Για την Επαναστατική Οργάνωση της Εργατικής Τάξης



Υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στη Μαρξιστική αντίληψη ότι "η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας" και στη λενινιστική έμφαση για την αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης

Να ένα ερώτημα που βασανίζει γενιές επαναστατών και που έγινε πιο οξυμένο μετά την εμπειρία της επικράτησης του σταλινισμού στα κόμματα της Τρίτης Διεθνούς.

Ο φόβος μήπως ο συντηρητισμός των κομματικών μηχανισμών αποδειχτεί τροχοπέδη στην επαναστατική ορμή των μαζών διαπερνάει τις αναζητήσεις και τις διαμάχες των επαναστατών από τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος. Και δεν εννοούμε μόνο τις διαμάχες των μαρξιστών με τους αναρχικούς. Οι ίδιοι οι μετέπειτα ιδρυτές της Τρίτης Διεθνούς είχαν διχαστεί πάνω σ' αυτό το ερώτημα.

Η Λούξεμπουργκ και ο Τρότσκι στην περιβόητη οργανωτική διαμάχη της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας βρέθηκαν στην αντίπαλη όχθη με το Λένιν, προβάλλοντας ακριβώς την ανησυχία τους μήπως:
«...ο οργανωτικός μηχανισμός του κόμματος υποκαθιστά το κόμμα σαν σύνολο. Έπειτα η κεντρική επιτροπή υποκαθιστά τον οργανωτικό μηχανισμό. Και τέλος ο "δικτάτορας" υποκαθιστά την Κεντρική Επιτροπή». (Τρότσκι),
ή ακόμα πιο εμφατικά ότι:
«...το μη συνειδητοποιημένο προηγείται από το συνειδητό. Η λογική της ιστορίας προέρχεται από την υποκειμενική λογική των ανθρώπινων πράξεων που συμμετέχουν στην ιστορική διαδικασία. Τα διευθυντικά όργανα του σοσιαλιστικού κόμματος έχουν την τάση να παίζουν συντηρητικό ρόλο». (Λούξεμπουργκ)

Η ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα της γραφειοκρατικοποίησης και του συντηρητισμού μέσα στις ίδιες τις μορφές οργάνωσης του εργατικού κινήματος δεν είναι μονοπώλιο ούτε των αναρχικών, ούτε των σύγχρονων "εναλλακτικών" κινημάτων. Η διαφορά των μαρξιστών επαναστατών είναι ότι προχώρησαν πέρα από την ευαίσθητη καταγραφή του προβλήματος στην αναζήτηση της ρίζας του και των τρόπων για το ξεπέρασμά του. Στα κείμενα του Λένιν και του Γκράμσι, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι, διατυπώνεται μια διέξοδος απ' αυτά τα διλήμματα, μια νέα αντίληψη για την επαναστατική οργάνωση της εργατικής τάξης.

Κι αν οι απόψεις που διαμόρφωσαν έχουν καταγραφεί με το όνομα "λενινισμός", αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι κοινές κατακτήσεις όλων τους. Ο Τρότσκι αναγνώρισε έμπρακτα ότι το κόμμα του Λένιν δεν έπασχε από την αρτηριοσκλήρωση που του καταμαρτυρούσαν, προσχωρώντας σ' αυτό την κρίσιμη ώρα της επανάστασης. Και η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπογράμμισε τραγικά με το αίμα της διαλεκτική ανάμεσα στο επαναστατικό κόμμα και την εργατική τάξη, όταν θυσιάστηκε σε μια εξέγερση που θεωρούσε πρόωρη, αλλά δεν είχε τρόπο να πείσει τους εξεγερμένους εργάτες του Βερολίνου για το πώς μπορούσαν να νικήσουν.

Οι κατακτήσεις εκείνης της περιόδου γύρω από το πρόβλημα των σχέσεων κόμματος-τάξης χάθηκαν κάτω από το βάρος της σταλινικής αντεπανάστασης που ακολούθησε. Πριν καλά καλά προλάβουν να φανούν  στην πράξη οι αποστάσεις ανάμεσα στη λενινιστική αντίληψη και στη ρεφορμιστική παράδοση της Δεύτερης Διεθνούς, ο σταλινισμός φόρτωσε στις πλάτες του λενινισμού το ασήκωτο βάρος των εγκλημάτων του.

