατο και το παϊδάκι δεν υπάρχει στα Γαλλικά όπου η λέξη 'mutton' καλύπτει και τα δύο. Όμοια, για το Μαρξ, η ιδιοκτησία είναι η σχέση μεταξύ παραγόντων (ανθρώπων ή θεσμών). Είναι η σχετική εξουσία αυτών των παραγόντων πάνω στα προϊόντα που προσδιορίζει το χαρακτήρα των τελευταίων σαν ιδιοκτησία.

Αλλά οι αναλογίες δεν πρέπει να παρατραβάνε. Πέρα από τον αυθαίρετο ήχο, δεν υπάρχει τίποτα σε μια λέξη παρά μόνο η θέση της στο σύνολο των σχέσεων που συναπαρτίζουν τη γλώσσα. Αν η λέξη "ράδιο" αντικαταστήσει τη λέξη "ασύρματος" η δομή δεν επηρεάζεται και η λέξη που αντικαταστάθηκε απλά εξαφανίζεται. Αν ένας εργάτης αντικατασταθεί από ένα ρομπότ, η δομή επηρεάζεται και ο εργάτης δεν εξαφανίζεται. Είναι υπό συζήτηση ότι ο "υλιστικός" χαρακτήρας της θεωρίας του Μαρξ έγκειται στην αναγνώριση των περιορισμών που τίθενται στις πιθανές κοινωνικές δομές από τη φύση του "υλικού" τους (ανθρώπινο, περιβαλλοντικό, τεχνολογικό).

Αυτό εγείρει μια αμφισβήτηση ως προς την εφαρμοσιμότητα της μεθόδου που αντλεί την προέλευσή της από τις δομές του Σωσσύρ που τα στοιχεία τους έχουν τη δική τους υλική φύση. Έχει υποτεθεί, για παράδειγμα, ότι ο Λεβί Στρος, στη δομική του ανάλυση για την εγγύτητα των σχέσεων, χάνει από τα μάτια του το περιεχόμενο αυτών των σχέσεων πάνω στον ενθουσιασμό του για τη μορφή τους. Ενδεχομένως σαν αποτέλεσμα αυτού, το ταμπού της αιμομιξίας φτάνει να μοιάζει σαν μια σταθερά δοσμένη στον ανθρώπινο πολιτισμό, αντί για κάτι που απαιτεί εξήγηση, όπως ήταν για το Μαρξ και το Φρόυντ (που σωστά ή λάθος πίστευαν ότι αντλούσε την καταγωγή του από την ιστορία).

Το ταμπού της αιμομιξίας είναι φυσικά μια απαραίτητη προϋπόθεση για το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και ο Λακάν παίρνει την πάσα από το Λεβί Στρος σ' αυτό το σημείο. Σύμφωνα με το Λακάν, το παιδί εισάγεται στον πολιτισμό -γίνεται άνθρωπος- μόνο μέσα από το αποτέλεσμα μιας παρέμβασης στο γνήσιο δεσμό του με τη μητέρα. Ο παρεμβαίνων είναι τυπικά ο πατέρας. (Ένα από τα προβλήματα σε σχέση μ' αυτό είναι ότι δεν ξεκαθαρίζεται πότε σε ποιο βαθμό, αν καθόλου, αυτό είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων οικογενειακών δομών που επιδέχονται αλλαγής. Αλλά κάποιες μορφές του Οιδιπόδειου συμπλέγματος οι οποίες διχάζουν το υποκείμενο σε συνειδητό και ασυνείδητο σαν το τίμημα της εισόδου στον ανθρώπινο πολιτισμό, ο Λακάν υποθέτει ότι είναι αναπόφευκτες.

Η γλώσσα αποκτιέται, κατά τα φαινόμενα, σαν ένας τρόπος αντιμετώπισης της απουσίας της μητέρας, αφού η γλώσσα μας κάνει ικανούς να φέρνουμε στο νου και να επικαλούμαστε απούσες υπάρξεις. Όμως ο Λακάν επίσης επιμένει ότι η εκμάθηση της γλώσσας δεν είναι αποτέλεσμα αλλά αιτία του διχασμού του υποκειμένου. Σαν να λέμε η επινόηση μιας λέξης για ένα αντικείμενο μάς αλλοτριώνει απ' αυτό. Συγκεκριμένα, προτείνεται ότι, από το ίδιο το γεγονός ότι κατονομάζει κανείς την επιθυμία του, προκύπτει ότι την απαρνιέται. Δεν βλέπουμε κανένα λόγο να αποδεχθούμε αυτή την ιδέα. Ξέρουμε ότι δεν ωφελεί να δίνεις σ' έναν πεινασμένο ένα μενού, αλλά αυτό δε συνεπάγεται ότι είναι απίθανο να πάρει κανείς και μενού και γεύμα.

Αυτή η αντίληψη της γλώσσας ως εγγενώς καταπιεστικής θυμίζει πολύ το ρομαντικό ανορθολογισμό, και υπάρχει σίγουρα μία ανορθολογική μουντζούρα στο Λακάν. Είναι άλλωστε ανοιχτά περιφρονητικός απέναντι στη λογική. Ωστόσο, βλέπει την καταπίεση σαν να έχει να κάνει με την ανικανότητα να εκφράσει κανείς με λόγια την επιθυμία του, και τη θεραπεία σαν την ίδια αυτή ικανότητα. Αν η καταπίεση έρχεται από τη γλώσσα, είναι επίσης μέσω της γλώσσας που ξεπερνιέται.

Αρκετά με τη ρίζες του ασυνείδητου στην εκμάθηση της γλώσσας. Όπως έχουμε δει ο Λακάν υποστηρίζει επίσης ότι οι μηχανισμοί του ασυνείδητου είναι αυτοί της γλώσσας. Αυτό είναι ανεπαρκές τόσο από την άποψη της γλωσσολογίας όσο και απ' αυτή της ψυχανάλυσης. Ο Σωσσύρ επέμενε ότι η επιστήμη του μπορούσε να υποβληθεί μόνο σε συστήματα αυθαίρετων, "αδιάφορων" συμβόλων. Η σχέση μεταξύ της "αγελάδας" και μιας αγελάδας είναι καθαρά συμβατική. Η σχέση μεταξύ του φαλλού ως σύμβολο και του πέους ως όργανο του σώματος δεν είναι.

Από την ψυχαναλυτική πλευρά: οι όποιες ομοιότητες μεταξύ του ασυνείδητου και της γλώσσας έχουν ανακαλυφθεί από τις μεθόδους της ψυχανάλυσης, όχι της γλωσσολογίας. Άρα δε γίνεται απλά να γενικεύουμε από την εμπεριστατωμένη γλωσσική θεωρία και να βγάζουμε συμπεράσματα για το ασυνείδητο -αυτό θα ήταν σαν να φτάναμε στο συμπέρασμα ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα έχουν αλμυρή γεύση. Είναι στην αρμοδιότητα των ψυχαναλυτών να δείξουν ποιες είναι οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ των μηχανισμών του ασυνειδήτου και της γλώσσας -μεταξύ, για παράδειγμα, της απώθησης και της μετωνυμίας, τις οποίες ο Λακάν απλά ταυτίζει.

Αν αντιμετωπίσουμε τις δύο επιστήμες σαν να επρόκειτο για μία, χάνουμε απ' τα μάτια μας τη γνησιότητα της Φροϋδικής ανακάλυψης. Υπάρχει ένα παράδειγμα στην αλληλογραφία Ματσόκι-Αλτουσέρ, όπου η Ματσόκι αναφερόμενη σε ένα σύντροφο Κομμουνιστή υποψήφιο που άνοιγε την ομιλία του: "Αυτή την ιστορική 5η του Μάη..." -στην πραγματικότητα μια απολύτως συνηθισμένη μέρα- προτείνει ότι είχε συνδέσει αυτή την ημερομηνία με το θάνατο του Ναπολέοντα και αποκαλεί αυτό το φαινόμενο "Φροϋδικό". Προφανώς και δεν εννοεί ότι αυτή ήταν μια έκφραση του απωθημένου μιας καταπιεσμένης επιθυμίας. Υπαινίσσεται απλά μια τυχαία σύνδεση και όχι μια κατανοητή συνάφεια. Αν αυτό την κάνει Φροϋδική, τότε κάθε ολίσθημα είναι κι ένα Φροϋδικό φαινόμενο, και η εξήγηση του Φρόυντ για τα ολισθήματα χάνει ως εκ τούτου το περιεχόμενο της.

