Καρτ-ποστάλ από τη Φρίκη του Ολοκαυτώματος


Μίκλος Ραντνότι

Ο Μίκλος Ραντνότι (1909-1944), Ουγγροεβραίος και φλογερός αντιφασίστας, είναι ίσως ο μεγαλύτερος ποιητής του Ολοκαυτώματος. Το 1930, μόλις στα 21 του χρόνια δημοσίευσε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο Pogány köszönto (Παγανιστικός Χαιρετισμός). Το επόμενο βιβλίο του, Újmódi pásztorok éneke (Σύγχρονο ποιμενικό τραγούδι) κατασχέθηκε ως "άσεμνο" και του κόστισε μια μικρή ποινή φυλάκισης. Το 1931 έζησε για δυο μήνες στο Παρίσι, όπου επισκέφτηκε την Αποικιακή έκθεση και άρχισε να μεταφράζει αφρικανικά ποιήματα και παραμύθια στα ουγγρικά. Το 1934 πήρε το διδακτορικό του στην Ουγγρική Λογοτεχνία. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Φανή (Φίφη) Γκιαρμάτι και έζησε μαζί της στη Βουδαπέστη.

Το βιβλίο του  Járkálj csa, halálraítélt! (Προχώρα, καταραμένε!) κέρδισε το βραβείο Μπάουμγκάρτεν το 1937. Την ίδια χρονιά έγραψε τις Cartes Postales (Καρτ-ποστάλ απ' τη Γαλλία), που ήταν ποιητικοί πρόδρομοι των πιο σκοτεινών εικόνων του πολέμου, Razglednicas (Καρτ-ποστάλ εικονογραφημένα). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ραντνότι δημοσίευσε μεταφράσεις του Βιργιλίου, του Ρεμπό, του Μαλαρμέ, του Ελυάρ, του Απολλιναίρ και του Μπλεζ Σαντράρ στο Orpheus nyomában (Ίχνη του Ορφέα). Από το 1940 και μετά φυλακίστηκε στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας των Ναζί και στάλθηκε για ένα διάστημα στο Ουκρανικό μέτωπο. Το 1944 απελάθηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, κοντά στο Μπορ, στη Γιουγκοσλαβία. Καθώς οι Ναζί υποχωρούσαν μπροστά στην επέλαση του Ρώσικου στρατού, το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπορ εκκενώθηκε και οι κρατούμενοι εξαναγκάστηκαν σε πεζή πορεία προς την Ουγγαρία. Κατά τη διάρκεια αυτής που έμελλε να είναι γι' αυτόν πορεία θανάτου, ο Ραντνότι μετέφερε σε ποιητικές εικόνες όσα είδε και έζησε. Αφού έγραψε την τέταρτη και τελευταία καρτ-ποστάλ του, ο Ραντνότι ξυλοκοπήθηκε άγρια από ένα στρατιώτη που τον είχε δει να κρατά σημειώσεις. Λίγο αργότερα, στις 9 Noέμβρη του 1944, αδυνατισμένος από το ξύλο, μην μπορώντας να περπατήσει άλλο, ο ποιητής εκτελέστηκε μαζί με άλλους 21 κρατούμενους. Ο ομαδικός τάφος ανασκάφτηκε μετά τον πόλεμο και τα ποιήματα του Ραντνότι βρέθηκαν σ' ένα μικρό σέρβικο τετράδιο που είχε κρύψει στο σακάκι του γραμμένα με μολύβι από τη γυναίκα του. Η μεταθανάτια συλλογή του Ραντνότι Tajtékos ég (Αφρισμένος Ουρανός) περιέχει ωδές στη γυναίκα του, γράμματα, ποιητικά αποσπάσματα και τις τελευταίες Καρτ-ποστάλ του. Σε αντίθεση με τους Ναζί βασανιστές και δολοφόνους του, ο Ραντνότι δεν έχασε ποτέ την ανθρωπιά και τη συμπόνια του που θα λάμπουν για πάντα μέσα από το έργο του.




Καρτ-ποστάλ 1
γραμμένη στις 30 Αυγούστου του 1944


Έξω απ' τη Βουλγαρία, ο άγριος βροντερός βρυχηθμός των κεραυνών του πυροβολικού,
αντιλαλεί στις βουνοκορφές κι ύστερα σβήνει μες στη σιωπή 
καθώς άνδρες, θηρία, βαγόνια, φαντασία όλα αυξάνουν ασταμάτητα,
ο δρόμος χλιμιντρίζει και κλοτσάει, ο ουρανός με τη χαίτη καλπάζει,
κι εσύ είσαι μαζί μου για πάντα, αγάπη, βράχος μέσα σε όλο αυτό το χάος,
αστράφτεις μέσα στη συνείδησή μου - λαμπερή κι ανυπέρβλητη.
Κάπου μέσα μου, αγαπημένη, για πάντα θα ζεις -
ήσυχη, ακίνητη, αμίλητη, σαν άγγελος μαρμαρωμένος απ' το θάνατο
ή σαν σκαραβαίος που ζει μέσα στην καρδιά ενός δέντρου που σαπίζει.



  

Καρτ-ποστάλ 2
γραμμένη στις 6 Οκτώβρη του 1944 κοντά στη Σρβένκα, Σερβία


Λίγα μίλια μακριά αποτεφρώνουν 
τις θημωνιές και τα χαμόσπιτα,
καθώς εδώ λουφάζουν στην άκρη αυτού του υπέροχου λειμώνα,
χωρικοί με μετατραυματικό στρες καπνίζοντας τις πίπες τους. 
Τώρα, εδώ, βαδίζοντας μέσα σ' αυτή τη γούβα, η μικρή βοσκοπούλα
κάνει το αργυρό νερό να ρυτιδώνεται
καθώς, σκύβοντας για να πιουν, τα μαλλιαρά της πρόβατα
μοιάζουν να κολυμπούν σαν σύννεφα τρελά.




Καρτ-ποστάλ 3
γραμμένη στις 24 Οκτώβρη κοντά στο Μόχατς, Ουγγαρία


Τα σαλιάρικα βόδια τα φτύσαν,
οι άνδρες κατουράνε αίμα.
Το βρωμερό μας τάγμα κοκαλώνει, μια ορδή ιδρωμένων αγρίων,
που ενώνει την οσμή της με του θανάτου τη φριχτή δυσωδία.






Καρτ-ποστάλ 4
το τελευταίο του ποίημα, γραμμένο στις 31 Οκτώβρη του 1944 στη Szentkirályszabadja, Ουγγαρία


Κατέρρευσα στο πλάι του - το κορμί του ήταν κιόλας τεντωμένο
σφιγμένο σαν χορδή πριν αφεθεί ελεύθερη,
με μία σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
"Έτσι κι εσύ θα τελειώσεις, μόνο πλάγιασε εδώ ήσυχα,"
ψιθύρισα στον εαυτό μου, υπομονή που ανθίζει απ' τον τρόμο.
"Der springt noch auf*," είπε από πάνω μου η φωνή
που μπόρεσα μόνο αμυδρά ν' ακούσω
μέσα απ' το μαύρο αίμα μου που σφράγιζε σιγά-σιγά τ' αυτί μου.




*"Αυτός μπορεί ακόμα να σηκωθεί,"

Σχόλια