Το Ισλάμ και η Ισλαμοφοβία (Μέρος 2ο)

Ιρανική Επανάσταση (1979)

Τζιχάντ

Ο αντιφατικός χαρακτήρας του ισλαμισμού βρίσκει έκφραση σε δυο διαφορετικές διαδρομές για την εφαρμογή της «επιστροφής στο Κοράνι»: ή στη μεταρρύθμιση των «αξιών» της υπάρχουσας κοινωνίας ή στην επαναστατική ανατροπή της.

Αυτή η αντίφαση είναι ιδιαίτερα εμφανής στην ιστορία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου. Το κόμμα αυτό, που πέρασε από πολλά κύματα μέχρι να φτάσει στην κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας στις 31 Ιουνίου του 2012, άρχισε να αναπτύσσεται από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 αξιοποιώντας την απογοήτευση από τους συμβιβασμούς του εθνικιστικού κόμματος (Γουάφντ) και τις διαρκείς ταλαντεύσεις της κομμουνιστικής αριστεράς που έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει την ίδρυση του κράτος του Ισραήλ. Στρατολογώντας εθελοντές για να πολεμήσουν στην Παλαιστίνη ή στην κατεχόμενη από τους Βρετανούς διώρυγα του Σουέζ, η Αδελφότητα παρουσιάζονταν σαν υποστηριχτής του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα.

Αλλά η ηγεσία της ισορροπούσε ανάμεσα σε δυνάμεις που κινούνταν σε διάφορες κατευθύνσεις: είχε στρατολογήσει μια μάζα μικροαστικής νεολαίας, διατηρούσε δεσμούς με το Παλάτι, έκλεινε συμφωνίες με τη δεξιά πτέρυγα της Γουάφντ, κατέστρωνε συνομωσίες με χαμηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού και διατηρούσε ένα μυστικό τρομοκρατικό τμήμα, υπεύθυνο για τη δολοφονία του πρωθυπουργού Νακρασί (1948), που η ίδια η ηγεσία του Μπάνα αναγκάστηκε να καταδικάσει. Η κατάληψη της εξουσίας από στρατιωτικούς με επικεφαλής το Νάσερ (1952) διαίρεσε την Αδελφότητα σε δυο αντίπαλες ομάδες, τους υποστηριχτές και τους πολέμιους του καθεστώτος, που έφτασαν μάλιστα ως τη βίαιη σύγκρουση για τον έλεγχο των γραφείων της οργάνωσης. Αλλά η πλήρης απώλεια εμπιστοσύνης στην ηγεσία επέτρεψε τελικά στο Νάσερ να τσακίσει αυτό που κάποτε ήταν μια πανίσχυρη μαζική οργάνωση.

Οι ίδιες αντιθέσεις διατρέχουν τον ισλαμισμό και στη σημερινή Αίγυπτο. Η επανιδρυμένη Μουσουλμανική Αδελφότητα άρχισε να λειτουργεί ημι-νόμιμα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 γύρω από το περιοδικό al-Dawa (στη βάση της διαδασκαλίας του ουαχαμπιστή κληρικού Μπιν Μπαζ ότι “η στρατιωτική jihad (αγώνας) δεν χρειάζεται για να ανοιχθούν οι πύλες της da’wa (προσηλυτισμός)”), υιοθετώντας ουσιαστικά ένα είδος «ισλαμιστικού ρεφορισμού» και το συμβιβασμό με το καθεστώς του Σαντάντ (1970-1981). Το καθεστώς, που θεωρούσε ως κύριο αντίπαλό του την αριστερά, τους αντιμετώπισε με μεγαλοψυχία, την ίδια στιγμή που οι ισλαμιστές ξερίζωναν από τα πανεπιστήμια οτιδήποτε θύμιζε έστω κομμουνισμό ή νασερισμό.

