Νεοφιλελευθερισμός και φυλετική ασφάλεια στις ΗΠΑ

Arun Kundnani and Deepa Kumar, International Socialist Review


Η εξάπλωση του κράτους επιτήρησης στον εικοστό αιώνα υπήρξε μόνο μια πτυχή της ευρύτερης διείσδυσης του κράτους στις ζωές των Αμερικανών. Οι αγώνες της εργατικής τάξης παραδόξως άνοιξαν το δρόμο γι' αυτή την εξάπλωση. Το κράτος ανταποκρίθηκε παίζοντας ένα ρόλο μεσάζοντα μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, προσφέροντας σ' ένα βαθμό προστασία από τα ρημάδια που άφηνε πίσω της η οικονομία της αγοράς μέσα από Κεϋνσιανές πολιτικές και με τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας μετά το New Deal -παρότι υποτυπώδους σε σχέση με αυτό της Κεντρικής Ευρώπης. Οι διαχειριστές του κράτους έψαχναν τρόπο να σταθεροποιήσουν τον καπιταλισμό, μέσα από τον "εξορθολογισμό" σ' ένα βαθμό του συστήματος, βάζοντας κάποιους κανονισμούς στην οικονομία και παρέχοντας κοινωνικές υπηρεσίες, οι περισσότερες των οποίων απαιτούσαν μεγαλύτερη διείσδυση του κράτους στην κοινωνική ζωή. Στη νέα εποχή του νεοφιλελευθερισμού που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 οι άρχουσες τάξεις γύρευαν να σπάσουν αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο, που παρέμενε στη βάση ότι, αν οι εργατική τάξη "έπαιζε σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού", θα μπορούσε  να έχει αυξήσεις στους μισθούς και καλύτερους όρους ζωής. Από τα 1970 και μετά, αυτός ο διακανονισμός έσπασε. Παράλληλα, άρχισε η περιστολή των κοινωνικών δαπανών για παροχές πρόνοιας, για δημόσια κτήρια, εκπαίδευση και υπηρεσίες υγείας.

Το κράτος ανταποκρίθηκε στη μόνιμη ανεργία, στην γκετοποίηση και το στιγματισμό που έσπερνε ο νεοφιλελευθερισμός στις φτωχογειτονιές στρεφόμενο σε πολιτικές μαζικής εγκληματοποίησης και μαζικών φυλακίσεων. Έτσι, η νεοφιλελεύθερη επέλαση πήγε χέρι-χέρι με την κατασκευή της ασφάλειας. Όπως γράφει ο Λόιντ Ουακάντ από την εποχή των πολιτικών δικαιωμάτων (1954-68)
Η Αμερική μπήκε σ' ένα κοινωνικό και πολιτικό πείραμα χωρίς προηγούμενο και χωρίς ισοδύναμο στις μεταπολεμικές Δυτικές κοινωνίες. Η σταδιακή αντικατάσταση του κράτους (ημι-)πρόνοιας από ένα αστυνομικό και ποινικό κράτος για το οποίο η εγκληματοποίηση του περιθωρίου και η ποινική δίωξη των απόκληρων της κοινωνίας ήταν η μόνη κοινωνική πολιτική για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Η ρητορική του "νόμος και τάξη" που χρησιμοποιούνταν για να εμπνέει την υποστήριξη σ' αυτό το σχέδιο κατασκευής ασφάλειας ήταν φυλετικά κωδικοποιημένη, συνδέοντας τη Μαύρη διαμαρτυρία και ανταρσία με το φόβο της εγκληματικότητας. Οι πιθανότητες μιας τέτοιας προσέγγισης αναδείχθηκαν για πρώτη φορά στις εκλογές του 1968 όταν τόσο ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Ρίτσαρντ Νίξον, όσο και ο ανεξάρτητος ρατσιστής Τζωρτζ Γουάλλας έκαναν το "νόμος και τάξη" κεντρικό ζήτημα στην προεκλογική τους εκστρατεία. Έγινε φανερό ότι οι Ρεπουμπλικάνοι μπορούσαν άνετα να αρπάξουν ψήφους λευκών Νότιων από τους Δημοκρατικούς μόνο και μόνο με τη ρητορική της "πάταξης της εγκληματικότητας" που έπαιζε με τα φυλετικά μίση τους. Η Νότια Στρατηγική, όπως αποκαλέστηκε, εξέφραζε την αγωνία των λευκών εργατών ότι τάχα οι μεταρρυθμίσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της δεκαετίας του 1960 θα τους οδηγούσαν στον ανταγωνισμό με τους Μαύρους για δουλειές, σπίτια, σχολεία.