Η μακρόχρονη μεταπολεμική περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το φορτίο. Η καθημερινή εμπειρία των εργατών επί δεκαετίες ολόκληρες, έρχονταν σαν επιβεβαίωση ότι τα κόμματα που έβλεπαν γύρω τους λειτουργούσαν μέσα στο πλαίσιο του συστήματος, σαν σταθεροποιητές του και όχι σαν ανατροπείς του. Η δυσπιστία απέναντι στους επαναστάτες που μιλούσαν για την αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξεις έχει βαθιές ρίζες.

Δικαιολογημένα λοιπόν το ερώτημα βρίσκεται ξανά μπροστά μας. Υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην απελευθερωτική αυτενέργεια της εργατικής τάξης και στις προσπάθειες συγκρότησης ενός επαναστατικού κόμματος, που να στηρίζεται σ' αυτήν; Μετά από τόσες αρνητικές εμπειρίες είναι ανάγκη να παλεύουν για τη δημιουργία ενός τέτοιου κόμματος όσοι αγωνίζονται για την ανατροπή του καπιταλισμού; Κι αν ναι, ποιες μορφές οργάνωσης θα μας επιτρέψουν να ξεφύγουμε από τις αντιφάσεις και τα διλήμματα;

ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΑΝ ΑΝΤΙ-ΚΟΜΜΑ

Αφετηρία για να απαντήσουμε σ' αυτά τα ερωτήματα πρέπει να είναι η κατανόηση της μαρξιστικής τοποθέτησης ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης. Πώς πορεύεται άραγε η εργατική τάξη προς την απελευθέρωσή της; Ποιοι είναι οι μηχανισμοί της κίνησής της σ' αυτή την πορεία και πόσο "αυτόματοι" είναι;

Ιστορικά έχουν δημιουργηθεί δύο ρεύματα που στηρίζονται σε αντιλήψεις "αυτοματισμού" για την προοπτική της εργατικής τάξης.

Το ένα ρεύμα είναι ο ρεφορμισμός, που διαχωρίζει τα άμεσα από τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, διασπώντας τα σε τρέχουσες διεκδικήσεις και σε μακρινά οράματα. Το άλλοθι γι' αυτό το διαχωρισμό είναι η αντίληψη ότι η εργατική τάξη βαδίζει πάνω στις ράγες "των σιδερένιων νόμων της ιστορίας". Είναι η παράδοση του "αντικειμενικού" μαρξισμού (είτε ξεκινάει από τον Κάουτσκι είτε από το Στάλιν) που διαβλέπει έναν ισχυρό "αυτόματο" μηχανισμό προώθησης της εργατικής τάξης, την ύπαρξη των παραγωγικών δυνάμεων. Δεν χρειάζεται επαναστατική στρατηγική, το μόνο που χρειάζεται είναι η συμπαράταξη με τις "δυνάμεις της προόδου", αφού τελικά η πρόοδος δουλεύει για την εργατική τάξη.

Το δεύτερο ρεύμα είναι ο αναρχισμός. Ούτε εδώ χρειάζεται επαναστατική στρατηγική, γιατί κι εδώ προβάλλεται ένας αυτόματος μηχανισμός για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης: η αυθόρμητη έκρηξη. Ενώ στη ρεφορμιστική αντίληψη η πορεία της εργατικής τάξης έχει μια αρχή, αλλά το τέλος διαρκώς αναβάλλεται περιμένοντας την ιστορία να οδηγήσει το τρένο της προόδου στους μακρινούς σταθμούς των οραμάτων, στην αναρχική άποψη έχουμε μια πορεία που έχει μόνο τέλος, παρθενογεννημένο αυτόματα μέσα από τη σημερινή αντεπαναστατική πραγματικότητα.

Σε αντιπαράθεση μ' αυτούς τους αυτοματισμούς, ο μαρξισμός διαμορφώνει μια παρεμβατική αντίληψη για την επαναστατική διαδικασία, γιατί βλέπει την εργατική τάξη σαν το υποκείμενο αυτής της διαδικασίας απ' την αρχή ως το τέλος.

Η εργατική τάξη είναι η τάξη που έχει τη δύναμη να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να απελευθερώσει ολόκληρη την κοινωνία απελευθερώνοντας τον εαυτό της. Όμως στην πορεία της προς τα κει ξεκινάει από τη σημερινή της θέση, σαν τάξη που καταπιέζεται οικονομικά και ιδεολογικά από την αστική τάξη. Όταν δεχόμαστε λοιπόν ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο δικό της, μιλάμε για μια διαδικασία που στοχεύει στην ανατροπή της αστικής τάξης και του κράτους της και προχωράει στην ίδια την κατάργηση του κράτους και των τάξεων, αλλά που ξεκινάει από την πάλη των τάξεων όπως είναι σήμερα, κάτω από συνθήκες που τις έχει διαμορφώσει η κυριαρχία της αστικής τάξης. 

