Μαρξισμός και Αναρχισμός

του Πωλ Μπλάκλετζ

Marxism and anarchism

Issue: 125
Posted: 5 January 10

Paul Blackledge


Υπάρχει ένα εντυπωσιακό παράδοξο στην καρδιά του σύγχρονου αντικαπιταλισμού. Πολλοί εντός του κινήματος αρνούνται αυτό που αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του: το ίδιο το γεγονός ότι είναι πολιτικό. Η περιγραφή των ιστορικών ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ του αναρχισμού και του κλασικού Μαρξισμού φιλοδοξεί να συμβάλει ώστε οι μελλοντικές συναντήσεις αυτών των δύο τάσεων να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα απ' αυτό που πολύ συχνά περιγράφεται ως μη-αντιπαράθεση. Συγκεκριμένα, θέλω να υποστηρίξω ότι ο ηθικός πυρήνας του αναρχισμού -ο πόθος του να μπολιάσει το κίνημα ενάντια στις κακές επιρροές των πολιτικών του "κρατισμού"- αδυνατίζει στην πραγματικότητα από την αντι-πολιτική του τοποθέτηση. Επιπλέον, αυτή η αδυναμία ενισχύεται από αναρχικές κριτικές αυτού που αποκαλούν "κρατισμό" του Μαρξ. Όπως θα δούμε αυτός ο ισχυρισμός ενέχει μία τεράστια παρεξήγηση του κλασικού Μαρξισμού, που όχι μόνο εξυπηρετεί τη συγκάλυψη της ουσίας του ως θεωρία της αυτο-απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, αλλά επίσης συσκοτίζει το πώς αυτή η θεωρία οδηγεί πολύ μακρύτερα από τα όρια πρακτικής του αναρχισμού. 

Το 1871 τόσο ο Μαρξ όσο και ο Μπακούνιν, οι πιο διαπρεπείς εκπρόσωποι των διεθνών σοσιαλιστικών και αναρχικών κινημάτων αντίστοιχα, καλωσόρισαν την Παρισινή Κομμούνα ως πρακτική υλοποίηση των οραμάτων τους για το σοσιαλισμό. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Ντανιέλ Γκερέν στην κλασική ιστορία του αναρχισμού του ότι, πέρα απ' το θόρυβο και την οργή της σεχταριστικής διαμάχης, "ο αναρχισμός είναι πράγματι συνώνυμο του σοσιαλισμού". Αν, συν τοις άλλοις, δεχτούμε το σχόλιο του Νόαμ Τσόμσκι ότι "ο συνεπής αναρχικός... θα είναι σοσιαλιστής, αλλά ενός άλλου είδους": ένας "ελευθεριακός σοσιαλιστής", τότε ίσως οδηγηθούμε στην άποψη ότι ο αναρχισμός είναι μια παραλλαγή αυτού που ο Χαλ Ντρέιπερ αποκάλεσε, από κλασική Μαρξιστική σκοπιά, την παράδοση του "σοσιαλισμού από τα κάτω".

Όμως, ενώ ο Ντρέιπερ επέμενε ότι ο αναρχισμός ήταν ένα είδος "σοσιαλισμού από τα κάτω" σαν καυστική κριτική απέναντι στους ισχυρισμούς ότι ο Λένιν είχε χτίσει ένα "αυταρχικό" κόμμα, ο Γκερέν υπαινίσσεται ότι ο Λένιν υπήρξε στην καλύτερη περίπτωση μια "αμφιλεγόμενη" φυσιογνωμία που το έργο του συνδύαζε ελευθεριακά και αυταρχικά στοιχεία, ενώ ο Τσόμσκι εμμένει ότι, σε αντίθεση με το συνεπή αναρχισμό, η σκέψη του Μαρξ μπορεί να χαρακτηριστεί από μια ένταση μεταξύ ενός πρώιμου ελευθεριακού σοσιαλισμού και ενός ύστερου "αυταρχισμού". Μια ένταση που αντανακλάται στην ιστορία του Μαρξισμού σαν μια διαμάχη ανάμεσα στις ελευθεριακές σοσιαλιστικές τάσεις, που εκπροσωπεί, για παράδειγμα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, και τις κρατικοσοσιαλιστικές τάσεις, που πάνω απ' όλους συνδέονται με το Λένιν. Ο Τσόμσκι υποστηρίζει ότι παρότι οι ιδέες της πρώτης "συγκλίνουν με στοιχεία αναρχο-συνδικαλισμού", η τελευταία έχει τόσο απομακρυνθεί απ' αυτή την παράδοση που "αν η αριστερά περιλαμβάνει στην αντίληψη ενός τον 'Μπολσεβικισμό' τότε δεν θέλω να έχω καμία σχέση με την αριστερά".