Το ίδιο διάστημα όμως άνθισαν και ριζοσπαστικές ερμηνείες του τι σημαίνει «επιστροφή στο Κοράνι». Ένα από τα βασικά κείμενα αναφοράς αυτής της παράδοσης είναι το βιβλίο «Οδηγίες» του Σαγίντ Κουτμπ, που κρεμάστηκε από το καθεστώς Νάσερ το 1966. Το βιβλίο αυτό όχι απλά διακήρυττε την εξάλειψη κάθε ίχνους επιρροής της δυτικής και της σταλινικής ιδεολογίας, θεωρώντας πως ένα κράτος που θέλει να λέγεται ισλαμικό πρέπει να πατάει στο έδαφος της προ-ισλαμικής βαρβαρότητας (jahiliyya), αλλά καλούσε σε δράση την «πρωτοπορία της αναγέννησης (umma)», που θα ηγείται μιας επανάστασης στα πρότυπα της «πρώτης κορανικής γενειάς». Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η ομάδα «Ανάθεμα και Εξορία» (al-Takfir Wal Hijra) άρχισε να αποκτά λαϊκή βάση ιδιαίτερα μετά την εκτέλεση του ηγέτη της Σούκρι Μουσταφά (1977) ως οργανωτή της απαγωγής ενός ανώτερου θρησκευτικού αξιωματούχου. Η ιδέα ότι μόνο τα μέλη της ομάδας ήταν γνήσιοι Μουσουλμάνοι και ότι έπρεπε να αναχωρήσουν από την κοινωνία και να ζήσουν σε δικές τους κοινότητες, απέκτησε ρίζες στα πανεπιστήμια και ριζοσπαστικοποιήθηκε ακόμα περισσότερο, ως το σημείο της ανατροπής της υπάρχουσας κοινωνίας, όταν η κυβέρνηση του Σαντάντ ξεκίνησε ειρηνευτικές συνομιλίες με το Ισραήλ (1977). Τέτοια ήταν και η στρατηγική της οργάνωσης Τζιχάντ του Αμπντ αλ-Σαλάμ Φαράζ, που καλούσε ανοιχτά σε άμεσο ένοπλο αγώνα, την «τζιχάντ ενάντια στον άνομο πρίγκιπα», προκρίνοντας τον αγώνα ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, κι έφτασε στο σημείο να δολοφονήσει το Σαντάντ τον Οκτώβρη του 1981.

Ο τομέας της Τζιχάντ στο Ασούντ απέκτησε γρήγορα τον έλεγχο της περιοχής, κερδίζοντας τη μαζική υποστήριξη μέσω της ενθάρρυνσης του κοινοτικού μίσους, αλλά οι ακτιβιστές της οργάνωσης στο Κάιρο δεν διέθεταν τα κατάλληλα δίκτυα που θα ξεσήκωναν τους Μουσουλμάνους σε εξέγερση. Το νέο καθεστώς Μουμπάρακ κατέστειλε την Τζιχάντ με μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις.

Ιντιφάντα

Ιντιφάντα στα Αραβικά σημαίνει εξέγερση. Έτσι ονομάστηκε η πρώτη Παλαιστινιακή εξέγερση ενάντια στη Ισραηλινή καταπίεση που ξεκίνησε το Δεκέμβρη του 1987 στη λωρίδα της Γάζας και συνεχίστηκε μέχρι την έναρξη της «ειρηνευτικής διαδικασίας» το 1993. Το σιωνιστικό κράτος, από την ίδρυσή του, είναι υπεύθυνο για τις ρατσιστικές διακρίσεις, τη φτώχεια, τις φυλακίσεις, την εξορία, την τρομοκρατία και τις σφαγές του Παλαιστινιακού λαού. Το Ισραήλ είναι ένα κράτος-τρομοκράτης, είναι το «μαντρόσκυλο» του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Φτιάχτηκε για να προστατεύει τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και να εξασφαλίζει την αδιάκοπη ροή του πετρελαίου και τα κέρδη των πολυεθνικών.

Ο Τέοντορ Χερτσλ, πατέρας του Σιωνισμού και συγγραφέας του βιβλίου «Το Εβραϊκό Κράτος» (1896), απ’ την αρχή ξεκαθάρισε ότι η εβραϊκή αποικία «θα μπορούσε να γίνει η έπαλξη της Ευρώπης στην Ασία... ένα φρούριο του πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα». Το 1908 η Αγγλοπερσική Εταιρία Πετρελαίου (μετέπειτα BP) βρήκε πετρέλαιο στο Ιράν. Το 1914 συμφώνησε με τη Shell και την Deutsche Bank να συνεργαστούν για την εκμετάλλευση των πετρελαίων του Ιράκ. Το 1917 η Βρετανική κυβέρνηση με τη Διακήρυξη του Μπαλφούρ προσχώρησε επίσημα στο Σιωνισμό. Τα επόμενα 20 χρόνια εποικισμού οι Εβραίοι σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν φτάνοντας τις 443.000 το 1939. Οι «Ειδικές Νυχτερινές δυνάμεις» που στρατολόγησαν οι Βρετανοί για να καταστείλουν τη μαζική απεργία των Παλαινιστινίων το 1936 αποτέλεσαν τον πυρήνα των στρατιωτικών συμμοριών που έδιωξαν τους Παλαιστίνιους από τη γη τους το 1948. Οι ίδιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που υποστήριξαν τους Σιωνιστές ήταν αυτοί που απαγόρευσαν στους κυνηγημένους Εβραίους να βρουν άσυλο στη Βρετανία ακόμα και όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία.