Στην πραγματικότητα ο Ιταλός Μαρξιστής Τιμπαράνο έχει προσπαθήσει, σαν μέρος ενός επιχειρήματος ενάντια στο Φρόυντ, να εξηγήσει κάποια απ' αυτά τα ολισθήματα που είχε περιγράψει ο Φρόυντ με όρους καθαρά γλωσσικών μηχανισμών. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι η τυποποίηση, δηλαδή η χρήση μιας οικείας λέξης ή κατασκευής όπου μια ανοίκεια τέτοια απαιτείται. Για παράδειγμα, άνθρωποι που είναι πιο εξοικειωμένοι με τα Νέα του Κόσμου απ' ότι με τη Βίβλο, συχνά αποκαλούν το Βιβλίο της Αποκάλυψης "Βιβλίο της Αποκάλυψης". Τέτοιες περιπτώσεις είναι σαν Φροϋδικά ολισθήματα μόνο γιατί η σύνδεση ανάμεσα στις λέξεις που απαιτούνται και στις λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι ένας προφορικός σύνδεσμος όχι μια σημασία. Το κίνητρο είναι λιγάκι διαφορετικό. Να ένα παράδειγμα από το Φρόυντ:

"Μια γυναίκα μια φορά εκφράστηκε μέσα στην κοινωνία" -τα ίδια τα λόγια δείχνουν ότι αρθρώθηκαν με μια ζέση και κάτω από την επιρροή πλήθους κρυφών αισθημάτων: "Ναι, η γυναίκα πρέπει να είναι όμορφη αν θέλει να ευχαριστήσει τον άνδρα. Ο άνδρας είναι σε πολύ καλύτερη θέση. Από τη στιγμή που έχει πέντε ίσια μέλη, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο!" Ο Φρόυντ επισημαίνει ότι (η καθαρά συνειρμική) συμπύκνωση των "πέντε αισθήσεων" και των "τεσσάρων μελών" είναι αυτό που συνέβη εδώ. Αλλά το κίνητρο είναι πολύ ξεκάθαρο: "το πέμπτο μέλος πρέπει να είναι επίσης ίσιο".

Αν αυτή τη διάσταση του Φροϋδικού ολισθήματος -την πίεση της καταπιεσμένης σκέψης να εκφραστεί- την αφήσουμε απ' έξω, τότε έχουμε μια καθαρά γλωσσική θεωρία των ολισθημάτων -και συνεπώς μιαν αφροϋδική θεωρία, που είναι αυτό που θέλει ο Τιμπαράνο.

Αυτό πρέπει να μας θυμίζει ότι η ιδέα ότι οι ασυνείδητες επιθυμίες πιέζουν για την εκπλήρωσή τους είναι ουσιώδης στη θεωρία του Φρόυντ. Τα ολισθήματα, τα όνειρα, τα συμπτώματα είναι τόσο πολλοί οι τρόποι που οι ενστικτώδεις δυνάμεις με τις οποίες οι ασυνείδητες ιδέες είναι φορτισμένες μπορούν να απελευθερωθούν. Είναι μόνο αυτή η αναφορά στη δύναμη του ενστίκτου που ξεχωρίζει τις ερμηνείες του Φρόυντ από του Τιμπαράνο -και τις οποίας η κατάχρηση του γλωσσολογικού μοντέλου τείνει να καταπιέσει. Είναι αδύνατο να καταλάβουμε πώς χρησιμοποιεί ο Φρόυντ όρους όπως "συμπύκνωση" και "απώθηση" χωρίς να αναφερθούμε στις οικονομίες των δυνάμεων που επιτυγχάνονται λαμβάνοντας δύο επιθυμίες και προσπερνώντας το λογοκριτή με μια μεταμφίεση (συμπύκνωση) ή επιτρέποντας το αίσθημα να εκφραστεί ενώ η ιδέα που το προκάλεσε παραμένει καταπιεσμένη (απώθηση). Ο Φρόυντ σταθερά θεωρεί την απώθηση ως αποτέλεσμα της καταπίεσης, ως ένα μέσο διά μιας κατευνασμού και υπεκφυγής της "λογοκρισίας". Αλλά για το Λακάν, ως "μετωνυμία", είναι η φύση κάθε επιθυμίας. Η δυναμική εξήγηση που θα μπορούσε να μας δώσει αναφορές σε κοινωνικά επιβεβλημένες απαγορεύσεις, εξαφανίζεται. Η επιθυμία "είναι ακριβώς έτσι" -συνεχώς ανακύπτει.

Ο Λακάν δεν είναι ο μόνος σχολιαστής του Φρόυντ που θέλει να κρατήσει μια ερμηνεία των συμπτωμάτων, ενώ απορρίπτει την "οικονομική θέση" -την ιδέα ότι οι ενστικτώδεις δυνάμεις που δεν εκφράζονται μέσω της σεξουαλικότητας θα εκφραστούν ως νευρωτικά συμπτώματα. Αυτή είναι η ορθοδοξία μεταξύ των φιλοσοφικών διερμηνέων του Φρόυντ, είτε των Βρετανών γλωσσολόγων φιλοσόφων είτε των Ευρωπαίων φαινομενολόγων. Θα επιστρέψω στην ιδεολογική σημασία αυτού του πράγματος.





Επανάκτηση της ταυτότητας και ανατροπή του εγώ

Μια ακόμα συνέπεια της ιδέας του Λακάν για τη σχέση μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου, αφορά την αντίληψη των θεραπευτικών καθηκόντων της ψυχανάλυσης καθώς και την όλη θεωρία των "ψυχικών παραγόντων", του εγώ, του υπερεγώ και της ταυτότητας -μια όψη της Φροϋδικής θεωρίας που την αντιμετωπίζει υπεροπτικά.

Σύμφωνα με το Φρόυντ, το ασυνείδητο εμφανίζει ιδιομορφίες πέρα από την προσδιοριστική του ότι περιλαμβάνει ιδέες που αποκλείονται από τη συνείδηση, παρ' όλα αυτά όχι χωρίς συνέπειες στην ατομική εμπειρία και συμπεριφορά. Περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό κατάλοιπα της παιδικής ηλικίας, τα οποία επειδή έχουν σβηστεί απ' τη συνείδηση μέσα από τη διαδικασία της απώθησης, παρέμειναν σε μία παιδική κατάσταση. Υπακούνε σε διαφορετικούς νόμους απ' αυτούς της συνείδησης. Επειδή η συνείδηση είναι επιφορτισμένη με τη διεύθυνση των αλληλεπιδράσεών μας με τον πραγματικό κόσμο, πρέπει να τείνει στο να κρατά τις ιδέες της συνεκτικές και να τις υποβάλλει στη δοκιμασία της πραγματικότητας. Αλλά το ασυνείδητο είναι απόλυτα ευχαριστημένο να κρατάει αντιφατικές ιδέες. Περιμένει ότι οι επιθυμίες θα μεταφραστούν σε πραγματικότητα χωρίς να ληφθεί καμία δράση. Μπερδεύει τα λόγια με τα πράγματα, και ενθουσιάζεται με παιδιάστικα λογοπαίγνια, συσχετίζοντας τις ιδέες πάνω στη βάση της λεκτικής ομοιότητας αντί των πραγματικών σχέσεων. Προσδίδει συναισθηματική σημασία σε ασήμαντα ζητήματα που έχουν κάποια τυχαία σύνδεση με την πραγματική αιτία του αισθήματος.

Άρα δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερα σοφό και αυθεντικό σε σχέση με το ασυνείδητο. Αν μερικές φορές είμαστε αρκετά συνεπείς και ρεαλιστικοί στα σχέδιά μας να πάρουμε αυτό που θέλουμε αυτό το οφείλουμε στο συνειδητό (ή, με βάση το μοντέλο των "τριών παραγόντων", στο εγώ).

Αν αυτό είναι αληθές τότε πρέπει σίγουρα να αποδεχθούμε το συμπέρασμα του Φρόυντ ότι ο σκοπός της ψυχανάλυσης πρέπει να είναι:

"η ενδυνάμωση του εγώ, η περαιτέρω ανεξαρτητοποίησή του από το υπερεγώ, η διεύρυνση του πεδίου αντίληψης και η μεγέθυνση της οργάνωσής του, έτσι ώστε να προσαρμόζεται στα καινούρια τμήματα της ταυτότητας. Όπου ήταν η ταυτότητα, εκεί θα βρεθεί το εγώ. Είναι ένα πολιτισμικό έργο -όχι αλλιώτικο από την αποστράγγιση του Ζουίντερ Ζέε". Αυτή η προοπτική της αυξανόμενής μας αυτεπίγνωσης και αυτοδιεύθυνσης της συνείδησης ήταν μια από τις απόψεις του Φροϋδικού έργου που ασκούσαν έλξη στον Τρότσκι, που έλπιζε ότι κάτω απ' το σοσιαλισμό η ανθρωπότητα θα ήταν ικανή να "ανυψώσει τα ένστικτά της στο ύψος του συνειδητού νου, και να φέρει διαύγεια σ' αυτά, να διοχετεύσει τη δύναμη της θέλησής της στα ασυνείδητα βάθη της".

