Ο φασισμός δεν είναι ανίκητος


Η άνοδος των φασιστικών κομμάτων και ομάδων σήμερα εγκυμονεί τον κίνδυνο μιας νέας φασιστικής απειλής σαν κι αυτής του '30; Ο Κρις Χάρμαν, εκδότης της εφημερίδας "Σοσιαλιστής Εργάτης" στη Βρετανία, εξηγεί γιατί δεν δικαιολογείται κανένας εφησυχασμός.

 Πριν δυο χρόνια τα περισσότερα φιλελεύθερα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μεγάλο μέρος της αριστεράς διεθνώς θεωρούσαν ότι το να ανησυχεί κανείς για την άνοδο των φασιστικών κομμάτων ήταν "παρανοϊκό". Αυτό σήμερα δεν ισχύει. Το κύμα των φασιστικών εγκλημάτων στη Γερμανία, το 30% των φασιστών στις εκλογές στη Νότια Ιταλία, η νίκη του ανοιχτά ναζιστικού Βρετανικού Εθνικιστικού Κόμματος στις τοπικές εκλογές του Άιλ οφ Ντογκς στο Ανατολικό Λονδίνο, και πάνω απ' όλα, η απρόσμενη επιτυχία του Ζιρινόφσκι στη Ρωσία, συνέτειναν στο να συνειδητοποιήσει ο κόσομς την πραγματική απειλή επανάλειψης μιας δεκαετίας σαν κι αυτής του '30, έστω και σε μικρότερο βαθμό.

Ακόμα και η γαλλική ακροαριστερή οργάνωση "Εργατική Πάλη", η οποία εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι ο Λεπέν δεν αποτελεί κίνδυνο και ότι δεν είναι καν φασίστας, αισθάνεται υποχρεωμένη να καταδικάσει τον εφησυχασμό από την άνοδο του φασιστικού MSI στην Ιταλία, λες και κατά κάποιον περίεργο τρόπο το MSI (Κοινωνικό Κίνημα Ιταλίας) και ο Λεπέν αποτελούν ζώα διαφορετικής συνομοταξίας.

Γενικά, η αναγνώριση του κινδύνου από την άνοδο των φασιστικών κομμάτων και ομάδων είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Είναι προϋπόθεση για τη συσπείρωση του κόσμου στην πάλη εναντίον τους. Είναι όμως εξίσου αναγκαίο να κατανοήσει κανείς τις αδυναμίες των φασιστών, αλλιώς ο πανικός και η παράλυση μπορούν να γίνουν εμπόδια στο να τους αντιμετωπίσει κανείς. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε τόσο τις διαφορές όσο και τις ομοιότητες στην ανάπτυξη των φασιστικών οργανώσεων, ανάμεσα στο σήμερα και την περίοδο του μεσοπολέμου.

Το ποσοστό των ψήφων των φασιστών σήμερα συχνά αγγίζει τις επιδόσεις που είχαν λίγο πριν ανέβουν στην εξουσία στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Στις γενικές εκλογές του 1921 στην Ιταλία ο Μουσολίνι πήρε το 7% του συνόλου των ψήφων. Το 1932 στις γερμανικές προεδρικές εκλογές ο Χίτλερ πήρε το 36,8%. Και οι δύο ανέβηκαν στην εξουσία μέσα σ' ένα χρόνο από τις εκλογές αυτές. Οι Ιταλοί φασίστες ήδη παίρνουν πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων στις μεγάλες πόλεις του Νότου. Ο Ζιρινόφσκι πήρε 24% στις εκλογές του Δεκέμβρη στη Ρωσία. Το ινδικό BJP (φασιστικό κόμμα Τζανάτα) πήρε το ένα τρίτο των ψήφων στις μεγάλες πόλεις στις περσινές ινδικές εκλογές. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί φασίστες μπορεί να μην τα καταφέρνουν τόσο καλά. Ωστόσο, το περσινό 14% του Εθνικού Μετώπου του Λεπέν είναι αντίστοιχο με τα ποσοστά του Χίτλερ το 1930, και το 8% που μοιράζεται το ακροδεξιό Ρεπουμπλικανικό κόμμα με μικρότερα φασιστικά στη Γερμανία είναι αρκετά ψηλότερο από τις επιδόσεις του Χίτλερ το 1928, όταν πήρε το 2,8%.

