Η αναγέννηση της σοσιαλδημοκρατίας



Η είσοδος των ριζοσπαστικών πολιτικών στον κοινοβουλευτικό στίβο πολλών χωρών είναι εντυπωσιακή. Από τον Μπέρνι Σάντερς του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ μέχρι την απροσδόκητη εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών και απ' την ανάδειξη ισχυρών νέων κομμάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι Podemos στην Ισπανία ως τις εκλογικές τομές στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, η έξαρση των αριστερών εγχειρημάτων δημιουργεί εντυπωσιακές νέες ευκαιρίες για τους σοσιαλιστές, εγείρει όμως και πολλά ερωτήματα.


Γιατί τώρα; Και τι είδους είναι αυτά τα εγχειρήματα; Αυτό το άρθρο επιχειρηματολογεί υπέρ του ότι γινόμαστε μάρτυρες της επανάληψης ενός κύκλου που οδηγείται από τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στη συνείδηση των μαζών. Στα τέλη του 19ου αιώνα αυτός ο κύκλος γέννησε τη σοσιαλδημοκρατία που ξέμεινε από καύσιμα 100 χρόνια αργότερα. Σήμερα οι ίδιες δυνάμεις πίσω απ' αυτή την εξέλιξη επανεμφανίζονται, πλην όμως κάτω από πολύ διαφορετικές περιστάσεις.



Ο κύκλος ζωής του ρεφορμισμού -γέννηση

Κάτω απ' τον καπιταλισμό, το μεγαλύτερο κομμάτι των απλών ανθρώπων είναι αντικείμενα της ιδεολογικής επιρροής του συστήματος, βρίσκουν όμως ότι αυτή η πραγματικότητα αποτυγχάνει να συμμορφωθεί μ' εκείνη την ψευδαίσθηση. Είναι σαν να παίζουν καθημερινά τον Αγαθούλη του Βολταίρου. Σ' αυτή τη σάτιρα ο ήρωας αρχίζει να πιστεύει ότι "όλα πηγαίνουν καλά στον καλύτερο δυνατό κόσμο", αλλά έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα που φέρνει τη μια καταστροφή πίσω απ' την άλλη. Γι' αυτό ανάμεσα σ' αυτούς που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνίας η μερική υιοθέτηση ή η αποδοχή των ιδεών της κυρίαρχης τάξης, αναμειγνύεται με μια μερική άρνηση και μια επιθυμία για αλλαγή. Για παράδειγμα, το "εθνικό συμφέρον" και το "ταξικό συμφέρον" θεωρούνται απ' αυτούς συμβατά, όπως και η "κοινωνική δικαιοσύνη" και η "οικονομική (βλ. καπιταλιστική) αποδοτικότητα".

Η αντιφατική συνείδηση προσφέρει μια αστείρευτη πηγή μαζικής ρεφορμιστικής δυναμικής. Αυτός είναι ο λόγος που, ακόμα και σε χώρες ουσιαστικά χωρίς καμία παράδοση στο ρεφορμισμό το άνοιγμα στη λαϊκή πολιτική μοιάζει σχεδόν αυθόρμητα τεράστια υποστήριξη προς αυτόν. Ένα παράδειγμα είναι η Ρωσία του 1917: η Τσαρική καταπίεση είχε αφήσει ελάχιστο χώρο για οποιαδήποτε πολιτική της εργατικής τάξης (είτε επαναστατική είτε ρεφορμιστική). Όταν η Φεβρουαριανή επανάσταση της Πετρούπολης έριξε τον Τσάρο, οι Μπολσεβίκοι, που είχε υπάρξει οι πιο δραστήρια, συνεπής και ηγετική δύναμη ανάμεσα στους εργάτες, βρέθηκαν με 60 αντιπροσώπους σε σύνολο 1.000 στα δημοκρατικά εκλεγμένα σοβιέτ. Οι υπόλοιποι ήταν ρεφορμιστές. Παρόμοια εξέλιξη συνέβη και στην Πορτογαλία το 1974 όπου η επανάσταση ανέτρεψε τη μακροβιότερη φασιστική δικτατορία. Παρότι δεν είχε κάνει απολύτως τίποτε γι' αυτή την ανατροπή, ένα ετοιμοθάνατο Σοσιαλιστικό Κόμμα εμφανίστηκε στο προσκήνιο και σύντομα κυριάρχησε πολιτικά, σώζοντας έτσι τον καπιταλισμό. Αυτό το μοτίβο επαναλήφθηκε ξανά και ξανά.

Θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι οι επαναστάτες δεν μπορούν να κερδίσουν ποτέ την πλειοψηφία, αλλά για να το κάνουν εξαρτάται από μια διαδικασία που να κερδίζουν μεγάλο αριθμό που να πηγαίνει πέρα από τα μισά του δρόμου μεταξύ αποδοχής και αντίστασης. Χρειάστηκε στους Μπολσεβίκους έξι μήνες "να εξηγούν υπομονετικά" γιατί η επανάσταση έπρεπε να συνεχιστεί, και μέσα από το κέρδισμα της πλειοψηφίας στα σοβιέτ, να ξεσηκώσουν την εξέγερση του Οκτώβρη.

Η αναγνώριση της βάσης των μαζικών ρεφορμιστικών πεποιθήσεων είναι ένα σημαντικό βήμα, παρότι από μόνο του δεν εξηγεί και πολλά πράματα. Καμία ταξική κοινωνία δεν πέτυχε ποτέ το 100% της αποδοχής του status quo. Όλες χρειαζόταν να βασίζονται σε έναν ορισμένο βαθμό εξαναγκασμού. Ο φεουδαλισμός εξαρτιόταν και από τον παπά και από τα μπουντρούμια των κάστρων για να συντηρεί το "θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων". Ενώ ένα ασταθές πλέγμα ιδεών επικρατεί σε κάθε εποχή, απαιτείται μια πιο σταθερή διακριτή μορφή όταν αποκρυσταλλώνεται σε συγκεκριμένους θεσμούς όπως είναι τα πολιτικά κόμματα. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν είναι με κανένα τρόπο αυτόματη. Οι ΗΠΑ δεν είχαν ποτέ ένα μαζικό ρεφορμιστικό κόμμα. Η Βρετανία είχε την πρώτη βιομηχανική εργατική τάξη του κόσμου, αλλά της πήρε πάνω από έναν αιώνα μέχρι την ίδρυση του Εργατικού Κόμματος. Στα μέρη που βρίσκονται κάτω από ιμπεριαλιστική κατοχή η αντιφατική συνείδηση πολύ συχνά διοχετεύτηκε σε κινήματα και κόμματα που εστίαζαν κατά κύριο λόγο στην εθνική ανεξαρτησία, την οικονομική ανάπτυξη, και πάει λέγοντας.

Τα ρεφορμιστικά κόμματα αρχικά αναπτύχθηκαν στη δυτική Ευρώπη όπου η επέκταση του δικαιώματος ψήφου ενθάρρυνε την πεποίθηση ότι ένα "ουδέτερο" κράτος ήταν δυνατό να κερδηθεί  μέσα από τις εκλογές. Το 1875 δύο ρεύματα συγχωνεύτηκαν για να δημιουργήσουν το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα εμφανίστηκε το 1880, η Ολλανδική Σοσιαλδημοκρατική Λίγκα το 1881, το Βελγικό το 1875, το Νορβηγικό το 1887 και το Ιταλικό το 1892. Το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα ακολούθησε το 1900. Μαζί αυτά τα κόμματα σχημάτισαν τη Β΄ Διεθνή. Αυτές οι εξελίξεις συνέβησαν ταυτόχρονα με την άνοδο των συνδικάτων που μοιράζονται στον πυρήνα τους τον ίδιο συνδυασμό προσαρμογής και αντίστασης στον καπιταλισμό. Ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο ενσωματώνει την καπιταλιστική αντίληψη του διαχωρισμού της οικονομίας από την πολιτική.



Τραυματική εφηβεία

Απ' τη στιγμή που παρουσιάστηκε, η οργανωμένη σοσιαλδημοκρατία ανέπτυξε μια αμείλικτη λογική. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο αναδείχτηκε η διάκριση ανάμεσα στη βάση και την κεφαλή των ρεφορμιστικών δομών. Η καθεμιά καταλάμβανε διαφορετικό χώρο μέσα στην κοινωνία και γι' αυτό το λόγο είχε διαφορετικές εκτιμήσεις. Τα κατώτερα στελέχη κινητοποιούνταν από τον πόθο τους για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη και λόγω της αντίθεσής τους στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Αντίθετα, αυτοί που ήταν επιφορτισμένοι με την επίτευξη αυτών των σκοπών λειτουργούσαν μέσα στο πλαίσιο του  συστήματος. Όσο γνήσια κι αν μοιράζονταν τις επιδιώξεις των κατώτερων στελεχών, διαμορφωνόταν τελικά από τους καθιερωμένους καπιταλιστικούς θεσμούς. 

