Ο Τρότσκι και η ΚΟΜΕΠ

O Tρότσκι στο γραφείο του το 1938

Ποιος ήταν ο Tρότσκι; Tι σχέση έχει με τις ιδέες του το ΣEK και ποιες είναι οι στρατηγικές διαφορές με το KKE; O Πάνος Γκαργκάνας απαντάει στους λαθεμένους ισχυρισμούς της KOMEΠ.
 
Η ΚΟΜΕΠ στο τελευταίο τεύχος, νούμερο 6, του 2006 αφιέρωσε ένα πολυσέλιδο άρθρο του Κύριλλου Παπασταύρου, μέλους της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, για να παρουσιάσει και να κατακεραυνώσει «το οπορτουνιστικό ρεύμα του Τροτσκισμού και τη σύγχρονη παρουσία του στην Ελλάδα», ουσιαστικά στο ΣΕΚ.

Από μια άποψη, πρόκειται για θετική εξέλιξη. Είναι καλύτερα να εισπράττει κανείς επιχειρήματα (έστω λαθεμένα) από τις σελίδες της ΚΟΜΕΠ παρά να γίνεται αποδέκτης λάσπης ή ακόμα χειρότερα χειροδικίας όπως έχει συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν. Ο συγγραφέας αποδέχεται ότι το ΣΕΚ αποτελεί μια πολιτική δύναμη της οποίας η παρουσία αρκετές φορές είναι αισθητή κυρίως με τη μορφή της εξόρμησης με την εφημερίδα τους  και ότι τα μέλη του ΣΕΚ αποκαλούν τα μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ συντρόφους. Προσπαθεί όμως να πείσει ότι πρόκειται για δύναμη οπορτουνιστική, χωρίς πολιτικό πρόγραμμα και στρατηγικό σχέδιο, με μηχανιστική-δογματική αναπαραγωγή συνθημάτων από τους κλασικούς του Μαρξισμού, αμάρτημα που γενικά χαρακτηρίζει τις αντιλήψεις του Τρότσκι.

Έχει άδικο σε όλα τα επίπεδα. Αδικεί κατάφωρα τον Τρότσκι, περιορίζεται σε συκοφαντίες για τους επιγόνους του και αποφεύγει εντελώς τη συζήτηση πάνω στα ζητήματα στρατηγικής σήμερα. Για την ακρίβεια, χάνει για πολλοστή φορά την ευκαιρία να ανοίξει μια ειλικρινή συζήτηση για το πόσες φορές αποδείχθηκε λαθεμένη η στρατηγική του ΚΚΕ από την εποχή που επικράτησαν τα δόγματα του Ζαχαριάδη σε βάρος του Παντελή Πουλιόπουλου, και να κατανοήσει πόσο σημαντική είναι η συμβολή του ΣΕΚ ακριβώς σ αυτόν τον τομέα.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, ακολουθώντας τη δομή του άρθρου της ΚΟΜΕΠ.

Ο Τρότσκι έγινε μέλος των Μπολσεβίκων το 1917, μέσα στη θύελα της Ρώσικης Επανάστασης. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του παραδέχεται ότι ίσως το μεγαλύτερο σφάλμα του ήταν ότι δεν μπήκε νωρίτερα για να έχει μεγαλύτερη συμβολή στην οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος. Η συμβολή του στη δεκαετία 1917-27 είναι κολοσιαία. Ηγετική φυσιογνωμία του Σοβιέτ της Πετρούπολης στους κρίσιμους μήνες μέχρι την κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβρη, κύριος εκπρόσωπος της επαναστατικής Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις με την  Γερμανία για τον τερματισμό του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, οικοδόμος και ηγέτης του Κόκκινου Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο και την εισβολή των ιμπεριαλιστικών στρατών στη Ρωσία, πρωταγωνιστής στα τέσσερα πρώτα Συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς, ο πρώτος Μπολσεβίκος που επισήμανε την απειλή της αναδυόμενης γραφειοκρατίας σε βάρος της εργατικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ.