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Φρόυντ δεν θα ήταν τόσο αισιόδοξος όσο να σκεφτεί ότι όλο το ασυνείδητο θα μπορούσε να τραβηχτεί στο φως της μέρας και να ελεγχθεί, αλλά η κατεύθυνση της δουλειάς του είναι η ίδια. Πολλοί έχουν προσβληθεί απ' αυτό, και το τυπικό παραμύθι είναι να περιγράφουν το Φρόυντ σαν ένα ψυχρό τέρας που απεχθανόταν την αισθηματική πλευρά της ζωής, και έσερνε το φάντασμα της Επιστήμης στα ιερά φυλάκια του συναισθήματος (αν και δεν μπορούμε να φανταστούμε για πιο λόγο ένα συναίσθημα είναι λιγότερο συναίσθημα όταν γίνεται κατανοητό). Αυτό το χιλιοπερπατημένο μονοπάτι της κριτικής ξεκινάει από την επίθεση στη "λογική", ως καταπιεστική, εχθρική προς τα αισθήματα και τις επιθυμίες μας, αλλά τελειώνει με την παρότρυνση να υποκλιθούμε στη διαίσθηση του "παραλόγου" που αποδεικνύεται ότι είναι η φωνή των ξεπερασμένων προκαταλήψεών μας. "Η καρδία επίσης έχει τους λόγους της για τους οποίους η λογική δεν ξέρει τίποτα", έλεγε ο Πασκάλ, για να μας παρασύρει σ' ένα μοναστήρι. Ο Φρόυντ από την άλλη έλεγε "εκεί το εγώ θα βρίσκεται" όχι το "υπερεγώ" -με άλλα λόγια, ο "ορθολογισμός του δεν ήταν ποτέ εχθρικός προς τα συναισθήματα και τις επιθυμίες, αλλά μόνο προς τις αντιφατικές ιδιότητες που εμποδίζουν την πλήρωσή τους.

Ο Λακάν ξεκινάει από μια άλλη οπτική των σχέσεων μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Εισάγοντας την ιδέα του ασυνείδητου ο Φρόυντ είχε στρέψει την προσοχή του στην χαλαρή φύση της συνείδησης -το γεγονός ότι ξεχνάμε πράγματα και αργότερα τα θυμόμαστε, ή τα καταπιέζουμε και δεν μπορούμε να τα ξαναθυμηθούμε χωρίς ψυχαναλυτική βοήθεια κι ότι η εμφανής συνοχή της συνείδησης είναι συχνά αποτέλεσμα της διαδικασίας της μετάθεσης και της εκλογίκευσης διά της οποίας καλύπτουμε τα ίχνη μας. Με τα λόγια του Φρόυντ:

"Δεν είμαστε συνηθισμένοι να αισθανόμαστε δυνατές συγκινήσεις χωρίς αυτές να έχουν κανένα ιδεακό περιεχόμενο, και γι' αυτό, αν το περιεχόμενο λείπει καταλαμβανόμαστε σαν υποκατάστατο από ένα άλλο περιεχόμενο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ταιριάζει, όπως η αστυνομία, όταν δεν μπορεί να πιάσει το σωστό δολοφόνο, συλλαμβάνει έναν άλλον".

Ο Λακάν θέλει να υπογραμμίσει τη χαλαρότητα και την απατηλή ενότητα της συνείδησης. Όμως για το Φρόυντ αυτά τα στοιχεία του παραλογισμού στη συνείδηση είναι αποτελέσματα της πίεσης των ασυνειδήτων επιθυμιών πάνω της. Κάνοντας αυτές τις επιθυμίες συνειδητές καταφέρνουμε να εγκαθιδρύσουμε μια πραγματική στη θέση της απατηλής συνοχής. Το μοντέλο του Λακάν είναι τουλάχιστον διαφορετικό ως προς την έμφαση. Οι επιθέσεις του στις προκαταλήψεις των φιλοσόφων για την ενότητα και την αυτονομία του εγώ ή της συνείδησης είναι ένα πολυθρυλούμενο χαρακτηριστικό γνώρισμα της θεωρίας του -και έχει σίγουρα κατά μια έννοια δίκιο ως προς αυτό. Αν το ασυνείδητο παίζει ένα μεγάλο ρόλο στην ανθρώπινη ζωή όπως λέει ο Φρόυντ, μια τέτοια ενότητα και αυτονομία σαν αυτή που έχουν οι ανθρώπινες προσωπικότητες πρέπει να είναι μια σχετική ενότητα κι αυτονομία, ένα επίτευγμα του εγώ, όχι η απόλυτη ενότητα και αυτονομία που υποστηρίζουν οι φιλόσοφοι από τον Ντεκάρτ ως το Σαρτρ. Αλλά ο Λακάν λέει κάτι παραπάνω απ' αυτό. Το μοντέλο του φαίνεται να είναι μια συνείδηση αποσπασματική σαν ένα κείμενο του οποίου το γνήσιο βρίσκεται ολοκληρωμένο στο ασυνείδητο. Ο σκοπός της προώθησης της σχετικής αυτονομίας και συνοχής του εαυτού στο επίπεδο της συνείδησης ή του εγώ γίνεται αντιληπτός ως παρεξηγημένος. Η αλήθεια εδράζεται στο ασυνείδητο. Το εγώ εκπίπτει στο ρόλο του κακοποιού -η πηγή των συγχύσεων που θολώνουν το πραγματικό κείμενο, εμποδίζουν την "αλήθεια" του υποκειμένου να διατυπωθεί λεκτικά. Ο σκοπός της θεραπευτικής αγωγής είναι να βρεθεί ο "πλήρης λόγος" του υποκειμένου στη θέση του "κενού λόγου" του εγώ. Αυτό είναι ένα παράξενο μίγμα επαναδιατύπωσης, διαστρέβλωσης και ανατροπής της Φροϋδικής ιδέας του σκοπού της ψυχανάλυσης. Σε κάθε περίπτωση η ψυχανάλυση σκοπεύει στην ενεργοποίηση του αναλυόμενου προς τη λεκτική διατύπωση των προηγούμενα καταπιεσμένων επιθυμιών του. Αλλά ο Φρόυντ το έβλεπε αυτό σαν να φέρνει νέες επιφάνειες του μυαλού στη σφαίρα επιρροής του εγώ. Ο Λακάν το βλέπει σαν να τραβάει το καταπιεστικό εγώ από την πλάτη του "υποκειμένου".

Μου φαίνεται ότι η μία πηγή της διαστρέβλωσης είναι ότι ο Λακάν μπερδεύει το εγώ με το υπερεγώ. Αρνείται την ενδυνάμωση του εγώ σαν σκοπό της θεραπείας επειδή "η καταπίεση προέρχεται από το εγώ". Ο Φρόυντ το λέει αυτό στο σύγγραμά του για το Ναρκισσισμό, αλλά αμέσως διορθώνει τον εαυτό του: "από την αυτοεκτίμηση του εγώ" -και απ' αυτή την έννοια αναπτύσσει την ιδέα αυτού που έφτασε να ονομάζει υπερεγώ. Άρα οι μεταφροϋδικοί υποστηριχτές της προσαρμογής που μιλάνε για ενδυνάμωση του εγώ όταν εννοούν να κάνουν την απώθηση πιο αποτελεσματική, δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα με το Φρόυντ. Για το Φρόυντ το δυνατό εγώ ήταν αυτό που είχε ενσωματώσει μεγαλύτερο κομμάτι της ψυχής και όχι αυτό απέκλεισε (απώθησε) περισσότερο.

Ο Λακάν, παρά τη νέα ορολογία του, μοιάζει να αποδέχεται το βασικό λάθος των εγωψυχολόγων που απεχθάνεται τόσο πολύ (δηλαδή μπερδεύει το εγώ με το υπερεγώ), και απλά αντιστρέφει την αξιακή τους κρίση. Αυτή δεν είναι μια καινούρια θέση. Πάντα υπήρχαν εκείνη που ήθελαν να θεμελιώσουν ένα ρομαντικό ανορθολογισμό στην ψυχανάλυση, θεραπεύοντας το ασυνείδητο ως τον αυθεντικό εαυτό και πηγή της βαθύτερης σοφίας. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια επιστροφή στον προφροϋδικό δυϊσμό του "μυαλού" και της "καρδιάς", όποιου πλευρά κι αν παίρνει κανείς. Το "κεφάλι" ο Φρόυντ το αναθέτει στο εγώ, και τις απωθητικές λειτουργίες τις αναθέτει στο υπερεγώ. Από τη στιγμή που στήθηκε αυτός ο δυϊσμός, το μόνο ερώτημα που μένει είναι ποιανού μέρος να πάρει κανείς: οι αντάρτες του "μυαλού" (οι εγωψυχολόγοι) καταλήγουν να πουλάνε "προσαρμογή", ενώ οι αντάρτες της "καρδιάς" καταλήγουν στο σύνδρομο του "μη σκέφτεσαι, νιώσε!", που υπονομεύει τις πιθανότητες κριτικής και αλλαγής, κι αν θέλουμε να αποφύγουμε και τις δύο αυτές περιπτώσεις, καλά θα κάνουμε να κρατήσουμε την τριπλή διάκριση που κάνει ο Φρόυντ.

