Ισραήλ και Ιμπεριαλισμός



Ο σύγχρονος Εβραϊκός αποικισμός της Παλαιστίνης δεν άρχισε απ' τους Σιωνιστές, αλλά από μια γαλλική οργάνωση που χρηματοδοτούνταν από το Βαρόνο Έντμοντ ντε Ρότσιλντ, 27 χρόνια πριν το Σιωνιστικό κίνημα κάνει το ιδρυτικό του Συνέδριο (Βασιλεία, 1897). Το κίνημα Ρότσιλντ (που ονομαζόταν 'Παγκόσμια Ισραηλινή Συμμαχία') ήταν εχθρικό προς το Σιωνισμό μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930.

Αυτό που είχε ο Ρότσιλντ στο μυαλό του ήτανε να παρέχει στους Εβραίους, που έφευγαν από την Τσαρική Ρωσία για να γλιτώσουν απ' τα Πογκρόμ, γη στην Παλαιστίνη και να την αποικίσουν σύμφωνα με τα πρότυπα του γαλλικού αποικισμού στην Αλγερία. Ποτέ δε συμφώνησε με τη βασική Σιωνιστική ιδέα ενός εβραϊκού έθνους-κράτους, αλλά μάλλον ήταν αντίθετος. Ήταν οικονομικός πυλώνας του γαλλικού ιμπεριαλισμού και σαν βασικό του κριτήριο είχε την αύξηση της επιρροής της Γαλλίας στο εξωτερικό.

Όντας Εβραίος ένιωθε συμπάθεια για τους διωκόμενους Ρωσοεβραίους. Συνδυάζοντας τις συμπάθειές του με τα γαλλικά συμφέροντα, χρηματοδοτούσε την ΠΙΣ (παρότι γνώριζε ότι θα είχε από ελάχιστα ως καθόλου οικονομικά οφέλη απ' αυτή την επένδυση).

Οι άποικοι του Ρότσιλντ είχαν κάποιες διαμάχες στην Παλαιστίνη με τους Άραβες χωρικούς που αρνούνταν να εγκαταλείψουν τη γη που οι γαιοκτήμονες είχαν πουλήσει στην ΠΙΣ για τεράστια ποσά. Αργότερα οι χωρικοί προσλήφθηκαν σαν εργατικά χέρια στους οικισμούς της ΠΙΣ. Η ΠΙΣ ποτέ δεν μπήκε σε πολιτικές διαμάχες με τους Άραβες Παλαιστινίους γιατί ποτέ δεν φιλοδοξούσε να πετύχει πολιτική αυτονομία. Όσο για τις σχέσεις του με τον ιμπεριαλισμό, ο αποικισμός του Ρότσιλντ ήταν κομμάτι του γαλλικού αποικιακού συστήματος γι' αυτό και θέμα ύπαρξης δυο ξεχωριστών κομμάτων δεν υπήρχε. Είναι ακριβώς αυτή η απουσία πολιτικής απέναντι στον ιμπεριαλισμό που φωτίζει το νόημα της ύπαρξης μιας τέτοιας πολιτικής από το Σιωνιστικό κίνημα. Η ΠΙΣ δεν είχε τη φιλοδοξία της δημιουργίας ενός Ανεξάρτητου Κράτους και την κατάκτηση πολιτικής εξουσίας γι' αυτό οι επιλογές της στην εξωτερική πολιτική περιορίζονταν σε μία μόνο δυνατότητα αυτή του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Με το Σιωνιστικό κίνημα τα πράματα είχαν αλλιώς. Από την αρχή -ακόμα και πριν Σιωνιστές μετανάστες φτάσουν στην Παλαιστίνη- ο κύριος στόχος ήταν η επίτευξη ενός πολιτικά ανεξάρτητου, Εβραϊκού, έθνους-κράτους στην Παλαιστίνη (για λόγους τακτικής, αυτός ο στόχος συγκαλύπτονταν με τη φόρμουλα της 'επίτευξης μιας Εβραϊκής "πατρίδας" στην Παλαιστίνη'. Έχοντας αυτή τη στόχευση της πολιτικής ανεξαρτησίας, ο Σιωνισμός χρειάζονταν να βρει τρόπους να την πετύχει. Χρειάζονταν να έχει εξωτερική πολιτική. Κάποιοι Σιωνιστές αμέσως αναγνώρισαν ότι ο θεμελιώδης σκοπός τους συνεπάγονταν μια εξωτερική πολιτική που να μην καθορίζεται μόνο από τους συμμάχους τους αλλά και από τους αναπόφευκτους εχθρούς τους.

1897-1917: Σε αναζήτηση της διεθνούς αναγνώρισης

Η ιστορία και η φύση του Σιωνιστικού κινήματος διαφέρει σημαντικά σε σχέση με όλα τα άλλα πολιτικά κινήματα. Είναι η περίπτωση, όπως είπε κάποιος 'μιας κυβέρνησης που απέκτησε ένα Κράτος'. Ο υπαινιγμός είναι ο εξής: μετά την ίδρυση του Κογκρέσου, που συγκάλεσε ο Βιεννέζος δικηγόρος Χερτσλ, οι Σιωνιστές διέθεταν κυβέρνηση (τη σιωνιστική εκτελεστική επιτροπή) αλλά δεν είχαν Κράτος να κυβερνήσουν. Είχαν ένα Συμβούλιο Αντιπροσώπων (το Σιωνιστικό Κογκρέσο), με Αριστερή και δεξιά Πτέρυγα, μετριοπαθή και ακραία, προοδευτικά και συντηρητικά, θρησκευτικά και κοσμικά κόμματα χωρίς ωστόσο ακόμη "λαό" (οι οπαδοί τους μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μια μειοψηφία ανάμεσα στους Εβραίους της παγκόσμιας εβραϊκής κοινότητας). Συνέλεγαν ετήσιο φόρο (το Σιωνιστικό 'Shekel' που εξασφάλιζε το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για το Σιωνιστικό Κογκρέσο) δεν είχαν όμως ακόμη πολίτες. Το Κογκρέσο ήταν μια ομοσπονδία διαφορετικών πολιτικών κομμάτων που μοιραζόταν έναν κοινό σκοπό -την ίδρυση ενός Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, φιλονικούσαν όμως σχεδόν σε κάθε άλλο ζήτημα, ακόμα και για τα μέσα επίτευξης του κοινού σκοπού τους. Όλη αυτή η δραστηριότητα λάμβανε χώρα στην Ευρώπη, ενώ ο Εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης ήταν λιγότερο από το 10% του Αραβικού πληθυσμού, και δεν είχε τίποτα να κάνει με το Σιωνιστικό Κίνημα. Ο Σιωνισμός είχε τις ρίζες του στην Ευρώπη και ήταν ένα Ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η κινητήρια δύναμή του ήταν:

1. Οι αυστηρές διώξεις και τα Πογκρόμ κατά των Εβραίων στην Τσαρική Ρωσία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Όχι μόνο η επιβίωση των Ρωσοεβραίων βρισκόταν διαρκώς σε κίνδυνο, αλλά και η ίδια τους η ζωή.

2. Τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες γι' αυτούς, στο να ενσωματωθούν στις μη-Εβραϊκές κοινωνίες (τρανταχτό παράδειγμα η υπόθεση Ντρέιφους που μετέτρεψε το Χερτσλ από οπαδό της αφομοίωσης σε οπαδό του Σιωνισμού). Με όρους της εποχής μας, μπορούμε να πούμε ότι ο Σιωνισμός ήταν τότε, ουσιαστικά, το κίνημα της 'Εβραϊκής Δύναμης'. 