Αν ξεκόψουμε τα δύο άκρα αυτής της διαδικασίας βρισκόμαστε μπροστά σε αντιφατικές εικόνες. 

Στο ένα άκρο η νίκη της εργατικής τάξης δεν είναι η αναρρίχηση στην εξουσία του κόμματός της, αλλά η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος όπου "η κάθε μαγείρισσα μπορεί να κυβερνήσει", η δημιουργία της δημοκρατίας των σοβιέτ, των εργατικών συμβουλίων, που βαδίζουν προς την κατάργηση του κράτους και των τάξεων, άρα και των ίδιων των πολιτικών κομμάτων.

Στο άλλο άκρο, η κινητοποίηση της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό σημαίνει την ενεργητική συμμετοχή στους ταξικούς ανταγωνισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, την οργάνωσή της σε κόμματα και συνδικάτα για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις συνθήκες "ελεύθερου" οικονομικού και πολιτικού ανταγωνισμού, που επικρατούν στο καπιταλιστικό καθεστώς.

Το χάσμα λοιπόν, ανάμεσα στα δύο άκρα της επαναστατικής διαδικασίας, όταν ειδωθούν απομονωμένα είναι τεράστιο. Στο "εδώ και σήμερα" οι εργάτες αναγκάζονται να οργανωθούν σαν μισθωτοί που βγαίνουν στην αγορά να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη σαν εμπόρευμα, αναγκάζονται να φτιάξουν συνδικάτα, διεκδικούν καλύτερο μεροκάματο. Ενώ στρατηγικά η εργατική τάξη έχει γραμμένο στο λάβαρο της το σύνθημα για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, την κατάργηση του ταξικού ανταγωνισμού και την καθιέρωση της αρχής "από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του".

Η ίδια αντιφατικότητα υπάρχει και στο πολιτικό επίπεδο. Όπως ο οικονομικός ανταγωνισμός σπρώχνει τους εργάτες να οργανωθούν σε συνδικάτα, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί οδηγούν τους εργάτες να οργανωθούν σε κόμματα. Τα συνδικάτα και τα κόμματα δεν είναι κάποια εγκεφαλική ανακάλυψη των λενινιστών που "καπελώνουν" τους εργάτες. Η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού φέρνει τις μάζες μέσα στην πολιτική ζωή, η ίδια η αστική τάξη αναγκάζεται να κινητοποιήσει το προλεταριάτο για να το χρησιμοποιήσει στις συγκρούσεις της είτε με τις προκαπιταλιστικές τάξεις αρχικά είτε με τους ανταγωνιστές των άλλων χώρων (Μαρξ-Ένγκελς, Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Μπαίνοντας στην πολιτική ζωή το προλεταριάτο μαθαίνει να συγκρούεται όχι μόνο με τον κάθε εργοδότη σε οικονομικές μάχες, αλλά και με τους καπιταλιστές συνολικά, σε πολιτικές μάχες. Από τη συμμετοχή της εργατικής τάξης σ' αυτές τις συγκρούσεις ξεπηδούν όχι ένα, αλλά πολλά εργατικά κόμματα.

Ενώ όμως η εργατική τάξη μπαίνει στην πολιτική ζωή και κερδίζει εμπειρίες και πολιτική παιδεία κάτω από συνθήκες που σημαδεύονται από την κυριαρχία της αστικής τάξης, στρατηγικά είναι υποχρεωμένη να ξεπεράσει αυτές τις μορφές οργάνωσης για να μπορέσει να οργανωθεί η ίδια σαν κυρίαρχη τάξη.  

Το έμβρυο ή το πρόπλασμα της μετεπαναστατικής κοινωνίας δεν είναι ούτε το κόμμα ούτε το συνδικάτο, αλλά το εργατικό συμβούλιο.

Από αυτή την αντιφατικότητα ξεκινάει η ανάγκη για την εργατική τάξη να οργανωθεί όχι σε οποιοδήποτε εργατικό κόμμα, αλλά σε ένα ιδιόμορφο κόμμα, ένα κόμμα που προορίζεται να αυτοαναιρεθεί, ένα κόμμα που διακηρύσσει την πρόθεσή του να οδηγήσει την εργατική τάξη στην κατάργηση των τάξεων, του κράτους, των κομμάτων και του ίδιου του εαυτού του.