Κρίνοντας από το πού έχουν καταλήξει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σήμερα είναι πολύ εύκολο να ξεχάσουμε πόσο ριζοσπαστικά υπήρξαν πολλά απ' αυτά κατά την ίδρυσή τους, και πόσο εμφανής ήταν η εχθρότητά τους απέναντι στον καπιταλισμό, ακόμη κι αν τα μέσα που είχαν επιλέξει για την κατάργησή του ήταν προβληματικά. Έτσι, το 1903, το μεγαλύτερο από τα κόμματα της Β΄ Διεθνούς, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πήρε την ακόλουθη απόφαση:
Το κόμμα αρνείται κάθε υπευθυνότητα οποιουδήποτε είδους κάτω από τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που βασίζονται στην καπιταλιστική παραγωγή και γι' αυτό δεν μπορεί με τίποτα να ανεχθεί κανένα μέτρο που τείνει στη διατήρηση της εξουσίας από την κυρίαρχη τάξη. Η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να παλέψει για καμία συμμετοχή στην Κυβέρνηση κάτω από την αστική κοινωνία.
Παρόλ' αυτά, χωρίς υψηλό επίπεδο μαζικού αγώνα ή καθαρή οργανωτική εναλλακτική απέναντι στο υπάρχον κράτος, η αυξανόμενη υπερίσχυση της δεξιάς και των εκλεγμένων αντιπροσώπων ήταν δύσκολο να αποφευχθεί. Ο καπιταλισμός εξαπλώνονταν άρα η προοπτική για βελτίωση με το χρόνο φαινόταν πιθανή παρά τα τεράστια βάσανα. Με την εξαίρεση της Ρωσίας, η προσαρμογή και η αντίσταση μπορούσαν άνετα να συνυπάρχουν μέσα στο "μεγάλο ποίμνιο" της πρώιμης σοσιαλδημοκρατίας. Υπήρχε μια ταυτόχρονη ανάπτυξη της αριστεράς και της δεξιάς, μάξιμουμ και μίνιμουμ προγράμματα, κατώτερα στελέχη και μέλη του κοινοβουλίου. Το επίπεδο της μεταξύ τους έντασης αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλά έτεινε να αυξάνεται με τον καιρό. Τι κι αν οι ηγέτες αισθάνονταν τη ρήξη ανάμεσα στη Μαρξιστική θεωρία και την καθημερινή τους πρακτική, οι περισσότεροι τα έβρισκαν με τον εαυτό τους. Ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Έρχαρντ Άουερ μπορεί να έβγαζε λόγους για το πώς το κόμμα πρέπει να πρέπει να απευθύνεται με ριζοσπαστικούς όρους, αλλά οι πράξεις του ήταν κάπως διαφορετικές.

