Τέχνη επαναστατική και τέχνη σοσιαλιστική



Όταν μιλάει κανείς για επαναστατική τέχνη σκέφτεται δυο ειδών καλλιτεχνικά φαινόμενα: τα έργα που τα θέματα τους καθρεφτίζουν την επανάσταση και τα έργα που χωρίς να συνδέονται θεματικά με την επανάσταση είναι βαθιά διαποτισμένα απ’ αυτήν, χρωματισμένα από την καινούργια συνείδηση που ξεπροβάλλει μέσα από την επανάσταση.

Πρόκειται για φαινόμενα που, ολοφάνερα, σηκώνουν ή θα μπορούσαν να σηκώσουν αντιλήψεις εξολοκλήρου διαφορετικές. Ο Αλέξης Τολστόι, στο μυθιστόρημα του "Ο Δρόμος των Μαρτυρίων", περιγράφει την περίοδο του πολέμου και της επανάστασης. Ανήκει στην παλιά σχολή της Γιάσναγια Πολιάνα, με λιγότερο πλάτος και άποψη πιο στενή. Για τα πιο μεγάλα γεγονότα αυτή χρησιμεύει μόνο να θυμίζει, σκληρά, ότι Γιάσναγια Πολιάνα υπήρξε μα δεν υπάρχει πια. Αντίθετα, όταν ο νεαρός ποιητής Τιχόνοβ μιλάει για ένα μικρομπακάλικο – μοιάζει σαν να δειλιάζει να γράψει για την επανάσταση – αντιλαμβάνεται και περιγράφει την αδράνεια, την ακινησία, με φρεσκάδα και φλογερή ορμητικότητα που μόνο ένας ποιητής της καινούργιας εποχής μπορεί να εκφράσει. 

Έτσι, η επαναστατική τέχνη και τα έργα πάνω στην επανάσταση, όσο κι αν δεν είναι ένα και το ίδιο πράγμα, έχουν κοινά σημεία επαφής. Οι καλλιτέχνες οι δημιουργημένοι από την επανάσταση, δεν μπορούν να μη θέλουν να γράψουν για την επανάσταση. Από το άλλο μέρος, η τέχνη που θα 'χει αληθινά κάτι να πει για την επανάσταση θα πρέπει να απορρίψει ανελέητα την άποψη του γερο Τολστόι, το πνεύμα του μεγάλου άρχοντα και τη φιλία του για το μουζίκο. 

Δεν υπάρχει ακόμα τέχνη επαναστατική. Υπάρχουνε στοιχεία αυτής της τέχνης, σημάδια, απόπειρες, προπαντός υπάρχει ο επαναστάτης άνθρωπος, που διαπλάθει την καινούργια γενιά κατ’ εικόνα και ομοίωση του και που έχει ολοένα και περισσότερη ανάγκη απ’ αυτή την τέχνη. Πόσος καιρός θα χρειαστεί ώσπου αυτή η τέχνη να εκδηλωθεί με τρόπο αποφασιστικό; Είναι δύσκολο ακόμα και να το μαντέψουμε, γιατί πρόκειται για διεργασία αστάθμητη και είμαστε γι’ αυτό αναγκασμένοι να περιορίζουμε τους υπολογισμούς μας ακόμα κι όταν πρόκειται να προσδιορίσουμε τις προθεσμίες υλικών κοινωνικών διεργασιών. Γιατί το πρώτο μεγάλο κύμα αυτής της τέχνης δε θα ερχότανε σε λίγο, σαν τέχνη της καινούργιας γενιάς που γεννήθηκε μέσα στην επανάσταση και που η επανάσταση την έφερε μαζί της; 

Η τέχνη της επανάστασης που καθρεφτίζει ανοιχτά όλες τις αντιφάσεις μιας μεταβατικής περιόδου, δεν πρέπει να συγχέεται με τη σοσιαλιστική τέχνη, που λείπει ακόμα η βάση της. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι η σοσιαλιστική τέχνη θα βγει απ’ αυτό που γίνεται στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου. 

