Μετά το Χίτλερ η σειρά μας

ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ Η ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΝΤΑΝΚΑΝ ΧΑΛΑΣ
Εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία
"Φήμες, φήμες, φήμες" (1932), αφίσα του Σλοβάκου Ντανταϊστή Αλεξάντερ Ζιτομίρσκι

Ο κύριος Μπρύνινγκ το εξέφρασε πολύ καθαρά. Μόλις αυτοί (οι Ναζί) βρεθούν στην εξουσία, το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου θα εμφανιστεί και θα σαρώσει τα πάντα... Δεν φοβόμαστε τους φασίστες. Θα φαλιρίσουν γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση.

Χέρμανν Ρέμμελε, ηγέτης του Γερμανικού ΚΚ σε ομιλία του στη Βουλή τον Οκτώβρη του 1931


Στις Γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του Μάη του 1928, το SPD κέρδισε το 29%, πάνω από 9 εκατομμύρια ψήφους, δηλαδή είχε μια αύξηση πάνω από 1,3 εκατομμύρια σε σχέση με τις εκλογές του Δεκέμβρη του 1924. Το Κομμουνιστικό κόμμα πήρε 10,6%, 3,2 εκατομμύρια ψήφους, με αύξηση πάνω από μισό εκατομμύριο. Οι Ναζί πήραν μόνο 810.000 ψήφους, 2,6% του συνόλου. Το αποτέλεσμα ήταν ένας "μεγάλος συνασπισμός", δηλαδή μια κυβέρνηση του SPD, του κόμματος του Καθολικού Κέντρου, των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και του δεξιού Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος, με πρωθυπουργό τον ηγέτη του SPD, το Χέρμαν Μύλερ.

Η νέα κυβέρνηση σύντομα απέδειξε το συντηρητικό της χαρακτήρα. Έβαλε μπρος την κατασκευή του θωρηκτού τσέπης "Deutschland", αν και το SPD είχε έντονα αντιταχθεί σ' αυτό στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Υποστήριξε του βιομήχανους του χάλυβα στο λοκ-άουτ που έκαναν το φθινόπωρο του 1928. Και ακολούθησε μια σκληρή πολιτική "νόμου και τάξης" με πιο διαβόητο παράδειγμα την Πρωτομαγιά του 1929.

Ο Τσοργκίεμπελ, μέλος του SPD και διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, απαγόρευσε τις διαδηλώσεις την Πρωτομαγιά. Το ΚΚ κάλεσε σε διαδήλωση η οποία ήταν μεγάλη, με τη συμμετοχή πολλών μελών του SPD.

Το KPD, λοιπόν, είχε θαυμάσιες ευκαιρίες να αυξήσει την επιρροή του και να κερδίσει εργάτες του SPD. Όμως, φρόντισε να πετάξει αυτές τις ευκαιρίες, με υστερικές φωνασκίες περί "σοσιαλφασισμού", με το να αποκαλεί τα μέλη του SPD "μικρούς Τσοργκίεμπελ" και με την πλήρη άρνησή του να προσεγγίσει την αριστερή αντιπολίτευση μέσα στο SPD, που την αποκαλούσαν "αριστερούς σοσιαλφασίστες". Μετά ήρθε η οικονομική κρίση. "Από το 1929 και μετά, η ανεργία αυξανόταν σταθερά μέχρι να φτάσει και να ξεπεράσει τα 6 εκατομμύρια ανέργους το Γενάρη του 1933. Αυτός ήταν ο επίσημος αριθμός των καταγεγραμμένων ανέργων. Στην πραγματικότητα, οι άνεργοι έφταναν τα 8 εκατομμύρια. Ταυτόχρονα, οι μισθοί και τα μεροκάματα μειώθηκαν, το επίδομα ανεργίας κόπηκε και, λόγω της ραγδαίας μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργατών, εκατομμύρια μικρομαγαζάτορες, έμποροι, μάστοροι και αγρότες καταστράφηκαν... Όλοι ζητούσαν μια ριζική λύση, αδιάφορο τι είδους. Αρκεί να ήταν αρκετά ριζική και αποτελεσματική, αυτό ακριβώς έψαχναν όλο και περισσότεροι Γερμανοί εκείνα τα χρόνια, έως ότου η φράση "so kann es nicht weitergehen" (τα πράματα δεν μπορούν να συνεχίσουν έτσι) ήταν τόσο συχνή όσο και το "guten tag" (καλημέρα).