Το 1914 ο παγκόσμιος πόλεμος έθεσε το ερώτημα αν ήταν πιθανό να συμφιλιωθούν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, γιατί οι δολοφονικές απαιτήσεις των εθνικών κρατών κοστίζουν ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Κάτω απ' αυτή την πίεση, και με τους Μπολσεβίκους να παίρνουν την εξουσία το 1917, η αντίφαση ήρθε στο φως. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι διάφορες συνιστώσες της Β΄Διεθνούς έσπασαν, με την πλειοψηφία να τάσσεται στο πλευρό των "δικών της" κυβερνήσεων και τη μειοψηφία τελικά να σχηματίζει τα επαναστατικά Κομμουνιστικά κόμματα. Μόνο στη Ρωσία εγκαθιδρύθηκε ένα εργατικό κράτος γιατί είχε σπάσει έγκαιρα από τη σοσιαλδημοκρατία κι αυτό επέτρεψε μια εναλλακτική ηγεσία να βγει μπροστά. Αλλού οι επαναστάτες οργανώθηκαν αργότερα και ήταν πιο αδύναμοι, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες αποδείχθηκε ότι είχαν αρκετή επιρροή ώστε να συγκρατήσουνε το ρεύμα του ριζοσπαστισμού. Χρειάστηκε όμως μεγάλη ρητορική δεινότητα για να περιορίσουν την επικράτηση της αντίστασης σε βάρος της προσαρμογής. Στη Γερμανία το SPD προώθησε την κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων, ενώ στη Βρετανία οι Εργατικοί υιοθέτησαν το Άρθρο 4 στο καταστατικό τους, που καλούσε για "κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής". Αυτά τα βήματα δεν ήταν αρκετά για να εμποδίσουν τη μαζική στροφή στις τάξεις των επαναστατών. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος ψήφισε την ένωση με τους Κομμουνιστές το 1920. Αλλά για κάθε μέλος που έσπαζε από τη σοσιαλδημοκρατία, ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός ψηφοφόρων ερχόταν από αλλού. Αυτοί είτε ασχολούνταν με την πολιτική για πρώτη φορά είτε κερδιζόταν απ' τα παλιά, απροκάλυπτα φιλοκαπιταλιστικά κόμματα. Σαν αποτέλεσμα οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες έγιναν πρώτο κόμμα το 1917. Οι Βρετανοί Εργατικοί έγιναν η "αντιπολίτευση της Αυτού Μεγαλειότητας" το 1918 και κατάφεραν να πάρουν την κυβέρνηση το 1924 και ξανά το 1929. Μετά την πτώση του Κάιζερ το 1918 ο πρώτος Γερμανός πρόεδρος ήταν Σοσιαλδημοκράτης. Το Εργατικό Κόμμα της Νορβηγίας πήρε τις περισσότερες ψήφους το 1927, κι ένας σοσιαλιστής -ο Λεόν Μπλουμ- έγινε πρόεδρος της Γαλλίας το 1936. Παρόλες αυτές τις εκλογικές επιτυχίες οι κατακτήσεις των εργατών μέσα στην οικονομική αναταραχή του μεσοπολέμου ήταν πενιχρές. Το Γερμανικό SPD κέρδισε κάποιες μεταρρυθμίσεις σε αντάλλαγμα για τη διάλυση της επανάστασης, αλλά τα όποια οφέλη συντρίφτηκαν με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ. Η Βρετανική Εργατική κυβέρνηση του 1929 κατέρρευσε το 1931 όταν ο πρωθυπουργός Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ συμμάχησε με τους Τόρηδες. Παρά τις μεγάλες ελπίδες μετά το κύμα απεργιών του 1936 στη Γαλλία η κυβέρνηση των σοσιαλιστών δεν αποτέλεσε απειλή για έναν κρατικό μηχανισμό που πρόθυμα συνεργάστηκε με τους Ναζί εισβολείς. Τα τρία τέταρτα των Γάλλων σοσιαλιστών βουλευτών έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Βισύ του Στρατηγού Πεταίν το 1940.



Η ενηλικίωση

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε μια ακόμα πιο βάρβαρη σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απ' ότι ο πρώτος. Στην πορεία του Πολέμου, τα κινήματα αντίστασης, όπως αυτό της Ιταλίας και της Ελλάδας, μαζί με τους αντιαποικιακούς αγώνες αλλού, έδειξαν τη δυναμική ενός νέου κύματος ριζοσπαστισμού. Αλλά γι' ακόμη μια φορά ο ρεφορμισμός επανιδρύθηκε και πολύ πιο εύκολα απ' ότι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό έγινε χάρη στην αυτοσυγκράτηση που άσκησε ο Σταλινισμός πάνω στα Κομμουνιστικά Κόμματα. Αν είχαν δώσει μια άλλη ηγεσία, η διεθνής επανάσταση θα ήταν ένα χαρτί που θα έπαιζε.  