Να λοιπόν από πού ξεκινάει η ένταση που διαπερνάει τις συζητήσεις και τις διαμάχες για το χαρακτήρα του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Η αντιφατικότητα υπάρχει μέσα στην ίδια την αντίληψη του επαναστατικού κόμματος. Πρόκειται για ένα πολιτικό σχήμα που αρνείται να μείνει στο περιθώριο της πολιτικής ζωής όπως είναι οργανωμένη σήμερα, αλλά που ταυτόχρονα παλεύει για την ανατροπή των σημερινών πλαισίων της. Που στις σημερινές συνθήκες αναγκάζεται να παίζει ακόμα και το ρόλο του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου των εργατών, αλλά που παλεύει για να πάψουν οι σχέσεις εκπροσώπησης, για να πάρει την εξουσία η τάξη και όχι οι εκπρόσωποί της. Ένα κόμμα που παλεύει για να υπερβεί τον εαυτό του σαν θεσμό της αστικής κοινωνίας, ένα αντι-κόμμα.

Αλλά πώς μπορεί να υπάρχει ένα τέτοιο κόμμα, που υπερασπίζεται ενεργητικά, αποτελεσματικά τα εργατικά συμφέροντα μέσα στην καπιταλιστική καθημερινότητα χωρίς να ξεχάσει τα ιστορικά συμφέροντα της τάξης, ξεπέφτοντας στο ρεφορμισμό; Πώς μπορεί να ξεχωρίζει από την τάξη, να τη σπρώχνει μπροστά, αλλά να μην έχει ξεχωριστά συμφέροντα απ' αυτήν; Πώς γίνεται να είναι κόμμα και αντι-κόμμα ταυτόχρονα;

ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ

Απέναντι στη διαβρωτική δύναμη του καπιταλισμού να μετατρέπει τα εργατικά κόμματα και συνδικάτα σε αστικούς θεσμούς, οι επαναστάτες βρέθηκαν υποχρεωμένοι να οριοθετήσουν το εργατικό επαναστατικό κόμμα από τα αστικά εργατικά κόμματα. Η ίδια η πορεία του εργατικού κινήματος πρόβαλλε την ανάγκη της σύγκρουσης με το ρεφορμισμό. Για να μπορέσει η εργατική τάξη να συγκροτηθεί σαν πολιτική δύναμη, να συμμετάσχει αποτελεσματικά στον πολιτικό ανταγωνισμό χωρίς να υποταχθεί στο χαρακτήρα που του δίνει η αστική τάξη, αλλά αντίθετα να προβάλλει τη δική της προοπτική ανατροπής του αστικού κράτους, είναι ανάγκη το κόμμα της να συγκροτηθεί σε αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις.

Ο Λένιν ήταν ο πρώτος που διακήρυξε αυτό το χαρακτηριστικό του επαναστατικού κόμματος και στην πορεία ακολούθησαν και άλλοι επαναστάτες, όσο κι αν άργησαν να ξεκαθαρίσουν οργανωτικά τους λογαριασμούς τους με τους ρεφορμιστές.

Η δυνατότητα της εργατικής τάξης να εκφραστεί αυτόνομα πολιτικά, ανεξάρτητα από την αστική τάξη και το κράτος της, απαιτεί την αυτονομία των επαναστατών απέναντι στους ρεφορμιστές. Το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της τάξης, για να παραμείνει πιστό στις επαναστατικές διακηρύξεις του, πρέπει να οργανωθεί σε διαρκή αντιπαράθεση με τις αστικές επιρροές μέσα στην τάξη και τις οργανώσεις της.

Στην περιβόητη διαμάχη της Ρώσικης Σοσιαλδημοκρατίας τα αυστηρά κριτήρια του Λένιν για το ποιος είναι μέλος στρέφονται ενάντια στα ρεφορμιστικά στοιχεία, ενάντια στους υποψήφιους γεφυροποιούς με την αστική τάξη, που διεκδικούσαν την "ελευθερία" να κινούνται και να στήνουν αστικές συμμαχίες στο όνομα της εργατικής τάξης, έξω από τον έλεγχο των πρωτοπόρων αγωνιστών της τάξης.