Σ' αυτή την κατάσταση, το Γερμανικό ΚΚ χρειαζόταν συγκεκριμένα συνθήματα και αποτελεσματικά αιτήματα με τα οποία να επηρεάσει όλο και περισσότερους εργάτες πέραν των γραμμών του. Αντί γι' αυτό, το Γερμανικό ΚΚ έτρεφε τους υποστηριχτές του με πολυλογία για τους "εντεινόμενους επαναστατικούς αγώνες", για την οξυμένη κρίση, που όλοι ούτως ή άλλως έβλεπαν, τις ένδοξες νίκες του Πεντάχρονου Πλάνου και την απειλή του σοσιαλφασισμού. Ήταν πολιτικά παθητικό, παρά τις έντονες προπαγανδιστικές του καμπάνιες.

Ο "μεγάλος συνασπισμός" κατέρρευσε στα τέλη του 1930 και το SPD παρά τη θέλησή του πέρασε στην αντιπολίτευση επειδή, ακόμα και η δεξιά του πτέρυγα, δεν μπορούσε να δεχθεί τις περαιτέρω περικοπές στους μισθούς και στην κοινωνική πρόνοια που απαιτούσαν οι μεγαλοβιομήχανοι.

Αυτή ήταν η ιδεώδης στιγμή για το Γερμανικό ΚΚ να εξαπολύσει μια σταθερή ενιαιομετωπική καμπάνια, να βάλει δηλαδή το ενιαίο μέτωπο στο κέντρο του πολιτικού του προσανατολισμού. Ενάντια στις ανοησίες της θεωρίας του "σοσιαλφασισμού" ο Τρότσκι υπομονετικά εξηγούσε: "Η σοσιαλδημοκρατία, που είναι σήμερα ο κύριος εκπρόσωπος του αστικού-κοινοβουλευτικού καθεστώτος, υπάρχει επειδή την υποστηρίζουν οι εργάτες. Ο φασισμός στηρίζεται από τους μικροαστούς. Η σοσιαλδημοκρατία χωρίς τις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης δεν μπορεί να έχει επιρροή. Ο φασισμός δεν μπορεί να εδραιωθεί στην εξουσία χωρίς το τσάκισμα των οργανώσεων των εργατών... 

Για τη μονοπωλιακή αστική τάξη, το κοινοβουλευτικό και φασιστικό καθεστώς αντιπροσωπεύουν μόνο διαφορετικά εργαλεία κυριαρχίας... Αλλά, και για τη Σοσιαλδημοκρατία και για το φασισμό, η επιλογή του ενός ή του άλλου εργαλείου... είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου...

Όταν ένα κράτος γίνεται φασιστικό, αυτό δε σημαίνει μόνο ότι οι μορφές και μέθοδοι διακυβέρνησης αλλάζουν σύμφωνα με τα πρότυπα που έθεσε ο Μουσολίνι... αλλά πρώτα και κύρια ότι οι οργανώσεις των εργατών συντρίβονται, ότι η εργατική τάξη υποβιβάζεται σε μια άμορφη μάζα και ότι δημιουργείται ένα σύστημα διοίκησης που διεισδύει βαθιά μέσα στις μάζες και που λειτουργεί για να εμποδίσει την ανεξάρτητη αποκρυστάλλωση του προλεταριάτου. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία του φασισμού".

Άρα υπήρχε αντικειμενική βάση για ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στο φασισμό, ένα πραγματικό κοινό συμφέρον στη διατήρηση ανεξάρτητων εργατικών οργανώσεων. Όχι ότι ο Τρότσκι είχε οποιεσδήποτε ψευδαισθήσεις ότι οι ηγέτες του SPD και της ADGB, αν αφήνονταν μόνοι τους, θα αναγνώριζαν αυτό το κοινό συμφέρον. Το αντίθετο μάλλον. Αλλά μια σημαντική και αυξανόμενη μερίδα των υποστηριχτών τους θα προσχωρούσε στο ενιαίο μέτωπο αν το Γερμανικό ΚΚ το έκανε κέντρο στην πολιτική του. Για να κερδίσει τους εργάτες που επηρεαζόταν από το SPD ήταν αναγκαίο όχι μόνο να τους απευθυνθεί ευθέως, αλλά επίσης να απευθύνει και στους ηγέτες τους, κατ' επανάληψη και με συγκεκριμένες προτάσεις σε κάθε νέα στροφή του αγώνα, αγνοώντας τις απορρίψεις, ακριβώς για να επηρεάσει τη βάση και να σπρώξει τουλάχιστον κομμάτια του μηχανισμού του SPD/ADGB σ' ένα ενιαίο μέτωπο. Αλλά το σταλινικό KDP ακολούθησε ακριβώς την αντίθετη πολιτική.