Το τέλος του πολέμου το 1945 δεν αναπαρήγαγε τη διάσπαση του 1918. Αντ' αυτού υπήρξε το προοίμιο  της χρυσής εποχής του ρεφορμισμού που εμφανίζονταν να τετραγωνίζει τον κύκλο και να λύνει την αντίφαση ανάμεσα στα συμφέροντα των αφεντικών και της υπόλοιπης κοινωνίας. Αυτό στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά φαινομενικό, αλλά συγκεκριμένοι παράγοντες συντηρούσαν την αυταπάτη και φρόντιζαν οι μεγάλες απογοητεύσεις της περιόδου 1918-1939 να μην επαναληφθούν. Σε αντίθεση με τα δεινά της ύφεσης, ο καπιταλισμός γνώρισε τότε τη μεγαλύτερη περίοδο της άνθησής του. Οι επιχειρήσεις απαιτούσαν ένα υγιές και καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, συν τις επισκευές των κατεστραμμένων απ' τον πόλεμο υποδομών κι αυτό σχεδόν αλληλοεπικάλυπτε τις ρεφορμιστικές ελπίδες για κοινωνική πρόνοια και εθνικοποιήσεις. Ακολουθώντας τους δίδυμους θεούς (του Φιλελεύθερου Κόμματος) Μέιναρντ Κέινς και Γουίλιαμ Μπέβεριτζ, η κυβέρνηση των Βρετανών Εργατικών προέδρευσε κάτω από πλήρη απασχόληση, δια βίου κράτος πρόνοιας, NHS (νέο σύστημα υγείας) και κρατικό έλεγχο του κάρβουνου και άλλων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Στη Γαλλία οι ρεφορμιστικές κυβερνήσεις έφεραν βελτιώσεις στις συντάξεις, αποζημίωση για τραυματίες πολέμου, όρια στην εργάσιμη βδομάδα και κοινωνική ασφάλιση. Οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες κέρδιζαν συνεχώς τις εκλογές από το 1932 ως το 1976 και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτιαξαν ένα σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που έγινε αντικείμενο παγκόσμιου θαυμασμού. Οι Δυτικογερμανοί εργάτες απέκτησαν συμβολικό λόγο στους χώρους δουλειάς τους μέσα από τα εργατικά συμβούλια (Betriebsräte) και την εργατική συμμετοχή (Mitbestimmung). 

Αν η μεταπολεμική περίοδος ήταν θρίαμβος (όπως στην ταινία του Κεν Λόουτς Το Πνεύμα του '45) παγίωσε επίσης και την πορεία προσαρμογής στο σύστημα. Οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυαν την ιδέα ότι το αστικό κράτος ήταν και ουδέτερο και ελαστικό και ότι ο καπιταλισμός μπορούσε να εξημερωθεί μέσα από την άσκηση του ρεφορμισμού. Αυτό έκανε ακόμα πιο δύσκολο για τους ηγέτες ενός ρεφορμιστικού κόμματος να μην υποκύπτουν στις πιέσεις όταν τελείωσε η άνθηση.



Τα βαθιά γεράματα 

Παρότι η χρυσή εποχή έμοιαζε να έχει ξεπεράσει την αντίφαση στο εσωτερικό της μαζικής συνείδησης δεν πέρασε και πολύς καιρός ώσπου να ξαναρχίσει να ξεφτίζει αυτή η διαδικασία για μια ακόμη φορά. Πρώτα η παραδοσιακή πηγή αναπλήρωνε συνεχώς εκλογικές περιουσίες, μόνο για να τις δει να λιγοστεύουν από τα σοσιαλδημοκρατικά ρεκόρ παραμονής στην εξουσία. Αλλά με την επιστροφή της κρίση στα 1970, η διαδικασία έγινε ακόμα πιο ασυνάρτητη. Το μοτίβο των διακεκομμένων ανακάμψεων και πτώσεων και τώρα της παρατεταμένης στασιμότητας επηρέασε τόσο τους ρεφορμιστές ηγέτες όσο και παραδοσιακούς υποστηριχτές τους, αλλά μ' έναν τρόπο πολύ διαφορετικό.

Για τους ηγέτες ο ρεφορμισμός είναι η ζωή τους. Κι επειδή βλέπουν τον καπιταλισμό σαν το μόνο πιθανό μηχανισμό για να παραχθούν πηγές για βελτιώσεις, όλα υποτάσσονται στις ανάγκες του. Όταν τα αφεντικά διαμαρτύρονται ότι το κράτος ξοδεύει πολλά και τα πεσμένα ποσοστά του κέρδους τους απαιτούν διευθέτηση του πλούτου προς όφελος των πλουσίων, τότε οι ίδιες οι πρόοδοι που επέφερε η σοσιαλδημοκρατία εγκαταλείπονται. Ο πρώτος κύκλος είχε τώρα εξαντλήσει την πορεία του. Οι κυβερνήσεις του Τόνι Μπλερ, του Φρανσουά Ολάντ, του Γιώργου Παπανδρέου, και οι υπόλοιπες ήταν το αποτέλεσμα. Κι αυτές ήταν ρεφορμισμός, αλλά χωρίς σχεδόν καθόλου μεταρρυθμίσεις.