Ο Λακάν απορρίπτει την ιδέα ότι η αντίληψη και η κινητικότητα είναι διαθέσιμες στο εγώ και χρησιμοποιεί το "εγώ" σχεδόν με τη χυδαία αμερικάνικη σημασία του, για να αναφερθεί στην αυτολατρεία του υποκειμένου, που αντλεί την καταγωγή της από τη χαρούμενη νηπιακή αυτοαναγνώριση στον καθρέφτη. Μένει κανείς με την εντύπωση ότι δεν υπάρχει τίποτα στο νου που μπορεί να γνωρίζει και να δρα στον πραγματικό κόσμο -πράγμα που κάνει τις απαισιόδοξες απόψεις που θα συναντήσουμε στα επόμενα λιγότερο εκπληκτικές.





Σεξουαλικότητα


Η ψυχανάλυση ασχολείται με τη θέση της σεξουαλικότητας στην πνευματική ζωή του άνδρα και της γυναίκας, αντί της ψυχολογικής διαδικασίας που ενέχεται. Η πηγή απ' όπου αντλεί πληροφορίες για τη σεξουαλικότητα είναι αποκλειστικά μέσα από τα λόγια των ανθρώπων, και από τις ασυνείδητες επιθυμίες τους που αποκαλύπτονται μέσα απ' αυτά τα λόγια. Ο Λακάν έχει μάλλον δίκιο να επισημαίνει ότι η ψυχανάλυση δεν έχει τίποτα να μας διδάξει για την ερωτική τεχνική.

Όμως η αναγνώριση της διάκρισης ανάμεσα στις ψυχαναλυτικές και τις ψυχολογικές σπουδές της σεξουαλικότητας (έγκυρη η καθεμία στη σφαίρα της) δεν είναι απαραίτητο να οδηγεί σε μια δυϊστική διάσπαση. Ένα ψυχολογικό γεγονός -μια σεξουαλική επιθυμία- μπορεί να έχει σωματικές αιτίες κι αποτελέσματα. Χρειάζεται αλήθεια αυτό να ειπωθεί; Δυστυχώς, χρειάζεται.

Σύμφωνα με το Λακάν, η ανθρώπινη επιθυμία χρειάζεται "να περάσει μέσα από τη στενωπό του σημαίνοντος" -θέλει να πει, πως η φύση της επηρεάζεται από το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Καλά μέχρι εδώ. Το ερώτημα είναι: βγαίνει από την άλλη; Η εξήγηση του Λακάν συχνά μοιάζει να απαιτεί μια διαφορετική μεταφορά: η επιθυμία καλμάρει στη Θάλασσα των Σαργασσών του σημαίνοντος.

Στο κέντρο της Λακανικής περιγραφής βρίσκεται στη διάκριση ανάμεσα στην ανάγκη, την απαίτηση και την επιθυμία. Αντί να δώσω τη δικιά μου παράθεση, παραθέτω τη σημείωση του μεταφραστή πάνω σ' αυτές τις έννοιες:

"Το ανθρώπινο άτομο καθορίζεται από ένα συγκεκριμένο οργανισμό με ορισμένες βιολογικές ανάγκες, που ικανοποιούνται από ορισμένα αντικείμενα. Τι αποτέλεσμα έχει η εκμάθηση της γλώσσας σ' αυτές τις ανάγκες; Όλη η ομιλία είναι απαίτηση. Προϋποθέτει τον Άλλο στο οποίο απευθύνεται του οποίου τα σημαίνοντα αναλαμβάνει κατά το σχηματισμό της. Για τον ίδιο λόγο, αυτό που προέρχεται από τον Άλλο δεν αντιμετωπίζεται τόσο σαν μια συγκεκριμένη ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά μάλλον σαν ανταπόκριση σε μια πρόκληση, ένα δώρο, μια ένδειξη αγάπης. Δεν υπάρχει καμία εξίσωση ανάμεσα στην ανάγκη και την απαίτηση που τη μεταβιβάζει. Στην πραγματικότητα είναι το κενό μεταξύ τους που συνθέτει την επιθυμία, ταυτόχρονα συγκεκριμένη όπως η πρώτη και απόλυτη όπως η δεύτερη. Η επιθυμία (κατά βάση στον ενικό) είναι μια συνεχής επίδραση συμβολικής άρθρωσης. Δεν είναι μια διάθεση. Είναι ουσιαστικά εκκεντρική και ακόρεστη. Αυτό που λέγεται εδώ για την ανάγκη και την απαίτηση μπορεί να είναι αρκετά διαφωτιστικό, αλλά όταν φτάνουμε στην επιθυμία, αυτή η παράθεση μου φαίνεται ότι δεν λέει τίποτε απολύτως. Αυτό συμβαίνει και με τα ίδια τα γραπτά του Λακάν πάνω στο θέμα, που με εκπλήσσουν με τη συστηματική τους απροσδιοριστία, ακριβώς όπως ένας αναλυόμενος που προβάλλει αντίσταση απέναντι στο ζήτημα. Θα καταφύγει σε γεωμετρικές ή μαθηματικές αναλογίες, που τις βρίσκω εντελώς άχρηστες -για παράδειγμα, το "κενό" που αναφέρεται παραπάνω. Αλλά αυτό που αναδεικνύεται απ' αυτές είναι ότι ο Λακάν πιστεύει πως, ενώ η ανάγκη είναι ικανοποιήσιμη, η επιθυμία δεν είναι.

Αυτό είναι ένα ανησυχητικό συμπέρασμα για παραπάνω από ένα λόγο. Χτυπάει σαν τις βαριεστημένες φιλοσοφίες της παραίτησης, το Στωικισμό ή το Βουδισμό ίσως, αλλά πάντως όχι την ψυχανάλυση (όσο για Μαρξισμό ούτε λόγος). Η ψυχανάλυση, στο βαθμό που δεν έχει εκφυλιστεί σε μέσο προσαρμογής, υποτίθεται ότι γκρεμίζει τα εσωτερικά εμπόδια που υψώνονται ενάντια στην πραγματική ικανοποίηση. Αν η ικανοποίηση είναι ούτως ή άλλως απίθανη, θα μπορούσαμε να κρατάμε τους φόρους που πληρώνουμε σαν ψυχαναλυτές και να τους πίνουμε ουίσκια. Αλλά το γεγονός ότι μια θεωρία είναι αφιλόξενη, επικίνδυνη, ακόμα και ηττοπαθής, δεν αποδεικνύει ότι είναι λαθεμένη, γι' αυτό πρέπει να δούμε τι λόγους έχει ο Λακάν να συμμερίζεται αυτή την παράξενη ιδέα. Νομίζω ότι υπάρχουν τρεις όψεις αυτής της ιδέας, οι δύο απ' τις οποίες προέρχονται απευθείας από τη σκέψη του συμπατριώτη και σύγχρονού του, Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Μόνο η τρίτη μπορεί να διεκδικήσει τα Φροϋδικά διαπιστευτήρια.