Μετά την κατάρρευση του "μεγάλου συνασπισμού", ο Μπρύνινγκ, ο ηγέτης του κόμματος του κέντρου, ανέλαβε την πρωθυπουργία, κυβερνώντας με διατάγματα όπως επέτρεπε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, γιατί δεν είχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το Σεπτέμβρη του 1930 έγιναν εκλογές. Επί δύο χρόνια, ακολουθώντας τη θεωρία του "σοσιαλφασισμού", το Γερμανικό ΚΚ είχε συγκεντρώσει τα πυρά του SPD. Τώρα είχε εκλογική άνοδο σε βάρος του SPD. To KPD πήρε 4,5 εκατομμύρια ψήφους ή το 13,1% του συνόλου. Οι ψήφοι του SPD έπεσαν στα 8,5 εκατομμύρια από τα 9,1 εκατομμύρια του 1928, δηλαδή είχε μια πτώση πάνω από 5%. Αλλά ταυτόχρονα οι Ναζί είχαν μια εντυπωσιακή άνοδο: πήραν σχεδόν 6,5 εκατομμύρια ψήφους ή 18,3% και οχταπλασίασαν την εκλογική τους δύναμη. Ακόμα χειρότερα, το συνολικό ποσοστό των εργατικών κομμάτων έπεσε από το 40,4% στο 37,6%. Ο Μπρύνινγκ εξακολουθούσε να μην έχει πλειοψηφία, αλλά παρέμεινε πρωθυπουργός χάρη στην ανοχή του SPD που ποτέ δεν καταψήφισε την κυβέρνηση όταν έμπαινε θέμα ψήφου εμπιστοσύνης. 

Οι ηγέτες του KPD πανηγύριζαν. Είχαν 77 αντιπροσώπους στη Βουλή αντί για 54. Έδειχναν αδιαφορία για την άνοδο των Ναζί. "Η 14 Σεπτέμβρη ήταν το απόγειο του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος στη Γερμανία... Αυτό που θα επακολουθήσει δεν μπορεί παρά να είναι η παρακμή και η πτώση" διεκήρυσσε η ημερήσια εφημερίδα του KPD στο Βερολίνο. Όσο δε για τον κίνδυνο της ανόδου του φασισμού στην εξουσία έλεγε ότι "η φασιστική δικτατορία δεν είναι απλώς μια απειλή, είναι ήδη εδώ", εννοώντας ότι η κυβέρνηση Μπρύνινγκ ήταν ήδη φασιστική, όπως και η προκάτοχός της κάτω από την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών. 

Επρόκειτο για ένα συνδυασμό τύφλωσης, αριστερίστικων κομπασμών και κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Η σοβαρή και αιχμηρή κριτική του Τρότσκι γράφτηκε τον ίδιο αυτό Σεπτέμβρη του 1930: "Από την οπτική γωνία των "κανονικών" κοινοβουλευτικών μηχανισμών, η αύξηση του 1.300.000 ψήφων είναι σημαντική, ακόμα κι αν πάρουμε υπόψη την αύξηση του αριθμού των ψηφοφόρων. Αλλά η άνοδος του κόμματος φαίνεται ασήμαντη μπροστά στην άνοδο του φασισμού από 800.000 ψήφους σε 6.400.000. Εξίσου μεγάλης σημασίας για την εκτίμηση των εκλογών είναι το γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία, παρά τις σοβαρές της απώλειες, διατήρησε τα βασικά στελέχη της και πήρε παρ' όλα αυτά ένα σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό ψήφων από το Γερμανικό ΚΚ.

"Βέβαια, αν αναρωτηθούμε ποιος συνδυασμός διεθνών και τοπικών συνθηκών μπορεί να στρέψει την εργατική τάξη προς τον κομμουνισμό με μεγαλύτερη ταχύτητα, δεν μπορούμε να βρούμε παράδειγμα πιο ευνοϊκών συνθηκών για μια τέτοια στροφή από την κατάσταση στη σημερινή Γερμανία... Αφού το Γερμανικό ΚΚ παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες, έχει αποδειχθεί ανίκανο να τραντάξει σοβαρά τη δομή της σοσιαλδημοκρατίας με τη βοήθεια της θεωρίας του "σοσιαλφασισμού", τώρα ο πραγματικός φασισμός αποτελεί αυτή τη δομή.