Μόνο όταν γίνει κατανοητός αυτός ο προσανατολισμός είναι δυνατό να απαντηθεί το προφανές ερώτημα "και από που αντλούν τη δύναμη αυτή οι επαναστάτες να αντιστέκονται στη διάβρωση του αστισμού, να επιμένουν στην υπεράσπιση της ιστορικής προοπτικής της εργατικής τάξης, να αμύνονται στις σειρήνες του αστισμού;

Αν ο Λένιν μιλούσε αφηρημένα μόνο για οργανωτικά μέτρα, σε αντιπαράθεση με το αυθόρμητο κίνημα, τότε θα ήταν δικαιολογημένες οι κατηγορίες σε βάρος του για Γιακωβινισμό, για Μπλανκισμό, για υπερύψωση της διανόησης πάνω απ' το προλεταριάτο, κλπ, κλπ. Σ' ένα τέτοιο σχήμα, η οργανωτική αυτονομία των επαναστατών θα ήταν ακατανόητη, δεν θα είχε κανένα στήριγμα, αφού η τάξη παρουσιάζεται σαν αυθόρμητα ρεφορμιστική και οι πειθαρχημένοι και περιχαρακωμένοι επαναστάτες καταδικασμένοι στο ρόλο είτε της σέχτας είτε της αντεργατικής κλίκας.

Η αντίληψη ότι η ταξική συνείδηση υπάρχει μόνο μέσα στο κόμμα σε αντιπαράθεση με τις μη συνειδητοποιημένες μάζες τριγύρω του, είναι κληρονομιά του σταλινισμού και όχι του λενινισμού.

Το κλειδί που επιτρέπει στο Λένιν μιαν αυστηρά οριοθετημένη και περήφανα ανεξάρτητη οργάνωση των επαναστατών σε διαρκή αντιπαράθεση με την αστική επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα, χωρίς να πέφτει στις μικροαστικές φαντασιώσεις, για ένα κόμμα σαν τον Πάπα (Κόμμα της θείας επιφοίτησης) είναι η αντίληψή του για την εργατική πρωτοπορία.


ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ

Η εργατική τάξη στην απελευθέρωσή της δεν κινείται σαν μια ομοιόμορφη μάζα, η κίνησή της είναι διαρκώς ανισόμερη, τα ύψη στα οποία φτάνει η αυτενέργειά της ποικίλουν, γνωρίζουν συνεχώς προχωρήματα και οπισθοχωρήσεις κάτω από την επίδραση αντιφατικών πιέσεων.

Η θέση της εργατικής τάξης μέσα στην παραγωγή, η εμπειρία της εκμετάλλευσης αλλά και η αίσθηση της συλλογικής της δύναμης, την οδηγεί σε αυθόρμητη σύγκρουση με τον καπιταλισμό, σε ενστικτώδη αναζήτηση της δικιάς της προοπτικής, του κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός δεν είναι ουτοπία, "όραμα" αφηρημένο, πρότυπο. Είναι ζωντανή τάση που ενυπάρχει μέσα στους ίδιους τους εργατικούς αγώνες και αναζητά τη δικαίωσή της στη νίκη τους.

Ταυτόχρονα όμως η θέση της εργατικής τάξης σαν τάξης που κυριαρχείται και πολιτικά και ιδεολογικά από τους αστούς μέσα στον καπιταλισμό, σπρώχνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμα και μέσα στην κίνησή της η εργατική τάξη κουβαλάει τις ιδέες της κυρίαρχης ιδεολογίας, που τη βαραίνουν και την τραβούν προς τα πίσω σαν βαρίδια. Μόνο όταν καταφέρει να ανεβάσει την επαναστατική δράση της σε τέτοια ύψη ώστε να τσακίσει τα ορμητήρια αυτών των αντιδραστικών ιδεών, δηλαδή την οικονομική και πολιτική δύναμη των καπιταλιστών και του κράτους τους, μόνο τότε θα αρχίσει η εργατική τάξη να ξεφεύγει απ' αυτές τις πιέσεις.

Στο μεταξύ, αυτή η συνεχής διελκυστίνδα σημαίνει ότι μέσα στην εργατική τάξη υπάρχουν πολλά και διαφορετικά επίπεδα συνείδησης, μια κυριολεκτική στρωματοποίηση της τάξης σε προχωρημένα και καθυστερημένα κομμάτια, σε εργάτες συνδικαλισμένους και σε εργάτες ανοργάνωτους, σε εργάτες μαχητικούς που κουβαλάνε καθυστερημένες ιδέες, σε εργάτες πρωτοπόρους επαναστάτες και εργάτες αδρανοποιημένους οπαδούς των ρεφορμιστικών ή των αστικών κομμάτων.