Εκ πρώτης όψεως, η επιθυμία θα μπορούσε να είναι ανικανοποίητη, αλλά εδώ δεν πρόκειται καθόλου περί αυτού: γιατί εδώ δεν έχει κανένα σκοπό που θα μπορούσε να ικανοποιηθεί. Σύμφωνα με το Φρόυντ, η επιθυμία έχει τρία αναφερόμενα στον πραγματικό κόσμο: την πηγή της (το μέρος του σώματος απ' όπου προέρχεται), το σκοπό της (τη δραστηριότητα που θα την ικανοποιούσε) και το αντικείμενό της (το ον -εκτός από τις περιπτώσεις φετιχισμού, το πρόσωπο- που είναι επιθυμητό) . Ίσως για το Λακάν (όπως και για το Σαρτρ) η επιθυμία έχει αντικείμενο, αλλά όχι πηγή ή σκοπό. Αν όντως αυτό συμβαίνει, τότε η επιλογή της λέξης "επιθυμία" είναι ατυχής, γιατί αυτή η λέξη φυσιολογικά χρησιμοποιείται ακριβώς για να αναφερθεί σε ένα συναίσθημα που έχει κάποιο σκοπό. Υπάρχουν άλλες λέξεις (π.χ. "στοργή", "έλξη", "έρωτας" για πιο διάχυτα και λιγότερο κατευθυνόμενα σ' ένα στόχο ερωτικά αισθήματα για κάποιον. Αυτή η έννοια του "άσκοπου" -ή, πράμα που είναι το ίδιο, της αδιαφορίας για το σκοπό- σίγουρα συμφωνεί μ' αυτό που λέει ο Λακάν για την παρόρμηση (ή για το ένστικτο). Τα επιχειρήματά του ποικίλλουν από την πιθανότητα "μετουσίωσης" (μιας από τις λιγότερο ξεκάθαρες έννοιες του Φροϋδικού λεξιλογίου), μέχρι την ιδέα ότι όλες οι δραστηριότητες αποτελούν εξίσου ικανοποιήσεις μιας παρόρμησης. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση, δεν έχει κανένα νόημα να αποκαλούμε την παρόρμηση "σεξουαλική". Ο Φρόυντ κατηγορήθηκε ότι έτσι επέκτεινε την έννοια της σεξουαλικότητα τόσο που την έκανε να χάσει το νόημά της. Ο Λακάν σίγουρα το κάνει αυτό. Αν όλοι οι σκοποί είναι εξίσου Σεξουαλικοί, δεν έχει νόημα να αποκαλούμε κάποιους "εξιδανικευμένους" και άλλους όχι.

Μια άλλη ιδέα που ο Λακάν μοιράζεται με το Σαρτρ είναι ότι η επιθυμία ουσιαστικά κατευθύνεται προς την επιθυμία ή την ευχαρίστηση του άλλου ατόμου. Ο Λακάν παίζει με τις αμφισημίες της φράσης "επιθυμία είναι η επιθυμία του άλλου": η επιθυμία για τον άλλο, η επιθυμία του άλλου, ή την επιθυμία (της ανώτερης περίπτωσης) του "Άλλου", με την ίδια κάπως μυστηριώδη σημασία που ο Λακάν αποκαλεί το ασυνείδητο "λόγο του Άλλου". Ανατρέχουμε πάλι στην παιδική επιθυμία να είμαστε το αντικείμενο της μητρικής επιθυμίας, αλλά κάπου πιθανόν, υποψιάζομαι, βρίσκεται η Σαρτριανή θάλασσα όπου αν η επιθυμία είναι επιθυμία για να είναι επιθυμητή, τότε γεννάται μια ατέρμονη οπισθοδρόμηση.

Σίγουρα, η προσοχή πέφτει στην πραγματική και σημαντική όψη της επιθυμίας, μια όψη που ίσως καλύτερα περιγράφεται από το Λέινγκ:

"Κάθε θεωρία της σεξουαλικότητας που κάνει το 'σκοπό' του σεξουαλικού 'ενστίκτου' επίτευγμα μονάχα της οργασμικής ισχύος, ενώ τον άλλο όσο επιλεκτικά κι αν διαλέχτηκε τον βλέπει απλά σαν αντικείμενο, σαν μέσο για την επίτευξη του σκοπού, αγνοεί την ερωτική επιθυμία να είναι κανείς κάτι ξεχωριστό για τον άλλο. Όταν ο Μπλέικ πρότεινε ότι το πιο ποθητό πράγμα του κόσμου είναι "οι γραμμές της ικανοποίησης της επιθυμίας" στο πρόσωπο του άλλου, υπονοούσε ότι μια από τις πιο απογοητευτικές πιθανές εμπειρίες είναι το πλήρες άδειασμα της ενέργειας ή της λίμπιντο, όσο απολαυστικό κι αν είναι, χωρίς την πραγματική ανταπόκριση του άλλου". Όμως αυτή η εκτίμηση σημαίνει την πλήρη αποδοχή της ιδέας ότι η επιδίωξη της επιθυμίας είναι η ικανοποίηση της επιθυμίας του άλλου, χωρίς να υποδηλώνει αν υπάρχει κάτι το ακατόρθωτο σε σχέση με την ικανοποίηση μιας τέτοιας επιθυμίας, όπως ο Λακάν (και ο Σαρτρ) φαίνεται να πιστεύουν.

Ακόμα κι έτσι δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι υπάρχει ένας καθολικός και αναγκαίος χαρακτήρας της ανθρώπινης σεξουαλικής επιθυμίας. Είναι πολιτισμικά προσδιορισμένος και ιστορικά σχετικός. Υπάρχουν κοινωνίες όπου εφαρμόζεται η γυναικεία κλειτοριδεκτομή, που μπορεί να καταστρέψει τη δυνατότητα της γυναίκας για σεξουαλική ευχαρίστηση. Επιθυμούν οι άνδρες που συντηρούν αυτή τη βάρβαρη πρακτική την ικανοποίηση του άλλου;

Τέλος, υπάρχει η ερμηνεία του ισχυρισμού ότι η επιθυμία είναι ανικανοποίητη που μπορεί να βασίζεται στις θεωρίες του Φρόυντ: αυτή έχει να κάνει με το ρόλο της μετάθεσης. Κάθε σεξουαλική επιθυμία είναι "υποκατάστο" της γνήσιας επιθυμίας του παιδιού για το γονιό του αντίθετου φύλου. Μεγάλο μέρος αυτής της όψης της θεωρίας του Λακάν προέρχεται από τη χαλαρή του χρήση της μετάφρασης. ‘Desir’ είναι η γαλλική απόδοση του Φροϋδικού όρου ‘Wunsch’, καθώς και κάποιων άλλων Γερμανικών λέξεων. Το ‘Wunsch’, που συνήθως αποδίδεται με την Αγγλική λέξη ‘wish’, έχει μια τεχνική σημασία στο Φρόυντ, που δεν είναι η ίδια με την κοινή σημασία του ‘desire’ στα Αγγλικά και του 'desir' στα Γαλλικά. Χωρίς αμφιβολία όλοι θα εύχονταν να κάνουν έρωτα με τους γονείς τους. Ελάχιστοι όμως επιθυμούν πραγματικά κάτι τέτοιο. Αυτή η διάκριση απουσιάζει εντελώς από το έργο του Λακάν. Άλλωστε ένας από τους σκοπούς της ψυχανάλυσης είναι η απελευθέρωση της ανθρώπινης επιθυμίας από την ανάμειξη των ευχών του ασυνείδητου που απωθήθηκαν εκεί από την παιδική ηλικία.

Η ευχή, για το Φρόυντ, είναι το ίχνος της μνήμης μιας ικανοποίησης του παρελθόντος, που γι' αυτό το λόγο φέρει ένα θετικό συναισθηματικό φορτίο ("κάθεξη"). Σαν τέτοια, είναι από τη μία απαραίτητος διαμεσολαβητής ανάμεσα στην τυφλή βιολογική ανάγκη του παιδιού και την επιθυμία που είναι ικανοποιήσιμη στον πραγματικό κόσμο. Κι από την άλλη, ένα κατάλοιπο της παιδικής ηλικίας που, αν κρυφτεί από το φως της συνείδησης, μπορεί να προσβάλει τις επιθυμίες του παρόντος με αισθήματα κατάλληλα μόνο σε καταστάσεις του μακρινού παρελθόντος.

Οι Λαπλάνς και Πονταλίς στην εισαγωγή τους στην Ευχή (Επιθυμία) στη Γλώσσα της Ψυχανάλυσης, αναφέρουν ότι η Γαλλική μετάφραση συσκοτίζει τις λεπτές διακρίσεις που έκανε ο Φρόυντ. Παρ' όλα αυτά πέφτουν σε ακατάλυτες αντιφάσεις στην προσπάθειά τους να χωρέσουν τη σκέψη του Φρόυντ μέσα σ' αυτή του Λακάν. Λένε ότι "Η έρευνα για το αντικείμενο στον πραγματικό κόσμο διέπεται εξολοκλήρου διέπεται από αυτή τη σχέση με τα σύμβολα" όμως δεν επιτρέπουν τίποτα -ούτε την επιθυμία ούτε και την ανάγκη- ούτε να διαμεσολαβείται από τα σύμβολα ούτε να βρίσκει την ικανοποίησή του στον πραγματικό κόσμο. Λένε ότι "η ανάγκη που πηγάζει από την κατάσταση της εσωτερικής έντασης, πετυχαίνει την ικανοποίηση της μέσω της εξειδικευμένης δράσης, που προμυθεύεται το ικανοποιητικό αντικείμενο" -κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται, μυστηριωδώς υπερπηδώντας τη στενωπό του σημαίνοντος. Η επιθυμία, από την άλλη, "δεν είναι μια σχέση μ' ένα πραγματικό αντικείμενο ανεξάρτητη από το υποκείμενο". Μας ζητούν να πιστέψουμε, τότε, τις ακόλουθες αντιφατικές δηλώσεις: (α) τίποτα δεν μπορεί να συνδεθεί με αντικείμενα στον πραγματικό κόσμο εκτός από τη διαμεσολάβηση των συμβόλων, (β) τίποτα το διαμεσολαβούμενο από σύμβολα δεν μπορεί να συνδεθεί με αντικείμενα στον πραγματικό κόσμο, (γ) κάτι (π.χ. η ανάγκη) μπορεί να συνδεθεί με αντικείμενα στον πραγματικό κόσμο.