Η εμπειρία του ρεφορμισμού χωρίς μεταρρυθμίσεις έκανε πολύ δύσκολο για τους υποψήφιους υποστηριχτές του να διακρίνουν ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τα ανοιχτά φιλοκαπιταλιστικά κόμματα και τους οδήγησε σε αισθήματα σύγχυσης και αλλοτρίωσης. Το τέλος του κύκλου ζωής του ρεφορμισμού εξέθεσε την υποτιθέμενη ουδετερότητα του αστικού κράτους, που έπαψε να προσφέρει πρόοδο, πήρε πίσω παλιές κατακτήσεις και έγινε όλο και πιο ολοκληρωτικό και καταπιεστικό. Αυτό συνέβαλε στον κυνισμό απέναντι στην κοινοβουλευτική πολιτική γενικά. Αλλά οι ψηφοφόροι, σε αντίθεση με τους ηγέτες, μπορούσαν να πάνε αλλού. Αυτό που οι πολιτικοί αναλυτές αναγνώρισαν ως τάση προς "κομματική αποστοίχιση" στα 1980, ακολουθήθηκε από μία περίοδο πεσμένων ποσοτών συμμετοχής στις εκλογές μαζί με μια στροφή κάποιων προς τα αριστερά, προς την αυτονομία και τον κινηματισμό. Δυστυχώς η αποτυχία της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας μπροστά στην καπιταλιστική κρίση μπορεί επίσης να οδηγήσει τους ανθρώπους σε μία αντιδραστική κατεύθυνση. Στις πρόσφατες Αυστριακές προεδρικές εκλογές το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα γνώρισε την κατάρρευση, με τους χειρώνακτες εργάτες να ψηφίζουν τον υποψήφιο του φασιστικού Κόμματος της Ελευθερίας.



Προοπτικές

Αλλά κάπου εδώ βρίσκεται ο λαβύρινθος. Τα γηρατειά ετοιμάζουν το δρόμο για τη νέα γέννηση. Ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ελπίδες για σοβαρές μεταρρυθμίσεις είναι ξεπερασμένες, ο μακροχρόνιος συνδυασμός προσαρμογής και αντίστασης από τα κάτω ακόμα ξαναγεννά ελπίδες ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές. Η πηγή που έδωσε ζωή στη σοσιαλδημοκρατία ακόμα κυλάει και θα βρει κανάλια έκφρασης αν της δοθεί η ευκαιρία, είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ είτε ο Κόρμπιν είτε άλλες δεξαμενές. Γινόμαστε λοιπόν μάρτυρες ενός επεισοδίου που δεν πολυδιαφέρει από τα τέλη του 19ου αιώνα. 

Όμως δεν μπορεί να υπάρξει μια απλή επανάληψη της χρυσής εποχής. Αυτή η αναγέννηση του ενθουσιασμού για τη ρεφορμιστική πολιτική συμβαίνει κάτω από πολύ διαφορετικές περιστάσεις και δεν υπάρχει αντίστοιχη αναγέννηση στη ρεφορμιστική ηγεσία ή τη συνεκτική ιδεολογία.

Η τελευταία οικονομική κρίση είναι ανίατη κι έτσι το σύστημα είναι απρόθυμο να κάνει παραχωρήσεις -μάλλον προτίθεται να τις πάρει πίσω για να στραγγίξει και την τελευταία σταγόνα του διαθέσιμου κέρδους μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Η ανάπτυξη σε μέγεθος των μονάδων του κεφαλαίου συγκρινόμενες με το εθνικό κράτος είναι τέτοια που οι εκλεγμένοι ρεφορμιστές ηγέτες τώρα έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη ότι μπορούν να καθορίσουν τις εξελίξεις. Η εργατική κυβέρνηση του Κλέμεντ Άττλη το 1945 ξεκίνησε μ' ένα μεγάλο πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, οικοδόμησης δημόσιων κτιρίων και προνοιακών παροχών σ' ένα διάστημα που το χρέος της κυβέρνησης ήταν πέντε φορές το ΑΕΠ της Βρετανίας. Το σημερινό είναι το ένα τρίτο αυτού του ποσοστού, όμως το Μάρτη του 2016 ο Τζων Μακ Ντόνελ σ' ένα λόγο του είπε: "Δεν υπάρχει τίποτα το αριστερό στις υπερβολικές δαπάνες, τίποτα το σοσιαλιστικό στο πολύ μεγάλο χρέος".

