Εξοπλισμοί και κρίση


Οι τεράστιες δαπάνες για τους εξοπλισμούς και τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν το τίμημα της "χρυσής εποχής" του καπιταλισμού. Ο Σωτήρης Κοντογιάννης επιχειρηματολογεί γιατί αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει σήμερα.


Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σημάδεψε την αρχή μιας "χρυσής εποχής" για τον καπιταλισμό χωρίς προηγούμενο στην ιστορία. Για τρεις δεκαετίες οι οικονομίες των βιομηχανικών χωρών πέταγαν από επιτυχία σε επιτυχία. Το 1970 η αμερικάνικη οικονομία παρήγαγε τρεις φορές περισσότερα από το 1940! Στην Ευρώπη, που είχε βγει απ' τον πόλεμο κατεστραμμένη, η διαφορά έμοιαζε ακόμα πιο εκρηκτική: στη Δυτική Γερμανία η ετήσια παραγωγή (το ΑΕΠ) τινάχτηκε ανάμεσα στο 1949 και το 1970 πέντε φορές πάνω, στη Γαλλία τέσσερις, στη Βρετανία δύο.

Για εκατομμύρια εργάτες σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο -και όχι μόνο- η "μεγάλη άνθηση άλλαξε ριζικά τις ζωές τους. Η πείνα, η μόνιμη ανασφάλεια, η ανεργία, έμοιαζαν φαντάσματα του παρελθόντος. Αντί γι' αυτά οι εργάτες τώρα αποκτούσαν μαζικά τηλέφωνα, ραδιόφωνα, πλυντήρια ρούχων, αυτοκίνητα. Το "αμερικάνικο όνειρο" έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα -το μόνο που χρειαζόταν, έλεγαν οι απολογητές του καπιταλισμού, ήταν δουλειά και υπομονή. 

Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι μέσα σ' αυτό το κλίμα γενικευμένης ευφορίας, οι ιδέες του Μαρξ για τον καπιταλισμό και την αναπόφευκτη τάση του να καταλήγει σε κρίσεις είχαν ξεχαστεί, ακόμα κι από πολλούς "μαρξιστές". Οι θεωρίες της κρατικής παρέμβασης του Μέυναρντ Κέυνς, ενός αστού οικονομολόγου του μεσοπολέμου, είχαν γίνει "νέα ορθοδοξία ακόμα και μέσα στην αριστερά. Οι προβλέψεις του Μαρξ, έλεγαν σχεδόν όλοι, αποδείχτηκαν λάθος. Με τη βοήθεια του κράτους ο καπιταλισμός μπορεί να ξεφεύγει για πάντα από την κρίση!

Η "μεγάλη άνθηση" όμως δεν είχε στην πραγματικότητα καμιά σχέση με τις συνταγές του Κέυνς. Το 1938, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η παρέμβαση του κράτους δεν είχε καταφέρει να βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του Μεσοπολέμου. Στις ΗΠΑ -την καρδιά του καπιταλισμού- δέκα χρόνια μετά το Κραχ τον Οκτώβρη του 1929 οι επενδύσεις εξακολουθούσαν να είναι ανύπαρκτες, τα εργοστάσια υπολειτουργούσαν στο 70% του δυναμικού τους και η ανεργία ξεπερνούσε το 17%.

Τρία χρόνια αργότερα, η εικόνα αυτή είχε αντιστραφεί. Το 1941 η ανεργία είχε πρακτικά εκμηδενιστεί, οι γραμμές παραγωγής δούλευαν ασταμάτητα, ενώ καινούρια εργοστάσια -κύρια για τις ανάγκες του μετώπου- ξεφύτρωναν το ένα δίπλα στο άλλο.

Αυτό που βοήθησε τον καπιταλισμό να ξεπεράσει την κρίση του Μεσοπολέμου δεν ήταν ο Κέυνς, αλλά ο πόλεμος. Οι τεράστιοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί, στην αρχή για τις ανάγκες του μετώπου και στη συνέχεια για τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου, είναι στην πραγματικότητα το "μυστικό" πίσω από τη "μεγάλη άνθηση". Για να καταλάβουμε πώς οι εξοπλισμοί κατάφεραν να παίξουν αυτό το ρόλο τη δεκαετία του '40, του '50 και του '60 πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην ίδια τη θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις.

Η "ψυχή" του καπιταλισμού, εξηγούσε ο Μαρξ, είναι το κέρδος. Οι βιομήχανοι δεν χτίζουν επειδή χρειάζονται οι ίδιοι τα προϊόντα που θα παράγουν, αλλά επειδή θέλουν να κερδίσουν, και μάλιστα όσο πιο πολλά μπορούν. Όμως η ίδια η λειτουργία του καπιταλισμού υπονομεί σιγά-σιγά τη δυνατότητα των καπιταλιστών να βγάζουν κέρδη.