Νομίζω ότι η πηγή της ανικανότητας να δοθεί μια εξήγηση της επιθυμίας ως κάτι ικανοποιήσιμο είναι το Σινικό Τείχος που ο Λακάν χτίζει ανάμεσα στη βιολογία (ανάγκη) και την ψυχολογία (επιθυμία). Φυσικά, η ανάγκη στα ανθρώπινα όντα "περνάει μέσα από τη στενωπό του σημαίνοντος" και απαιτεί όλες τις περιπλοκές μιας καθεαυτού ανθρώπινης επιθυμίας. Αλλά παραμένει ανάγκη. Για το Λακάν όμως, η επιθυμία δεν είναι ένας μετασχηματισμός ή μία περιπλοκή της ανάγκης, αλλά η επίδραση που έχει η ανάγκη στις πραγματικότητες μιας διαφορετικής τάξης -σαν το θόρυβο των κατσαρολικών όταν ο τραγουδιστής εξασκεί τις υψηλές νότες του στην κουζίνα. Η ανάγκη παραμένει ανεπηρέαστη από τις επιδράσεις που μπορεί να έχει.

Η θεωρεία του Λακάν είναι ανίκανη να κατανοήσει τη φύση της σεξουαλικής επιθυμίας σαν ταυτόχρονα μια περίπλοκη επιθυμία που συντίθεται από πολλές επιστρώσεις νοημάτων και που τοποθετείται στις σχέσεις πάνω στις οποίες πολλά συναισθήματα επενδύονται, και την ίδια στιγμή μία "σωματική" ανάγκη που μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο από τη σεξουαλική πράξη. Με το να βάζεις μια σφήνα ανάμεσα στον ψυχολογικό πλούτο της επιθυμίας και στη σωματική της έπειξη, αναπαράγεις την ηθικολογική ιδέα του χάσματος που χωρίζει τον "έρωτα" από τη "λαχτάρα". Η σεξουαλικότητα τότε παύει να έχει σχέση μ' αυτά που κάνουν οι άνθρωποι στο κρεβάτι τους και η ανάγκη υποβιβάζεται σε μια κατώτερη κατηγορία, όπου προφανώς το μόνο που έχει σημασία είναι η ανακούφιση.







Η επιρροή του Λακάν στην αριστερά: Αλτουσέρ, ιδεολογία και "αντιανθρωπισμός"


Αλλά υπάρχουν δύο ακόμη συγκεκριμένοι λόγοι που οι ιδέες του Λακάν έχουν επηρεάσει την πρόσφατη σοσιαλιστική σκέψη -για καλό ή για κακό- κι αυτοί απαιτούν ξεχωριστή αντιμετώπιση είναι (1) η επιρροή του στη θεωρία του Αλτουσέρ για την ιδεολογία και τον "αντιανθρωπισμό" και (2) ο τρόπος που χρησιμοποίησαν κάποιες φεμινίστριες τη θεωρία του στην ανάλυσή τους για την πατριαρχία.


Στο δοκίμιό του Ιδεολογία και Κράτος ο Αλτουσέρ διατυπώνει την άποψη ότι όλες οι ιδεολογίες "εγκαλούν" (χαιρετίζουν) το άτομο ως "υποκείμενο", δηλαδή αντιμετωπίζουν το άτομο μ' ένα τέτοιο τρόπο που του δίνουν ή της δίνουν να καταλάβει ότι αυτός ή αυτή είναι ένας αυτόνομος παράγοντας, αντί για προϊόν μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, που υφίσταται τον περιορισμό μιας συγκεκριμένης ταξικής θέσης. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των θρησκευτικών ιδεολογιών η ριζική αυταπάτη του φιλελευθερισμού είναι πολύ παρόμοια: η ιδέα ότι η ελευθερία και τα "ανθρώπινα δικαιώματα" είναι κάτι που κατέχουμε "από τη φύση μας" 'άρα το μόνο που χρειαζόμαστε για να τα εξασφαλίσουμε είναι να περιφρουρήσουμε το κράτος, αντί για κάτι που διασφαλίζεται μόνο μέσα από τον πραγματικό συλλογικό έλεγχο των κοινωνικών δυνάμεων. Ή πάλι, υπάρχει η προσπάθεια ατομικοποίησης του συνδικαλισμού με την απεύθυνση στην "ατομική ευθύνη" ή κατηγορώντας τους άνεργους γιατί δεν έχουν δουλειά. Υποτίθεται ότι είναι οι επιλογές των ατόμων που εξηγούν την κοινωνική διαδικασία και όχι το αντίστροφο. Η επιτυχία αυτού του ιδεολογικού μηχανισμού μπορεί να εξηγηθεί από με Φροϋδικούς/Λακανικούς όρους μέσω της ναρκισσιστικής γοητείας του ατόμου και του ιδανικού του εγώ. Η ιδεολογία κολακεύει την αυτοπεποίθησή μας ως αυτόνομα υποκείμενα και μας αποσπά από τα βάναυσα γεγονότα της ταξικής εκμετάλλευσης.

Ο ίδιος ναρκισσισμός συμβάλλει στην αντίσταση στις μεγάλες επιστημονικές επαναστάσεις -στην Κοπερνίκεια επανάσταση που έδειξε ότι δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος, στην απόδειξη του Δαρβίνου ότι αποτελούμε κομμάτι της εξέλιξης των ειδών, στην επίδειξη του Μαρξ ότι κάνουμε ιστορία ως φέροντες συγκεκριμένες ταξικές θέσεις, όχι ως αυτόνομα υποκείμενα, και στην ανακάλυψη από το Φρόυντ των ασυνείδητων ριζών των πράξεων και της εμπειρίας μας. Αυτός ο "εγωκεντρισμός" (με τη Λακανική έννοια του εγώ) σχηματίζει μια παγκόσμια "δομή παραγνώρισης" στην οποία μία συγκεκριμένη τάξη και οι παραδοσιακές ιδεολογίες δίνουν περιεχόμενο.

Δοσμένων των ευνοϊκών συνθηκών, μπορούμε (όλοι μας -όχι μόνο οι ελίτ) να αντιληφθούμε τα αποτελέσματα αυτών των επιστημονικών ανακαλύψεων, και να βασίσουμε τη δράση μας σ' αυτές κι όχι σε κολακευτικές αυταπάτες. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι δεν μπορούμε (κανείς μας -ούτε ακόμα και οι ελίτ) να ξεσηκωθούμε σε τέτοιο βαθμό που να αποτινάξουμε μονομιάς την ιδεολογική συνείδηση. Όπως ακριβώς βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει, ακόμα και μετά τον Κοπέρνικο το ίδιο πιθανόν θα περιμένουμε τους φίλους και τους εραστές μας να μας συμπεριφέρονται ως μοναδικά και αναντικατάστατα άτομα, ακόμη κι αν καταλαβαίνουμε την πηγή του ναρκισσισμού μας, και σ' ό,τι είδους κοινωνία και να ζούμε. Ζούμε μέσα στην ιδεολογία, ακόμα κι αν καταλαβαίνουμε την απατηλότητά της. Αλλά μια τέτοια κατανόηση μπορεί να επιφέρει τις χειρότερες συνέπειες στην πράξη. Αυτή είναι, κατ' εμέ, συνοπτικά η θεωρία και η ιδεολογία που ο Αλτουσέρ αναπτύσσει πάνω σε Λακανικές βάσεις. Ίσως μια κατανόηση της καταγωγής της και της φύσης της θα απέτρεπε από το να αποδοθεί εσφαλμένα η κατηγορία του ελιτισμού σε βάρος του Αλτουσέρ. Θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει την παρερμηνεία του "αντιανθρωπισμού" του σαν έλλειψη ενδιαφέροντος για τα προβλήματα και τα αισθήματα του ατόμου. Το ίδιο το γεγονός ότι ο Αλτουσέρ παίρνει την ψυχανάλυση στα σοβαρά θα έπρεπε να είναι αρκετό για αποδιώξουμε αυτή την ιδέα.