Παρόμοιοι ισχυρισμοί είναι κοινός τόπος στους κύκλους της αυτονομίας και της αναρχίας, και δίνουν μια σαφή εικόνα της έχθρας που έχουν την τάση να δείχνουν αυτές οι ομάδες προς τον κλασικό Μαρξισμό γενικά και πιο συγκεκριμένα προς τους "Λενινιστές". Τυπικά, οι αναρχικοί και οι αυτόνομοι έχουν τη συνήθεια να κριτικάρουν το Λένιν ιδιαίτερα ως κύριο εκπρόσωπο της κρατικοσοσιαλιστικής παράδοσης που δοκιμάστηκε και απέτυχε τον 20ο αιώνα. Στο βαθμό που συνδέονται με το Μαρξισμό, οι θεωρητικές και πολιτικές διαφορές σ' αυτή την ομήγυρη συνήθως εστιάζονται στη σχέση του Μαρξ με το Λένιν, στο ζήτημα αν ο τελευταίος έκανε μια "αυταρχική" τομή σε σχέση με τον πρώτο ή αν απλά προεξέτεινε τον "αυταρχισμό" του Μαρξ στις λογικές του συνέπειες. Αν οι αυτόνομοι προσπαθούν να "σώσουν" το Μαρξ απ' το Λένιν, οι αναρχικοί έχουν την τάση να αρνούνται και τους δύο αναφερόμενοι στη γνωστή ρήση του Μπακούνιν ότι ο Μαρξ υπήρξε "εισηγητής του κρατικού κομμουνισμού".

Όπως θα δούμε, η κριτική του Μπακούνιν στο Μαρξ είναι "άτοπη". Συνδέεται όμως με την πιο διαδεδομένη φιλελεύθερη κριτική του Μαρξισμού που τον αναθεματίζει για τη σχέση του με το Σταλινισμό. Έτσι, στη μεγάλη ιστορία του αναρχισμού του ο Πίτερ Μάρσαλ επιχειρηματολογεί ότι όχι μόνο η κριτική του Μπακούνιν που θέλει το Μαρξ "κρατικοσοσιαλιστή" υπήρξε "προφητική", αλλά επίσης ότι η ιστορία του Σταλινισμού σήμαινε ότι ο Μπακούνιν, και όχι ο Μαρξ, "δικαιώθηκε από την ετυμηγορία της ιστορίας".

Παρόλο που αυτή η άποψη έχει μια κάποια υπερφυσική αληθοφάνεια, μια προσεκτική εξέταση της Μπακουνινικής αντίληψης  αποκαλύπτει ότι υπήρξε όχι απλώς λάθος αλλά και αντιδραστική. Γιατί η θέση του Μπακούνιν ήταν όχι απλά μια κριτική του τι θα συνέβαινε αν οι Μαρξιστές έπαιρναν την εξουσία, όπως θα ήθελε ο Μάρσαλ. Περιελάμβανε μια πολύ γενικότερη άρνηση της πιθανότητας ότι η κοινωνία θα μπορούσε να εκδημοκρατιστεί. Αυτό το ζήτημα, το πρόβλημα της πιθανότητας πραγματικής δημοκρατίας, βρίσκεται στον πυρήνα των πολιτικών διαφορών μεταξύ του κλασικού Μαρξισμού και του αναρχισμού και καθορίζει τις διαφωνίες ως προς τη σχέση ελευθερίας και εξουσίας, το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης και το χαρακτήρα της ηθικής κριτικής του καπιταλισμού. Αυτή η πλευρά της Μπακουνινικής σκέψης αντικατοπτρίζει την καθολική αποτυχία του αναρχισμού στο να αναπτύξει μια επαρκή εννοιολόγηση της δημοκρατίας: μια αδυναμία που έχει τις ρίζες της στο ασυνάρτητο μοντέλο της ανθρώπινης φύσης που μοιραία υποσκάπτει τη σοσιαλιστική πλευρά του αναρχισμού που αυτοπροβάλλεται ως η πιο συνεπής μορφή ελευθεριακού σοσιαλισμού.

Η άμεση δράση και το κράτος

Σε μια "ανοιχτά Μαρξιστική" κριτική της πολιτικής του Λένιν που βρίσκει κοινό έδαφος με τα αναρχικά και αυτόνομα επιχειρήματα, ο Τζων Χάλογουεϊ προτείνει την ύπαρξη ενός δεσμού μεταξύ των Λενινιστικών, δημοκρατικά συγκεντρωτικών, μορφών οργάνωσης, και του ισχυρισμού ότι οι κλασικοί Μαρξιστές είναι κρατικοσοσιαλιστές. Υποστηρίζει ότι το πρόβλημα με τη "μορφή του κόμματος" είναι ότι "προϋποθέτει μία κατεύθυνση προς το κράτος" μ' ένα τρόπο που φτωχαίνει τον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, ακόμα κι αν αυτές οι μορφές οργάνωσης είναι πετυχημένες, είναι καταδικασμένες να αναπαράγουν το είδος των ιεραρχικών και αλλοτριωμένων σχέσεων εξουσίας που χαρακτηρίζουν το κράτος. 

