Iμπεριαλισμός


O Kρις Xάρμαν, εκδότης του περιοδικού International Socialism, ανατρέχει στις πρώτες αναλύσεις για τον Iμπεριαλισμό και δείχνει την σημασία τους για το σήμερα.

Η συζήτηση για το Λένιν, τον Μπουχάριν και τον Κάουτσκι αφορά την Ευρώπη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά έχει να κάνει και με τον κόσμο σήμερα. Για να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας σήμερα, θα πρέπει να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό στον 20ο αιώνα.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος για όλους στην Ευρώπη ήταν ένα τεράστιο σοκ. Επί 43 χρόνια δεν είχε γίνει κανένας πόλεμος ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις στην Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Οι μοναδικοί πόλεμοι που είχαν ξεσπάσει ήταν στα Βαλκάνια στα σύνορα με την Τουρκία. Τόσο μεγάλο ήταν το σοκ, που προκάλεσε την κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς, της διεθνούς σοσιαλιστικής οργάνωσης εκείνης της εποχής. 

Μια βδομάδα πριν το ξέσπασμα του πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν οργανώσει σε όλες τις χώρες διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο. Μέσα στις δυο-τρεις πρώτες μέρες από το ξέσπασμά του, όλα τους –με δυο εξαιρέσεις- στήριξαν τον πόλεμο. Οι δυο εξαιρέσεις ήταν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία και οι σοσιαλιστές στη Σερβία. 

Ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριξαν τη συμμετοχή στον πόλεμο δεν ήταν μόνο η δεξιά πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας, οι «ρεβιζιονιστές». Πολλοί και της αριστερής πτέρυγας έκαναν το ίδιο. Για να κάνουμε μια σημερινή αναλογία, δεν ήταν μόνο το ΠΑΣΟΚ της εποχής που υποστήριξε τον πόλεμο ήταν και ο Συνασπισμός. 

Όσοι αντιτάχτηκαν στον πόλεμο, χρειάστηκε να εξηγήσουν τις αιτίες του. Για να είμαστε ειλικρινείς, στα γραπτά του Μαρξ υπάρχουν πολύ λίγες αναφορές στις αιτίες που οδηγούν τα καπιταλιστικά κράτη στον πόλεμο. Ο Μαρξ έγραψε για πολέμους, αλλά κυρίως για πολέμους που έκαναν καπιταλιστικές χώρες για να αποκτήσουν τον έλεγχο προ-καπιταλιστικών κοινωνιών σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Για πολλούς μαρξιστές, λοιπόν, ο καπιταλισμός ήταν ένα σύστημα που βασιζόταν στον «ειρηνικό» ανταγωνισμό και την εκμετάλλευση αλλά όχι στον πόλεμο. 

Σήμερα πολλοί νεοφιλελεύθεροι διατυπώνουν ένα παρόμοιο ισχυρισμό ότι το σύστημα στηρίζεται στην ελεύθερη αγορά και όχι στο πόλεμο. Για να φέρω ένα άλλο παράδειγμα, πολλοί αριστεροί σήμερα που αντιτίθενται στο πόλεμο του Ιράκ, αποδέχονται ταυτόχρονα ότι δεν βγάζει νόημα από την σκοπιά των συμφερόντων του καπιταλισμού. Αυτό λέει ο Τόνι Νέγκρι για παράδειγμα, ή μια πολύ σοβαρή μαρξίστρια από τον Καναδά, η Έλεν Γουντ.

Kαι τότε, κάποιοι που προσπαθούσαν να εξηγήσουν το χτίσιμο αποικιακών αυτοκρατοριών από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το αντιμετώπιζαν σαν παρέκκλιση από τη λογική του καπιταλισμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να ερμηνεύσει το πώς γεννήθηκαν οι αυτοκρατορίες ένας Βρετανός φιλελεύθερος, ο Χόμπσον. Υποστήριζε ότι ήταν γέννημα όχι του βιομηχανικού κεφαλαίου αλλά του χρηματιστικού. Πίστευε ότι η λύση είναι το βιομηχανικό κεφάλαιο να απαλλαγεί από τον εναγκαλισμό του χρηματιστικού και μ’ αυτόν τον τρόπο από την απειλή του πολέμου. 