3. Η ιδεολογική του διαμόρφωση κάτω από την επίδραση του Ευρωπαϊκού εθνικισμού, που ήταν μια αναδυόμενη ιδεολογία ενός εύρους ομάδων ανθρώπων που ζούσαν στη ζώνη ανάμεσα στη Βαλτική και την Αδριατική.

4. Συναισθηματικά ήταν βαθιά επηρεασμένος από την Εβραϊκή θρησκεία που είναι εγγενώς εθνικιστική και διδάσκει, επί χιλιετίες, την αναβίωση της Εβραϊκής ανεξαρτησίας στην Παλαιστίνη σαν το τέλος των μαρτυρίων των Εβραίων.

Ο ίδιος ο Χερτσλ υποτιμούσε τη δύναμη του Εβραϊκού αισθήματος για την Παλαιστίνη (προερχόμενος από μία αφομοιωτική πατρίδα, αγνοούσε την πολιτικο-συναισθηματική δύναμη της Εβραϊκής θρησκείας). Πρότεινε στο Κογκρέσο το Εβραϊκό κράτος να δημιουργηθεί στην Ουγκάντα και εξεπλάγην όταν συνάντησε την άγρια αντίθεση της πλειοψηφίας που αρνούνταν να δεχθεί κάθε άλλη πρόταση (ακόμα και ως προσωρινό μέτρο) πέραν της Παλαιστίνης. Οι Σιωνιστές θεωρούσαν τα δικαιώματά τους στην Παλαιστίνη αδιαπραγμάτευτα, συνειδητοποιούσαν όμως ότι έπρεπε είτε να πετύχουν την αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων από κάποια παγκόσμια δύναμη ή αλλιώς να πείσουν αυτούς που συνέβαινε να κυβερνούν την Παλαιστίνη ότι η δημιουργία ενός Εβραϊκού κράτους θα τους ωφελούσε κι αυτούς. Παρότι η Παλαιστίνη εκείνη την εποχή κατοικούνταν από 700.000 Άραβες, οι Σιωνιστές ποτέ δεν έκαναν τον κόπο να ρωτήσουν τη γνώμη τους για την ιδέα ενός Εβραϊκού κράτους, για δυο λόγους. Πρώτον, δεν είχαν την απαίτηση από τους Παλαιστίνιους Άραβες -που είχαν τις δικές τους βλέψεις για ανεξαρτησία- να αποδεχθούν την ιδέα ενός Εβραϊκού κράτους εκεί, ειδικά από τη στιγμή που οι Εβραίοι δεν ήταν παραπάνω από το 10% του πληθυσμού. Δεύτερον, ο Σιωνισμός ήτανε προϊόν της εποχής του, και όπως κάθε αποικιοκρατικό κίνημα, ποτέ δεν θεώρησε το γηγενή πληθυσμό της αποικιοκρατούμενης χώρας σαν υπολογίσιμο πολιτικό παράγοντα. Οι πολιτικές και διπλωματικές του προσπάθειες κατευθυνόταν αποκλειστικά στις υπαρκτές δυνάμεις, όχι στις αναδυόμενες, δυνητικές δυνάμεις. Ο Μαξ Νορντάου, ο αντιπρόεδρος του Χερτσλ, διατύπωσε την αρχή της Σιωνιστικής εξωτερικής πολιτικής ως εξής: 'Οι βλέψεις μας είναι στραμμένες προς την Παλαιστίνη, όπως μία πυξίδα δείχνει το Βορρά, γι' αυτό και πρέπει να προσανατολιστούμε σ' εκείνες τις δυνάμεις κάτω από την επιρροή των οποίων η Παλαιστίνη συμβαίνει να είναι'. Θεωρώντας τις περιστάσεις και τη φύση των εθνικιστικών κινημάτων διαστρεβλωμένες από μία αποικιοκρατική πολιτική (όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι για μια τέτοια επιλογή) είναι σχεδόν αδύνατο κανείς να διακρίνει μια εναλλακτική. Έτσι, στην πρώτη φάση της ύπαρξής του (από το 1897 ως το 1914) ο πολιτικός Σιωνισμός προσανατολιζόταν προς την Τουρκία, που διοικούσε την Παλαιστίνη, και τον κοντινότερό της σύμμαχο, τη Γερμανία. Ο Χερτσλ 'πολιορκούσε' το Σουλτάνο και τον Κάιζερ προκειμένου να πετύχει τη συναίνεσή τους στην ιδέα ενός Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να τους αποδείξει ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου Κράτους θα ήταν προς το συμφέρον τους. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτός ο προσανατολισμός μεταστράφηκε προς τη Βρετανία, ακριβώς επειδή έγινε φανερό ότι θα ήταν ο νέος επικυρίαρχος της Παλαιστίνης. Η πρώτη περίοδος ανάπτυξης του Σιωνιστικού κινήματος στις 2 Νοεμβρίου 1917, όταν η Βρετανική κυβέρνηση εξέδωσε τη Διακήρυξη του Μπαλφούρ. Αυτή η διακήρυξη αναγνώριζε το δικαίωμα των Σιωνιστών να ιδρύσουν ένα Εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη και έδινε την αόριστη υπόσχεση στήριξης στην πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου. Η αναγνώριση του βασικού δικαιώματος (και του κοινού συμφέροντος), δηλαδή ο πρώτος στόχος της εξωτερικής πολιτικής του Σιωνισμού, είχε ήδη επιτευχθεί. Είναι φανερό, από το πρώτο κιόλας στάδιο, ότι ο προ-ιμπεριαλιστικός προσανατολισμός της Σιωνιστικής εξωτερικής πολιτικής ήταν απότοκο του σκοπού του. Είτε το ήθελε είτε όχι, ο Σιωνισμός δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας το σχέδιό του αν οι διοικητές της Παλαιστίνης δεν το αποδεχόταν. Δεν είναι κάποιο είδος κακίας, αλλά η ίδια η εσωτερική λογική του, που οδήγησε το Σιωνισμό στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Απλά δεν είχε άλλη επιλογή. Ο σκοπός, και οι υπάρχουσες συνθήκες, όρισαν τις συμμαχίες.

1917-1948: Σε αναζήτηση της πλειοψηφίας και της ιδιοκτησίας γης

Απ' τη στιγμή που η διεκδίκηση του Σιωνιστικού κινήματος να επανεγκαθιδρύσει την Εβραϊκή ανεξαρτησία στην Παλαιστίνη αναγνωρίστηκε, επόμενος στόχος ήταν να εφαρμοστεί. Αυτό απαιτούσε δύο πράματα: πρώτον, μαζική μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη, και δεύτερον, μαζική εξαγορά γης από Εβραίους στην Παλαιστίνη. 

Οι Παλαιστίνιοι Άραβες, ανέλαβαν ρόλο στην πολιτική ζωή κάτω από την επίδραση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαπατημένοι από τις υποσχέσεις ανεξαρτησίας από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου (για να κερδίσουν τη συνεργασία τους ενάντια στους Τούρκους), ευθύς εξαρχής αντιτέθηκαν στους σκοπούς των Σιωνιστών, καθώς και στη Σιωνιστική μετανάστευση και κτηματολογική πολιτική. 