Ο "αντιανθρωπισμός" στην πραγματικότητα δεν προέρχεται μόνο από το Λακάν. Είναι το κοινό έδαφος των δομισμών που κυριάρχησαν μέχρι πρότινος στη Γαλλική διανόηση. Αλλά είναι συνάμα και απόρροια της θεωρίας του για την ιδεολογία. Ο ανθρωπισμός με τη σχετική έννοια είναι μια θεωρία που παρεμβάλλει τα αυτόνομα ανθρώπινα υποκείμενα ανάμεσα στην ιστορία που μας κάνει και στην ιστορία που κάνουμε. Ο αντιανθρωπισμός δεν σημαίνει φυσικά την άρνηση του ανθρώπινου παράγοντα. Σημαίνει να λαμβάνεις αυτό τον παράγοντα σαν κάτι που πρέπει να εξηγηθεί, όχι σαν ένα μυστηριώδες φρένο στην εξήγηση της κοινωνίας.

Δεν εννοώ να αποδεχθούμε τις θεωρίες του Αλτουσέρ στην ολότητά τους, αλλά ελπίζω ότι η αναγνώριση των Λακανικών του πηγών θα συμβάλλει στο να αποφύγουμε την υιοθέτηση της κυρίαρχης εικόνας του του τεχνοκράτη και του μισάνθρωπου.






Πατριαρχία και "πολιτιστική επανάσταση"


Οι ιδρυτές του Μαρξισμού θεωρούσαν ότι η καταπίεση της γυναίκας ήταν δεμένη με τις καπιταλιστικές (και τις άλλες ταξικές) κοινωνίες. Ο τρόπος και ο βαθμός στον οποίο οι γυναίκες καταπιέζονταν ήταν το καλύτερο ευρετήριο της φύσης της εκμετάλλευσης σε οποιαδήποτε κοινωνία. Κι ότι δεν θα υπήρχε κανένας λόγος η καταπίεση των γυναικών να επιβιώσει σε μια αταξική κοινωνία. Και δεν έχω πειστεί ότι ως προς αυτά είχανε λάθος. Για να εξηγήσει κανείς την καταπίεση των γυναικών κάτω απ' τον καπιταλισμό, δεν χρειάζεται να κοιτάξει μακρύτερα από τα πλεονεκτήματα που αντλούν οι καπιταλιστές και το κράτος τους από την υπερεκμετάλλευση της γυναικείας εργασίας, την καταπίεσή τους στις δουλειές του σπιτιού, τη χρησιμοποίησή τους σαν εφεδρικό στρατό εργασίας -και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιοφυΐα για να εντοπίσει τις συνέπειες όλων αυτών στην οικογένεια, την εκπαίδευση και τους άλλους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Φυσικά, το γεγονός ότι αυτές οι συνέπειες έχουν οικονομικά αίτια δεν μειώνει με κανένα τρόπο την πραγματικότητά τους ή την ανάγκη να παλέψει κανείς εναντίον τους σαν μορφές καταπίεσης. Αλλά τέτοιοι αγώνες, παρότι όχι καθαρά οικονομικοί, είναι με την ευρεία έννοια πολιτικοί, και μπορεί να είναι επαναστατικοί. Αυτοί περιλαμβάνουν συλλογική δράση για την καταστροφή των καταπιεστικών θεσμών: δεν μπορούν να δοθούν από τον καναπέ του ψυχαναλυτή.

Όλες οι ιδεολογικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της γυναικείας καταπίεσης, τότε, μπορούν να εξηγηθούν σε τελική ανάλυση σαν αποτελέσματα της οικονομικής εκμετάλλευσης. Σίγουρα η ψυχανάλυση έχει πολλά να πει γι' αυτές τις συνέπειες -για τη διαδικασία μέσα από την οποία οι αρσενικοί και θηλυκοί χαρακτήρες σχηματίζονται μέσα στην οικογένεια. Και μπορεί -σαν θεραπευτική πρακτική- να βοηθήσει ατομικά άνδρες και γυναίκες να απελευθερωθούν απ' αυτές τις συνέπειες. Αλλά στη σύγχρονη εποχή, απαιτούνται απ' αυτήν πολύ περισσότερα: απαιτείται να έχει μια ουσιαστική συνεισφορά στη θεωρία της πατριαρχίας -όχι μόνο σε σχέση με τις ψυχολογικές της συνέπειες- και γι' αυτό το λόγο έχει μια ιδιαίτερη θέση σε κάθε θεωρία για τη γυναικεία απελευθέρωση. Είναι σ' αυτό το πλαίσιο που επικαλείται το Λακάν σαν αναμορφωτή της ψυχανάλυσης -συνήθως μαζί με το Μάο σαν αναμορφωτή του Μαρξισμού (ένας συνδυασμός που μιλάει από μόνος του, νομίζω).

Προκειμένου να βρούμε το σωστό μέρος για ψυχανάλυση πάνω σ' αυτό το ζήτημα, πρέπει να διακρίνουμε δύο αντιλήψεις για τη γυναικεία απελευθέρωση που μπορούν να περιγραφούν σε γενικές γραμμές ως Μαρξιστική και ριζοσπαστική φεμινιστική. Υπεραπλουστεύοντας λιγάκι, μπορεί να πει κανείς ότι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός θεωρεί ότι διάκριση ανάμεσα σε αρσενικούς και θηλυκούς χαρακτήρες προκαλεί την καταπίεση των γυναικών κι ότι τα αίτιά της είναι διιστορικά. Ο Μαρξισμός αντίθετα θεωρεί ότι η καταπίεση των γυναικών προκαλεί την κατασκευή αρσενικών και θηλυκών χαρακτήρων, κι ότι τα αίτιά της είναι κοινωνικοοικονομικά. Στην αφήγηση του ριζοσπαστικού φεμινισμού (όπως και στις σεξιστικές αφηγήσεις) οι άνδρες και οι γυναίκες θεωρείται ότι προϋπάρχουν των συγκεκριμένων κοινωνιών στις οποίες οι γυναίκες καταπιέζονται, έτσι ώστε οι "άνδρες" μπορούν να διευθετούν αυτές τις κοινωνίες προς το συμφέρον τους. Η Μαρξιστική αφήγηση από την άλλη, υπαινίσσεται ότι δεν υπάρχουν ούτε "άνδρες" ούτε "γυναίκες" παρά μόνο ως προϊόντα των συγκεκριμένων σεξιστικών κοινωνιών -παρότι φυσικά είναι αρσενικά ή θηλυκά άτομα. Με πολιτικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι η οικονομική ισότητα και οικονομική ανεξαρτησία του οποιουδήποτε ατόμου ως προς οποιοδήποτε άλλο άτομο θα είναι το θεμέλιο της σεξουαλικής ελευθερίας και της ισότητας. Το καθήκον της ανθρώπινης χειραφέτησης σε όλες της τις μορφές, είναι να σπάσουμε τα δεσμά της υπάρχουσας κοινωνίας που μας εμποδίζουν από τις υπαρκτές πιθανότητες της ανθρώπινης ανάπτυξης. Ο σκοπός είναι να κάνουμε τους ανθρώπους τόσο ελεύθερους όσο οι υλικές συνθήκες επιτρέπουν να διευθύνουν τις ίδιες τους τις ζωές και όχι να πλάσουμε μια "Νέα Σοσιαλιστική Ανθρωπότητα". Αυτή είναι μία από τις σημασίες της Μαρξιστικής άρνησης του "ουτοπικού σοσιαλισμού".

Αυτό είναι απαραίτητο να ειπωθεί γιατί πρόσφατα, αυτοαποκαλούμενοι Μαρξιστές έστησαν το Μαρξ με το κεφάλι προς τα κάτω και προσπάθησαν να βάλουν τους ανθρώπους σ' ένα ιδανικό καλούπι σαν προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής -ένα πρόγραμμα που έφτασε στο αιματηρό του αποκορύφωμα στην Καμπότζη όπου το καθεστώς του Πολ Ποτ ουσιαστικά επιχείρησε να διαπράξει γενοκτονία σε βάρος του ίδιου του του λαού και να επαναποικίσει τη γη με μια χούφτα αδιάφθορων.

Η σχέση αυτού με τη συζήτηση για την ψυχανάλυση και το φεμινισμό είναι ότι μεγάλα τμήματα του φεμινιστικού κινήματος έχουν υιοθετήσει τη Μαοϊκή ιδέα της "πολιτιστικής επανάστασης" ξέχωρα από την κοινωνική επανάσταση, σαν απαραίτητο όρο για την ανατροπή της πατριαρχίας. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η πολιτιστική επανάσταση του Μάο δεν είχε τίποτε να κάνει με τη σεξουαλική ελευθερία ή την ισότητα -ούτε καν έδωσε ποτέ στη γυναίκα ίσο μισθό κι ούτε κατάργησε τη θανατική ποινή για τους ομοφυλόφιλους.

