Η ρεφορμιστική αριστερά και η αυταπάτη της κοινωνίας των πολιτών


Left reformism, the state and the problem of socialist politics today

International Socialism Journal, Issue: 139

Paul Blackledge

 

Στο πιο γενικό επίπεδο, ο ρεφορμισμός γίνεται καλύτερα κατανοητός σε σχέση με αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε οπτική της κοινωνίας των πολιτών ή οπτική της πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρξ χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους εκ περιτροπής αναφερόμενος στο ευρύ φάσμα των πεποιθήσεων που ουσιαστικά φυσικοποιούσαν τον καπιταλισμό. Βασικά, το πρόβλημα μ' αυτή την αντίληψη, όπως λέει ο Μαρξ στο Grundisse, είναι ότι η ύπαρξη των εξατομικοποιημένων, εγωιστικών και ανταγωνιστικών μεταξύ τους ατόμων στο πεδίο των αγορών, όχι απλά απέχει απ' το να είναι φυσική, αλλά είναι στην πραγματικότητα μια πολύ μοντέρνα τάξη πραγμάτων. Όσο πιο πίσω κοιτάει κανείς στην ιστορία, "τόσο πιο πολύ το άτομο... εμφανίζεται ως εξαρτόμενο, ως ανήκον σε ένα ευρύτερο σύνολο". Αντίστροφα, είναι μόνο το 18ο αιώνα, στις συνθήκες της μόλις αναδυόμενης "κοινωνίας των πολιτών", που οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους "αντιμετωπίζονται από το άτομο σαν απλό μέσο των προσωπικών του επιδιώξεων, σαν εξωτερική αναγκαιότητα". Συνεπώς, τα "ιδιωτικά συμφέροντα", που υποτίθεται ότι είναι θεμελιώδη στη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, είναι στην πράξη ήδη κοινωνικά προσδιοριζόμενα συμφέροντα, που μπορούν να επιτευχθούν μόνο σε συνθήκες εδραιωμένες από την κοινωνία και με μέσα που παρέχει η κοινωνία".

Αυτή η καινοτόμα οπτική ενισχύει την ιστορικά συγκεκριμένη εμπειρία της ελευθερίας στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Συνήθως αισθανόμαστε ελεύθεροι να δράσουμε όπως επιλέγουμε, εκτός αν η επιλογή μας είναι ν' αλλάξουμε τον κόσμο. Μπορεί τα εξατομικοποιημένα άτομα να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν πώς θα ανταποκριθούν στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, αλλά το να κάνουν καμπάνιες εναντίον τους, μοιάζει συνήθως το ίδιο λογικό με το να κάνεις καμπάνιες ενάντια στη βαρύτητα. 

Η άλλη πλευρά αυτής της κατάστασης είναι μια συγκεκριμένη αντίληψη για το κράτος. Επειδή τα εγωιστικά άτομα δεν μπορεί να τα εμπιστευτεί κανείς στην εκπλήρωση συμβολαίων, ακόμα και οι πιο ένθερμοι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς, παραδέχονται ότι ένα (στοιχειώδες) κράτος είναι απαραίτητο για να επιβάλλει την τήρηση του νόμου. Αυτός είναι ο λογικός πυρήνας του φιλελεύθερου ισχυρισμού ότι το κράτος είναι "αναγκαίο κακό". Ο ρόλος του κράτους στο να επιβάλλει την τήρηση των νόμων φωτίζει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη και τις πρότερες μορφές κράτους. Ενώ τα κράτη πρωταρχικά αναδύθηκαν σαν απευθείας πολιτικές εκφράσεις οικονομικών συμφερόντων (οι άρχουσες τάξεις σταθεροποιούσαν τον έλεγχό τους πάνω στις οικονομικές πηγές πλούτου μέσα από την άσκηση της πολιτικής κρατικής εξουσίας), τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη αναδύθηκαν εν μέρει για να παίξουν το ρόλο των ουδέτερων διαιτητών μεταξύ των ιδιαίτερων οικονομικών συμφερόντων. Μπορεί να είναι μύθος ότι ο Γάλλος βασιλιάς του 17ου αιώνα Λουδοβίκος XIV είχε πει "το κράτος είμαι εγώ", αληθεύει όμως ότι η κρατική και οικονομική εξουσία πήγαιναν χέρι-χέρι στη φεουδαλική και απολυταρχική Ευρώπη.