Δεν είχαν καμία διάθεση να γίνουν μειονότητα στη χώρα τους, ούτε πολίτες ενός κατ' ουσίαν Εβραϊκού κράτους (να υφίστανται δηλαδή εθνικές διακρίσεις). Επιπλέον, φιλοδοξούσαν οι ίδιοι τους να πετύχουν πολιτική αυτονομία στην Παλαιστίνη. Για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να ξεφορτωθούν τους ξένους διοικητές της χώρας και επομένως τα πολιτικά τους συμφέροντα βρισκόταν σε αντίφαση μ' αυτά των Βρετανών. Όσο για τους Σιωνιστές, είχαν συνείδηση ότι αν ο Αραβικός εθνικισμός στην Παλαιστίνη (τον οποίο δεν είχαν λάβει υπόψη το προηγούμενο διάστημα) πετύχαινε αυτονομία πριν οι Εβραίοι πριν οι Εβραίοι καταφέρουν να συγκροτήσουν πλειοψηφία, ο βασικός σκοπός θα είχε ηττηθεί. Άρα προς το συμφέρον τους ήταν να υποστηρίξουν τη Βρετανική διοίκηση στην Παλαιστίνη, σταδιακά να αυξήσουν τον πληθυσμό τους και να αγοράσουν περισσότερη γη μέχρι να σχηματίσουν μια πλειοψηφία σ' ένα υπολογίσιμο και συνεχές κομμάτι της περιοχής, και μόνο τότε να ξεκινήσουν τον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Συνεπώς τα συμφέροντά τους προδικάζαν όχι μόνο τους συμμάχους αλλά και τους εχθρούς τους. Και πάλι, δεν ήταν από κάποιου είδους μοχθηρία που οι Σιωνιστές ήταν αντίθετοι με τον Αραβικό εθνικισμό και τις όποιες άλλες αντιιμπεριαλιστικές πολιτικές στην Παλαιστίνη, αλλά ήταν κι αυτό άμεση συνέπεια των σκοπών τους και των περιστάσεων. Στην αντίθεσή τους με την Αραβική ανεξαρτησία στην Παλαιστίνη, οι Σιωνιστές βρήκαν, για μια ακόμη φορά, τα συμφέροντά τους να συμπίπτουν μ' αυτά του ιμπεριαλισμού (στην περίπτωσή μας, μ' αυτά των Βρετανών διοικητών). Πολλοί Σιωνιστές ήταν δυσαρεστημένοι απ' αυτή την ταύτιση συμφερόντων. Αλλά όποτε ένας Σιωνιστές χρειάστηκε να διαλέξει ανάμεσα στην ιμπεριαλιστική συνέπεια και το Σιωνισμό, πάντα διάλεγε το δεύτερο, που είχε στο τέλος-τέλος το πάνω χέρι. Εκείνοι που έβαλαν τον αντιιμπεριαλισμό πάνω από το Σιωνισμό έπαψαν να είναι Σιωνιστές. Η 'Εβραϊκή δύναμη', όπως και η 'Μαύρη δύναμη' ήταν προϊόν του ιμπεριαλισμού, όχι μόνο κοινωνικά, αλλά επίσης και ιδεολογικά, αλλά, σε αντίθεση με την τελευταία, που αναγκάζεται εκ των πραγμάτων σε πολιτικές συμμαχίες ενάντια στον ιμπεριαλισμό, η πρώτη βρέθηκε πάντα προσδεδεμένη στο άρμα του ιμπεριαλισμού.

1948-1950: Σε αναζήτηση της αναγνώρισης των γραμμών εκεχειρίας ως διεθνή σύνορα

Στα τριάντα χρόνια από το 1918 ως το 1948 ο πληθυσμός των Εβραίων στην Παλαιστίνη αυξήθηκε από 50.000 σε περίπου 600.000, κυρίως μέσω της Σιωνιστικής μετανάστευσης. Χορηγίες που συλλέγονταν τακτικά απ' όλο τον Εβραϊκό κόσμο βοήθησαν στο να χτιστεί μια οικονομία όλων των Εβραίων (που ποτέ δεν ήταν ούτε σκόπευε να είναι οικονομικά επικερδής). Βάζοντας σε εφαρμογή τα συνθήματα 'δουλειά για τον Εβραίο', 'αγοράστε Εβραϊκά προϊόντα' και 'να πάρουμε πίσω τη γη μας' σταδιακά δημιουργήθηκε μια κλειστή, αυτοδιαχειριζόμενη Εβραϊκή οικονομία στην Παλαιστίνη. Παρότι υπήρξαν κάποιες προστριβές με τους Βρετανούς (που από τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν να προσεταιρίζονται τους Άραβες, να περικόπτουν τις μεταναστευτικές ποσοστώσεις, κλπ.) ο βασικός συνασπισμός συμφερόντων παρέμενε. Και οι δύο πλευρές αντιτίθονταν στις προσπάθειες των Παλαιστινίων να απαλλαγούν από τους Βρετανούς. Κατά την περίοδο 1936-1939 οι Παλαιστίνιοι πραγματοποίησαν μια πολύ σοβαρή εξέγερση που, σε μερικές περιπτώσεις, απασχόλησε το 50% του συνόλου του Βρετανικού στρατού. Όμως, αυτή η εξέγερση ηττήθηκε από τους Βρετανούς στα μεγάλα πεδία των μαχών. Η ήττα σήμανε την αποχώρηση των Παλαιστινίων από την πολιτική εξουσία στην Παλαιστίνη αφήνοντας όλο το γήπεδο στους Βρετανούς και τους Σιωνιστές.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν οι προστριβές μεταξύ αυτών των δύο πλευρών. Αυτές οι προστριβές κατέληξαν σε ένοπλη σύρραξη το 1945-47. Ο βασικός λόγος ήταν η άρνηση των Βρετανών να επιτρέψουν τη μαζική μετανάστευση Εβραίων προσφύγων απ' την Ευρώπη. Υπήρχαν επίσης και οικονομικοί λόγοι: κατά τη διάρκεια του πολέμου η τοπική βιομηχανία (που βρισκόταν κατά κύριο λόγο σε εβραϊκά χέρια) έγινε ο βασικός προμηθευτής του Βρετανικού στρατού στην περιοχή. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, η οικονομική ευημερία τελείωσε επίσης και τα Βρετανικά ανταγωνιστικά αγαθά άρχισαν να προτιμώνται και πάλι. Η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης άρχισε (συχνά χωρίς τις ευλογίες των ηγετών της) τις κραυγές για ανεξαρτησία. Αυτές οι κραυγές εξελίχθηκαν σε ένοπλο αγώνα που βασιζόταν κυρίως σε ανταρτοπόλεμο. Μια σειρά λόγοι επέτρεψαν τους Σιωνιστές να κερδίσουν τους Βρετανούς. Η ευνοϊκή κοινή γνώμη παγκόσμια λόγω της σφαγής 6 εκατομμυρίων Εβραίων από τους Ναζί. Η αποδυνάμωση του Βρετανικού ιμπεριαλισμού σαν αποτέλεσμα του Πολέμου. Η ενίσχυση του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού (προς τον οποίο ο Σιωνισμός είχε αρχίσει να προσανατολίζεται) σαν αποτέλεσμα του ίδιου πολέμου. Η οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η αποθάρρυνση του Αραβικού εθνικισμού που έλπιζε στην ήττα των Βρετανών (μερικές φορές υποστηρίζοντας ενεργά τον Άξονα).