Ευτυχώς, τα εκλογικά ποσοστά από μόνα τους δεν αρκούν για να φέρουν τους φασίστες στην εξουσία. Για να το πετύχουν αυτό χρειάζεται να ισχύουν δύο ακόμα δύο ακόμα αλληλένδετες συνθήκες.

Κατ' αρχάς, χρειάζεται να συσπειρώνουν γύρω τους ένα ενεργό μαζικό κίνημα ικανό να διαπεράσει κάθε πόρο του κοινωνικού ιστού. Μόνο μ' αυτό το μέσο μπορούν να αντιπαρατεθούν στις άλλες κοινωνικές δυνάμεις και κυρίως στην οργανωμένη εργατική τάξη, τη μόνη δύναμη που μπορεί να εμποδίσει τα ολοκληρωτικά τους σχέδια. Γι' αυτό οι ψήφοι δεν είναι αρκετοί. Χρειάζονται υποστηριχτές προετοιμασμένους να αντιμετωπίσουν όλους τους κινδύνους που ενέχει η προσπάθειά τους να συντρίψουν τις αντιστάσεις σε κάθε δρόμο, γειτονιά, εργοστάσιο, γραφείο ή σχολείο.

Γι' αυτό το λόγο το κόμμα του Μουσολίνι χτίστηκε από ένοπλες ομάδες "μελανοχιτώνων", οι οποίες χτυπούσαν διαδηλώσεις, έκαιγαν γραφεία συνδικάτων, διέλυαν απεργίες και ξυλοκοπούσαν τους αντιπάλους τους πολύ πριν ο ίδιος σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον ίδιο λόγο ο Χίτλερ είχε οργανώσει τα "τάγματα εφόδου" που αριθμούσαν 100.000 το 1930 και 400.000 μέλη το 1932.

Η δεύτερη συνθήκη για την άνοδο των φασιστών στην εξουσία είναι η υποστήριξη από σημαντικά κομμάτια της άρχουσας τάξης και του κρατικού μηχανισμού. Και ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι στηρίχτηκαν στην κοινοβουλευτική υποστήριξη των μεγάλων αστικών κομμάτων -του Φιλελεύθερου κόμματος στην Ιταλία και του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος του Κέντρου στη Γερμανία. Επιπλέον στηρίχτηκαν στη συνεργασία της αστυνομίας και του στρατού με τις συμμορίες των κομμάτων τους προκειμένου να συντρίψουν κάθε αντιπολίτευση.

Η οργάνωση μαζικών ένοπλων συμμοριών ήταν στοιχείο-κλειδί στο κέρδισμα της υποστήριξης της αστικής τάξης και του κρατικού μηχανισμού. Στην πραγματικότητα, οι ηγέτες των φασιστών απευθύνθηκαν στην άρχουσα τάξη λέγοντας:

"Βρίσκεστε αντιμέτωποι με μια σοβαρή ύφεση. Χρειάζεται να χτυπήσετε τις κατακτήσεις των εργατών τόσο χοντρά που και οι πιο διστακτικές ηγεσίες των συνδικάτων δεν θα συναινέσουν. Εμείς διαθέτουμε τις μαζικές οργανώσεις που παράλληλα με την αστυνομία και το στρατό, θα διαλύσουν τις οργανώσεις των εργατών".

Σήμερα οι φασίστες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα ότι οι μαζικές τους οργανώσεις διαθέτουν μόλις ένα ποσοστό από τη δύναμη που είχε ο Χίτλερ ή ο Μουσολίνι. Η οικονομική κρίση είναι τόσο βαθειά που σπρώχνει αρκετούς ανθρώπους να ψηφίσουν τους φασίστες από απελπισία, όχι όμως και να τρελαθούν σε σημείο να διακινδυνεύουν τα πάντα δρώντας μαζί με τους Ναζί.