Επιμένοντας σε μια τέτοια διάκριση, δε δείχνουμε καμιά αγάπη για τα σχήματα. Δεν είναι για το τίποτα που ο Ενγκελς χαρακτήρισε τη σοσιαλιστική επανάσταση σαν πήδημα από το Βασίλειο της αναγκαιότητας στο Βασίλειο της ελευθερίας. Η επανάσταση δεν είναι ακόμα "Βασίλειο της ελευθερίας". Αντίθετα, αναπτύσσει στον υπέρτατο βαθμό τα γνωρίσματα της "αναγκαιότητας". Ο σοσιαλισμός θα καταργήσει τους ταξικούς ανταγωνισμούς μαζί με τις τάξεις, ενώ η επανάσταση φέρνει την ταξική πάλη στο κορύφωμα της. Κατά την επανάσταση η λογοτεχνία που στυλώνει τους εργάτες στην πάλη τους εναντίον των εκμεταλλευτών είναι αναγκαία και προοδευτική. Η επαναστατική λογοτεχνία δε μπορεί να μην είναι διαποτισμένη από ένα πνεύμα κοινωνικού μίσους που την εποχή της προλεταριακής δικτατορίας είναι παράγοντας δημιουργικός στα χέρια της Ιστορίας. Στο σοσιαλισμό η αλληλεγγύη θ’ αποτελεί τη βάση της κοινωνίας. Ολόκληρη η λογοτεχνία, όλη η τέχνη θα είναι κουρντισμένη σε άλλους τόνους. Όλες οι συγκινήσεις που εμείς οι επαναστάτες σήμερα διστάζουμε να τις αποκαλέσουμε με το όνομα τους, τόσο έχουν εκχυδαϊστεί και εξευτελιστεί, η αφιλόκερδη φιλία, η αγάπη του πλησίον, η συμπάθεια, θα αντηχούν σαν δυνατά ακόρντα στη σοσιαλιστική ποίηση. 

Μια υπέρβαση αυτών των αφιλόκερδων αισθημάτων δεν υπάρχει κίνδυνος να εκφυλίσει τον άνθρωπο σε ζώο συναισθηματικό, παθητικό, αγελαίο, όπως το φοβούνται οι νιτσεϊστές; Καθόλου. Η ισχυρή δύναμη της άμιλλας που στην αστική κοινωνία παίρνει το χαρακτήρα του εμπορικού ανταγωνισμού, δε θα εξαφανιστεί στη σοσιαλιστική κοινωνία. Για να μεταχειριστούμε τη γλώσσα της ψυχανάλυσης, θα εξυψωθεί, θα εξιδανικευτεί, θα είναι ανώτερη και γονιμότερη, θα τοποθετηθεί στο πεδίο της πάλης για γνώμες, σχέδια, γούστα. Στο μέτρο που οι πολιτικοί αγώνες θα 'χουν εξαλειφτεί – σε μια κοινωνία όπου δε θα υπάρχουν τάξεις, δε θα μπορούσαν να υπάρχουν τέτοιοι αγώνες – τα απελευθερωμένα πάθη θα διοχετευθούν στην τεχνική και την κατασκευή, το ίδιο και στην τέχνη η οποία, φυσικά, θα γίνει πιο ανοιχτή, πιο ώριμη, πιο ψυχωμένη, μορφή πιο υψηλή της οικοδόμησης της ζωής σε όλους τους τομείς και όχι μόνο στον τομέα του «ωραίου», ή σαν πάρεργο. 