Όλα αυτά κατέληξαν στο ψήφισμα που πέρασε με πλειοψηφία 2/3 από το Γενικό Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών στις 27 Νοέμβρη του 1947, που καλούσε για την ίδρυση δύο Κρατών στη διχοτομημένη περιοχή της Παλαιστίνης, μία για τους Εβραίους και μία για τους Άραβες. Για να αποτρέψει αυτή την απόφαση ο Βρετανικός ιμπεριαλισμός οργάνωσε εισβολή απ' τους τακτικούς στρατούς του Φαρούκ, του Νουρί Σαΐντ, του Αμπντουλάχ και του Χουσνί Ζαΐμ στην Παλαιστίνη. Το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου ήταν ότι ο Μπεν Γκουριόν και ο Αμπντουλάχ (που διαπραγματεύτηκε μυστικά κατά τη διάρκεια του πολέμου) προσάρτησαν αμφότεροι το ήμισυ της διανεμηθείσας από τα ΗΕ στους Άραβες Παλαιστίνιους περιοχής. Ο πόλεμος του 1948 ήταν λοιπόν η περίπτωση μιας εποικιστικής κοινότητας που επιζητούσε πολιτική ανεξαρτησία, ερχόμενη έτσι σε σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική δύναμη κάτω από τις φτερούγες της οποίας είχε αναπτυχθεί. Για τους ίδιους τους εποίκους ήταν ένας πόλεμος ανεξαρτησίας -για τον αυτόχθονα πληθυσμό μια αλλαγή από έναν ξένο κυβερνήτη που αποχώρησε σε έναν τοπικό κυβερνήτη που δεν είχε πουθενά να πάει, από έναν κυβερνήτη που ήθελε μόνο να εκμεταλλεύεται τη χώρα σε έναν που την έκανε δικιά του πατρίδα. Πολιτικά οι Παλαιστίνιοι Άραβες ήταν σε καλύτερη θέση πριν το 1948 παρά οποτεδήποτε μετά. Προσαρτώντας την περιοχή που τα ΗΕ προόριζαν για τους Παλαιστίνιους ο Μπεν Γκουριόν απώλεσε τη διεθνή αναγνώριση των Ισραηλινών συνόρων. Η περιοχή που διοικούνταν από τους Σιωνιστές ήταν τώρα μεγαλύτερη αλλά καμία διεθνής αρχή δε συμφωνούσε ότι ήταν δική τους. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία παρείχαν γι' αυτό την Τριμερή τους απόφαση όπου επικύρωναν τις γραμμές εκεχειρίας του 1949 (χωρίς να αναγνωρίζουν ακόμη την οριστικότητά τους ούτε να ανακηρύσσουν την Ιερουσαλήμ σαν πρωτεύουσα του Ισραήλ). Για μία ακόμα φορά η εξωτερική πολιτική των Σιωνιστών ήταν εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό, αυτή τη φορά όσον αφορά την εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας του Ισραήλ με την επικύρωση της προσάρτησης της περιοχής που τα ΗΕ προόριζαν για τους Παλαιστίνιους. Υπήρχε άλλη περίπτωση; Θεωρητικά υπήρχε. Αν ο Μπεν Γκουριόν είχε κρατήσει τις γραμμές διχοτόμησης την ΗΕ αρνούμενος τον πειρασμό της εδαφικής επέκτασης το 1948 δεν θα υπήρχε εδαφικό ζήτημα (παρότι η πολιτική διαμάχη θα διαρκούσε για κάποιο καιρό) και καμία ανάγκη εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό για την επικύρωση των προσαρτήσεων. Στην πραγματικότητα ήταν αδύνατο για τον ηγέτη των Σιωνιστών να αντισταθεί στον πειρασμό της εδαφικής επέκτασης στην Παλαιστίνη. Επιπλέον, οι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί ανάμεσα στην Ισραηλινή ηγεσία (που από την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Εβραϊκού Κράτους έγινε ο de facto, παρότι όχι de jure ηγέτης των Σιωνιστών) και την Εβραϊκή Κοινότητα αλλά και την κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν ήδη πολλοί ισχυροί για να της επιτρέπουν μια ουδέτερη, πόσο μάλλον αντι-ιμπεριαλιστική, εξωτερική πολιτική. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος με την Κορέα το 1950, η Ισραηλινή κυβέρνηση συμμάχησε ανοιχτά με τις ΗΠΑ, βάζοντας ένα τέλος στη σύντομη περίοδο των μη-συμμαχιών. Αυτό σηματοδότησε έναν ορισμένο μετασχηματισμό των φιλο-ιμπεριαλιστικών διαθέσεων της Ισραηλινής ηγεσίας: η μέχρι πρότινος ευθυγράμμιση συμφερόντων στο τοπικό, Παλαιστινιακό, ζήτημα ξαφνικά εξελίχθηκε σε μια ευθυγράμμιση συμφερόντων σε παγκόσμια, μακρινά ζητήματα. Το τίμημα της εξάρτησης από την ιμπεριαλιστική υποστήριξη τοπικά είναι η υποστήριξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.

1950-1957: Προσπάθειες εξαναγκασμού των Αράβων στην αποδοχή του status quo

Μέχρι το 1950 ο πολιτικός Σιωνισμός είχε καταφέρει να πετύχει τέσσερις στόχους: οι διεκδικήσεις του στην Παλαιστίνη είχαν αναγνωριστεί, είχε δημιουργήσει μια Εβαϊκή πλειονότητα, είχε πετύχει πολιτική ανεξαρτησία σε κομμάτι της Παλαιστίνης και είχε πετύχει την ιμπεριαλιστική αναγνώριση της εδαφικής του ακεραιότητας. Υπήρχε όμως ένα ψεγάδι σ' αυτό το κρεσέντο των επιτυχιών - οι Άραβες αρνούνταν να τις αναγνωρίσουν και να τις αποδεχθούν ως οριστικές. Αυτό δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη καθώς όλες επιβλήθηκαν στους Παλαιστίνιους ως τετελεσμένα γεγονότα συντηρούμενα δια της βίας. Οι Παλαιστινιακές βλέψεις ανεξαρτησίας είχαν ηττηθεί, πολλοί απ' αυτούς έγιναν πρόσφυγες και έχασαν όλα όσα είχαν, συμπεριλαμβανομένου του αυτοσεβασμού τους. Οι Ισραηλινοί ηγέτες το γνώριζαν καλά αυτό. Απ' τη στιγμή που ολοκλήρωσαν τη μυστική συμφωνία (εγκεκριμένη από το Γραφείο Εξωτερικών Υποθέσεων της Βρετανίας) με τον Αμπντουλάχ (το 1949), ο Μπεν Γκουριόν, η Γκόλντα Μέιρ, ο Εσκόλ, ο Νταγιάν, και η υπόλοιπη Ισραηλινή ηγεσία σχολαστικά απέφευγε την οποιαδήποτε αναφορά στους Παλαιστίνιους. Ήταν πρόθυμοι να κλείσουν ειρήνη με οποιοδήποτε Αραβικό Κράτος, να μπουν σε διαπραγματεύσεις μ' αυτά "οποτεδήποτε και οπουδήποτε", αλλά επέμεναν ότι οι Παλαιστίνιοι ήταν, πολιτικά, ανύπαρκτοι. Είναι η ειρωνεία της ιστορίας ότι μέσω της νίκης τους στον πόλεμο του 1967 αυτοί οι ηγέτες αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν και να έρθουν ξανά αντιμέτωποι με τους ίδιους Παλαιστίνιους που είχαν εξορίσει στη φαντασία τους 19 χρόνια πριν.