Ο Κάουτσκι, που μέχρι το 1914 θεωρούταν η παγκόσμια αυθεντία στο μαρξισμό, διατύπωνε πολύ κοντινά επιχειρήματα. Ο Κάουτσκι δεν ήταν κάποιος βλάκας. Μερικά από τα κείμενά του αξίζει να διαβάζονται και σήμερα. Παρόλα αυτά υποστήριζε ότι το βιομηχανικό κεφάλαιο χτίζει αυτοκρατορίες για να αποκτήσει πρώτες ύλες από τις αγροτικές περιοχές του πλανήτη –αυτό που σήμερα λέμε Τρίτο Κόσμο. Όμως, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει κανένας λόγος που να υποχρεώνει αυτά τα κεφάλαια να πολεμάνε μεταξύ τους για τον έλεγχο αυτών των περιοχών. Θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στο μοίρασμα του κόσμου. Στο τέλος, οι ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες θα μπορούσαν από κοινού να ελέγχουν τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή την κατάσταση την ονόμασε «υπεριμπεριαλισμό». Έλεγε ότι υπεριμπεριαλισμός σημαίνει ότι όλοι οι καπιταλιστές έχουν κοινό συμφέρον στον έλεγχο του υπόλοιπου κόσμου, γι’ αυτό το σύνθημά τους θα έπρεπε να ήταν «καπιταλιστές όλων των χωρών ενωθείτε». Ο πόλεμος ήταν προϊόν του ελέγχου μεγάλων καπιταλισμών από μικρά τμήματα της κυρίαρχης τάξης: υπεύθυνοι για τον πόλεμο ήταν το χρηματιστικό κεφάλαιο και οι βιομήχανοι και έμποροι όπλων.

Γι’ αυτό ο Κάουτσκι αντιτάχτηκε στο σύνθημα της άκρας αριστεράς: «Μετατρέψτε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο». Αντίθετα, γι’ αυτόν το τέλος του πολέμου θα ερχόταν με τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις, και μέχρι οι Μεγάλες Δυνάμεις να μπουν σε αυτή τη διαδικασία, οι σοσιαλιστές σε κάθε χώρα έπρεπε να υποστηρίζουν το δικαίωμα στην αυτοάμυνα της χώρας τους. Η αναλογία με το σήμερα είναι απόψεις που απορρίπτουν μεν τον πόλεμο, αλλά βλέπουν τη λύση στη διπλωματία και στον ΟΗΕ, αντί να βλέπουν τα πράγματα με όρους ταξικής πάλης και ιμπεριαλισμού.

Ο Λένιν και ο Μπουχάριν ανέπτυξαν τις απόψεις τους μέσα από έντονη αντιπαράθεση με τις ιδέες του Κάουτσκι. Διεθνώς στην αριστερά οι ιδέες του Λένιν είναι σήμερα πολύ πιο γνωστές από τις ιδέες του Μπουχάριν. Όμως, ο Μπουχάριν έγραψε το βιβλίο του για τον Ιμπεριαλισμό πριν από τον Λένιν κι ο Λένιν έγραψε μια πολύ επαινετική κριτική για το βιβλίο του Μπουχάριν. Μοιράζονταν μια κοινή αφετηρία: για να κατανοήσει κάποιος τον ιμπεριαλισμό θα έπρεπε να εξετάσει την εξέλιξη του καπιταλισμού από την εποχή του Μαρξ. 