Ο Παπασταύρου καταφέρνει να μην αναφέρει τίποτα για όλα αυτά. Δεν τον απασχολεί καν το ερώτημα γιατί ο Λένιν έκανε δεκτή την είσοδο του Τρότσκι στους Μπολσεβίκους στο πιο κρίσιμο σημείο της επανάστασης παρόλο που, κατά τον Παπασταύρου, η ομάδα του Τρότσκι ήταν διαλυτική-μενσεβίκικη-αντιλενινιστική ήδη από τα προηγούμενα χρόνια. 

Ίσως γιατί αν έθετε αυτό το ερώτημα θα ανακάλυπτε πόσο «δογματικά και μηχανιστικά» αντιπαραθέτει τις απόψεις του Λένιν και του Τρότσκι στα χρόνια πριν την επανάσταση του 17. Ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν ένα κοινό στρατηγικό νήμα που τους συνέδεε παρά τις διαφωνίες που τους κράτησαν μακρυά μέχρι το 1917. Ήταν η αντίληψη ότι η εργατική τάξη, όταν μπει σε κίνηση για να ανατρέψει το Τσαρικό καθεστώς δεν θα περιοριστεί στα δημοκρατικά καθήκοντα αλλά θα προχωρήσει στα σοσιαλιστικά, χωρίς να υψώνει σινικά τείχη ανάμεσα σ αυτά τα δύο «στάδια» της επανάστασης. Τον Απρίλη του 1917 η ορθότητα αυτής της στρατηγικής σύλληψης αποδεικνυόταν στην πράξη. Ο Λένιν έδινε μάχες μέσα στο κόμμα του για να περάσει τις «Θέσεις του Απρίλη» (απέναντι σε συντηρητικές απόψεις που περιλάμβαναν έναν κάποιον Στάλιν). Ο Τρότσκι έβλεπε χειροπιαστά ότι οι διαφορές Μπολσεβίκων-Μενσεβίκων ήταν διαφορές της Επανάστασης με το Ρεφορμισμό, και όχι δυο πτέρυγες του ίδιου κόμματος (ΣΔΕΚΡ) όπως νόμιζε μέχρι τότε. Έτσι ήρθε κι έδεσε το ηγετικό δίδυμο της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Η στρατηγική ενότητα Λένιν-Τρότσκι παρέμεινε αδιάρρηκτη τα επόμενα χρόνια. Ο Παπασταύρου την χάνει από τα μάτια του ζωγραφίζοντας έναν Λένιν οπαδό της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα σε αντίθεση με εναν Τρότσκι οπαδό μιας αφηρημένης πλανητικής επανάστασης. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Παραδείγματος χάρη, στο σημείο όπου ο Παπασταύρου τσιτάρει τον Λένιν απο το αρθρο για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ο Λένιν συνεχίζει ως εξής.

«Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμα και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους.» (Λένιν, άπαντα, τόμος 26,σελ.362-3).

Εδώ έχουμε μέσα σε δυο λόγια όλη τη στρατηγική προοπτική που ανοιγόταν μπροστά στην ΕΣΣΔ εκείνο τον καιρό. Ποιος στάθηκε πιστός σ αυτόν τον προσανατολισμό και ποιος τον εγκατέλειψε, ο Τρότσκι ή ο Στάλιν;

Αυτή είναι η πολιτική ουσία της διαμάχης ανάμεσα σ αυτά τα δύο ιστορικά πρόσωπα. Δεν ήταν σύγκρουση προσώπων, ήταν σύγκρουση διαφορετικών στρατηγικών που αναφέρονταν σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις.