Το 1950 ο Μπεν-Γκουριόν περίμενε ότι ο βασιλιάς Αμπντουλάχ της Υπεριορδανίας θα υπέγραφε συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ δίνοντας έτσι τέλος στην Αραβο-ισραηλινή διαμάχη. Ο Αμπντουλάχ εκτελέστηκε πολύ σύντομα από έναν Παλαιστίνιο, και ο Νταγιάν παραδέχθηκε αργότερα ότι "ήταν πολιτικά νεκρός (λόγω της μυστικής συμφωνίας του με τον Μπεν-Γκουριόν) πριν ακόμα εκτελεστεί". Ξαφνικά, η ειρήνη έμοιαζε πιο μακρινή από ποτέ. Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς εννοούσε η ισραηλινή ηγεσία λέγοντας "ειρήνη". Ο Μπεν-Γκουριόν εξέφρασε περισσότερο από μία φορά την άποψη ότι η έλλειψη φυσιολογικών σχέσεων με τους Άραβες και η εχθρική τους στάση απέναντι στο Ισραήλ είχε μια ενοποιητική επίδραση στην ετερογενή Εβραϊκή κοινότητα του Ισραήλ. Έβλεπε τον αναβαθμισμένο ρόλο του ισραηλινού στρατού σαν το χωνευτήρι ενός νέου έθνους. Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι, όταν η εξωτερική εχθρότητα θα καταλάγιαζε, οι ισχυρές εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των ανατολικών και Ευρωπαίων Εβραίων του Ισραήλ (που συνέπιπταν με τις ταξικές διαιρέσεις) θα έβαζαν ένα τέλος στην "Εβραϊκή ενότητα". Παρ' όλα αυτά όμως δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η ισραηλινή ηγεσία είχε την πρόθεση να πετύχει την απροκάλυπτη, de jure αναγνώριση, μαζί με τη συγκαλυμμένη de facto αποδοχή, του εδαφικού και δημογραφικού status quo του 1949, από τα Αραβικά Κράτη. Από τη στιγμή που τα Αραβικά Κράτη αρνούνταν να παραχωρήσουν αυτή την αναγνώριση και όλες οι απευθείας προσεγγίσεις του Ισραήλ απέτυχαν, ο Μπεν-Γκουριόν αποφάσισε να μεταχειριστεί πλάγια μέσα.

Εκείνο το διάστημα (1953-55) οι ΗΠΑ περικύκλωναν την ΕΣΣΔ μ' ένα δίκτυο βάσεων, καθώς και με αντι-Σοβιετικές συμφωνίες. Μια σειρά προσπαθειών να τραβήξουν τα Κράτη της Μέσης Ανατολής στο σύνδεσμο των, αντι-Σοβιετικών, συμφωνιών  έγιναν εκείνη την περίοδο, ιδιαίτερα από τον Τζ.Φ. Ντάλες. Το Ισραήλ υπήρξε πάντα λάτρης αυτών των συμφωνιών, όχι τόσο από φόβο ή μίσος για την ΕΣΣΔ (που ήταν η πιο πιστή πολιτική και στρατιωτική υποστηρίχτρια του Ισραήλ το 1948), αλλά λόγω της πιθανής συμπερίληψης μιας παραγράφου που θα αφορούσε τον "αμοιβαίο σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας" ή κάτι παρόμοιο, εκβιάζοντας έτσι την αναγνώριση από κάποιο Αραβικό εταίρο, έμμεσα. Οι περισσότεροι Άραβες ηγέτες, εκτός των βετεράνων φιλο-ιμπεριαλιστών πολιτικών, όπως ο Νουρί Σαΐντ του Ιράκ, αρνούνταν να υπογράψουν. 'Οχι εξαιτίας του Ισραήλ, αλλά γιατί υποπτευόταν ότι αυτές οι συμφωνίες κατευθύνονταν όχι τόσο ενάντια στην ΕΣΣΔ (με την οποία δε βρισκόταν σε καμία διαμάχη) αλλά ενάντια στα ίδια τα δικά τους συμφέροντα. Πίστευαν ότι αυτές οι συμφωνίες αποτελούσαν μια συγκαλυμμένη προσπάθεια των ΗΠΑ να αντικαταστήσουν τη Βρετανική ιμπεριαλιστική παρουσία στη Μέση Ανατολή. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα σε όλο τον Αραβικό κόσμο βρισκόταν σε έξαρση, και εξασκούσαν άμεση ή έμμεση πίεση σε κάθε ηγεμόνα και πολιτικό στην περιοχή. Σταδιακά ήρθαν στην εξουσία. Αυτή η κατάσταση ανησυχούσε την Ισραηλινή ηγεσία. Για παράδειγμα, όταν έγινε καθαρό, το 1954, ότι οι Βρετανοί σκόπευαν να εγκαταλείψουν τη Διώρυγα του Σουέζ, η Ισραηλινή κυβέρνηση έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να πείσει τους Βρετανούς να παραμείνουν. Μια απ' αυτές ήταν η σκόπιμη πρόκληση να στείλουν ένα πλοίο με ισραηλινή σημαία μέσα στο Κανάλι και να χρησιμοποιήσουν τη σύλληψή του σαν προπαγανδιστική κίνηση που αποδείκνυε ότι "η Αίγυπτος δεν είναι αξιόπιστη εγγυήτρια της ελεύθερης ναυσιπλοΐας όλων των εθνών". Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της Βρετανικής κυριαρχίας στο Κανάλι επίσης κανένα Ισραηλινό πλοίο δεν είχε περάσει. Η Αίγυπτος δεν ήταν έτοιμη να παραχωρήσει διάπλου στα ισραηλινά πλοία πριν την επίλυση του όλου "Παλαιστινιακού ζητήματος". Το σημαντικό κατά την άποψη αυτού του άρθρου είναι ότι ενώ μέχρι το 1948 οι Σιωνιστές δεν είχαν καμία διαμάχη με την Αίγυπτο, τώρα έβρισκαν τους εαυτούς τους αντίθετους στις αντιιμπεριαλιστικές πολιτικές του νέου καθεστώτος της Αιγύπτου (που δεν ήταν υπεύθυνο για την εισβολή στην Παλαιστίνη το 1948) και ποντάριζαν στη συνέχιση της Βρετανικής παρουσίας στο Κανάλι.