Στον καπιταλισμό της εποχής του Μαρξ υπήρχαν πολύ μικρές σχετικά επιχειρήσεις που ανταγωνίζονταν σε μια ελεύθερη αγορά. Το «Κεφάλαιο» περιγράφει μια εθνική αγορά όπου πολλά κεφάλαια ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Γι’ αυτό το λόγο, λέει πολύ λίγα πράγματα για το κράτος. Ο Λένιν και ο Μπουχάριν υποστήριζαν ότι αυτό που είχε αλλάξει από την εποχή του Μαρξ ήταν πώς μέσω αυτού του ανταγωνισμού η οικονομία συγκεντρωνόταν στα χέρια όλο και λιγότερων καπιταλιστών. Ο Μαρξ είχε αποκαλέσει αυτή τη διαδικασία «συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου». Αν στη δεκαετία του 1850-60 μπορούσαν να υπάρχουν εκατοντάδες καπιταλιστές σε έναν κλάδο, φτάνοντας πια στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στις ΗΠΑ ή τη Γερμανία πχ, υπήρχαν δυο τρεις μεγάλοι καπιταλιστές στον ίδιο κλάδο. Όπως έλεγε ο Λένιν, ο ελεύθερος ανταγωνισμός σε κάθε χώρα είχε δώσει τη θέση του στο μονοπώλιο. 

Από τη στιγμή που εμφανίζονται αυτά τα μονοπώλια ήταν πολύ εύκολο να βάλουν το κράτος να υπηρετεί τα οικονομικά τους συμφέροντα. Ο Λένιν έγραφε για τη μετάβαση από το καπιταλισμό της αγοράς στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Ο Μπουχάριν έγραφε για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και κατόπιν στον κρατικό καπιταλισμό. Σε κάθε χώρα οι καπιταλιστές με το κράτος τους κρατάνε κάτω την εργατική τάξη, την εκμεταλλεύονται, και σε διεθνές επίπεδο κάθε ομάδα καπιταλιστών χρησιμοποιεί το κράτος για να ανταγωνιστεί με άλλους καπιταλιστές. Για το Λένιν και τον Μπουχάριν οι καπιταλιστές δεμένοι με το κράτος τους ανταγωνίζονται σε παγκόσμια κλίμακα. 

Ο Μπουχάριν το έθετε με τον εξής τρόπο: ο Μαρξ μιλούσε για κοινωνική παραγωγή και ατομική ιδιοποίηση του πλούτου, ο Μπουχάριν μιλούσε για παγκόσμια παραγωγή και εθνική κρατική καπιταλιστική ιδιοποίηση του πλούτου. Σε κάθε περίπτωση, το κέντρο του ανταγωνισμού μεταφέρεται σε διεθνές επίπεδο. Αλλά όταν φτάνουμε σ’ αυτό το σημείο όπου κεφάλαια δεμένα με το κράτος ανταγωνίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε αυτός ο ανταγωνισμός δεν είναι απλά ειρηνικός, στο οικονομικό επίπεδο. Το κράτος διαθέτει ένοπλες δυνάμεις, για να υπερισχύει έναντι άλλων κρατών. Για το Λένιν και τον Μπουχάριν η περίοδος πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν μια περίοδος όπου τα κεφάλαια δεμένα με τα κράτη τους, χρησιμοποιούσαν αυτή την ισχύ για να αρπάξουν κομμάτια της υδρογείου όχι μόνο εις βάρος των λαών αυτών των περιοχών, αλλά και για «κλείσουν» την πρόσβαση στους ανταγωνιστές τους. Έτσι στις παραμονές του πολέμου η Βρετανία έλεγχε περίπου το 1/3 του κόσμου, η Γαλλία περίπου το 1/5, το μικροσκοπικό Βέλγιο έλεγχε ένα πολύ μεγάλο τμήμα της Αφρικής, οι ΗΠΑ τις Φιλιππίνες, την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο. Η Γερμανία, η πιο ταχέως αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία μαζί με τις ΗΠΑ, διέθετε μόνο ελάχιστες αποικίες. 