Ο Τρότσκι ισχυριζόταν ότι ένα νέο κύμα επαναστάσεων θα μπορούσε να βγάλει την ΕΣΣΔ από την απομόνωση. Και πραγματικά η επανάσταση στην Κίνα το 1927, η Γαλλία του 1936 και η Ισπανία της αντιφασιστικής πάλης άνοιξαν τις δυνατότητες για το ρώσικο προλεταριάτο «να πάρει μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις άλλων χωρών». Όμως ο Στάλιν τις χαράμισε οδηγώντας τους εργάτες της Κίνας να παραδώσουν τα όπλα σε μια «Βάρκιζα» και να σφαγιαστούν στη Σαγκάη και στην Καντώνα σχεδόν είκοσι χρόνια πριν από την ελληνική Βάρκιζα. Το ίδιο στη Γαλλία δίδαξε τους εργάτες πως να κλείνουν τις καταλήψεις δίνοντας βάση σε υποσχέσεις υπουργών του Λαϊκού Μετώπου. Και στην Ισπανία θυσίασε την εξεγερμένη Βαρκελώνη στο βωμό ανυπόληπτων συμμαχιών με δυνάμεις που φοβούνταν πιο πολύ τους εργάτες παρά τους φασίστες.

Είναι πρόβλημα για τον αρθρογράφο της ΚΟΜΕΠ να τα προσπερνάει όλα αυτά και να μιλάει για «μηχανιστική αντίληψη» του Τρότσκι, ενώ εμφανίζει τον Στάλιν ότι αφουγκραζόταν το επίπεδο συνείδησης των μαζών.

Εκεί όμως που ξεπερνάει κάθε φαντασία είναι όταν κατηγορεί τον Τρότσκι για «διοικητική» αντιμετώπιση με τη βία απέναντι στα προβλήματα των αγροτών και των συνδικάτων, την ίδια στιγμή που ισχυρίζεται ότι ο Στάλιν κατάφερε να τραβήξει «με το μέρος της κολεκτιβοποίησης μεγάλο μέρος της φτωχής αγροτιάς»...«παρά την υπερβολή και τα λάθη που έγιναν». Πιο «κομψή» διατύπωση για τις βιαιότητες της πρωτόγονης συσσώρευσης στις πλάτες των αγροτών στη δεκαετία του 30 είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς. Το μόνο που λείπει είναι να διαβάσουμε ότι τελικά πράκτορες του Τρότσκι δολοφόνησαν τον Στάλιν. Τόση αντιστροφή της πραγματικότητας.

Το τμήμα του άρθρου που αναφέρεται στους οπαδούς του Τρότσκι είναι πολύ απλά απαράδεκτο. Ο Παντελής Πουλιόπουλος δεν αναφέρεται πουθενά. Είναι δυνατόν να συζητήσουμε σοβαρά για το τροτσκιστικό ρεύμα χωρίς να μνημονεύσουμε ότι ο ιδρυτής του υπήρξε πρωτοπόρος του αντιπολεμικού κινήματος της εποχής της Μικρασιατικής Εκστρατείας, γραμματέας του νεαρού τότε ΚΚΕ , φυλακισμένος του Μεταξά και εκτελεσμένος από τα φασιστικά στρατεύματα κατοχής. Μόνο με τέτοιες αποσιωπήσεις μπορεί κανένας να πετάει κουβέντες όπως ότι «οι πολιτικοί πρόγονοι (των τροτσκιστών) βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά (το Δεκέμβρη του 44)». Θα μπορούσε ο Κύριλλος Παπασταύρου να επαναλάβει τέτοιους ισχυρισμούς σε μια δημόσια αντιπαράθεση πρόσωπο με πρόσωπο με τον Δημήτρη Λιβιεράτο, π.χ.;

Με τέτοια μεθοδολογία ο αρθρογράφος που ξεκίνησε διεκδικώντας τα υψίπεδα της επαναστατικής στρατηγικής προσγειώνεται στα βαλτόνερα του κουτσομπολιού όταν φτάνει να μιλήσει για το ΣΕΚ σήμερα. Έτσι λοιπόν προτείνει στους αναγνώστες της ΚΟΜΕΠ να ρίξουν μια ματιά στην ιστοσελίδα του βρετανικού SWP για να διαπιστώσουν ότι οι απόψεις του ΣΕΚ αποτελούν αντιγραφή, ή επικαλείται πληροφορίες από τις ΗΠΑ ότι το ΣΕΚ βρίσκεται σε «διαρκή κρίση και ημι-παράλυση». Γιατί χρειάζονται όλα αυτά; Μήπως δεν ζούμε στην ίδια χώρα όλα αυτά τα χρόνια; Μήπως θα έπρεπε να μιλήσουμε με πολιτικούς όρους για την κρίση του ΚΚΕ στα τέλη της δεκαετίας του 80 και την άνοδο της ΟΣΕ που οδήγησε στη δημιουργία του ΣΕΚ;