Για μια ακόμα φορά η συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό στις τοπικές υποθέσεις υπαγόρευε μακρινές συνέπειες. Όμως όλες οι έμμεσες μέθοδοι, παρότι πλήθαιναν και αποκτούσαν έναν πιο εξεζητημένο χαρακτήρα, δεν κατάφερναν να πετύχουν το σκοπό τους. Ο Αραβικός κόσμος πεισματικά αρνιόταν να αποδεχθεί σαν τετελεσμένα γεγονότα αυτά που Σιωνιστές είχαν επιβάλει στους Παλαιστίνιους. Όταν αυτή η αποτυχία έγινε καθαρή στον Μπεν-Γκουριόν (που απ' το 1949 ως το 1959 ήταν ο άρχοντας της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ) η μέθοδος σταδιακά άλλαξε σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού των Αραβικών Κρατών στην αναγνώριση του status quo. Εργαλείο αυτής της πολιτικής ήταν οι επιδρομές "αντιποίνων" του ισραηλινού στρατού στις Αραβικές περιοχές. Όπως το λέει και τ' όνομά τους, αυτές ήταν, υποτίθεται, αντίποινα για τη μικρής κλίμακας ένοπλη διείσδυση και τις πράξεις δολιοφθοράς που διεξάγονταν από διάφορα Ισλαμικά Κράτη ή οργανώσεις στο εσωτερικό του Ισραήλ. Πολιτικά υπήρχε ένα άλλο κίνητρο πίσω απ' αυτές (ένα κίνητρο που πολλοί λίγοι Ισραηλινοί γνώριζαν). Όταν λάμβανε χώρα μια σοβαρή Ισραηλινή επιδρομή η συνήθης αντίδραση της εμπλεκόμενης Αραβικής κυβέρνησης ήταν να σπεύσει στην πρεσβεία των ΗΠΑ και να ζητήσει όπλα. Η απάντηση κάθε φορά ήταν "Υπογράψτε το αντι-Σοβιετικό σύμφωνο και θα έχετε ό,τι όπλα θέλετε".

Ωστόσο, αυτή η τεχνική γύρισε μπούμερανγκ μ' έναν κάπως απροσδόκητο τρόπο. Όταν, μετά από μια μεγάλη Ισραηλινή επιδρομή στη Γάζα στις 28 Φεβρουαρίου 1955, ο Νάσσερ πήγε στον Αμερικανό πρεσβευτή Μπέιροντ να του ζητήσει όπλα και πήρε τη συνηθισμένη απάντηση, αποφάσισε να στραφεί προς την ΕΣΣΔ για βοήθεια. Η ΕΣΣΔ συμφώνησε και τότε υπογράφηκε η εξοπλιστική συμφωνία Αιγύπτου-Τσεχοσλοβακίας. Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της κίνησης υπέσκαπταν τα θεμέλεια της εξωτερικής πολιτικής του Μπεν-Γκουριόν, γιατί η ΕΣΣΔ δεν έβαλε την υπογραφή της στην τριμερή διακήρυξη και αρνήθηκε να επικυρώσει το status quo. Ενώ μέχρι το 1955 η παντοδυναμία της Δύσης στη Μέση Ανατολή δεν οφείλονταν μόνο στον οικονομικό έλεγχο και τη στρατιωτική παρουσία, αλλά επίσης στο μονοπώλιο των εξοπλιστικών προμηθειών στην περιοχή, ήταν υποχρεωμένη τώρα να ανταγωνιστεί την ΕΣΣΔ για να κερδίσει τις προτιμήσεις των τοπικών κυβερνήσεων.

Ο Νάσερ χρησιμοποίησε αυτό τον ανταγωνισμό. Αλλά ο Μπεν-Γκουριόν δεν μπορούσε να τον εκμεταλλευτεί για δυο λόγους: πρώτον, ήταν ήδη πολύ εξαρτημένος οικονομικά από τις ΗΠΑ και, δεύτερον, η ΕΣΣΔ αρνούνταν να αναγνωρίσει το status quo σαν οριστικό και επέμενε στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Έτσι, η Ισραηλινή ηγεσία, που κατά τη διάρκεια του αντι-Βρετανικού της αγώνα το 1948, είχε βρει στο πρόσωπο του Στάλιν τον πιο ένθερμο υποστηριχτή της έρχονταν τώρα αντιμέτωπη με μια ευθεία σύγκρουση συμφερόντων με την ΕΣΣΔ σε σχέση με το Παλαιστινιακό ζήτημα. Από το 1955 και μετά η Ισραηλινή ηγεσία έχει συμφέρον την ελάττωση της Σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή. Η κλιμάκωση αυτής της πολιτικής ήταν ο πόλεμος του Σουέζ το 1956. Το Ισραήλ δεν παρασύρθηκε σ' αυτή τη συμπαιγνία από τη Γαλλία, και σίγουρα ούτε από τη Βρετανία. Έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι συνέβη μάλλον το ανάποδο. Διαπιστώνοντας ότι η Γαλλία, λόγω της εμπλοκής της στην Αλγερία, είχε συμφέρον την ήττα του αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος στην περιοχή, και ειδικά στην ανατροπή του Νάσερ, που ήταν το σύμβολο αυτού του κινήματος, οι Ισραηλινοί άρχισαν να προτρέπουν το Γαλλικό ιμπεριαλισμό σε συντονισμένη στρατιωτική επέμβαση στην Αίγυπτο. Όταν τελείωσε το παζάρεμα, μπήκε μέσα και η Βρετανία. Πρώτα οι αξιωματούχοι του Ισραηλινού και του Γαλλικού υπουργείου άμυνας παρουσίασαν στις κυβερνήσεις τους (και ειδικά στους υπουργούς εξωτερικών τους) την επίτευξη της μεταξύ τους στρατιωτικής συνεργασίας και μετά από κοινού οι δυο κυβερνήσεις παρουσίασαν το σχέδιό τους στη Βρετανική. Ήταν, ως συνήθως, τα "γεράκια" που πήραν την πρωτοβουλία, αλλά όταν παρουσίασαν την επίτευξη της συμφωνίας στα "περιστέρια", τα τελευταία δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό και, έστω διστακτικά, την επικύρωσαν. Ο πόλεμος του Σουέζ, για τον οποίο οι ΗΠΑ εξέφρασαν την αντίθεσή τους, φανέρωσε μια σημαντική πτυχή της φύσης των δεσμών ανάμεσα στο Ισραήλ και τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή ότι το Ισραήλ δεν είναι ο υπάκουος υπηρέτης ούτε του Αμερικανικού, ούτε του Αγγλικού (ούτε φυσικά του Γαλλικού) ιμπεριαλισμού. Αλλά μάλλον είναι έτοιμο να τους φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων που, σε περίπτωση επιτυχίας, μπορεί να κερδίσουν εκ των υστέρων τα εύσημα, όχι απαραίτητα όμως την εκ των προτέρων επιδοκιμασία. Με την αποτυχία του πολέμου του Σουέζ, παρά την Ισραηλινή στρατιωτική επικράτηση, στο να υποχρεώσει τα Αραβικά Κράτη να αποδεχθούν το status quo ολοκληρώθηκε η Σιωνιστική πολιτική των τεσσάρων σταδίων. Έγινε φανερό στην Ισραηλινή ηγεσία ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να κάνει τους Άραβες να αποδεχθούν την ύπαρξη ενός Σιωνιστικού Κράτους στην Παλαιστίνη. 