Είναι αλήθεια ότι η σοσιαλδημοκρατία προετοίμασε αυτή την άνθηση του φασισμού με την όλη πολιτική της, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι ο φασισμός εμφανίζεται σαν μια θανάσιμη απειλή απέναντι σ' αυτή την ίδια τη σοσιαλδημοκρατία... Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την κρίσιμη στιγμή, οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας θα προτιμήσουν το θρίαμβο του φασισμού από την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. Αλλά ακριβώς η ανάγκη να απαντήσουν σ' αυτό το δίλημμα δημιουργεί τρομερές δυσκολίες για τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες απέναντι στους δικούς τους εργάτες. Η πολιτική του ενιαίου μετώπου των εργατών ενάντια στο φασισμό απορρέει από όλη αυτή την κατάσταση. Ανοίγονται τρομερές δυνατότητες για το KPD. Μια προϋπόθεση για την επιτυχία όμως είναι η απόρριψη της θεωρίας και πρακτικής του "σοσιαλφασισμού", η βλαβερότητα της οποίας γίνεται εξαιρετικά απειλητική στις παρούσες συνθήκες".

Όμως οι ηγέτες του Γερμανικού ΚΚ δεν μπορούσαν να αλλάξουν πολιτική. Ο Στάλιν είχε διακηρύξει τη θεωρία του "σοσιαλφασισμού" και μόνο αυτός μπορούσε να την απορρίψει. Υπήρξαν βέβαια κάποιες μικροαλλαγές στην τακτική του KPD, αλλά η βασική αιχμή της γραμμής διατηρήθηκε, ότι δηλαδή το SPD ήταν ο κύριος εχθρός.

Έτσι, όταν οι Ναζί πρότειναν να γίνει δημοψήφισμα για να διωχθεί η σοσιαλδημοκρατική τοπική κυβέρνηση της Πρωσίας το καλοκαίρι του 1931, το KPD υποστήριξε αυτή την κίνηση, αποκαλώντας την "κόκκινο" δημοψήφισμα κι έκανε ό,τι μπορούσε (ανεπιτυχώς) για να ανατρέψει την κυβέρνηση σε συνθήκες που η μόνη εναλλακτική κυβέρνηση ήταν ένας συνασπισμός Ναζί-συντηρητικών.

Το 1932 το KPD βρέθηκε σε συμμαχία με τους Ναζί στην υποστήριξη  μιας απεργίας των εργατών στις συγκοινωνίες στο Βερολίνο. «Οργανώθηκε έρανος στους δρόμους για το απεργιακό ταμείο και σε κάποιες συνοικίες του Βερολίνου μπορούσε να δει κανείς το μοναδικό θέαμα ενός Κομμουνιστή και ενός Ναζί να στέκονται χέρι-χέρι και να φωνάζουν ρυθμικά, ενώ κουνούσαν τα κουτιά ενίσχυσης: "Για το απεργιακό ταμείο του NSBO (Ναζιστική Συνδικαλιστική Παράταξη), για το απεργιακό ταμείο του RGO (Κόκκινη Συνδικαλιστική Αντιπολίτευση)". Το θέαμα αυτού του διαστρεβλωμένου ενιαίου μετώπου ήταν τόσο απωθητικό στους περισσότερους συνδικαλισμένους εργάτες που η αρχική συμπάθεια για τυς απεργούς μετατράπηκε σε αηδία και εχθρότητα».

Ο Τέλμαν, ακόμα και το Σεπτέμβρη του 1932, τέσσερις μήνες πριν ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος της Γερμανίας, επαναλάμβανε μηχανικά: «Οι Τροτσκιστές προτείνουν προτείνουν το σύνθημα της ενότητας του SPD με το KPD για να στρέψουν την επιθυμία για ενότητα των μαζών σε ψεύτικες πολιτικές διεξόδους: ...Ακριβώς στην παρούσα φάση στη Γερμανία οι δύο (SPD και Ναζί) εμφανίζονται με την πραγματική τους αμφίεση, ως "δίδυμοι αδερφοί", όπως ο σύντροφος Στάλιν πολύ σωστά τόνισε... Το κόμμα μας τελευταία πολεμάει με μεγάλη επιτυχία όλες τις τάσεις αποδυνάμωσης του αγώνα κύρια ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία και έχει παλέψει σκληρά ενάντια σε όλες τις θεωρίες ότι ο κύριος αγώνας μέσα στην εργατική τάξη δεν θα έπρεπε να στρέφεται κατά της σοσιαλδημοκρατίας".