Επιπλέον, αυτό που έμοιαζε λογικό πριν το 1945, ότι οι εργάτες μπορούν να προχωρήσουν σταδιακά στο σοσιαλισμό μέσω του είδους των εθνικοποιήσεων που διατυπώνονταν στο Άρθρο 4, σήμερα δεν μπορεί να γίνει πιστευτό πουθενά στον πλανήτη. Η ανικανότητα των οικονομιών του Ανατολικού μπλοκ να ανταγωνιστούν με τις ανεμπόδιστες οικονομίες της αγοράς οδήγησε στην κατάρρευση του Σταλινισμού. Αυτό στέρησε τους Δυτικούς ρεφορμιστές από ένα μοντέλο "σοσιαλισμού από τα πάνω" απ' το οποίο αντλούσαν έμπνευση, παρά τις επιφυλάξεις για τη Σοβιετική Ένωση. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα σωστά αρνούνται τις ιδιωτικοποιήσεις γιατί ρίχνουν το επίπεδο διαβίωσης, αλλά κανένας δεν πιστεύει ότι δουλεύει σε μια σοσιαλιστική νιρβάνα.

Η αντίληψη ότι το κύμα του ρεφορμισμού είναι ένα γενικό φαινόμενο δε σημαίνει ότι εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο παντού. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ συνδέονταν στενά με τα κύματα των γενικών απεργιών. Η επιτυχία του Podemos θα ήταν αδύνατη χωρίς τη ριζοσπαστική επιρροή του κινήματος των πλατειών. Μα όσο μη-κοινοβουλευτικές κι αν είναι οι γενικές απεργίες, όσο αντικοινοβουλευτικά κι αν έμοιαζαν τα κινήματα των πλατειών, πολλοί από τους εμπλεκόμενους τώρα συνδέονται με τις εκλογές και το κοινοβούλιο. Μπορεί λοιπόν κανείς να συμπεράνει ότι αυτή η αναγέννηση εξαρτάται από υπερκοινοβουλευτικά κινήματα και δραστηριότητες. Αλλά παρότι το επίπεδο της ταξικής πάλης στη Βρετανία και τις ΗΠΑ υπήρξε χαμηλό, η τομή με το πρόσφατο παρελθόν που αντιπροσωπεύει η μαζική του Κόρμπιν και του Σάντερς είναι επίσης αναμφισβήτητη.

Οι τοπικές διαφοροποιήσεις έχουν όμως αντίκτυπο. Οι συνήθειες των ψηφοφόρων και οι κοινοβουλευτικές πολιτικές επηρεάζονται από τα γεγονότα που συμβαίνουν στο μεταξύ των εκλογών και έξω απ' το κοινοβούλιο. Ότι ακούγεται στα έδρανα της Βουλής είναι μια μακρινή ηχώ του αγώνα και, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, η ένταση ήταν μεγαλύτερη από οπουδήποτε αλλού. Σαν αποτέλεσμα, το ελληνικό κόμμα, όχι μόνο αναπτύχθηκε ανεξάρτητα και πέρα από την επιρροή του καθιερωμένου ρεφορμιστικού κόμματος (ΠΑΣΟΚ), αλλά κατάφερε να καλπάσει προς την εξουσία. Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2013 ανακήρυξε το κόμμα μια ενοποίηση "της κομμουνιστικής, ριζοσπαστικής, ανανεωτικής, αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής και χειραφετητικής αριστεράς". Απεναντίας, στη Βρετανία η αναβίωση έτεινε να είναι πιο παθητική και να αναπτύσσεται μέσα στο κέλυφος της επίσημης πολιτικής. Έτσι, ο Τζέρεμι Κόρμπιν στην πρώτη ομιλία του σαν ηγέτης του Εργατικού Κόμματος παρουσίασε τη σκιώδη Προεδρεία του σαν μια "συμπεριληπτική ομάδα όλων των πολιτικών τάσεων που υπάρχουν στο κόμμα μας". Παρά τις όποιες διαφορές, αν ο τελικός σκοπός είναι το να επέλθει αλλαγή με κέντρο το κοινοβούλιο, οι θλιβερές συνέπειες που πηγάζουν απ' αυτή τη στάση είναι οι ίδιες.