1957-1967: Το αδιέξοδο και η ανάδυση μιας ανεξάρτητης πολιτικής

Μετά το Σουέζ έγινε σαφές ότι η Ισραηλινή ηγεσία για μεγάλο διάστημα ματαιοπονούσε αφού οι Άραβες δεν ήταν διατεθειμένοι να γίνουν παθητικοί αποδέκτες των τετελεσμένων γεγονότων που ήθελε να επιβάλει ο Σιωνισμός. Η κατάσταση επιδεινώθηκαν από ξεκάθαρο σχίσμα που έλαβε χώρα στον Αραβικό κόσμο μεταξύ των αντιιμπεριαλιστικών και των φιλοϊμπεριαλιστικών καθεστώτων και που βάθυνε κατά τη διάρκεια του πολέμου του Σουέζ. Οι φιλοϊμπεριαλιστές, όπως, ας πούμε, ο Νουρί Σαΐντ ή ο Χουσεΐν, που, όπως και το Ισραήλ, ενδιαφέρονταν για την τήρηση της ιμπεριαλιστικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, βρέθηκαν κάτω από τη σταθερή πίεση των αντιιμπεριαλιστικών διαθέσεων των μαζών που υποστηρίζονταν από τις αντιιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Για να αντισταθμίσουν αυτή την πίεση οι φιλοϊμπεριαλιστές στράφηκαν στη ρατσιστική, αντιιουδαϊκή προπαγάνδα, κατηγορώντας τους αντιιμπεριαλιστές για το δισταγμό τους "να πετάξουν όλους τους Εβραίους στη θάλασσα". Το γεγονός ότι οι Αραβικές κυβερνήσεις δεν είχαν πια ενιαία στάση απέναντι στον ιμπεριαλισμό, και το ότι ήταν ακριβώς οι φιλοϊμπεριαλιστές που κατέφευγαν στη σφοδρότερη αντιισραηλινή προπαγάνδα, απογοήτευσε την Ισραηλινή ηγεσία. Το γεγονός, επίσης, ότι οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές συνέχιζαν να διατηρούν δεσμούς με το Νάσερ λόγω των οικονομικών τους συμφερόντων στην περιοχή, κρατώντας παράλληλα μια ψυχρή στάση απέναντι στο Ισραήλ για να μην προκαλέσουν την εχθρότητα των Αράβων (και επειδή γνώριζαν ότι δεν είχαν καμία πιθανότητα να στραφούν εναντίον τους) σταδιακή έφερε στο προσκήνιο την εφαρμογή μιας ανεξάρτητης πολιτικής. Αυτό σημαίνει απλά ότι το Ισραήλ δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας στο να εγγυηθούν την ασφάλεια και την ύπαρξή του και έπρεπε να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και στων Εβραίων που ζούσαν στο εξωτερικό. Άμεση συνέπεια αυτού ήταν η επιδίωξη ήταν η ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης αποτρεπτικής πυρηνικής δύναμης. Ο Μπεν Γκουριόν και οι μαθητές του, Ντάγιαν και Πέρες, επέμειναν σ' αυτή την πολιτική. Οι πιο μετριοπαθείς Σιωνιστές, όπως ο Εσκόλ και η Μέιρ αμφιταλαντεύονταν. Απεχθάνονταν την ιδέα μιας ρήξης οποιαδήποτε μορφής με τις ΗΠΑ που υποστήριζαν την πολιτική της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Ο Μπεν Γκουριόν έχτισε ένα μυστικό πυρηνικό αντιδραστήρα εν αγνοία των ΗΠΑ (που του είχαν δωρίσει άλλον ένα μικρότερο στον οποίο διατηρούσαν τον απόλυτο έλεγχο). Όταν η Ουάσινγκτον τελικά έμαθε γι' αυτόν εξοργίστηκε για τις τοπικές και παγκόσμιες εμπλοκές που ενείχε αυτή η κίνηση. Η Αμερικάνικη πίεση ήταν ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην απομάκρυνση του Μπεν Γκουριόν και την αντικατάστασή του με τον Εσκόλ.

Μια από τις πρώτες κινήσεις του Εσκόλ ήταν να καθυστερήσει την κατασκευή της ανεξάρτητης Ισραηλινής αποτρεπτικής πυρηνικής δύναμης. Σαν αντάλλαγμα έλαβε μια πολύ ξεκάθαρη δέσμευση από τον Αμερικανικό στρατό ότι θα περιφρουρήσει το status quo. Παρ' όλα αυτά, όταν ο Νάσερ επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στο νησί Τιράν τον Ιούνιο του 1967, ο Τζόνσον αρνήθηκε να επέμβει στρατιωτικά. Βρισκότανε ήδη σε πόλεμο με το Βιετνάμ και δεν ήθελε να προκαλέσει την έχθρα ολόκληρου του Αραβικού κόσμου, συντασσόμενος ανοιχτά με το Ισραήλ. Μόνο αφότου η CIA και το Ισραήλ τον διαβεβαίωσαν ότι "δεν θα χρειαζότανε να πεθάνουν Αμερικανοί στρατιώτες για το Ισραήλ" αποδέχθηκε τη δυνατότητα μιας στρατιωτικής σύρραξης. Για την ηγεσία του Ισραήλ όμως η άρνηση της Ουάσινγκτον να τηρήσει τη δέσμευσή της ήταν ένα σοκ. Η άποψη του Μπεν Γκουριόν ότι χρειαζόταν μια ανεξάρτητη πολιτική είχε μόλις επαληθευτεί.

Ένα Κράτος εποικιστών που είναι, ακριβώς εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο επιβλήθηκε, εγγενές στοιχείο της ιμπεριαλιστικής δομής εξουσίας, δεν μπορεί να στηρίζεται σε μόνιμη βάση στην ενεργή υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πρέπει να συνεκτιμά την πιθανότητα ότι, για χάρη των ιμπεριαλιστικών τους συμφερόντων, αυτές οι δυνάμεις είναι έτοιμες να το θυσιάσουν ή, τουλάχιστον, να κάνουν παραχωρήσεις από μέρους του για δικό τους όφελος. Το αν αυτή η πιθανότητα θα πάρει σάρκα και οστά είναι άλλο ζήτημα. Η ίδια η ύπαρξή τους αναγκάζει τις κυβερνήσεις των Κρατών της Νότιας Αφρικής, της Ροδεσίας (Ζιμπάμπουε) και του Ισραήλ να είναι προετοιμασμένες για τα χειρότερα. Δεν μπορούν να εμπιστεύονται την ύπαρξή τους στην καλή θέληση και τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών. Γιατί η ίδια τους η ύπαρξη απειλείται από τη νίκη του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος απέναντι στο οποίο είναι πολύ πιο ευάλωτες απ' ότι οι ίδιες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Λόγω του μικρού μεγέθους τους δεν αισθάνονται το βάρος της ευθύνης απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Όταν απειλείται η ύπαρξή τους (όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην περίπτωση του Ισραήλ) δεν θα διστάσουν να την υπερασπιστούν με τους δικούς τους ανεξάρτητους πυρηνικούς εξοπλισμούς. Ακόμα και απειλές και εκβιασμοί σε βάρος μεγάλων παγκοσμίων δυνάμεων δεν μπορούν να αποκλειστούν. Υπάρχουν πολλοί Ισραηλινοί πολιτικοί που δεν θα δίσταζαν, σε περίπτωση στρατιωτικής ήττας του Ισραήλ, να τραβήξουν ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρωπότητας μαζί τους στον γκρεμό. Είναι πιθανό, μάλιστα, να έχουν και τα μέσα για να το κάνουν μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια.