Ακόμα και για το Μουσολίνι και για το Χίτλερ υπήρχε μια σύγκρουση ανάμεσα στο χτίσιμο μαζικών οργανώσεων και τη στρατηγική για να κερδηθεί η υποστήριξη της άρχουσας τάξης. Τα μέλη των οργανώσεων απαιτούσαν διαρκώς δράση, συγκρούσεις και πάλη για πραγματική εξουσία. Αντίθετα, η αστική τάξη ήθελε να χρησιμοποιήσει τους φασίστες για να σημειώσει άμεσες νίκες στις ταξικές αντιπαραθέσεις, έτσι ώστε να επιβάλει την "κοινωνική ειρήνη" με τους δικούς της όρους, γι' αυτό απαιτούσε εγγυήσεις από τους φασίστες ηγέτες ότι θα κατάφερναν να διατηρήσουν τον έλεγχο πάνω στους ακτιβιστές τους.

Αυτή η διάσταση προκάλεσε διασπάσεις τόσο στον ιταλικό φασισμό όσο και στο γερμανικό ναζισμό πριν από την κατάληψη της εξουσίας και οδήγησε και το Χίτλερ και το Μουσολίνι να αποκηρύξουν ορισμένους από τους οπαδούς τους που κάποτε βρισκόταν στην ηγεσία -με πιο γνωστή τη "νύχτα των μεγάλων μαχαιριών" το 1934, όταν ο Χίτλερ δολοφόνησε τον ηγέτη των SA Ρεμ και εκατοντάδες μέλη των ταγμάτων εφόδου.

Αυτή η διάσπαση είναι πολύ μεγαλύτερη στους σημερινούς φασίστες απ' ότι στους "προγόνους" τους του μεσοπολέμου, ακριβώς επειδή η μάζα των ενεργών οπαδών τους είναι εξαιρετικά μικρή σε σύγκριση με την εκλογική τους δύναμη. Οι ηγέτες τους δεν είναι ακόμα σε θέση να διεκδικήσουν την εξουσία κι έτσι είναι παγιδευμένοι ανάμεσα στην αναζήτηση ψήφων προβάλλοντας ένα "αξιοσέβαστο" πρόσωπο και στην πίεση να ικανοποιούν τα ενεργά τους μέλη με περιπέτειες και οδομαχίες.

Το πόσο αυτή η διάσταση μπορεί να γίνει επικίνδυνη για την ηγεσία των φασιστών, φαίνεται από το πάθημα του BJP στην Ινδία. Μέχρι πριν από ένα χρόνο περίπου, το κόμμα φαινόταν να βαδίζει από επιτυχία σε επιτυχία. Ήταν το δεύτερο κόμμα στο εθνικό κοινοβούλιο και έλεγχε διάφορες πολιτείες, μεταξύ των οποίων και τη μεγαλύτερη, την Ουτάρ Πραντές. Ολόκληρα κομμάτια της αστικής τάξης και ανώτερα μικροαστικά κομμάτια είχαν αρχίσει να το θεωρούν ως τη μόνη δύναμη που θα μπορούσε να κρατήσει την Ινδία ενιαία, καθώς η οικονομία της ανοίγονταν στην παγκόσμια αγορά.

Κάποια στιγμή οι ηγέτες του κόμματος αποφάσισαν να διεκδικήσουν τον έλεγχο στους δρόμους εξαπολύοντας επιθέσεις στο τζαμί Μπαμπρί Μασίντ της Αγιόντια και προκαλώντας διαδηλώσεις ενάντια στους μουσουλμάνους σε αρκετές πόλεις. Φαινόταν ότι μπορούσαν να σαρώσουν τα πάντα μπροστά τους και στο πιο σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας, στη Βομβάη, οι οπαδοί του BJP στη Σιβ Σένα, μαζί με 30.000 ενεργά μέλη του και την υποστήριξη της αστυνομίας έκαψαν και λεηλάτησαν ολόκληρες συνοικίες, δολοφονώντας περισσότερους από 1.000 μουσουλμάνους.