Η μοναδική πηγή κέρδους των καπιταλιστών είναι η "υπεραξία", η κλεμμένη δουλειά των εργατών. Όμως όσο γερνάει ο καπιταλισμός, τα αφεντικά αναγκάζονται να επενδύουν όλο και περισσότερα για να μπορέσουν να αρπάξουν αυτή την υπεραξία: στην εποχή του Μαρξ οι βιομήχανοι αναγκαζόταν να αγοράσουν λίγα, φθηνά εργαλεία, για να βάλουν τους εργάτες να παράγουν "ανταγωνιστικά". Σήμερα, σε κάθε εργάτη αντιστοιχούν εργαλεία αξίας πολλών εκατομμυρίων. Όσο γερνάει ο καπιταλισμός, έλεγε ο Μαρξ, τα ποσοστά κέρδους των αφεντικών τείνουν να πέφτουν. Αναπόφευκτα φτάνει κάποια στιγμή που είναι τόσο μικρά που οι καπιταλιστές χάνουν το ενδιαφέρον τους για νέες επενδύσεις. Τότε ακριβώς είναι η στιγμή που ολόκληρη η οικονομία περνάει σε κρίση: τα εργοστάσια που φτιάχνουν μηχανήματα αρχίζουν να κλείνουν, οι εργάτες μένουν άνεργοι καταστρέφοντας την αγορά του κλάδου των καταναλωτικών προϊόντων (ρούχα, τρόφιμα, κλπ), κλπ. Στο τέλος τίποτα δε μένει ανέπαφο. Σε αντίθεση με τα παλιότερα συστήματα, στον καπιταλισμό οι κρίσεις είναι κρίσης "υπερσυσσώρευσης", δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου της "πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους", όπως η φύση δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου της βαρύτητας ή των νόμων της θερμοδυναμικής.

Φυσικά ο νόμος της βαρύτητας δεν λέει ότι ένα πούπουλο δεν μπορεί να πετάξει. Ούτε ότι ένα αεροπλάνο δεν μπορεί να απογειωθεί από την Αθήνα και να προσγειωθεί στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας -στην άλλη άκρη του κόσμου. Μ ε τον ίδιο τρόπο, ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν λέει ότι καπιταλισμός δεν μπορεί να βρίσκει τρόπους για να ξεπερνάει προσωρινά τις κρίσεις του. Ούτε αποκλείει τη δυνατότητα να γνωρίζει μακρές περιόδους ασταμάτητης ανάπτυξης, όπως ήταν η "μεγάλη άνθηση". Όπως η πτήση μιας οβίδας, έτσι και η άνθηση, δεν μπορεί όμως να συνεχίζεται για πάντα. Οι καπιταλιστές, έλεγε ο Μαρξ, μπορούν να βρίσκουν προσωρινά διάφορους τρόπους να "αντισταθμίζουν" τη λειτουργία του νόμου της "πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους". Στο τέλος όμως, όταν τελειώσουν τα "καύσιμα", το τίμημα θα είναι μια ακόμη πιο άγρια και βαθειά κρίση.

Αυτό ακριβώς έγινε στη "μεγάλη άνθηση". Μέχρι το 1939 οι ΗΠΑ ξόδευαν για εξοπλισμούς ελάχιστα -κατά κανόνα λιγότερο από 1,5% του ΑΕΠ. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα ποσοστά αυτά τινάχτηκαν στα ύψη: το 1943 και το 1944 είχαν φτάσει το 45%. Όταν τελείωσε ο πόλεμος και άρχισε ο αφοπλισμός τα ποσοστά αυτά φυσικά μειώθηκαν ξανά, όμως ποτέ δεν έφτασαν στα προπολεμικά επίπεδα. Το 1951 οι ΗΠΑ ξόδεψαν το 13,4% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς, το 1953 το 13,6%. Το 1969, 25 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εξοπλισμοί απορροφούσαν στις ΗΠΑ ακόμα το 9% του ΑΕΠ, τρεις φορές περισσότερα απ' ότι το 1939.

Οι εξωφρενικές αυτές, για περίοδο ειρήνης, στρατιωτικές δαπάνες είχαν ένα "περίεργο" αποτέλεσμα για τον αμερικάνικο καπιταλισμό: Παρά την τεράστια αφαίμαξη που σήμαιναν οι εξοπλισμοί, οι καπιταλιστές έβλεπαν τα κέρδη τους να αυγατίζουν και η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με σταθερούς ρυθμούς για τρεις ολόκληρες δεκαετίες.

Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβαινε δεν ήταν και τόσο περίεργο. Οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες λειτουργούσαν με διπλό τρόπο πάνω στην οικονομία.