Το ΚΚΕ πέρασε αναμφισβήτητα μια μεγάλη κρίση εκείνα τα χρόνια. Αυτό συνδέεται ως ένα βαθμό με την κατάρρευση των καθεστώτων τα οποία εξακολουθούσε να θεωρεί σοσιαλιστικά (όπως εξακολουθεί να θεωρεί σοσιαλιστική την Κίνα σήμερα). Τα σημάδια της ταξικής ανισότητας στη Ρωσία του Αντρόποφ και του Γκορμπατσόφ πριν 25 χρόνια ήταν τόσο έντονα όσο και στη σημερινή Σαγκάη με τις φούσκες του Χρηματιστήριου της δίπλα στη φτώχεια των εσωτερικών μεταναστών της. Η ηγεσία του ΚΚΕ εθελοτυφλούσε και αυτό ασφαλώς κόστισε όταν ήρθε η ώρα της πτώσης των Γκορμπατσόφ, που τότε θεωρούνταν τελευταία λέξη της ανανεωμένης σοσιαλιστικής σκέψης. Παρ’ολα αυτά η κρίση στο ΚΚΕ δεν ήταν εισαγόμενη. Δεν ήταν απλά προϊόν της απότομης ανάγκης να καταγγείλει ότι όλοι σχεδόν οι κορυφαίοι ηγέτες των ΚΚ σε Ανατολή και Δύση ήταν «πράκτορες του ιμπεριαλισμού» και ο Γκορμπατσόφ και ο Μάσιμο ντ Αλέμα, και ο Ραμίζ Αλία στην Αλβανία και η Αντζελα Ντέηβις στις ΗΠΑ, και οι ηγέτες της Ανατολικής Γερμανίας και οι ηγέτες της Νότιας Αφρικής. Παράλληλα, όμως με αυτή την τεράστια ιδεολογική κρίση ξεδιπλωνόταν και μια κρίση στρατηγικής στις σχέσεις των ΚΚ με τη Σοσιαλδημοκρατία.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80 το ΚΚΕ εμφανιζόταν ως η ελληνική εκδοχή μιας στρατηγικής που παρουσίαζε το δρόμο προς τα μπρος να περνάει μέσα από κοινές προγραμματικές συμφωνίες και κυβερνήσεις των ΚΚ με τα Σοσιαλιστικά Κόμματα. Το Γαλλικό ΚΚ με το Κοινό Πρόγραμμα και τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις κάτω από την Προεδρία του Μιτεράν ήταν το πρότυπο. Τότε δεν μιλούσαν για «προνομιακές σχέσεις της Σοσιαλδημοκρατίας με τους τροτσκιστές». Αντίθετα, ο προνομιακός συνομιλητής της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν τα ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ κατέβαινε στις εκλογές του 1981 με σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» σαν απάντηση στις προοπτικές του ΠΑΣΟΚ για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στις τότε αναλύσεις το ΠΑΣΟΚ θεωρούνταν ένα ασταθές κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού, ενώ το ΚΚΕ αποτελούσε τη σταθερή σοσιαλιστική συνείδηση που θα συνέχιζε την υλοποίηση του προοδευτικού προγράμματος ακόμα και όταν οι μικροαστοί του ΠΑΣΟΚ θα έκαναν πίσω.