Η ίδια η κίνηση της τάξης μέσα στον καπιταλισμό αναδεικνύει πάντοτε ένα ξεχωριστό κομμάτι της τάξης, μιαν εργατική πρωτοπορία που είναι η φυσική ηγεσία της αυτενέργειας της τάξης.

Τι συνέπειες έχει μια τέτοια διαπίστωση για τον τρόπο οργάνωσης της τάξης;

Πρώτα απ' όλα, πρέπει να δούμε ότι αυτός ο διαχωρισμός της εργατικής τάξης σε πρωτοπόρους και καθυστερημένους, σε ηγεσία και βάση, είναι μια αντανάκλαση μέσα στην ίδια την τάξη της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και του καταμερισμού εργασίας. (Γκράμσι, "Ο Σύγχρονος Ηγεμόνας")

Η αναγνώριση αυτού του διαχωρισμού είναι βέβαια δυσάρεστη για τους επαναστάτες που παλεύουν για την ανατροπή των αστικών σχέσεων εκπροσώπησης και την κατάργηση των διακρίσεων χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, διευθυντή-διευθυνόμενου, ηγέτη-οπαδού. Όσο δυσάρεστη κι αν είναι όμως, αυτή η διαπίστωση είναι απαραίτητη για να οργανωθεί η πάλη, γιατί μόνο εντοπίζοντας την εργατική πρωτοπορία μπορούν οι επαναστάτες να συνδεθούν με το κοινωνικό υποκείμενο που δίνει ζωή, συνέχεια και αντοχή στον αγώνα τους.

Είναι αμέτρητες οι φορές που η λενινιστική αντίληψη για την εργατική πρωτοπορία έχει κατηγορηθεί σαν "ελιτίστικη", σαν υπεύθυνη για τον απαράδεκτο διαχωρισμό της τάξης σε ηγεσία και βάση.

Στην πραγματικότητα ο απαράδεκτος διαχωρισμός δεν είναι δημιούργημα κάποιας "αντίληψης", αλλά του ίδιου του αυθόρμητου τρόπου κίνησης της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό. Η αξία της λενινιστικής αντίληψης είναι ακριβώς ότι εντοπίζει τον κοινωνικό φορέα που μπορεί να στηρίζει την πάλη για την κατάργηση των ταξικών διαχωρισμών. Η κατάργηση αυτή δεν είναι θέμα φραστικών διακηρύξεων περί ισότητας (άλλωστε οι αστοί μας έχουν χορτάσει από τέτοιες διακηρύξεις) ούτε είναι θέμα κάποιων οργανωτικών διακηρύξεων ή όρκων που δίνουν οι επαναστάτες μεταξύ τους για τον τρόπο λειτουργίας τους. Είναι θέμα πάλης της εργατικής πρωτοπορίας να τραβήξει ακόμα και τα πιο καθυστερημένα κομμάτια της τάξης μέσα στους αγώνες, να τα βοηθήσει να συμμετάσχουν στην απελευθερωτική κίνηση της τάξης, να διδαχτούν από την ίδια την αγωνιστική τους εμπειρία την ανάγκη ανατροπής του αστικού κράτους και εγκαθίδρυσης της εξουσίας της δικιάς τους τάξης.

Οι απόψεις των αναρχικών, που κατηγορούν το Λένιν για ελιτισμό και φαντάζονται ότι φτιάχνουν την κοινωνία των "ίσων" μέσα στις ομάδες τους, είναι η άλλη όψη του νομίσματος των σταλινικών απόψεων, που θεωρούν το κόμμα σαν πρότυπο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Το έμβρυο της απελευθερωμένης κοινωνίας δεν είναι η πολιτική οργάνωση των επαναστατών, αλλά τα μαζικά όργανα της εργατικής εξουσίας, τα εργατικά συμβούλια. Όποιος μπερδεύει αυτά τα δύο, ταυτίζει την ομαδούλα του με την τάξη και καταλήγει σε αντιδραστικά καραγκιοζιλίκια, όσες καλοπροαίρετες δηλώσεις κι αν κάνει.