Ο λόγος που η Μαοϊκή ερμηνεία του Μαρξ και η Λακανική ερμηνεία του Φρόυντ ασκεί γοητεία στις ίδιες ομάδες είναι, υποθέτω, ότι και για τους δύο, η δράση λαμβάνει χώρα στο επίπεδο των ιδεών, αντί στο επίπεδο της αλλαγής των υλικών συνθηκών. Η παραδοσιακή Φροϋδική αφήγηση αντίθετα φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα με την παραδοσιακή Μαρξιστική.

Αν δούμε την ερμηνεία του Φρόυντ για το σχηματισμό του χαρακτήρα, βρίσκουμε παιδιά να εσωτερικεύουν την οικογένεια σαν αποτέλεσμα της αγάπης, του φθόνου, της ταύτισης και πάει λέγοντας προς τους γονείς και τ' αδέρφια τους. Η αντίληψη του παιδιού για την οικογένεια δεν θα είναι απολύτως ρεαλιστική, καθώς θα επηρεάζεται από φαντασίες φόβου και ευχής, αλλά η αφετηρία ανάπτυξης του παιδιού είναι το πραγματικό ανθρώπινο περιβάλλον του. Διαφορετικοί τύποι γονέων, διαφορετικές σχέσεις μεταξύ γονέων, διαφορετική συμπεριφορά από τους γονείς, όλα αυτά θα έχουν συνέπειες για την προσωπικότητα του παιδιού. Άρα αν μια σοσιαλιστική επανάσταση οδηγήσει σε μια αλλαγή στη δομή της οικογένειας μπορούμε να περιμένουμε μια νέα γενιά που να έχει μια άλλη χαρακτηροδομή -για παράδειγμα, λιγότερος περιορισμός από τα έμφυλα στερεότυπα. Μ' αυτή την έννοια η θεωρία του Φρόυντ είναι καθαρά υλιστική: "η ύπαρξη προηγείται της συνείδησης" -οι πραγματικές βιολογικές ανάγκες και οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις προηγούνται και τελικά καθορίζουν την πνευματική ζωή (είτε τη συνείδηση είτε το ασυνείδητο). Σίγουρα η πνευματική ζωή έχει μια "σχετική αυτονομία" -αν δεν ήταν έτσι η θεωρία του Φρόυντ δεν θα είχε αντικείμενο. Αλλά ο Φρόυντ είχε επίγνωση των ορίων της ψυχανάλυσης μπροστά στα προβλήματα που έχουν ρίζες κοινωνικές. Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε ότι σοβαρολογούσε όταν έλεγε ότι η πραγματική αλλαγή στις σχέσεις των ανθρώπων με την ιδιοκτησία θα είναι πιο βοηθητική από οποιεσδήποτε ηθικές εντολές.

Η εντύπωσή μας για το Λακάν είναι πολύ διαφορετική. Δεν ακούμε πια πολύ για τους πατεράδες, αλλά ένα σωρό για το Όνομα του Πατρός, τον Πατρικό Νόμο, και ούτω καθεξής. Αυτές οι έννοιες φαίνεται να είναι ανεξάρτητες από τις συγκεκριμένες οικογενειακές δομές. Και δεν είναι θέμα ότι η πραγματική εμπειρία του παιδιού παράγει συγκεκριμένες ψευδαισθήσεις, όπως στην ιδέα της Κλάιν ότι ο "εσωτερικός πατέρας" είναι συχνά πιο αυστηρός από το αληθινό πρωτότυπο. Είναι μάλλον η εκμάθηση της γλώσσας και συνεπώς η εξανθρώπιση του παιδιού, η οποία ταυτίζεται με το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, σύμφωνα με το Λακάν, που υποβάλλει το παιδί σ' ένα είδος μυθολογικής πατριαρχίας που η σχέση της με την πραγματική εξουσία των πραγματικών πατεράδων είναι αρκετά ασαφής.

Δεν τολμώ εδώ να σχολιάσω την κλινική αξία αυτού του πράγματος. Ο ψυχαναλυτής αναμφίβολα έχει να αναμετρηθεί με συμβολικούς και φανταστικούς πατεράδες που έχουν ελάχιστη σχέση με το πραγματικό τους πρωτότυπο. Οι διαφωνίες μου έχουν να κάνουν λιγότερο με το Λακάν και περισσότερο με το πώς χρησιμοποιείται η θεωρία του από τους "πολιτιστικούς επαναστάτες" -που δεν τον απασχολεί και καθόλου. Γιατί στο μέτρο που ασχολείται κανείς για τις φαντασιώσεις του ασθενούς που ξαπλώνει στον καναπέ, μπορεί κιόλας να χρειαστεί να μιλήσει με μυθολογικούς όρους, αλλά πρέπει να είμαστε ακόμα και τότε ικανοί να εξηγούμε αυτές τις μυθολογίες με όρους της πραγματικής δομής της οικογένειας σε μια δοσμένη κοινωνία. Κι όταν προσπαθούμε ν' αλλάξουμε εκείνη την κοινωνία, είναι οι πραγματικές σχέσεις αυτές στις οποίες διεξάγουμε επίθεση, όχι οι μυθολογικές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη σχετική τέταρτη θέση του Μαρξ για το Φόυερμπαχ: "απ' τη στιγμή που η γήινη οικογένεια αποδεικνύεται ότι είναι το μυστικό της αγίας οικογένειας, η πρώτη είναι αυτή που πρέπει να κριθεί θεωρητικά και να επαναστατικοποιηθεί πρακτικά". Ο κίνδυνος για τη Λακανική αριστερά είναι η επιστροφή στο Φόυερμπαχ και η αντιμετώπιση της "αγίας οικογένειας" σαν τον πραγματικό εχθρό.

Για παράδειγμα, η Τζούλιετ Μίτσελ λέει στο βιβλίο της Ψυχανάλυση και Φεμινισμός: "Είναι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της πατριαρχίας -ο νόμος του υπνωτισμένου προϊστορικού δολοφονημένου πατέρα- εκείνος ορίζει τη σχετική θέση του άνδρα και της γυναίκας στην ανθρώπινη ιστορία". Το να παλεύεις για την ισότητα των γυναικών, τα δικαιώματα των γκέι, την έκτρωση όταν και αν ζητηθεί και για δημόσιους βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι ένα πράμα. Αλλά αν ο κύριος εχθρός είναι ένας από καιρό νεκρός πρόγονος που στην πραγματικότητα κιόλας δεν υπήρξε ποτέ, θα χρειαστούμε μάλλον, συνολικά, μιαν άλλη στρατηγική. Ίσως η απάντηση είναι να επιστρέψουμε το δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν στις παρθένες του Ρήνου

Θέλω να πω ότι η ιδέα του να φέρει κανείς σε πέρας μια πολιτική επανάσταση μέσα στο βασίλειο της φαντασίας του ασυνείδητου είναι μια ψευδαίσθηση. Οι προσπάθειες άμεσης επίδρασης στο ασυνείδητο με πολιτικά μέσα οδηγούν κατευθείαν στο 1984. Την ίδια στιγμή, ο κόσμος της φαντασίας είναι σε τελική ανάλυση δημιούργημα των πραγματικών υλικών συνθηκών και δεν βλέπω το λόγο να πιστέψω ότι το πατριαρχικό ασυνείδητο έχει πολύ μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από την ίδια την πατριαρχική κοινωνία. Στο μεταξύ πρέπει να συνεχίσουμε τις συγκεκριμένες πολιτικές επιθέσεις στη σεξουαλική καταπίεση που βρίσκεται στο προσκήνιο, και όχι να τις αφήνουμε να θάβονται κάτω από απελευθερωτικές ιδέες εντός των ορίων του καθαρού "λόγου".

Αν θέλουμε να αντιληφθούμε τις σχέσεις ανάμεσα στο "προσωπικό" και το "πολιτικό", πρέπει να αποφύγουμε κάθε πολύ βολική ταύτιση αυτών των δύο. Αν διαβάζουμε Λακάν, ας τον διαβάζουμε σαν ψυχαναλυτή, κι όχι να περιμένουμε να αρπάξουμε ό,τι θεωρία πολιτιστικής επανάστασης να 'ναι από το έργο του. Πιθανότατα, η ψυχανάλυση έχει λίγα να προσφέρει πολιτικά, εκτός το υποπροϊόν της θεραπευτικής δουλειάς -δηλαδή μια μη νευρωτική επαναστατική θέληση είναι καλύτερη από μια που χρησιμοποιεί την πολιτική σαν εκτόνωση ή σαν αποκούμπι.



Σχόλια