Ο σοσιαλισμός και το μεταβατικό πρόγραμμα

Ο Λένιν στο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν (5/7/1921)

Κατά την άποψη των κομμουνιστών, η κατάρρευση της Β΄ Διεθνούς στο ξεκίνημα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αντικατόπτριζε, εν μέρει, μια κρίση προγράμματος. Προηγουμένως, οι σοσιαλιστές καθοδηγούνταν από το πρόγραμμα της Ερφούρτης, που εγκρίθηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας το 1891. Το πρόγραμμα αυτό, είπε η Λούξεμπουργκ στο ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΓ το Δεκέμβριο του 1918, χαρακτηριζόταν από «το διαχωρισμό των άμεσων, των αποκαλούμενων μίνιμουμ, αιτημάτων που διατυπώνονται για την οικονομική και πολιτική πάλη από το σοσιαλιστικό στόχο θεωρούμενο ως μάξιμουμ πρόγραμμα. Για μας δεν υπάρχει μίνιμουμ και μάξιμουμ πρόγραμμα. Ο σοσιαλισμός... είναι το μίνιμουμ που πρέπει να εκπληρώσουμε σήμερα». Στη διάρκεια της επαναστατικής ανόδου που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κομμουνιστές πίστευαν ότι η επίτευξη της εργατικής εξουσίας έμπαινε ως άμεσο καθήκον. Αυτό ήταν το βασικό ζήτημα που αντιμετώπιζαν τα δύο προγραμματικά ντοκουμέντα που ενέκρινε το ιδρυτικό συνέδριο της Κομιντέρν, η «Πλατφόρμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς» και οι «Θέσεις για την αστική δημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου» του Λένιν.

Καθώς το επαναστατικό κύμα υποχώρησε, έγινε ολοένα και πιο επιτακτικό, όπως παρατήρησε αργότερα ο Τρότσκι, να βρεθούν τρόποι «να βοηθηθούν οι μάζες στην πορεία του καθημερινού αγώνα για να βρουν τη γέφυρα μεταξύ των σημερινών αιτημάτων και του σοσιαλιστικού προγράμματος της επανάστασης». Αυτή η πρόκληση τέθηκε από το Ράντεκ στο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν. Αναφερόμενος στις παρατηρήσεις της Λούξεμπουργκ στα 1918 για το πρόγραμμα του ΚΚΓ, ρώτησε: «Και τι πρότεινε η Ρόζα Λούξεμπουργκ ως μίνιμουμ; Όλη η εξουσία στα εργατικά συμβούλια, ακύρωση των κρατικών χρεών, κατάσχεση των εργοστασίων, κ.ο.κ.». Αλλά τώρα, «η πρώτη επίθεση της εργατικής τάξης... έχει αποκρουστεί». Οι κομμουνιστές πρέπει να προσφέρουν «περισσότερο από το γυμνό πρόγραμμα της δικτατορίας του προλεταριάτου». Οι Θέσεις για την Τακτική που εγκρίθηκαν από το 3ο Συνέδριο σκιαγραφούσαν την προγραμματική πρόκληση που είχε προκύψει:
«Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η Κομμουνιστική Διεθνής τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, ως μέρος ενός συστήματος αιτημάτων που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για την προλεταριακή δικτατορία. Το καθένα απ' αυτά τα αιτήματα δίνει έκφραση στις ανάγκες των μαζών, ακόμη και όταν δεν συντάσσονται με τη δικτατορία του προλεταριάτου».
Αυτό το «σύστημα αιτημάτων» περιελάμβανε πολλά που θεωρούνταν ως «άμεσα» ή «μερικά». Με τη χρήση του από τους Γερμανούς κομμουνιστές, ο όρος «μεταβατικές διεκδικήσεις» άρχισε να εφαρμόζεται στα στοιχεία αυτού του «συστήματος» που θα μπορούσε να βοηθήσει τις εργαζόμενες, μάζες καθώς ριζοσπαστικοποιούνταν, να δουν την ανάγκη να σπάσουν από την αστική επιρροή και να μπουν στον αγώνα για την εξουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι εκκλήσεις για την εργατική κυβέρνηση και για εργατικό έλεγχο της παραγωγής. Το πρόγραμμα που εγκρίθηκε από το ΚΚΓ τον Οκτώβριο του 1922 περιελάμβανε αιτήματα για κατασχετική φορολόγηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, κατάργηση του τραπεζικού, τεχνικού και εμπορικού απορρήτου, ένα κρατικό μονοπώλιο της προμήθειας τροφίμων, παροχή των δελτίων τροφίμων υπό τον έλεγχο των εργαζόμενων, και ένα κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και των τραπεζών υπό εργατικό έλεγχο.

Τζον Ριντέλ, Η Κομιντέρν το 1922.


Σχόλια