Το γεγονός ότι οι προοπτικές είναι χειρότερες απ' ότι στον τελευταίο γύρο μεταρρυθμίσεων, δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν μπορούν να επιτευχθούν ή ότι η εκλογική δουλειά είναι άκαρπη. Η γέφυρα που συνδέει την υπερκοινοβουλευτική δράση με τη διεκδίκηση της κυβέρνησης μπορεί να διανυθεί και προς τις δυο κατευθύνσεις. Αν η εκλογική επιτυχία προέρχεται από μαζικές καμπάνιες, όπως έγινε πρόσφατα στην Ιρλανδία με τις διαμαρτυρίες για τις χρεώσεις στο νερό, οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη φωνή τους για να δυναμώσουν το κίνημα έξω. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζονταν να υποταχθεί στις πιέσεις της Τρόικας οχτώ μέρες μετά το δημοψήφισμα του "ΟΧΙ". Θα μπορούσε να είχε καλέσει σε μαζική υποστήριξη στο εσωτερικό και να ανακουφίσει τους Έλληνες εργάτες από την πίεση εμπνέοντας μαζική αντίσταση στη λιτότητα στο εξωτερικό. Αυτό όμως θα απαιτούσε κάτι περισσότερο από μια ρητορική αφοσίωση στην   κομμουνιστική, ριζοσπαστική, ανανεωτική, αντικαπιταλιστική, επαναστατική και χειραφετητική" πολιτική.

Το θέμα είναι ότι τα ζογκλερικά που ωφελούν ταυτόχρονα εργάτες και αφεντικά είναι τώρα πιο δύσκολο να τηρηθούν, ακόμη και αν το μείγμα προσαρμογής και αντίστασης συνεχίσει να παραμένει βαθιά ριζωμένο. Πήρε πάνω από εκατό χρόνια για να ολοκληρωθεί ο πρώτος κύκλος ζωής του ρεφορμισμού (με πολλές σημαντικές εξάρσεις στην πορεία του). Όπως απέδειξε η ελληνική τραγωδία, ο χρόνος ανάμεσα στη νεότητα και στα γεράματα είναι τώρα πολύ μικρότερος.  Αυτό θα πρέπει να είναι μια προειδοποίηση για τους επαναστάτες ενάντια στις αυταπάτες για το πόση διάρκεια μπορούν να έχουν οι νέες αυτές πολιτικές, ενώ ταυτόχρονα μαρτυρά το πόσο επείγουσα ανάγκη είναι να κερδηθούν οι υποστηριχτές του ρεφορμισμού, έτσι ώστε να υπερβούν τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Η πολύ δημόσια εκδήλωση της μαζικής αντιφατικής συνείδησης που παρήγαγε το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ, Κόρμπιν, Podemos και Σάντερς μπορεί να εξελιχθεί σε μια προσαρμογή στον καπιταλισμό, αλλά μπορεί εξίσου  να εξελιχθεί σε αντίσταση. 

Κι ένας παραλληλισμός με το παρελθόν είναι ιδιαίτερα διδακτικός: τι συνέβη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πρόσφατο οικονομικό αδιέξοδο μπορεί να είναι ένα λιγότερο δραματικό κατηγορώ ενάντια στον καπιταλισμό απ' ότι η μαζική σφαγή στα χαρακώματα: όμως οι βασικές επιλογές που οδήγησαν στη διάσπαση της σοσιαλδημοκρατίας, και η ανάδειξη των μαζικών επαναστατικών κομμάτων, μπορούν να εμφανιστούν για μια ακόμη φορά. Σε μεγάλο βαθμό αυτό εξαρτάται από τη δραστηριότητα των επαναστατών και από το πώς συνδέονται μέσα από τη δουλειά του ενιαίου μετώπου.



Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον τόμο 151 (καλοκαίρι 2016) της τριμηνιαίας επιθεώρησης επαναστατικής θεωρίας International Socialism Journal, που εκδίδει η αδερφή οργάνωση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία SWP.

Σχόλια