Αντίθετα, τα σύγχρονα κράτη δρουν ιδανικά μ' ένα βαθμό ουδετερότητας σε σχέση με τις διαμάχες ανάμεσα σε άτομα και εταιρίες εντός της κοινωνίας των πολιτών, κι αυτή η ουδετερότητα αντανακλάται υποτίθεται από τη νομοθεσία. Αλλά ο νόμος εφαρμόζεται με μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη της ουδετερότητας. Μεταχειρίζεται τους ανθρώπους ως εξατομικοποιημένους και εγωιστικούς κατόχους ιδιοκτησίας, τους μεταχειρίζεται δηλαδή στην πραγματικότητα σαν να είναι καπιταλιστές. Έτσι, ενώ η νομική λειτουργία του κράτους είναι (ιδανικά) ουδέτερη, αυτή είναι στην πραγματικότητα μια μορφή ουδετερότητας που αφορά τη διαμάχη μεταξύ των καπιταλιστών. Δεν υπάρχει ουδετερότητα όταν οι διαμάχες αμφισβητούν δικαιώματα ιδιοκτησίας γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα στη νομοθεσία νοούνται απαραίτητα ως ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Έχοντας λοιπόν μια ευρύτερη αντίληψη αυτής της υπερφυσικής ουδετερότητας, μπορούμε να διακρίνουμε πώς στην πραγματικότητα αυτή βοηθάει στην εγκαθίδρυση και στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Πιο συγκεκριμένα, επειδή η επιτυχία σε έναν κόσμο ανταγωνιστικών κρατών εξαρτάται από το κατά πόσο το κάθε κράτος ενθαρρύνει την καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, οι γραφειοκράτες σε κάθε κράτος αντιλαμβάνονται σαν "λογική" πολιτική την ασφαλή προσαρμογή στις καπιταλιστικές παραμέτρους. Οι επιχειρήσεις των καπιταλιστών έχουν ανάγκη από καπιταλιστικά κράτη που να παρέχουν ένα κατάλληλο "επιχειρηματικό περιβάλλον" και τα κράτη έχουν ανάγκη από υγιείς επιχειρήσεις σαν πηγές φορολογικών εσόδων. Αυτό δημιουργεί μια σχέση "δομικής αλληλεξάρτησης" ανάμεσα στα κράτη και τα κεφάλαια. Έτσι, παρότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στα κράτη και τα κεφάλαια ενισχύει τόσο την πίστη στην ουδετερότητα του κράτους όσο και τον ίδιο τον αληθινό βαθμό αυτονομίας που τα κράτη έχουν απ' τα κεφάλαια, η σχέση δομικής αλληλεξάρτησης σημαίνει ότι τα καπιταλιστικά όρια της αυτονομίας του κράτους είναι εξίσου αληθινά.

Αυτοί οι περιορισμοί συνεπάγονται ότι οι "ρεαλιστικές" πολιτικές στενεύουν τα όρια της αλλαγής εντός του συστήματος και σε ευθυγράμμιση με τις λειτουργικές ανάγκες του συστήματος. Επειδή τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα βλέπουν την κοινωνία κάτω από αυτό το πρίσμα, παρότι εμφανίζουν στο δημόσιο λόγο διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, αυτές οι διαφορές είναι ένα τίποτα μπροστά στις συντριπτικές ομοιότητές τους: κάτω από τις ζωηρές διαφωνίες τους υπάρχει η κοινή παραδοχή πως ό,τι είναι καλό για το κεφάλαιο είναι καλό και για την κοινωνία γενικά.

Έτσι, η ρηχότητα της ανθρώπινης ελευθερίας μέσα από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις (αλλοτρίωση) έχει σαν αποτέλεσμα μια ρηχή αντίληψη της πολιτικής: οι στενές παράμετροι των επίσημων αστικών πολιτικών μοιάζουν με τη στενότητα του οπτικού φάσματος του φωτός -το εύρος από το κόκκινο μέχρι το μπλε φαίνεται μεγάλο μόνο αν αγνοεί κανείς τις τεράστιες εκτάσεις πέρα απ' αυτές τις παραμέτρους στην κατεύθυνση των υπέρυθρων και των μικροκυμάτων από τη μια μεριά, και των υπεριωδών και των ακτίνων Χ από την άλλη.