Αυτό που επιτρέπει στο λενινιστικό κόμμα να μην πέσει σε τέτοιες συγχύσεις είναι ακριβώς ο προσανατολισμός του στην εργατική πρωτοπορία σαν φυσική ηγεσία των αγώνων της τάξης, σαν κοινωνική δύναμη που του επιτρέπει να είναι κομμάτι της τάξης αλλά και ξεχωριστό απ' αυτήν, να έχει τις τύχες του δεμένες με την πορεία της τάξης, αλλά να μη συγχέει τον εαυτό του με την τάξη. Να είναι ένα κόμμα που δεν υποκαθιστά την τάξη ούτε την εκπροσωπεί, αλλά παλεύει για να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση, την οργανωτικότητα και την ενεργητικότητα ολόκληρης της τάξης στο ύψος των πρωτοπόρων τμημάτων της και των ιστορικών συμφερόντων της.

Γι' αυτό όσο μαχητικά και ενεργητικά διακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους απέναντι στους ρεφορμιστές μέσα στο εργατικό κίνημα, άλλο τόσο δραστήρια και αποφασιστικά οι λενινιστές αυτοπειθαρχούν και προσαρμόζουν τη δράση τους στις πολιτικές ανάγκες της εργατικής πρωτοπορίας, στην πολιτική συγκρότησή της και το ιδεολογικό ξεκαθάρισμά της, στη δημιουργία ενός κόμματος όπου οι αρχές της προλεταριακής επανάστασης είναι κτήμα της εργατικής πρωτοπορίας, όπου το κόμμα της επανάστασης και το κόμμα των πρωτοπόρων εργατών είναι ένα και το αυτό.

Ήδη όμως φτάνουμε σε ένα επόμενο πρόβλημα. Αυτή η ενότητα, αυτή η συγχώνευση δεν μπορεί να κατανοηθεί σαν συνένωση δύο διαφορετικών κατηγοριών που προϋπάρχουν και αυτοκαθορίζονται. Η δημιουργία του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης δεν είναι η συνένωση κάποιων επαναστατών που χρίζονται από μόνοι τους φορείς της προλεταριακής θεωρίας και ιδεολογίας με κάποιους εργάτες που αυτοαποκαλούνται πρωτοπόροι. Αντίθετα, πρέπει να δούμε την ίδια την οικοδόμηση και λειτουργία του επαναστατικού κόμματος σαν διαδικασία κατάκτησης της επαναστατικότητας και της πρωτοπορίας. Μια δυναμική και διαλεκτική διαδικασία, όπου το κόμμα συγκροτείται και κατακτά την επαναστατική θεωρία και την πρωτοπόρα πρακτική του μέσα από ένα συνεχή διάλογο με την τάξη.

ΚΟΜΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

Η μαρξιστική άποψη ότι όσοι φιλοδοξούν να γίνουν  διαφωτιστές και εκπαιδευτές της εργατικής τάξης έχουν ανάγκη οι ίδιοι από εκπαίδευση, την οποία αποκτούν μέσα στην επαναστατική πρακτική είναι ένα νήμα για να παρακολουθήσουμε παραπέρα τη σχέση κόμματος και τάξης.

Οι ίδιες οι αρχές πάνω στις οποίες στηρίζει την ύπαρξή του το επαναστατικό κόμμα είναι βγαλμένες από την κίνηση της εργατικής τάξης και όχι από κάποιους θεωρητικούς εγκέφαλους. Ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ξεκαθαρίζει ότι οι κομμουνιστές "δεν διακηρύσσουν δικές τους σεχταριστικές αρχές με τις οποίες να διαμορφώνουν και να καλουπώνουν το εργατικό κίνημα". Γι' αυτό ακριβώς και ο ίδιος ο Μαρξ διδάχτηκε από την Κομμούνα "την πολιτική μορφή με την οποία μπορεί να γίνει η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας". Με τον ίδιο τρόπο ο Λένιν διδάχτηκε από τους Ρώσους εργάτες τη συγκεκριμένη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου σαν εξουσίας των Σοβιέτ.

Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι μόνο να κατανοήσουμε ότι οι κατακτήσεις της επαναστατικής θεωρίας στο παρελθόν στηρίζονται στις επαναστατικές ανατάσεις της εργατικής τάξης. Το ζήτημα είναι να δούμε ότι ολόκληρη η φυσιογνωμία του επαναστατικού κόμματος στηρίζεται στις σχέσεις του όχι μόνο με τις παραδόσεις της τάξης, αλλά και με τη ζωντανή καθημερινή πρακτική της.