Όλες οι σφαίρες της ζωής, όπως η καλλιέργεια της γης, η σχεδιοποίηση των κατοικιών, η κατασκευή των θεάτρων, οι παιδαγωγικές μέθοδες, η λύση των επιστημονικών προβλημάτων, η δημιουργία καινούργιου στυλ θα ενδιαφέρουν όλους μαζί και τον καθένα χωριστά. Οι άνθρωποι θα χωρίζονται σε «κόμματα» γύρω από το ζήτημα ενός καινούργιου γιγαντιαίου καναλιού, ΄η πάνω στην κατανομή των οάσεων στη Σαχάρα (και τέτοιο ζήτημα θα τεθεί), πάνω στη διαρρύθμιση του κλίματος, πάνω σ’ ένα καινούργιο θέατρο, πάνω σε μια χημική υπόθεση, πάνω σε ανταγωνιζόμενες μουσικές σχολές, πάνω στο καλύτερο σύστημα αθλητισμού. Τέτοιες ανακατατάξεις δε θα δηλητηριάζονται από κανένα ταξικό ή καστικό εγωισμό. Όλοι θα ενδιαφέρονται το ίδιο για τις πραγματώσεις της κολεκτίβας. Η πάλη θα έχει χαρακτήρα καθαρά ιδεολογικό. Δε θα 'χει καμιά σχέση με το κυνηγητό του κέρδους, τη χυδαιότητα, την προδοσία και τη διαφθορά, με ότι αποτελεί την ψυχή του «συναγωνισμού» στην κοινωνία τη χωρισμένη σε τάξεις. Η πάλη δε θ’ άχει γι’ αυτό λιγότερο διεγερτική, λιγότερο δραματική και λιγότερο παθητική. Και καθώς στη σοσιαλιστική κοινωνία όλα τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, που άλλοτε λυνότανε αυθόρμητα και αυτόματα, όσο και τα προβλήματα τα εμπιστευμένα στην κηδεμονία ιερατικών καστών, θα γίνουν γενικό κτήμα, μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι τα συλλογικά πάθη και ενδιαφέροντα, ο ατομικός συναγωνισμός, θα 'χουν το πιο απέραντο πεδίο και τις πιο απεριόριστες ευκαιρίες να ασκηθούν. Η τέχνη δε θα υποφέρει από έλλειψη εκείνων των εκτονώσεων κοινωνικής νευρικής ενέργειας, εκείνων των συλλογικών ψυχικών παρορμήσεων που παράγουν καινούργιες καλλιτεχνικές τάσεις και μεταλλάξεις στυλ. Οι αισθητικές σχολές θα συσπειρωθούν γύρω από τα «κόμματα» τους, δηλαδή ενώσεις ταμπεραμέντων, γούστων, πνευματικών προσανατολισμών. Σε μια πάλη τόσο αφιλόκερδη και τόσο έντονη, πάνω σε μια πολιτιστική βάση που υψώνεται ολοένα, η προσωπικότητα θα μεγαλώνει σ’ όλες τις κατευθύνσεις και θα ακονίζει την ανεκτίμητη βασική της ιδιότητα, να μην ικανοποιείται ποτέ μ’ αυτό που έχει πετύχει. Στ’ αλήθεια, δεν έχουμε κανένα λόγο να φοβόμαστε μήπως στη σοσιαλιστική κοινωνία η προσωπικότητα μουδιάσει ή πάθει κατάπτωση. 

Μπορούμε να προσδιορίσουμε την τέχνη της επανάστασης με τη βοήθεια ενός παλιού ονόματος; Ο σύντροφος Οσίνσκυ την αποκαλεί κάπου ρεαλιστική. Αυτό είναι σωστό και σημαντικό. Θα 'πρεπε όμως να συμφωνήσουμε πάνω στον ορισμό αυτής της έννοιας για ν’ αποφύγουμε παρανοήσεις. Ο πιο ολοκληρωμένος ρεαλισμός στην τέχνη συμπίπτει στην ιστορία μας με το «χρυσόν αιώνα» της λογοτεχνίας, δηλαδή με τον κλασικισμό μιας λογοτεχνίας για την τάξη των ευγενών. Η περίοδος των ταξικών θεμάτων, τον καιρό όπου ένα έργο κρινότανε κατά πρώτο λόγο από τις κοινωνικές προθέσεις του συγγραφέα, συμπίπτει με την περίοδο όπου η διανόηση, που αφυπνιζόταν, ζητούσε ένα πέρασμα προς την κοινωνική δράση και επιχειρούσε να συνδεθεί με το «λαό» στην πάλη της ενάντια στο παλιό καθεστώς. 