Στα μέσα της δεκαετίας του 80 οι σοσιαλιστικές υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ εξανεμίστηκαν κάτω από την πίεση των καπιταλιστών που απειλούσαν με φυγάδευση των κεφαλαίων τους. Το πρώτο πρόγραμμα λιτότητας με υπουργό Οικονομίας τον Σημίτη έδειξε χειροπιαστά ότι ο δρόμος των προεκλογικών προοδευτικών διακηρύξεων κατέληγε στο αντίθετο. Ιδια εμπειρία και στη Γαλλία, την Ισπανία την Πορτογαλία με ή χωρίς τη συμμετοχή κομμουνιστών υπουργών. Για τις ηγεσίες των ΚΚ ήταν η στιγμή για να ξεκαθαρίσουν τι ακριβώς έφταιγε. Η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεξε τότε να κάνει ένα μεγάλο άλμα προς τα δεξιά διαμορφώνοντας την άποψη ότι θα μπορούσε να γίνει ο ρυθμιστής του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού που θα υπαγόρευε όρους είτε στο ΠΑΣΟΚ είτε στη ΝΔ για το σχηματισμό κυβέρνησης. Ήταν η εποχή του 12ου Συνέδριου του ΚΚΕ, τότε που αναδείχθηκαν σε ηγετικές φυσιογνωμίες ο Ανδρουλάκης και η Δαμανάκη με απόψεις υπέρ της ανακάλυψης της «τέχνης του επιχειρείν» και με αναζητήσεις για «νέες μήτρες της αριστεράς, πέρα από την εργατική τάξη». Ήταν θέσεις που πραγματικά άνοιγαν το δρόμο για συγκυβερνήσεις είτε με τη ΝΔ είτε με το ΠΑΣΟΚ είτε και με τους δυο, όπως πραγματικά έγινε το 1989-90.

Καθόλου περίεργο που το ΚΚΕ τότε έχασε μαζικά τη νεολαία του, η οποία συγκρότησε το Νέο Αριστερό Ρεύμα. Δεν ήταν κάποια «αντικομμουνιστική συνωμοσία» λοιπόν που έφερε την κρίση στο ΚΚΕ, ούτε ήταν προιόν οπορτουνισμού η άνοδος της ΟΣΕ. Ηταν καρπός στρατηγικών επιλογών που στέκονταν στον αντίποδα της λογικής του ρεφορμισμού. Εμείς δεν υμνούσαμε τους Γκορμπατσόφ στην Ανατολή, ούτε υποσχόμασταν «κάθαρση» στη Δύση μέσα από τους θεσμούς της αγοράς και του κοινοβουλευτισμού. Στεκόμασταν αλληλέγγυοι με τη νεολαία που έκανε καταλήψεις και τους εργάτες που έκαναν απεργίες την ώρα που οι ηγεσίες τους ψήφιζαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στη Βουλή. Και δεν βάζαμε όρους αν οι καταληψίες  ανήκαν στη διαγραμμένη ΚΝΕ ή οι απεργοί της ΕΑΣ στο ΠΑΣΟΚ. Συρθήκαμε στα δικαστήρια με την κατηγορία της προδοσίας γιατί ήμασταν ασυμβίβαστα διεθνιστές ακόμα κι όταν λυσσομανούσε η πατριδοκαπηλία για το «όνομα της Μακεδονίας». Πάει πολύ να μας λένε ότι όλα αυτά ήταν «τακτικισμοί» έτσι χωρίς αρχές και πρόγραμμα.

Σ’ αυτές τις στρατηγικές επιλογές μείναμε πιστοί και σαν ΣΕΚ τα επόμενα χρόνια. Δεν ήταν άμυαλος ακτιβισμός όταν ριχτήκαμε με τα μούτρα για να «φέρουμε το Σιάτλ στην Ευρώπη» το 2000, να οργανώσουμε τη Γένοβα  το 2001 και το νέο αντιπολεμικό κίνημα μετά τις 15 Φλεβάρη του 2003. Χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν μια νέα πορεία ριζοσπαστικοποίησης μέσα από εκείνες τις πρωτοβουλίες. Και το ΚΚΕ ήταν εκεί, μόνο που ήταν πάντα ένα βήμα πίσω, αφού πρώτα είχε καταγγείλει αυτούς που τις είχαν ξεκινήσει. Ο αρθρογράφος της ΚΟΜΕΠ ειρωνεύεται το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ του Λονδίνου , γιατί λέει το διοργάνωσε μια Ανώνυμη Εταιρία. Το κομματικό τυπογραφείο όπου τυπώνεται η ΚΟΜΕΠ και ο Ριζοσπάστης δεν είναι εταιρία; Δεν κάνει εμπορικές δουλειές; Μήπως εκεί δεν τυπώνεται και το επίσημο περιοδικό της ΕΛΑΣ «Αστυνομική Επιθεώρηση«; Τι σημαίνει αυτό - ότι αντί για απάντηση στην ΚΟΜΕΠ αρκεί μια καταγγελία; Μήπως το ΚΚΕ δεν οργάνωσε σεμινάρια στο Φόρουμ του Λονδίνου, τα οποία μάλιστα διαφήμιζε ως τα μόνα αντιιμπεριαλιστικά;