Για το Λένιν και τον Μπουχάριν, ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτούς τους ιμπεριαλισμούς, δεν αφορούσε μόνο τον έλεγχο των φτωχών περιοχών της υδρογείου. Ήταν ανταγωνισμός για τον έλεγχο στις ήδη βιομηχανικά ανεπτυγμένες περιοχές. Για παράδειγμα, οι καπιταλιστές της Γερμανίας και της Γαλλίας ήθελαν κι οι δυο τον έλεγχο της περιοχής ανάμεσα στις δυο χώρες που είναι πλούσια σε σίδηρο και άνθρακα. Οι καπιταλιστές της Γερμανίας ήθελαν πολύ την επέκταση προς ανατολάς, για τον έλεγχο της Πολωνίας, της Ουκρανίας, ο αυστριακός καπιταλισμός επεδίωκε την επέκταση προς νοτιοανατολικά, στα Βαλκάνια και ο γαλλικός καπιταλισμός έτρεμε αυτή την προοπτική γιατί φοβόταν ότι θα συντριφτεί από το γερμανικό και αυστριακό καπιταλισμό. 

Βλέπουμε πώς τα κράτη οδηγούνται στον πόλεμο για τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οι καπιταλιστές κάθε κράτους χρησιμοποιούν κάποιες φορές ειρηνικά μέσα για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, όταν όμως νιώθουν ισχυροί δεν διστάζουν να αξιοποιήσουν τη στρατιωτική ισχύ του κράτους. Γι’ αυτό ο Λένιν έγραφε ότι ο ειρηνικός ανταγωνισμός των κεφαλαίων ετοιμάζει το έδαφος για τον πόλεμο, και ο πόλεμος στρώνει το έδαφος για τον ειρηνικό ανταγωνισμό. 

Αν συγκρίνει κανείς τις απόψεις των Λένιν-Μπουχάριν με τις απόψεις του Κάουτσκι, φτάνει στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι εξηγούν πολύ καλύτερα τι συνέβη στην Ευρώπη τα επόμενα τριάντα χρόνια. Γιατί η περίοδος μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν μια ειρηνική περίοδος. Στη δεκαετία του 1920 οι μεγάλες δυνάμεις προσπάθησαν να έρθουν σε μια συμφωνία για το μοίρασμα του κόσμου. Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 είχαμε την ανάδυση μιας νέας καπιταλιστικής δύναμης, της Ιαπωνίας, που ήθελε το δικό της μερτικό, πρώτα εις βάρος της Κίνας και κατόπιν εις βάρος της Γαλλίας και της Βρετανίας. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30 ώθησε τους καπιταλιστές της Γερμανίας να αποφασίσουν ότι ο μόνος δρόμος για να βγουν από αυτή την ύφεση ήταν ο πόλεμος για την κατάκτηση άλλων χωρών. Η Γαλλία και η Βρετανία δεν είχαν και μεγάλο πρόβλημα όταν η Γερμανία κατάπιε την Τσεχοσλοβακία. Όταν όμως έβαλε στο στόχαστρο την Πολωνία με τα αποθέματα άνθρακα ή τα πετρέλαια της Ρουμανίας, φοβήθηκαν ότι θα γίνει αρκετά ισχυρή για να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία τους. 

Και αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κατάσταση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούμε να το κάνουμε με όρους των ΗΠΑ να προσπαθούν να ελέγξουν τον παγκόσμιο πλούτο και τη Ρωσία του Στάλιν να προσπαθεί να κάνει το ίδιο στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου. Όπως ακριβώς έλεγαν ο Λένιν κι ο Μπουχάριν, από το 1919 και μετά το 1945 κάθε περίοδος ανακωχής και ειρήνης ετοίμαζε ένα νέο πολεμικό γύρο.