Η παρακμιακή σχολή και ο συμβολισμός που γεννήθηκαν σαν αντίθεση στον κυρίαρχο ρεαλισμό, αντιστοιχούν στην περίοδο όπου η διανόηση, χωρισμένη από το λαό, λατρεύοντας σαν είδωλο τις δικές της εμπειρίες και υποταγμένη πραγματικά στην αστική τάξη, δεν εννοεί να διαλυθεί ψυχολογικά και αισθητικά μέσα στην αστική τάξη. Γι’ αυτό το σκοπό ο συμβολισμός επικαλέστηκε τη βοήθεια του Ουρανού. Ο προπολεμικός φουτουρισμός ήταν μια απόπειρα της διανόησης  να απελευθερωθεί σε ατομικιστικό επίπεδο από τα ερείπια του συμβολισμού και να βρει ένα προσωπικό σημείο στήριξης στις απρόσωπες πραγματώσεις του υλικού πολιτισμού. 

Τέτοια είναι σε αδρές  γραμμές η λογική της διαδοχής των μεγάλων περιόδων στη ρωσική λογοτεχνία. Καθεμιά απ’ αυτές τις τάσεις έκλεινε μέσα της μια κοινωνική αντίληψη του κόσμου ή της ομάδας που αποτύπωνε το σήμα της πάνω στα θέματα, στο περιεχόμενο, στην εκλογή του περίγυρου, στους χαρακτήρες των προσώπων κλπ. Η ιδέα περιεχόμενο δεν αναφέρεται στο υποκείμενο, με την τυπική σημασία του όρου, μα στην κοινωνική αντίληψη. Μια εποχή, μια τάξη και τα αισθήματα τους βρίσκουν την έκφραση τους τόσο στο δίχως θέμα λυρισμό όσο και στο κοινωνικό μυθιστόρημα. Έπειτα μπαίνει το ζήτημα της μορφής. Σε ορισμένα όρια αυτή αναπτύσσεται σύμφωνα με δικούς της νόμους, όπως και οποία άλλη τεχνική. Κάθε καινούργια λογοτεχνική σχολή, όταν είναι πραγματικά σχολή και όχι αυθαίρετο μπόλιασμα, εκπορεύεται απ’ όλη την προηγούμενη εξέλιξη, από την υπάρχουσα ήδη τεχνική των λέξεων και των χρωμάτων, και ξεμακραίνει από τις γνωστές όχθες για καινούργια ταξίδια και καινούργιες κατακτήσεις. 

Σ’ αυτή την περίπτωση, όμοια, η εξέλιξη είναι διαλεκτική: η καινούργια λογοτεχνική τάση αρνιέται την προηγούμενη. Γιατί; Ολοφάνερα, ορισμένα αισθήματα και ορισμένες σκέψεις νιώθουν στενόχωρα μέσα στα πλαίσια των παλιών μεθόδων. Ταυτόχρονα, οι καινούργιες εμπνεύσεις βρίσκουνε στην παλιά τέχνη, την ήδη αποκρυσταλλωμένη, κάποια στοιχεία που, από μια κατοπινή εξέλιξη, μπορούν να τους δώσουν την αναγκαία έκφραση, και η σημαία της ανταρσίας εναντίον του «παλιού» στο σύνολό του υψώνεται εξ ονόματος ορισμένων στοιχείων που μπορούν να αναπτυχθούν. Κάθε λογοτεχνική σχολή περιέχεται "εν δυνάμει" στο παρελθόν και καθεμία αναπτύσσεται σε εχθρική ρήξη με το παρελθόν. Η αμοιβαία σχέση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο (αυτό, χωρίς να είναι απλώς ένα "θέμα", εμφανίζεται σαν ζωντανό σύμπλεγμα από αισθήματα και ιδέες που ζητάνε την έκφραση τους) καθορίζεται από την καινούργια μορφή, που έχει αποκαλυφθεί, ανακηρυχτεί και αναπτυχθεί κάτω από την πίεση μιας εσωτερικής αναγκαιότητας, μιας συλλογικής ψυχολογικής απαίτησης η οποία, όπως κάθε ανθρώπινη ψυχολογία, έχει κοινωνικές ρίζες. 