Τα επιχειρήματα του Χάλογουεϊ θα ήταν πανέξυπνα αν απευθύνονταν στις ρεφορμιστικές σοσιαλιστικές οργανώσεις: αυτές οι οργανώσεις όντως τείνουν να υπονομεύουν τις δικές τους προοδευτικές ρίζες υποτάσσοντας τη δραστηριότητά τους στη δουλειά τους εντός των καπιταλιστικών κρατών. Αλλά επειδή συγχέει τα ρεφορμιστικά και τα Λενινιστικά κόμματα, γι' αυτό ολισθαίνει από την κριτική των πρώτων στην άρνηση των τελευταίων. Η προφανής αδυναμία αυτού του επιχειρήματος είναι ότι αγνοεί το διαφορετικό περιεχόμενο αυτών των στρατηγικών: τα ρεφορμιστικά κόμματα έχουν σαν στόχο την κατάκτηση του κράτους ενώ οι Μπολσεβίκοι αποσκοπούν στο "τσάκισμά" του. Σ' αυτό το ζήτημα ο Λένιν επέμεινε ότι οι αναρχικοί είχαν δίκιο: "δεν διαφερούμε καθόλου από τους αναρχικούς στο ζήτημα της κατάργησης του κράτους σαν σκοπό".

Για τη συνειδητοποίηση αυτού του στόχου τα Λενινιστικά κόμματα έχουν θεμελιωδώς διαφορετικό τρόπο πολιτικής δράσης σε σχέση με τις ρεφορμιστικές οργανώσεις: αν οι ρεφορμιστικές οργανώσεις εστιάζουν στο να κερδίσουν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, τα επαναστατικά σοσιαλιστικά κόμματα πρέπει να ριζώσουν στους χώρους όπου οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να ανατρέψουν την παλιά τάξη - στους χώρους δουλειάς. Χρησιμοποιώντας την ετικέτα "κρατικο-κεντρικά" για να περιγράψουν τόσο τα Λενινιστικά όσο και τα ρεφορμιστικά κόμματα, οι αναρχικοί παραλείπουν τη διάκριση μεταξύ γραπώματος και τσακίσματος του κράτους μ' ένα τρόπο που τους κάνει τυφλούς μπροστά στο χειραφετικό πυρήνα της συμβολής του Λένιν στο σοσιαλισμό.

Απ' την πλευρά του, ο Λένιν πίστευε ότι ο αναρχισμός λανθασμένα γενίκευε από την κριτική της πρακτικής των ρεφορμιστικών πολιτικών κομμάτων σε μια άρνηση κάθε προσπάθειας χτισίματος πολιτικών οργανώσεων. Κατά συνέπεια, "ο αναρχισμός υπήρξε όχι σπάνια ένα είδος τιμωρίας των οπορτουνιστικών αμαρτημάτων του εργατικού κινήματος. Τα δυο τερατουργήματα αλληλοσυμπληρώνονται". Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κλασικοί Μαρξιστές παρέβλεπαν την αφοσίωση των αναρχικών στον αγώνα για την ελευθερία. Έτσι ο Τρότσκι έγραψε για το θάνατο ενός αναρχικού που είχε γνωρίσει στο Παρίσι ότι "ο αναρχισμός του ήταν έκφραση, παρότι θεωρητικά εσφαλμένη, μιας βαθιάς, γνήσια προλεταριακής αγανάκτησης με την αχρειότητα του καπιταλιστικού κόσμου και την ανηθικότητα εκείνων των σοσιαλιστών και συνδικαλιστών που γονάτιζαν μπροστά σ' ένα τέτοιο κόσμο". Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν αμφισβητούσαν την ειλικρινή "αγανάκτηση με την αχρειότητα του καπιταλιστικού κόσμου" που αναρχικοί μοιραζόταν με τους σοσιαλιστές.