Από τη μια μεριά οι εξοπλισμοί λειτουργούσαν σαν ατμομηχανή για τον αμερικάνικο καπιταλισμό. Η κυβέρνηση ενδιαφερόταν για τα προϊόντα της πολεμικής βιομηχανίας, για τα πολυβόλα, τις οβίδες, τα τανκς. Η αμερικάνικη κυβέρνηση συγκέτρωσε, αρχικά μέσα στον πόλεμο, ένα τεράστιο κεφάλαιο που λίμναζε -αφού οι καπιταλιστές δεν έβρισκαν αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες- και το έριξε στην παραγωγή: έχτισε εργοστάσια και στη συνέχεια τα έδωσε σε ιδιώτες για να τα βάλουν σε λειτουργία.

Η πολεμική προσπάθεια τράβηξε γρήγορα ολόκληρη την οικονομία από πίσω της. Εκατομμύρια εργάτες έπιασαν δουλειά στην πολεμική βιομηχανία. Το 1943 απασχολούσε πάνω από 17 εκατομμύρια εργάτες, σχεδόν ένας στους τέσσερις αμερικάνους δούλευε στην πολεμική βιομηχανία. Ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας που φυτοζωούσαν -η χαλυβουργία, οι χημικές βιομηχανίες, κλπ- απογειώθηκαν. Η απασχόληση αναβίωσε την αγορά των καταναλωτικών προϊόντων. Μέσα σε έξι χρόνια -από το 1938 μέχρι το 1944- τα κέρδη της αμερικάνικης βιομηχανίας τινάχτηκαν πέντε φορές πάνω!

Από την άλλη, οι τεράστιοι εξοπλισμοί λειτούργησαν σταθεροποιητικά στην αμερικάνικη οικονομία. Οι εξοπλισμοί έτρωγαν κάθε χρόνο μια χοντρή φέτα από τα κεφάλαια που θα πήγαιναν διαφορετικά σε παραγωγικές επενδύσεις. Οι ρυθμοί επενδύσεων ήταν πολύ χαμηλότεροι απ' ότι θα ήταν αν δεν υπήρχαν οι εξοπλισμοί. Οι εξοπλισμοί εμπόδισαν την "υπερσυσσώρευση" και όλες της τις γνωστές συνέπειες: την πτώση των ποσοστών κέρδους, τις υφέσεις, την κρίση.

Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Αυτός ο διπλός ρόλος της πολεμικής βιομηχανίας εξασφάλιζε στους καπιταλιστές της δύσης μια προστασία από τις συνέπειες του νόμου της "πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους", όμως το κόστος αυτής της προστασίας δεν ήταν εξίσου μοιρασμένο ανάμεσά τους: το κύριο βάρος του "Ψυχρού Πολέμου" έπεφτε στις πλάτες των ΗΠΑ. 

Τα πρώτα χρόνια αυτό δεν είχε μεγάλη σημασία. Η αμερικάνικη οικονομία ήταν παντοδύναμη. Το 1953 οι ΗΠΑ παρήγαγαν δυο φορές περισσότερα απ' όλες τις άλλες βιομηχανικές χώρες μαζί: 11 φορές περισσότερα από τη Γερμανία, 25 φορές περισσότερα από την Ιαπωνία, 8 φορές περισσότερα απ' όσα η Γαλλία.

Η άνιση κατανομή όμως των πολεμικών δαπανών υπονόμευε συνεχώς την κυριαρχία των ΗΠΑ. Την ίδια ώρα που οι αμερικάνοι καπιταλιστές ήταν αναγκασμένοι να ξοδεύουν 9, 10, 11% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς, οι σύμμαχοί τους ξόδευαν 3, 4, 5%. Η διαφορά γινόταν ανταγωνιστικές παραγωγικές επενδύσεις. Ιδιαίτερα ωφελημένες απ' αυτή τη διαφορά ήταν οι δύο χώρες που είχαν χάσει τον πόλεμο και οι νικητές τούς είχαν στερήσει το δικαίωμα να επανεξοπλιστούν: η Γερμανία και η Ιαπωνία. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 οι ΗΠΑ ανακάλυψαν με τρόμο ότι η οικονομία τους παρουσίαζε για πρώτη φορά στη μεταπολεμική τους ιστορία έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο: με άλλα λόγια, οι εισαγωγές ξεπερνούσαν τις εξαγωγές. Το 1971 η νομισματική κρίση ανάγκασε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να υποτιμήσει το δολάριο. Το σήμα ήταν σαφές για τους αμερικάνους καπιταλιστές: η πολιτική των υψηλών στρατιωτικών δαπανών δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο.

Τη δεκαετία του '70 οι αμερικάνικες κυβερνήσεις άρχισαν να στρέφονται προς την "ύφεση" και τον "αφοπλισμό". Την ίδια ώρα η παγκόσμια οικονομία βυθίζονταν στην πιο μακρόσυρτη κρίση της ιστορίας της -σε μια κρίση που δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει ακόμα. 

Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τ.30, Γενάρης-Φλεβάρης 1999. 

Σχόλια