Παρ' όλα αυτά, ο καπιταλιστικός διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία δημιουργεί το έδαφος στην ιδέα ότι τα κράτη μπορούν  να είναι πιθανά εργαλεία μιας ριζοσπαστικής αλλαγής. Αυτή η πίστη ήταν πολύ ισχυρή στα τέλη του 19ου αιώνα με τη στροφή προς τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία. Από κει και πέρα η ιδέα του να πάρεις τον έλεγχο του κράτους μέσα από κοινοβουλευτικά κανάλια και να τη χρησιμοποιήσεις για να περιορίσεις και τελικά να υπερβείς τον καπιταλισμό απέκτησε πολύ μεγάλη απήχηση στο εργατικό κίνημα.

Παρόλο που ο καπιταλισμός εμφανίζεται σαν φυσιολογικός και σταθερός αν θεωρηθεί από τη σκοπιά του εξατομικοποιημένου ατόμου, βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία αλλαγής. Αυτές οι αλλαγές γεννούν αναρίθμητες και διαρκώς μεταβαλλόμενες συγκρούσεις που ενισχύουν την ποικιλομορφία των κοινωνικών κινημάτων για την αλλαγή εντός του συστήματος. Μπορεί αυτά τα κινήματα είναι ρεφορμιστικά ως προς την εμβέλειά τους, αλλά αυτό που ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ακριβώς το γεγονός ότι κινούνται. Γιατί ως κινήματα αμφισβητούν τη "φυσική" απάθεια όπως βιώνεται στην κοινωνία των πολιτών. Οι συνέπειες αυτού του πράγματος μπορεί να είναι βαθύτερες. 

Από τη μια, οι συνετές ρεφορμιστικές τάσεις εντός του κινήματος θα προσπαθήσουν να προσανατολίσουν αυτά τα κινήματα προς μια αλλαγή μέσα από το κράτος, ή πιο πρόσφατα μέσα από ομάδες κρατών (ΕΕ, ΟΗΕ κλπ.) Αυτό φαίνεται λογικό στο βαθμό που οι μεταρρυθμίσεις που κερδήθηκαν με αγώνες από τα κάτω συχνά επισημοποιούνται μέσα από την κυβερνητική νομοθεσία. Ωστόσο, επειδή τα κράτη είναι καπιταλιστικοί θεσμοί, οι υποστηριχτές αυτής της προσέγγισης τείνουν να δρουν σαν αγωγοί προς την κατεύθυνση της καπιταλιστικής "κοινής λογικής" εντός των κινημάτων, παραλύοντάς τα, με το να περιορίζουν τις παραμέτρους των θεωρούμενων λογικών μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη όμως, παρότι η πλειοψηφία των ανθρώπων μπαίνει συνήθως στα κινήματα με την ιδέα να βελτιώσουν τη ζωή τους εντός του καπιταλισμού η εμπειρία τους μέσα σ' αυτά τα κινήματα συχνά τους οδηγεί πέρα απ' αυτά τα όρια. Πράγματι, η εμπειρία του συλλογικού αγώνα μέσα σε κοινωνικά κινήματα με μετριοπαθείς σκοπούς μπορεί να ανοίγει πεδία αμφισβήτησης και μερικές φορές ακόμα και να υπερβαίνει τις θεωρήσεις περί φυσικότητας του ίδιου του καπιταλισμού. Αυτή η διαδικασία γενικά έχει να κάνει με το μέγεθος και τη μαχητικότητα των κοινωνικών κινημάτων. Αν τα κοινωνικά κινήματα γίνουν αρκετά μεγάλα και ριζοσπαστικά μπορούν να ανοίξουν μια πόρτα προς μια καινούρια εμπειρία του καπιταλισμού. Αντί να τον αντιλαμβάνονται μόνο σαν μια εξουσία πάνω σε εξατομικοποιημένα άτομα μπορεί να αρχίσουν να νιώθουν τη συλλογική τους δύναμη να τον αλλάξουν. Μ' αυτό τον τρόπο είναι που τα επαναστατικά κινήματα μπορούν να ξεπηδήσουν μέσα από την πάλη για μεταρρυθμίσεις.


Σχόλια