Δεν έχω χρόνο να μιλήσω πολύ για το σήμερα. Θα ήθελα να πω μόνο ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να ελέγξουν τον κόσμο, θέτοντας κάτω από τον έλεγχό τους τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής ώστε να μπορούν να υπαγορεύουν στις άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις τους αμερικάνικους όρους στο εμπόριο κλπ. Γι’ αυτό άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις δεν τόλμησαν να αντιπαρατεθούν κατευθείαν στις ΗΠΑ, ωστόσο δεν τις υποστήριξαν το 2003. 

Δυο ακόμα σημεία πριν τελειώσω. Κατά την άποψή μου, η θεωρία του Μπουχάριν για τον ιμπεριαλισμό είναι καλύτερη από του Λένιν. Ο ίδιος ο Λένιν περιέγραφε το βιβλίο του ως «μια εκλαϊκευμένη εισαγωγή» στον ιμπεριαλισμό. Κάνοντάς το αυτό, ενσωμάτωσε μια σειρά απόψεις του Χόμπσον που προκαλούν σύγχυση. Για παράδειγμα μίλησε για την κεντρικότητα του χρηματιστικού κεφαλαίου με έναν τρόπο που δημιουργεί σύγχυση. Αυτό δεν έχει σημασία αν διαβάζει κανείς στα σοβαρά τον Λένιν, αλλά υπάρχουν διάφοροι σταλινικοί που τον ερμηνεύουν έτσι ώστε υπεύθυνο για τον πόλεμο να είναι το «χρηματιστικό κεφάλαιο» κόντρα σε ειρηνόφιλα τμήματα του βιομηχανικού κεφαλαίου. Ένα άλλο σημείο που προκαλεί σύγχυση στο βιβλίο του Λένιν είναι ότι δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην εξαγωγή κεφαλαίου στις αποικίες. Κάτι το οποίο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και είναι και σήμερα σημαντικό, αλλά δεν ήταν τη δεκαετία του ’30 και του ’40. Tότε η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30 προκάλεσε μια τεράστια κάμψη των ξένων επενδύσεων. Ο γερμανικός καπιταλισμός δεν επένδυσε το 1939 στα πολωνικά ανθρακωρυχεία, τα κατέλαβε στρατιωτικά. Στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, η σταλινική Ρωσία δεν επένδυσε στην Ανατολική Ευρώπη, την κατέλαβε. 

Όμως, αυτές οι κριτικές παρατηρήσεις δεν αναιρούν την τεράστια σημασία της ανάλυσης του Λένιν και του Μπουχάριν στην εξήγηση του ιμπεριαλισμού.

Συμπερασματικά

Υπάρχει μια ερώτηση, αν μπορούμε να εφαρμόσουμε τα γεωπολιτικά κριτήρια 100 χρόνων στη σημερινή εποχή. Προφανώς και δεν μπορούμε να μεταφέρουμε αυτά που λεγόντουσαν το 1914 στο σήμερα. Έχουν υπάρξει πολλές αλλαγές. Για παράδειγμα, σήμερα οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν πολλά εργοστάσια σε άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Η Φορντ δεν υπάρχει μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία. Γι’ αυτό η Φορντ δεν θα ήταν και πολύ ευχαριστημένη αν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βομβάρδιζε τη Γαλλία, τη Γερμανία ή την Βρετανία. Υπάρχουν πυρηνικά όπλα και ακόμα και ο πιο παλαβός καπιταλιστής ανησυχεί για τη χρήση τους. 

Ταυτόχρονα παλεύουν λυσσασμένα να κρατήσουν τη θέση τους στο παγκόσμιο σύστημα. Αν η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να βομβαρδίσει το Λονδίνο ή το Βερολίνο, μπορεί σίγουρα να βομβαρδίζει τη Βαγδάτη ή το Βελιγράδι. Με αυτό τον τρόπο θέλει να κάνει σαφές ότι αυτή είναι η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη. Σ’ αυτή την κατάσταση, ο ρώσικος, κινέζικος, γερμανικός καπιταλισμός δεν θέλουν να δουν τον αμερικάνικο να γίνεται παντοκράτορας. Γι’ αυτό όταν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βομβάρδισε το Ιράκ αυτές οι χώρες στάθηκαν παράμερα και τώρα είναι ικανοποιημένες που οι Αμερικάνοι τα έχουν κάνει θάλασσα εκεί. Προσπαθούν να ενθαρρύνουν το Ιράν να μην υποκύψει εντελώς στις ΗΠΑ. 