Στην πραγματικότητα η πολιτική του KPD ενίσχυσε τη θέση της ηγεσίας του SPD απέναντι στους εργάτες της βάσης του. Το ποσοστό του KPD στις εκλογές συνέχιζε να μεγαλώνει. Στις τελευταίες ελεύθερες εκλογές (το Νοέμβρη του 1932) πήρε 5.980.000 ψήφους (16,9%), το SPD 7.248.000 ψήφους (20,4%) και οι Ναζί 11.737.000 ψήφους (33,1%).

Αλλά οι ψήφοι δεν καθόριζαν τίποτα. Η παθητικότητα του KPD στην πράξη, τα σκουπίδια της θεωρίας του "σοσιαλφασιμού", η τύφλωση απέναντι στην πραγματικότητα, αυτά είναι που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Το 1930, 1931, ακόμα και το 1932, μια μαχητική πολιτική ενιαίου μετώπου θα μπορούσε να είχε νικήσει το Χίτλερ. Όμως, η Κομιντέρν του Στάλιν εξασφάλισε ότι μια τέτοια πολιτική δεν θα ακολουθούνταν.

Γιατί; Σίγουρα δεν ήταν προς το συμφέρον της σταλινικής γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ να ανέβουν οι Ναζί στην εξουσία, να τσακίσουν το KPD, το SPD και τα συνδικάτα, να εξαπολύσουν ένα τεράστιο πρόγραμμα επανεξοπλισμού και μετά να ξεκινήσουν, συνειδητά και με σχέδιο, για να τσακίσουν τη δύναμη της Βρετανίας και της Γαλλίας στην Ευρώπη και να κυριαρχήσουν σε όλη την ήπειρο. Αυτό θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα και επίθεση ενάντια στην ίδια την ΕΣΣΔ, όπως συνέβη το 1941. Ακόμα χειρότερα, αυτό το πρόγραμμα δηλωνόταν ανοιχτά στο βιβλίο του Χίτλερ (Mein Kampf", που είχε γραφτεί από το 1923. Μπορούσε ο Στάλιν να είναι τόσο τυφλωμένος;

Υπάρχουν δυο λόγοι. Ο πρώτος είναι η απλή άγνοια. Ο Στάλιν, αν και εξαιρετικά πονηρός και σκληρός στη γραφειοκρατική πολιτική, δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα για την πραγματικότητα της ταξικής πάλης έξω από τη Ρωσία. Ο διαβόητος ορισμός του για το φασισμό το 1924, που ήδη έχουμε αναφέρει δυο φορές, αξίζει να παρατεθεί πλήρως εδώ: «Ο φασισμός είναι η μαχητική οργάνωση της αστικής τάξης που βασίζεται στην ενεργό υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία είναι στην πράξη η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού». Έτσι, «δεν βρίσκονται στους αντίποδες, αλλά είναι δίδυμοι».

Βεβαίως και υπήρχαν στελέχη, ακόμα και στο κέντρο του μηχανισμού της Κομιντέρν, που καταλάβαιναν την ανοησία αυτού του ορισμού. Έτσι, ο Τολιάτι, ένας μαθητής του Γκράμσι, που αργότερα έγινε ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην περίοδο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε δώσει μια θαυμάσια ανάλυση της σχέσης και της ριζικής σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού ακόμα και στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1928, όπου η αριστερίστικη γραμμή είχε σχεδόν πλήρως επικρατήσει.

Ο Τολιάτι ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί μια πολιτική ανεξάρτητη από τη Ρώσικη ηγεσία. Κατά συνέπεια, όπως περιγράφει ο Τρότσκι, «έσπευσε να αποδείξει ότι όσο πολύτιμη και να του ήτανε η αλήθεια, ο Μολότοφ ήταν πιο πολύτιμος και... έγραψε μια εισήγηση υπεράσπισης της θεωρίας του σοσιαλφασιμού. "Η Ιταλική Σοσιαλδημοκρατία", ανακοίνωνε το Φλεβάρη του 1930, "φασιστικοποιείται με μεγαλύτερη ευκολία". Δυστυχώς, οι υπάλληλοι του επίσημου κομμουνισμού γίνονται λακέδες ακόμα πιο εύκολα».