Απ’ όπου ο δυϊσμός κάθε λογοτεχνικής τάσης. Από το ένα μέρος προσθέτει κάτι στην τεχνική της τέχνης ανεβάζοντας (ή κατεβάζοντας) τη γενική στάθμη της καλλιτεχνικής δουλειάς, από το άλλο μέρος, με τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή της, εκφράζει απαιτήσεις καθορισμένες που σε τελευταία ανάλυση είναι απαιτήσεις ταξικές. Απαιτήσεις ταξικές σημαίνει και απαιτήσεις ατομικές: διά μέσου του ατόμου εκφράζεται η τάξη του. Αυτό σημαίνει και απαιτήσεις εθνικές, αφού το πνεύμα ενός έθνους καθορίζεται από την τάξη που το διευθύνει και υποτάσσει στον εαυτό της τη λογοτεχνία. 

Ας πάρουμε το συμβολισμό. Τι πρέπει να εννοούμε μ’ αυτό; Την τέχνη να μεταμορφώνεις συμβολικά την πραγματικότητα, σαν τυπολογική μέθοδο καλλιτεχνικής δημιουργίας; ΄Η μήπως τάση ξεχωριστή, που την αντιπροσωπεύουν ο Μπλοκ, ο Σολογκούμπ και άλλοι; Ο ρωσικός συμβολισμός δεν επινόησε τα σύμβολα. Δεν έκανε παρά να τα μπολιάσει πιο βαθιά πάνω στον οργανισμό της νεότερης ρωσικής γλώσσας. Μ’ αυτή την έννοια η αυριανή τέχνη, οποίοι και να 'ναι οι μελλοντικοί της δρόμοι, δε θα θέλει να απαρνηθεί την τυπολογική κληρονομιά του συμβολισμού. Ο πραγματικός ρωσικός συμβολισμός, σε χρόνια καθορισμένα μεταχειρίστηκε το σύμβολο για σκοπούς καθορισμένους. Ποιους; Η παρακμιακή σχολή που προηγήθηκε απ’ το συμβολισμό ζητούσε λύση σ’ όλα τα καλλιτεχνικά προβλήματα μέσα στο φλασκί των εμπειριών της προσωπικότητας: σεξ, θάνατος κλπ., ή μάλλον σεξ και θάνατος, κλπ. Δε μπορούσε παρά να εξαντληθεί πολύ σύντομα. Από δω ακολούθησε, όχι δίχως μια κοινωνική παρόρμηση, η ανάγκη να βρουν μια κύρωση πιο ομόλογη στις απαιτήσεις, αισθήματα και ψυχικές διαθέσεις, για να τα εμπλουτίσουν και να τα ανεβάσουν σε ανώτερο επίπεδο. Ο συμβολισμός που έκανε την εικόνα, όχι μόνο καλλιτεχνική μέθοδο μα και σύμβολο πίστης, ήταν για τη διανόηση το καλλιτεχνικό γεφύρι που οδηγούσε στο μυστικισμό. Μ’ αυτή την έννοια, καθόλου τυπική και αφηρημένη μα συγκεκριμένα κοινωνική, δεν υπήρξε μόνο μέθοδος καλλιτεχνικής τεχνικής, μα εξέφραζε τη φυγή μπροστά στην πραγματικότητα με την κατασκευή ενός υπερπέραν, την αυταρέσκεια μέσα στο παντοδύναμο ονειροπόλημα, το διαλογισμό και την παθητικότητα. Στον Μπλοκ βρίσκουμε ένα Γιουκόβσκι εκμοντερνισμένο. Οι παλιές μαρξιστικές συλλογές και φυλλάδια (του 1908 και των επόμενων χρόνων), όσο στοιχειώδεις κι αν μπορεί να ήταν ορισμένες γενικεύσεις τους (έτειναν να τα βάλουν όλα μέσα στο ίδιο σακί) έδωσαν για τη "λογοτεχνική παρακμή" μια διάγνωση και μια πρόγνωση ασύγκριτα πιο σημαντικές και πιο σωστές απ’ ότι έκανε λόγου χάρη ο σύντροφος Τσουζάκ που έσκυψε πάνω στο πρόβλημα της μορφής νωρίτερα και πιο προσεκτικά από πολλούς άλλους μαρξιστές, μα που, κάτω από την επίδραση των σύγχρονων καλλιτεχνικών σχολών, είδε σ’ αυτές τους σταθμούς της συσσώρευσης μιας προλεταριακής κουλτούρας, όχι τους σταθμούς μιας αυξανόμενης απομάκρυνσης της διανόησης από τις μάζες. 