Με τη μετατροπή του κοινωνικού κράτους σε αστυνομικό κράτος, η ενσωμάτωσή του στην καθημερινότητα δεν απουσίαζε, απλά εξέφραζε τώρα άλλες σκοπιμότητες. Οι κοινωνικές υπηρεσίες αναδιοργανώθηκαν σε εργαλεία επιτήρησης. Η κοινωνική βοήθεια εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων συμπεριφοράς που έπρεπε να μετριούνται και να επιτηρούνται από το κράτος, κάτι που συνεπάγονταν την αυξανόμενη διείσδυση στις ζωές των φτωχών -καταλήγοντας στο καθεστώς "εργασιακής πρόνοιας" της διοίκησης Κλίντον. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, ένα νέο πρότυπο ελέγχου του εγκλήματος άρχισε να εμφανίζεται. Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι εγκληματολόγοι εστίαζαν στη διαδικασία της επανένταξης: εκείνοι που διέπρατταν εγκλήματα έχριζαν βοήθειας ώστε να μπορούν να επιστρέψουν στην κοινωνία. Εφόσον στην πράξη η εφαρμογή αυτής της πολιτικής ήταν αναποτελεσματική, από τη δεκαετία του 1970, αυτό το πρότυπο ξεπεράστηκε. Στη θέση του επικράτησε ένα νέο "αποτρεπτικό" πρότυπο ελέγχου του εγκλήματος, που βασιζόταν στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με ομάδες ώστε να εκτιμηθεί κατά πόσο ήταν "επικίνδυνες". Αντί να περιμένουν το δράστη να διαπράξει το έγκλημα οι μέθοδοι εκτίμησης επικινδυνότητας της "αποτρεπτικής παρακολούθησης", κατά την οποία ολόκληρες ομάδες ανθρώπων που θεωρούνταν επικίνδυνες, γινόταν αντικείμενο παρακολούθησης, ταυτοποίησης και κατηγοριοποίησης. Ο "Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών" -που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Ρήγκαν το 1982- επέσπευσε δραματικά τη διαδικασία της φυλετικής ασφαλειοποίησης.

Τα επόμενα δώδεκα χρόνια ως το 1993 το ποσοστό φυλάκισης των Μαύρων Αμερικανών τριπλασιάστηκε, εγκαθιδρύοντας το σύστημα  μαζικών φυλακίσεων που ο Μάικλ Αλεξάντερ ονόμασε νέο Τζιμ Κρόου. Αλλά και πάλι αυτοί που βρισκόταν στη φυλακή ήταν το ένα τέταρτο αυτών που βρισκόταν υπό παρακολούθηση του εγκληματολογικού συστήματος, με τους υπαλληλικούς μηχανισμός της καθημερινής επιτήρησης και τις "ενδιάμεσες κυρώσεις", τις κατ' οίκον συλλήψεις, τα αναμορφωτήρια, τη στενή επιτήρηση, την καθημερινή αναφορά, την κοινωφελή εργασία και την ηλεκτρονική σήμανση. Οι βάσεις δεδομένων με τα ποινικά μητρώα, που είναι εύκολα προσβάσιμες στους πιθανούς εργοδότες, τώρα κρατάνε αρχεία από περίπου το ένα τρίτο των ενήλικων ανδρών. Όλα αυτά τα συστήματα μετέτρεψαν τις φτωχογειτονιές των Μαύρων σε συνοικίες υπόπτων και φυγάδων. Το κλίμα του φόβου και της καχυποψίας διαποτίζει την καθημερινότητα ζουν με τη μόνιμη ανησυχία πως οι αρχές θα τους συλλάβουν και θα τους βάλουν μέσα.

Αρούν Κουντάνι και Ντίπα Κουμάρ

Σχόλια