Ο δεύτερος και πιο σημαντικός λόγος ήταν η τρομερή ανησυχία όλων των κομματιών της γραφειοκρατίας (συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που δεν ήταν ευχαριστημένα με την κυριαρχία του Στάλιν) σχετικά με την απομόνωσή τους από οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της ρώσικης κοινωνίας. Αναγνώριζαν ότι καταρχήν, η πλειοψηφία του πληθυσμού, εργάτες κι αγρότες, ήταν εξαιρετικά εχθρικοί στις τρομερές στερήσεις που τους επέβαλε το Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο. Η ξένη επέμβαση μπορεί τώρα να αποδεικνύονταν μοιραία, γιατί θα πάταγε πάνω σ' αυτή την ως τώρα παθητική εχθρότητα. Η ρώσικη γραφειοκρατία ακόμα έβλεπε τη Βρετανία και τη Γαλλία, τις χώρες που είχαν στείλει στρατεύματα στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μετά την επανάσταση, ως κύριους εχθρούς.

Έτσι η Πράβδα πανηγύριζε μετά τις εκλογές του 1930 στη Γερμανία ότι οι επιτυχίες των Ναζί δημιούργησαν "αρκετές δυσκολίες για το Γαλλικό ιμπεριαλισμό". Η ύστατη ελπίδα ότι μια ακροδεξιά κυβέρνηση στη Γερμανία θα κρατούσε μια έντονα αντιγαλλική πολιτική κυριαρχούσε στη σκέψη τους.

Κι έτσι επιβλήθηκε η παθητικότητα στο KPD. Η Κομιντέρν εμπόδισε το 1928 την πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος να αμφισβητήσει τον Τέλμαν. Αργότερα, το 1931-32 ο Νόυμαν και ο Ρέμμελε, που η Μόσχα τους είχε ανεβάσει στην κεντρική ηγεσία του KPD, εξοντώθηκαν με τη σειρά τους. Είχαν παλέψει, εκτός των ορίων της "νέας γραμμής" για μια υπερβολικά ενεργή πολιτική από μέρους του KPD. Και μια ενεργητική πολιτική οποιουδήποτε είδους ήταν ανάθεμα για τη Μόσχα. Ο Τέλμαν, το όργανο του Στάλιν, κράτησε τη θέση του.

Έτσι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία χωρίς αντίσταση το Γενάρη του 1933. Βέβαια, το πρώτο του υπουργικό συμβούλιο περιείχε μόνο μια μειοψηφία Ναζί, καθώς το κόμμα του είχε πάρει μόνο το ένα τρίτο των ψήφων στις εκλογές του Νοέμβρη του 1932. Αλλά όλ' αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Αφού βρέθηκε στην ηγεσία και σιγουρεύτηκε ότι οι εργάτες, βαθιά διαιρεμένοι από τις ηγεσίες του SPD και του KPD, δεν θα ενωνόταν ενεργά εναντίον του, κήρυξε παράνομο πρώτα το KPD, μετά το SPD και μετά τα συνδικάτα. Δεν υπήρξε αποτελεσματική αντίσταση στο καθεστώς τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν τα Ναζιστικά τάγματα εφόδου. Μετά την εξόντωση των εργατικών κομμάτων, τα απομεινάρια της Βουλής τον εξέλεξαν δικτάτορα. 

Το εργατικό κίνημα συντρίφτηκε και η τάξη εξατομικοποιήθηκε. Ο Τρότσκι περιέγραψε όλη αυτή την εμπειρία λίγες μέρες αφού ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος.

«Η ιστορία της γερμανικής εργατικής τάξης είναι η πιο τραγική σελίδα της σύγχρονης ιστορίας. Τι τρομακτικές προδοσίες από το ιστορικό της κόμμα, τη σοσιαλδημοκρατία! Τι ανικανότητα και αδυναμία από μέρους της επαναστατικής πτέρυγας! Αλλά δε χρειάζεται να πάει κανείς τόσο πίσω. Για τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια της φασιστικής ανόδου, η πολιτική της σταλινικής γραφειοκρατίας δεν ήταν τίποτε άλλο από μια αλυσίδα εγκλημάτων που κυριολεκτικά έσωσαν το ρεφορμισμό και κατά συνέπεια προετοίμασαν τις μετέπειτα επιτυχίες του φασισμού».  


Σχόλια