Τι καλύπτει ο όρος "ρεαλισμός"; Σε διάφορες εποχές ο ρεαλισμός έδωσε έκφραση στα αισθήματα και στις ανάγκες διάφορων κοινωνικών ομάδων, με ολότελα διαφορετικά μέσα. Κάθε μια από τις ρεαλιστικές σχολές απαιτεί ξέχωρο καλλιτεχνικό και κοινωνικό ορισμό, ξέχωρη λογοτεχνική και τυπολογική εκτίμηση. Τι έχουνε κοινό; Κάποια όχι αμελητέα έλξη για ότι αφορά τον κόσμο, τη ζωή τέτοια που είναι. Χωρίς καθόλου ν’ αποφεύγουν την πραγματικότητα, την αποδέχονται στη συγκεκριμένη σταθερότητα της ή στην ικανότητα της για μεταμόρφωση. Προσπαθούν να ζωγραφίσουν τη ζωή όπως είναι ΄η να την κάνουν κορυφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, είτε για να την δικαιώσουνε ή να την καταδικάσουνε, είτε για να την φωτογραφίσουνε, να την γενικεύσουν ή να τη συμβολίσουνε. Είναι πάντα η ζωή στις τρεις διαστάσεις μας, σαν ύλη επαρκής κι ανεκτίμητης αξίας. 

Μ’ αυτή την πλατιά φιλοσοφική έννοια, όχι εκείνη της λογοτεχνικής σχολής, μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι η καινούργια τέχνη θα είναι ρεαλιστική. Η επανάσταση δε μπορεί να συνυπάρχει με το μυστικισμό. Αν αυτό που ο Πιλνιάκ, οι εικονιστές και κάποιοι άλλοι αποκαλούν ρομαντισμό τους, είναι, μπορεί να το φοβάται κανείς, μια δειλή προώθηση του μυστικισμού κάτω από καινούργιο όνομα, η επανάσταση δε θ’ ανεχτεί για καιρό αυτό το ρομαντισμό. Λέγοντας το αυτό, δε σημαίνει ότι δείχνεσαι δογματικός, σημαίνει ότι κρίνεις σωστά. Στις μέρες μας δε μπορείς να έχεις "πλάι" σου ένα φορητό μυστικισμό, κάτι σαν χαϊδεμένο σκυλάκι. Η εποχή μας κόβει σαν τσεκούρι. Η ζωή, πικρή, θυελλώδης, αναταραγμένη ως τα τρίσβαθα, λέει: «Μου χρειάζεται ένας καλλιτέχνης που να 'χει μια μόνο αγάπη. Μ’ όποιον τρόπο κι αν με κατακτήσεις, όποια κι αν είναι τα όπλα και τα όργανα που χρησιμοποιείς, αφήνομαι σε σένα, στο ταμπεραμέντο σου, στο δαιμόνιο σου. Μα πρέπει να με νιώσεις όπως είμαι, να με πάρεις όπως θα γίνω και να μην υπάρχει τίποτα άλλο για σένα εκτός από μένα». 

Πρόκειται εδώ για ρεαλιστικό μονισμό με την έννοια μιας κοσμοαντίληψης, όχι με την έννοια του παραδοσιακού οπλοστάσιου των λογοτεχνικών σχολών. Αντίθετα, ο καινούργιος καλλιτέχνης θα 'χει ανάγκη απ’ όλες τις μεθόδους κι απ’ όλους τους τρόπους που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν, κι από άλλους ακόμα, για να συλλάβει την καινούργια ζωή. Κι αυτό δε θα 'ναι καλλιτεχνικός εκλεκτικισμός, μια και η ενότητα της τέχνης δίνεται από μια ενεργητική σύλληψη του κόσμου. 

Σχόλια