Έτσι το κίνημα της "Εβραϊκής Δύναμης", που στόχευε στην ανάκτηση της Εβραϊκής ανεξαρτησίας μέσω του εποικισμού της Παλαιστίνης, αναγκάστηκε -από τις ίδιες του τις επιδιώξεις και τα μέσα που χρησιμοποίησε- να συνεργαστεί με τη Βρετανική αποικιοκρατία με βάση τα κοινά τους συμφέροντα στην Παλαιστίνη. Από τη στιγμή που αυτά τα συμφέροντα σήμαιναν την καταστολή της αντίστασης στην αντιαποικιοκρατικό (αντιβρετανικό) αγώνα των Παλαιστινίων, οι Σιωνιστές αναγκάστηκαν να επεκτείνουν αυτή την καταστολή σε όλη τη Μέση Ανατολή και, σταδιακά, να υποστηρίξουν το ιμπεριαλισμό στην Αλγερία, την Υεμένη, και αλλού. 50 χρόνια πριν, οι αντίπαλοι των Σιωνιστών ήταν οι Παλαιστίνιοι Άραβες και το ζήτημα ήταν: ποιανού Κράτος θα είναι η Παλαιστίνη; Σήμερα, εχθροί της Ισραηλινής ηγεσίας δεν είναι μόνο δεν είναι μόνο ολόκληρος ο πληθυσμός του Αραβικού κόσμου, αλλά και ολόκληρο το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων και ηγετών όπως ο Κάστρο ή ο Χο Τσι Μινχ. Σήμερα, δεν είναι η γεωγραφική θέση που μετράει περισσότερο, αλλά η πολιτική. Από τη στιγμή που η πολιτική του Ισραήλ κινείται παράλληλα με αυτή του ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να υπάρξει καμία ειρήνη με το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.

Θα είχε ενδιαφέρον εδώ να κάνουμε μια σύντομη αντιπαραβολή του Κράτους του Ισραήλ με τη Νότια Αφρική, τη Ροδεσία, ή με το καθεστώς των Γάλλων αποικιοκρατών στην Αλγερία (ήταν ο ίδιος ο Μπεν Γκουριόν που είχε επισημάνει στον ντε Γκωλ, το 1958, την ομοιότητα του Ισραηλινού και του Αλγερινού προβλήματος). Ο κοινός παράγοντας σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι η ύπαρξη μιας αποικιοκρατικής κοινωνίας, που επιδιώκει την ανεξαρτησία και για να την πετύχει, γίνεται εχθρός των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων και ιδιαίτερα εκείνων που βρίσκονται στη γειτονιά της. Σε όλες τις περιπτώσεις οι αποικιοκράτες παίρνουν μέτρα φυλετικών διακρίσεων σε βάρος των γηγενών πληθυσμών. Οι τελευταίοι αγωνίζονται όχι μόνο ενάντια στις διακρίσεις, αλλά και όλο το θεσμοθετημένο καθεστωτικό ρατσισμό. Αυτός ο αγώνας γίνεται ένα με τον αγώνα ενάντια στο Βρετανικό, το Γαλλικό και τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Υπάρχουν, όμως, σημαντικές διαφοροποιήσεις στην περίπτωση του Ισραήλ σε σχέση πχ με τη Νότια Αφρική. Με πρώτη το γεγονός ότι οι Σιωνιστές δεν ήρθαν για να εκμεταλλευτούνε τον πλούτο της Παλαιστίνης, όπως οι Μπόερς στην Αφρική, αλλά για να κερδίσουν την ανεξαρτησία. Με οικονομικούς όρους, η επιχείρηση των Σιωνιστών δεν ήταν ποτέ κερδοφόρα, ούτε για τους Σιωνιστές, ούτε και για τους Εβραίους στον υπόλοιπο κόσμο. Αντίθετα, η διατήρηση της ανεξαρτησίας είναι μια πολυτέλεια που στοιχίζει 150 εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο (από το 1949 και μετά). Αυτός ο παράγοντας αυξάνει ακόμα περισσότερο την εξάρτηση του Ισραήλ από τη Δύση. 

Όσο για την πολιτική των φυλετικών διακρίσεων -στο Ισραήλ βασίζονται στην εθνικότητα, όχι στη φυλή, και δεν συμπίπτει με τις ταξικές διακρίσεις όπως συμβαίνει στη Νότια Αφρική. Η Σιωνιστική ιδεολογία δεν θεωρεί τους Άραβες κατώτερους. Προσπαθεί μάλλον να τους αγνοήσει, και ιδιαίτερα τους Παλαιστίνιους ως πολιτική οντότητα. Επιπλέον, οι περισσότεροι Εβραίοι της Ανατολής (που σήμερα αποτελούν πάνω από το 50% του Ισραηλινού πληθυσμού) έχουν περισσότερα κοινά με τους Άραβες (στη γλώσσα, στον πολιτισμό, στις παραδόσεις) απ' ότι με τους Εβραίους της Ευρώπης. Τίποτα δεν ενοποιεί περισσότερο αυτό τον ετερογενή πληθυσμό απ' ότι η εξωτερική απειλή στην πολιτική (και τη φυσική) του υπόσταση. Παρότι ο Ισραηλινός πληθυσμός έχει κουραστεί από τη συνεχή κατάσταση πολεμικής εμπλοκής και ένοπλων εχθροπραξιών με τους Άραβες, και η ηγεσία σίγουρα επιδιώκει την αναγνώριση από τους Άραβες και την αποδοχή των τετελεσμένων γεγονότων προ των οποίων τους έβαλε, αυτό που την ανησυχεί είναι η πιθανότητα η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων με τον Αραβικό κόσμο να καταστρέψει την "Εβραϊκή ενότητα" του Ισραηλινού πληθυσμού. Η επιμονή στη Σιωνιστική πολιτική (των διακρίσεων, του αντιαραβισμού) κάνει απαραίτητη την εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό (για οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βοήθεια). Από τη στιγμή που ο Σιωνισμός βασίζεται στο συναίσθημα, και όχι στα κέρδη, είναι πολύ πιο δύσκολο να διατηρηθεί, ειδικά από τη στιγμή που προξενεί διαρκώς δυσκολίες στον Ισραηλινό πληθυσμό. Υπάρχουν διάφορες αντισιωνιστικές οργανώσεις στο εσωτερικό του Ισραήλ και τα μέλη τους (μέχρι τον πόλεμο του 1967) αυξάνονταν. Αυτός ο πόλεμος πισωγύρισε αυτές τις δυνάμεις, αλλά υπάρχουν σημάδια ότι η αυξητική τάση θα έχει συνέχεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες αυτές οι τόσο διαφορετικές αντισιωνιστικές οργανώσεις (εθνικιστικιστές και διεθνιστικές, δεξιές ή αριστερές) είναι υπέρ μιας αντιιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής, που να υποστηρίζει ενεργά τον αγώνα των Αραβικών μαζών σε όλη τη Μέση Ανατολή για οικονομική, κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση. Αυτό δείχνει τη δυνατότητα που υπάρχει αν το Ισραήλ αποβάλει το Σιωνισμό του μπορεί να σπάσει και τη συμμαχία του με τον ιμπεριαλισμό. Το αν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο είναι άλλο ζήτημα. Ένα είναι βέβαιο, ότι όσο οι υπολογισμοί των Σιωνιστών παραμένουν το μόνο κίνητρο της Ισραηλινής πολιτικής, η συμμαχία, και η εξάρτηση, του Ισραήλ από τον ιμπεριαλισμό δεν πρόκειται να σπάσει ποτέ.


International Socialism, Spring 1968, Νο.32, N. Israeli: Israel and Imperialism

Σχόλια