Όμως, δεν είναι αντιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δεν θέλουν οι ΗΠΑ να εξαφανιστούν από το διεθνές παιχνίδι. Είναι σύμμαχοι και ταυτόχρονα αλληλοτρώγονται. Ο Μαρξ περιέγραψε τη τάξη των καπιταλιστών ως «μια ομάδα από αδέλφια που τσακώνονται». Τώρα μπορεί να περιγράψουμε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με τον ίδιο τρόπο. 

Αυτό μπορούμε να το δούμε σε όλη την ιεραρχία του ιμπεριαλισμού. Άμα συζητάμε για την Ελλάδα και την Τουρκία, και οι δυο υποστηρίζουν τον καπιταλισμό. Η Ελλάδα είναι στην ΕΕ και η Τουρκία θέλει να μπει στην ΕΕ. Αν κοιτάξεις το βαλκανικό χάρτη, σε κάποιες χώρες κυριαρχούν οι ελληνικές επενδύσεις σε κάποιες άλλες οι τουρκικές. Η Ελλάδα και η Τουρκία προσπαθούν ταυτόχρονα να είναι και ο αγαπημένος σύμμαχος των ΗΠΑ, γιατί θέλουν την υποστήριξη των ΗΠΑ απέναντι στην άλλη, ενώ διατηρούν στρατιωτικές δυνάμεις απέναντι η μια στην άλλη. 

Το ζήτημα της Μακεδονίας έχει να κάνει με την προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού να δείξει ότι είναι το πιο σημαντικό κράτος στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Αν κάποιοι στην Αριστερά μιλάνε για το όνομα της Μακεδονίας, τους απαντάμε ότι αυτό που λέτε σημαίνει πλούσιοι και φτωχοί στην Ελλάδα να ενωθούν κόντρα στους Σλάβους. Ο εργάτης ή ο φοιτητής στην Ελλάδα έχει μόνο ένα κοινό σημείο με τον έλληνα εφοπλιστή: μιλάνε την ίδια γλώσσα –τίποτε άλλο. Αν κάποιος λέει ότι πρέπει να πάτε σε πόλεμο ενάντια στη Μακεδονία στο πλευρό των ελλήνων εφοπλιστών θα έπρεπε να ντρέπεται. 

Οι μόνοι που βγήκαν με άθικτη την τιμή τους από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν όσοι πολεμήσανε τις δικές τους άρχουσες τάξεις. Ο Λένιν κι ο Τρότσκι παρόλο που ήταν Ρώσοι, αρνήθηκαν να στηρίξουν τη Ρωσία. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν Πολωνίδα, αλλά αρνήθηκε να στηρίξει τους Πολωνούς καπιταλιστές απέναντι στους Γερμανούς ή τους Ρώσους. Ο αυστριακός στρατός κατέλαβε τη Σερβία, όμως οι Σέρβοι σοσιαλιστές αρνήθηκαν να πολεμήσουν μαζί με την σερβική αστική τάξη ενάντια στους Αυστριακούς. Γιατί δεν μπορείς να διεξάγεις την ταξική πάλη ενάντια στην άρχουσα τάξη, όταν πολεμάς μαζί της ενάντια σε κάποιον υποτιθέμενο κοινό εξωτερικό εχθρό. 

Η μόνη περίπτωση που μπορώ να φανταστώ ότι θα πρέπει να πολεμήσετε ενάντια στη Μακεδονία, είναι αν έχει νικήσει η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα και κάποιος στρατός κατ’ εντολή των μεγάλων δυνάμεων εισβάλει για να την καταπνίξει. Όμως, τότε δεν θα πολεμάτε για την Ελλάδα, αλλά για την παγκόσμια εργατική επανάσταση ενάντια στον ιμπεριαλισμό. 