Την ώρα που διεξάγουμε αυτή την αντιπαράθεση η δυναμική της νέας ριζοσπαστικοποίησης είναι έντονα ορατή με τις σχολές σε καταλήψεις για τρίτη φορά μέσα σε εννιά μήνες. Κάθε τμήμα της Αριστεράς, με όποιες διαδρομές κι αν έφτασε ως εδώ κρίνεται από τη δράση του μέσα στο κίνημα και τις στρατηγικές προοπτικές που έχει να προσφέρει. Όλοι κρινόμαστε και όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να δίνουμε απαντήσεις. Έχουμε επίγνωση ότι δεν θα κριθούμε από τις περγαμηνές που κουβαλάμε, ούτε από το πως μεγαλώσαμε την περασμένη δεκαετία. Το ΣΕΚ κινείται σε συνέπεια με τις επιλογές της επαναστατικής στρατηγικής που υπηρετεί. Ο Λένιν έγραφε ότι «Κάθε κίνημα του προλεταριάτου, οσοδήποτε μικρό, όσο μετρίων διαστάσεων κι αν είναι στην αρχή, όσο ασήμαντη κι αν είναι η αφορμή του, αναπόφευκτα τείνει να ξεπεράσει τους αρχικούς στόχους του και να εξελιχθεί σε μια δύναμη ασυμβίβαστη και καταστροφική για όλη την παλιά τάξη πραγμάτων. Η κίνηση του προλεταριάτου, εξαιτίας των ουσιαστικών ιδιομορφιών αυτής της τάξης μέσα στον καπιταλισμό, έχει μια έντονη τάση να εξελίσσεται σε αγώνα μέχρις εσχάτων, σε αγώνα για την πλήρη νίκη ενάντια σε όλες τις μαύρες δυνάμεις της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.’
Είμαστε μόνο στην αρχή ενός νέου τέτοιου κινήματος. Αλλά το τι ιδέες κουβαλάμε στο εσωτερικό του μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά για την εξέλιξη του. Οι επαναστατικές ιδέες του Λένιν και του Τρότσκι ωθούν στην ανάπτυξη της δυναμικής του. Η άρνηση τους, ή ακόμα χειρότερα η συκοφάντηση τους, μόνο εμπόδια μπορούν να υψώνουν στο δρόμο του. Αυτό που διεκδικούμε εμείς από το ΚΚΕ είναι να αφήσει τις καταγγελίες και τους αφορισμούς, να ρίχνει τις δυνάμεις του στις μάχες του κινήματος και να αποδέχεται το διάλογο για το πώς προχωράμε. Στην απεργία των δασκάλων ανακάλυψε ότι δεν γίνεται να μην πηγαίνει στα συλλαλητήρια των απεργών, έστω κι αν διαφωνεί με τις ηγεσίες τους. Τώρα ανακαλύπτει την ανάγκη των επιχειρημάτων αντί για τη δύναμη των αλυσίδων της περιφρούρησης. Όλοι μαθαίνουμε. Και έχουμε εμπιστοσύνη ότι η επαναστατική στρατηγική μπορεί να γίνει ακαταμάχητο όπλο στα χέρια του κόσμου. 


Περιοδικό ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ - τ.61 - Γενάρης-Φλεβάρης 2007

Σχόλια