Γιατί αυτός που διδάσκει το κόμμα πώς να είναι πρωτοπόρο, πώς να εκπαιδεύει πρωτοπόρους μαχητές, είναι η ίδια η τάξη. Η συγκεκριμενοποίηση των στρατηγικών προσανατολισμών σε πρόγραμμα, η διαμόρφωση πολιτικού κριτηρίου για τη σωστή εκτίμηση των ταξικών συσχετισμών και της πολιτικής συγκυρίας, η εξάσκηση των διαφόρων τμημάτων της εργατικής πρωτοπορίας να αντιδρούν ομογενοποιημένα στα γεγονότα και τις εξελίξεις ώστε να συγκεντρώνουν όλη την ενεργητικότητα των μαζών στη σύγκρουση με το αστικό κράτος, όλα αυτά που μεταφράζουν συγκεκριμένα στην πράξη τις επαναστατικές διακηρύξεις, είναι πράγματα που δεν κληρονομούνται από το ένδοξο παρελθόν ούτε χαρίζονται από κάποιους φωτισμένους ηγέτες. Καταχτιούνται βήμα-βήμα σ' ένα συνεχή διάλογο με την τάξη, που εμπνέει, κρίνει, απορρίπτει, ξεδιαλέγει και συγκεκριμενοποιεί τις πρωτοβουλίες των επαναστατών.

Γι' αυτό, για να διατηρεί αυτή τη σχέση με την τάξη το ο επαναστατικό κόμμα είναι υποχρεωμένο να είναι κόμμα ελεύθερου διαλόγου και συλλογικής δράσης, κόμμα δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.

Δεκαετίες ολόκληρες εμπειρίας από τα σταλινικά ΚΚ, που διατηρούν το όνομα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού σαν ταμπέλα για τις γραφειοκρατικές λειτουργίες τους, έχουν ριζώσει καλά την προκατάληψη ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι οργανωτική συνταγή που νομιμοποιεί την παντοδυναμία της καθοδήγησης, την αυθαιρεσία των κεντρικών μηχανισμών πάνω στη βάση που αποτελείται από άβουλα μέλη, ικανά μόνο να εκτελούν εντολές και να κολλάν αφίσες. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτό το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, δεν είναι τσελεμεντές με πρακτικές οργανωτικές λειτουργίες, είναι αντίληψη για τη σχέση κόμματος-τάξης. Είναι η προσπάθεια να προσαρμόζονται οι λειτουργίες των επαναστατών στις ανάγκες του διαλόγου με την τάξη. Αυτό είναι που επιβάλλει οργανωτικές λειτουργίες που να ακολουθούν το σχήμα: συζήτηση-απόφαση-δράση-συζήτηση, σαν διαδικασία διαμόρφωσης μαχητών της τάξης.

Για να μην είναι ευχολόγιο η δημοκρατία και η συλλογικότητα πρέπει να στηρίζονται σε δύο βασικούς προσανατολισμούς: ο πρώτος είναι η εξωστρέφεια, η ενεργητική συμμετοχή όλων των επαναστατών στην πρακτική οργάνωση των αγώνων της τάξης, η συστηματική επιδίωξη της άμεσης επικοινωνίας με εμπειρίες του κινήματος που βάζουν τα προβλήματα, που τροφοδοτούν τη συζήτηση. Και ο δεύτερος είναι η συστηματικότητα της συζήτησης, η αντιμετώπισή της με βάση την επαναστατική θεωρία και τη συλλογική εμπειρία και και όχι τις προσωπικές διαθέσεις του καθενός.

Μόνο οι επαναστάτες που παίρνουν στα σοβαρά και τους δύο αυτούς προσανατολισμούς, που είναι αποφασισμένοι να αυτοπειθαρχήσουν στις ανάγκες τόσο των αγώνων όσο και των συζητήσεων μπορούν να συμμετέχουν σε μια διαδικασία διαλόγου με την τάξη και να στηρίζουν αντίστοιχες οργανωτικές λειτουργίες. Η λενινιστική "πειθαρχία" είναι η αποδοχή της ανάγκης να συνδέει ο κάθε επαναστάτης την προσωπική του εμπειρία με τη συλλογική θεωρία και πρακτική του κόμματος, τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο.

Πάνω σ' αυτές τις επιλογές είναι δυνατό να στηριχτεί μια λειτουργία, όπου η συζήτηση είναι ελεύθερη, οι διαφωνίες συζητιούνται ανοιχτά, οι αποφάσεις γίνονται σεβαστές από όλους, οι συλλογικά επεξεργασμένες απόψεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης.  


Πάνος Γκαργκάνας, Κόμμα και τάξη, Απρίλιος 1986 - Επαναστατικός Μαρξισμός, εκδόσεις εργατική δημοκρατία

Σχόλια