Αν μιλάμε για τον ιμπεριαλισμό σήμερα, βλέπουμε πολύ μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις που χρησιμοποιούν το κράτος τους, μικρότερες που κάνουν το ίδιο και πολύ μικρές που κάνουν το ίδιο. Επειδή ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα, σε κάθε ένα από αυτά τα κράτη υπάρχουν καπιταλιστές που λειτουργούν στη διεθνή αγορά. Γι’ αυτό χρειάζονται το κράτος να τους στηρίζει πολύ περισσότερο σε αυτό το αγώνα. 

Για να το θέσω χοντρικά, αν είσαι έλληνας εφοπλιστής, το ελληνικό κράτος δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να εξασφαλίζει τα συμφέροντά σου στην Θάλασσα της Κίνας ή στον Νότιο Ειρηνικό. Όμως το αμερικάνικο κράτος είναι τόσο ισχυρό. Γι’ αυτό βοηθάς το αμερικάνικο κράτος στον πόλεμο με το Ιράκ. Θες να αποδείξεις ότι είσαι πιστός υποστηρικτής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, για να σε υποστηρίξει κι αυτός. Γι αυτό οι μικροί ιμπεριαλιστές προσπαθούν να σχηματίσουν συμμαχίες με τους μεγαλύτερους ιμπεριαλιστές. Επίσης και να αξιοποιήσουν τις διαφωνίες ανάμεσα στους μεγάλους. Ο ελληνικός καπιταλισμός κάνει ανοίγματα στη Ρωσία γιατί ελπίζει ότι η Αμερική θα δώσει περισσότερα ανταλλάγματα. 

Το ζήτημα δεν είναι να κατανοήσεις μόνο τη σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό, το κράτος και τον πόλεμο. Είναι το πώς αντιδράς στον πόλεμο. Δεν πέφτουμε στα γόνατα να παρακαλέσουμε τους καπιταλιστές να βρουν ειρηνική λύση. Βγαίνουμε στους δρόμους ενάντια στο πόλεμο και ταυτόχρονα εξηγούμε ότι για να σταματήσεις την απειλή του πολέμου, πρέπει να ανατραπεί ο καπιταλισμός. Όταν άρχισε ο πόλεμος στο Ιράκ, δεν μπορούσες να βγεις στους δρόμους στην Ελλάδα φωνάζοντας «ξεκινήστε τον εμφύλιο πόλεμο», όμως μπορούσες να βγεις και να πεις κάθε φορά που παλεύουμε για καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες, πληγώνουμε τον καπιταλισμό και κάνουμε λιγότερο πιθανό τον πόλεμο. Και ότι όποιος χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εθνικισμού, κάνει πιο δύσκολη την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και τον πόλεμο. 

Βρισκόμαστε σε μια νέα περίοδο, όπου οι πόλεμοι δεν διεξάγονται στο κέντρο του καπιταλισμού αλλά στην περιφέρεια. Στο Ιράκ, στο Λίβανο, στο Αφγανιστάν, στη Σομαλία, στο Πακιστάν ή ο εμφύλιος πόλεμος στο Κονγκό. Μέσα σε αυτή τη κατάσταση τα συμπεράσματα από την ανάλυση του Λένιν και του Μπουχάριν παραμένουν απολύτως σημαντικά. Όποιος στην αριστερά θέλει σήμερα να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό, πρέπει να γυρίσει πίσω στον Λένιν και τον Μπουχάριν είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί τους. Δεν μπορεί κανείς να πείσει έναν συνομιλητή του σε ένα λεωφορείο κατεβάζοντας τσιτάτα από τον Λένιν, αλλά μπορεί μόνο αν έχει καταλάβει καλά τι εννοούσε ο Λένιν.

Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τ.69, Ιούλης-Αύγουστος 2008

Σχόλια