Αυτή η στρατηγική ήταν εντελώς πρόωρη. Η οργάνωση τεράστιων και τρομακτικών πογκρόμ δεν ισοδυναμούσε με την απόδειξη προς την αστική τάξη ότι το BJP θα μπορούσε να συντρίψει κάθε αντίσταση και να επιβάλει μια νέα, δρακόντεια κοινωνική ειρήνη. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες τρομοκρατήθηκαν καθώς το εμπόριο διακόπηκε από τις διαδηλώσεις και τα κέρδη τους χτυπήθηκαν. Τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα ξαφνικά φοβήθηκαν ότι, αντί για την επιβολή της τάξης, το BJP θα οδηγούσε σε απέραντο χάος.

Η ανοδική πορεία του κόμματος σταμάτησε και στους μήνες που ακολούθησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατάφεραν να κινητοποιήσουν τις κατώτερες κάστες ενάντια στις ανώτερες εμποδίζοντας έτσι την περαιτέρω διεύρυνση της βάσης του BJP. Έτσι, αν και παρουσίασε μικρή άνοδο στις πρόσφατες εκλογές βρέθηκε πιο απομονωμένο και πιο μακριά από την εξουσία απ' ότι πριν ένα χρόνο. Πλήρωσε ακριβά το γεγονός ότι διεκδίκησε την εξουσία πριν αποκτήσει γερές βάσεις για μια άμεση νίκη.

Αν αυτό συμβαίνει στον ινδικό φασισμό με εκατοντάδες χιλιάδες ενεργά μέλη, τα προβλήματα είναι σοβαρότερα για τους Ευρωπαίους ναζί που διαθέτουν πολύ μικρότερες κοινωνικές προσβάσεις. Αφού το BJP δεν μπόρεσε να φτάσει σε μια γρήγορη και εύκολη νίκη, αυτό είναι σίγουρα αδύνατο για το Ζιρινόφσκι, το Λεπέν, τους Γερμανούς Ρεπουμπλικάνους, το ιταλικό MSI και το αγγλικό BNP.

Αυτό μας δίνει έδαφος να ελπίζουμε στην επιτυχία του αντιφασιστικού αγώνα, αλλά δεν πρέπει και να μας εφησυχάζει.

Η φασιστική πολιτική που στηρίζεται στην κοινοβουλευτική παρέμβαση μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο να οργανωθούν οι φασιστικές συμμορίες. Υπάρχουν ήδη παραδείγματα από την περίοδο του μεσοπολέμου στην Αυστρία και την Ισπανία. Και στις δύο αυτές χώρες το 1934 εμφανίστηκε ο λεγόμενος "κληρικός φασισμός": δολοφονική και καταπιεστική δεξιά πολιτική, η οποία παρ' όλ' αυτά δεν είχε ακόμα εξελιχθεί σε καθαρόαιμο ναζισμό. Αυτό όμως δεν χρειάστηκε παρά μόλις δυο-τρία χρόνια για να συμβεί, καθώς πολλοί παθητικοί υποστηριχτές της ακροδεξιάς εξελίχθηκαν σε ενεργά στελέχη.

Σήμερα οι ναζί ελπίζουν να ακολουθήσουν παρόμοιο δρόμο. Γι' αυτό το λόγο είναι τόσο σημαντικό να οργανωθούμε εναντίον τους εδώ και τώρα, προβάλλοντας και οξύνοντας τα εσωτερικά τους προβλήματα, χωρίς να τους αφήσουμε καμία περίοδο χάριτος για να ανασυνταχτούν.

Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τ.10, Μάρτης-Απρίλης 1994.

Σχόλια