Περιέργως, οι πολιτικές αδυναμίες του αναρχισμού αντικατοπτρίζαν ελαττώματα που ο Λένιν είχε διαγνώσει στο ρεφορμισμό στο Τι να κάνουμε; Αυτό το βιβλίο γράφτηκε σαν κριτική των ρεφορμιστικών ρευμάτων του Ρωσικού σοσιαλιστικού κινήματος -ενός πολύ πιο μαχητικού ρεφορμισμού απ' αυτόν στον οποίο είμαστε συνηθισμένοι στη Δύση. Εκλογικές πολιτικές δεν έπαιζαν στη Ρωσία για την ώρα, όμως έπαιζε η πάλη μέσα στα συνδικάτα ενάντια στα ντόπια αφεντικά. Ο Λένιν έκανε κριτική στο Ρώσικο ρεφορμισμό όχι για τον εκλογισμό του (που δεν υπήρχε), αλλά γιατί δεν πάλευε να δυναμώσει τις πολλαπλές τοπικές μάχες ενάντια στις διάφορες όψεις του Ρωσικού συστήματος σ' ένα ευρύτερο εθνικό κίνημα ενάντια στην αυτοκρατορία. Για να πραγματοποιήσεις αυτό το σχέδιο χρειάζονταν μια εθνική πολιτική οργάνωση που να αμφισβητεί τα όρια του τοπικισμού φτιάχνοντας δεσμούς ανάμεσα σ' αυτούς τους αγώνες. Αυτή είναι η βάση του περίφημου επιχειρήματος του Λένιν ότι ένας επαναστάτης σοσιαλιστής πρέπει να δρα όχι απλά σαν συνδικαλιστής αλλά πιο γενικά σαν "υπερασπιστής του λαού".

Η πειστική απάντηση του Λένιν σ' εκείνους τους αναρχικούς που αρνούνταν την "πολιτική" δράση ήταν ότι, όχι μόνο δεν έχουν ξεπεράσει το πρόβλημα της πολιτικής, αλλά ότι με τη στάση τους άφηναν την κυριαρχία της αστικής πολιτικής να παίζει χωρίς αντίπαλο. Γι' αυτό κατέληγε ότι ο αναρχισμός μέσα στο εργατικό κίνημα, κατά τρόπο παρόμοιο με το ρεφορμιστικό συνδικαλισμό, οδηγούσε στην "υποταγή της εργατικής τάξης στην αστική πολιτική με το μανδύα της άρνησης της πολιτικής". Ήταν για να κοντράρει αυτή την τάση που ο Λένιν ήταν υπέρ του χτισίματος ενός εθνικού πολιτικού κόμματος που βοηθούσε στη σύνδεση των τοπικών αγώνων απ' άκρη σ' άκρη της Ρωσίας στο πλαίσιο μιας γενικής επίθεσης ενάντια στο κράτος.

Αυτή η πρόκληση απέναντι στην εξουσία του κράτους τέθηκε σε μια πιο σφιχτή θεωρητική βάση τη χρονιά της Οκτωβριανής επανάστασης όταν ο Λένιν έσπασε με τα τελευταία απομεινάρια του Μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς υποστηρίζοντας, σε πλήρη αντίθεση με τους αναρχικούς ισχυρισμούς ότι αυτός και ο Μαρξ είχαν σκοπό "να αναλάβουν το κράτος για δικό τους όφελος, ότι οι εργάτες πρέπει να οργανώνονται ιδεολογικά, πολιτικά και στρατιωτικά (δηλαδή σαν κράτος) για να συντρίψουν το παλιό (καπιταλιστικό) κράτος. Αυτή δεν ήταν περίπτωση ανάληψης του παλιού κράτους, αλλά αντικατάστασής του με μια νέα οργάνωση. Κι ενώ τα εργατικά κράτη παραμένουν κατά μια έννοια κράτη έχουν πολύ διαφορετική κοινωνική σύνθεση από τα καπιταλιστικά κράτη. Ενώ τα καπιταλιστικά κράτη χρησιμοποιούν ιδεολογική και στρατιωτική δύναμη για να διατηρούν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις κινητοποιούνται προς το γκρέμισμα των υλικών περιορισμών για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας αντίστοιχης των αναγκών των ανθρώπων. Γιατί οι εργάτες δεν εκμεταλλεύονται καμία τάξη υποτελή τους τα εργατικά κράτη τείνουν να "μαραθούν". Δυστυχώς, επειδή οι αναρχικοί τείνουν προς την πραγμοποίηση του "κράτους" ως εχθρού της ελευθερίας, είναι επιρρεπείς στην υποτίμηση και των διαφορών ως προς τις μορφές ταξικής κυριαρχίας (ενώ οι φιλελεύθερες δημοκρατίες και οι φασιστικές δικτατορίες είναι τύποι καπιταλιστικού κράτους οι διαφορές μεταξύ τους έχουν μέγιστη σημασία), αλλά και τις πιο βαθιές ιστορικές αλλαγές στο κοινωνικό περιεχόμενο της κρατικής εξουσίας (τις διαφορές μεταξύ φεουδαρχικού, καπιταλιστικού και εργατικού κράτους, για παράδειγμα). Είναι αυτή η τάση για πραγμοποίηση αυτού που αποκαλείται "κράτος" που υποβιβάζει την αντίληψή τους για την επαναστατική πολιτική.

Σχόλια