Από την ίδρυσή της το 1978 η Χαμάς –το αυτοαποκαλούμενο «Παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» για το οποίο το Ισλάμ είναι το «ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς»- έχει μπερδέψει πολλούς σχολιαστές. Η Χαμάς είναι θρησκευτικό κίνημα («Ισλαμικό αντιστασιακό κίνημα») και η άνοδός της σε βάρος των κοσμικών και αριστερών οργανώσεων θορύβησε πολλούς αριστερούς στον Αραβικό και το Δυτικό Κόσμο. Παρότι απέχει πολύ από το να είναι «αδέρφη οργάνωση της Αλ Κάιντα», όπως ενίοτε μας πλασάρουν στη Δύση, η Χαμάς εκφράζει βαθιά συντηρητικές θέσεις σε θέματα όπως η σεξουαλική απελευθέρωση. Η Χαμάς και η Χεσμπολάχ είναι οι μόνες μαζικές Ισλαμιστικές οργανώσεις στη Μέση Ανατολή που συνεχίζουν να αντιστέκονται στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Η ιστορία της Χαμάς είναι αξεχώριστη από αυτήν της πιο λαϊκής και καθολικής Ισλαμιστικής τάσης στον Αραβικό Κόσμο –της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Η πολιτική της Χαμάς ήταν συνδεδεμένη, από την Καταστροφή (al-Nakba) του 1948, με το κύριο ρεύμα στην ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, το λεγόμενο μονοπάτι της da’wa. Η κυρίαρχη επιρροή της Αιγυπτιακής Αδελφότητας προέρχεται από την εδαφική κατάσταση μεταξύ 1948 και 1967. Η Δυτική Όχθη είχε προσαρτηθεί στην Ιορδανία, αλλά η Γάζα βρέθηκε κάτω από την Αιγυπτιακή διοίκηση. Κάτω από την Αιγυπτιακή αρχή, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Γάζας –κι ανάμεσά τους ο Σεΐχης Αχμέντ Γιασίν, ο μελλοντικός ηγέτης της Χαμάς- υπήρξαν αντικείμενα των ίδιων παροξυσμών καταστολής και νομιμοποίησης, όπως και η οργάνωση που δρούσε στον Αιγυπτιακό χώρο. Ο Γιασίν ίδρυσε το Ισλαμικό Κέντρο, που έγινε η κύρια βάση της Αδελφότητας στη Γάζα. Παρότι συνελήφθη κατά το δεύτερο κύμα καταστολής του Νάσερ το 1965, ο Γιασίν, και τα άλλα μέλη που αργότερα θα σχηματίζαν τη Χαμάς, απέφευγαν τη σύγκρουση με το Ισραήλ. Η Ισραηλινή κατοχή της Γάζας μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967, δεν διαφοροποίησε την εστίαση του Γιασίν στη θρησκευτική αναβίωση. Οι κοσμικές οργανώσεις όπως η Φατάχ και πιο μετά το ανοιχτά Μαρξιστικό Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, και όχι η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ανέλαβαν την αντίσταση στην κατοχή. Οι Αδελφοί στην πραγματικότητα διευκολύνθηκαν από τη νέα κατάσταση στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γαζάς που εμφανίζονταν πιο φιλική προς τη Na’wa σε σχέση με το Νασερικό καθεστώς. Οι οργανώσεις γύρω από το Ισλαμικό Κέντρο πρόσφεραν τις δομές κοινωνικής πρόνοιας και υγείας που η κατοχή δεν ενδιαφέρθηκε να παρέχει. Οι οπαδοί του Γιασίν κέρδισαν την πλειοψηφία των φοιτητών της Γάζας.

Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος του Ισλαμιστικού ρεύματος στην ηγεσία της Παλαιστινιακής αντίστασης κάθε άλλο παρά αναπόφευκτη ήταν. Το κίνημα της ένοπλης Παλαιστινιακής αντίστασης αναδύθηκε μέσα απ’ την κρίση των κοσμικών εθνικιστικών οργανώσεων και την ήττα τους στο Λίβανο το 1982, που υπήρξε το υπόβαθρο του ξεσπάσματος της πρώτης Ιντιφάντα το 1987. Αυτή η κρίση –που κορυφώθηκε με τη φυσική καταστροφή και το διωγμό των Παλαιστινιακών στρατευμάτων από το Λίβανο και τις υποστηριζόμενες από το Ισραήλ σφαγές των Παλαιστινίων στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα στη Βυρητό- είχε να κάνει με το πώς απαντάει κανείς στο βασικό δίλημμα του αποικιοκρατικού εποικισμού του Ισραήλ και της σχέσης του με τον ιμπεριαλισμό.

Υπάρχουν δύο κύρια είδη αποικιοκρατικού εποικισμού, που παράγουν διαφορετικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων. Στην Αυστραλία και στο μεγαλύτερο κομμάτι της Αμερικής οι αποικιοκράτες απλά κατέστρεψαν το γηγενή πληθυσμό (του οποίου υπερτερούσαν αριθμητικά) και του πήραν τη γη. Στην Αφρική (Αλγερία, Νότια Αφρική, Ζιμπάμπουε, Πορτογαλικές αποικίες) ένας σχετικά μικρός αριθμός εποίκων απαλλοτρίωσε το γηγενή πληθυσμό, αλλά παρέμεινε οικονομικά εξαρτώμενος από την εργατική του δύναμη. Έτσι, για παράδειγμα, στη Νότια Αφρική, η μαύρη εργατική τάξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πτώση του καθεστώτος του απαρτχάιντ.

Η Παλαιστινιακή εμπειρία βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Ο αριθμός των αποικιοκρατών και τον αποικιοκρατούμενων είναι περίπου ο ίδιος, με τους Παλαιστίνιους να αποτελούν μια ισχνή πλειοψηφία μετά την εθνοκάθαρση του 1948. Αλλά όσο κι αν την επικαλούνται τα γενοκτόνα μυαλά των Ισραηλινών φιλελεύθερων, το Ισραήλ δεν μπορεί να ξεφορτωθεί τον αυτόχθονα πληθυσμό της Παλαιστίνης. Γι’ αυτό και η ρατσιστική ιδέα της «δημογραφικής απειλής» (του «κινδύνου» που συνιστά ο υψηλότερος δείκτης γεννητικότητας των Παλαιστινίων σε σχέση με τους Εβραίους του Ισραήλ) δεν είναι απλά κοινώς αποδεκτός στο Ισραήλ: είναι η πιπίλα του πρωθυπουργού. Το Ισραηλινό πρόβλημα είναι: πώς να πάρουμε τη γη χωρίς τους ανθρώπους. Γι’ αυτό η λύση των δύο κρατών για το Ισραήλ περνάει μόνο πάνω από τον πολιτικό εκμηδενισμό των Παλαιστινίων. Το δίκτυο των φυσικών εμποδίων στη ζωή των Παλαιστινίων, όπως το τείχος του απαρτχάιντ και τα σημεία ελέγχου της Δυτικής όχθης πετυχαίνουν εν μέρη αυτό το σκοπό.

Το Παλαιστινιακό πρόβλημα, αντίθετα, έγκειται στην υπεροπλία των εποίκων και στην υποστήριξή τους από τα πιο ισχυρά κράτη. Η Παλαιστινιακή εργατική τάξη δεν είναι άσχετη οικονομικά με το Ισραήλ, αλλά δεν είναι της ίδιας ζωτικής σημασίας για τους εποίκους με την Αμερικάνικη βοήθεια. Το Σιωνιστικό σχέδιο βασίζεται πιο πολύ στον αποκλεισμό των Παλαιστίνιων από την οικονομία παρά στην εκμετάλλευσή τους. Η άνοδος της Χαμάς υπήρξε ως τώρα το τελευταίο επεισόδιο αυτής της ιστορίας. Η εξάντληση της Φατάχ και της Παλαιστινιακής αριστεράς τη δεκαετία του ’80 ήρθε μέσα από την αποστασιοποίησή τους από τους αγώνες στο «εσωτερικό» ενάντια στα Αραβικά καθεστώτα και ιδιαίτερα από την ανερχόμενη δύναμη της περιοχής, την Αιγυπτιακή εργατική τάξη. Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), υπό την ηγεσία της Fatah, ακολούθησε μια στρατηγική αποφυγής προκλήσεων απέναντι στα Αραβικά καθεστώτα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το PLO να σέρνεται πίσω ακόμα κι από τα πιο αδύναμα Αραβικά καθεστώτα, όπως της Ιορδανίας το 1970 και του Λιβάνου το 1982 (καταμεσής του εμφυλίου και της Ισραηλινής εισβολής). Η Παλαιστινιακή αριστερά και τα περισσότερα αριστερά «μέτωπα» αναγνωρίζαν μεν το γεγονός ότι η επανάσταση στα Αραβικά κράτη αποτελούσε προϋπόθεση για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αλλά η ιδέα τους γι’ αυτή την επανάσταση ταυτίζονταν είτε με τον «παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο» του Μάο Τσετούνγκ είτε με τη θεωρία του ανταρτοπόλεμου του Τσε Γκεβάρα.

Περίπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι στρατηγικές των κοσμικών και αριστερών εθνικιστών χρεοκόπησαν και η άνοδος των Ισλαμιστικών κινημάτων σε όλο τον Αραβικό κόσμο και ειδικά στη Γάζα ήρθε για να καλύψει αυτό το κενό. Ο Σεΐχης Γιασίν έχτισε προσεχτικά μια βάση ισχύος στο Ισλαμικό Κέντρο της Γάζας, στα καινούρια τζαμιά και στο πανεπιστήμιο που άρχισε να δέχεται πιο αγροτικά και συντηρητικά στοιχεία. Η Majd, μια παραστρατιωτική παραφυάδα του Ισλαμικού Κέντρου, ρίχτηκε στον αντιαριστερό αγώνα και στον εξαναγκασμό των ανθρώπων στην τήρηση των θρησκευτικών κανόνων. Η επίσημη ίδρυση της Χαμάς όμως, ήρθε μετά το ξέσπασμα της λαϊκής εξέγερσης του Δεκέμβρη του 1987 και ιδιαίτερα μετά την άρνησή της στην πολιτική των συμβιβασμών με το Ισραήλ σε μια λύση των δύο κρατών που προωθούσε η PLO στη διάρκεια των «ειρηνευτικής διαδικασίας» που ακολούθησε την Ιντιφάντα.

Ισλαμική Επανάσταση

Η Σουδανική Αδελφότητα ξεκίνησε τη δεκαετία του ’40 σαν παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου του Μπάνα, αλλά είχε τη δική της πορεία και ιδεολογία μετά το τσάκισμα της μητέρας οργάνωσης από το Νάσερ. Αρχικά, είχε σαν βάση το πανεπιστήμιο του Χαρτούμ, όπου συγκρούονταν με τους κομμουνιστές για την επιρροή στους φοιτητές. Από τη δεκαετία του ’60 άρχισε, υπό το Χασάν αλ Τουραμπί, να προσελκύει μέλη του κλήρου, ιμάμηδες, εμπόρους και σουφιστές και από τη δεκαετία του ’80 ενθαρρυμένη από το κράτος έπαιξε το ρόλο του «ισλαμικού τομεά» της οικονομίας. Έτσι κέρδισε την υποστήριξη κάποιων νεόπλουτων και κομματιών της κρατικής μηχανής. Στις εκλογές του ’86 μετά την πτώση της δικτατορίας Νιμέιρι κέρδισε το 18,5% των ψήφων, έχοντας αρκετή επιρροή σε τμήμα των μεσοστρωμάτων της πόλης και στους επιχειρηματίες που ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι βασικών αξιωματικών του στρατού. Έτσι μετά το πραξικόπημα Μπεσίρ το 1989 η πραγματική εξουσία πέρασε στα χέρια του Εθνικού Ισλαμικού Μετώπου (NIF), αφού προσέφερε χιλιάδες ενεργά μέλη του στο βάρβαρο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στους μη μουσουλμάνους αντάρτες του Νότου και στην καταστολή της δυσαρέσκειας στις πόλεις του Βορρά.

Η άνοδος και η ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμισμού ήρθε μ’ όλες τις αντιφάσεις της και στην Αλγερία. Ο Αλγερινός δικτάτορας Μπουμεντιέν στις δεκαετίες ’60 και ’70 ενθάρρυνε τον μετριοπαθή ισλαμισμό, ξεκινώντας μια εκστρατεία εξισλαμισμού υπό την ηγεσία του υπουργού εκπαίδευσης και θρησκείας Μουλούντ Κασέμ, που αποκήρυσσε την «ηθική κατάπτωση» που έφερναν οι δυτικές επιρροές. Οι ισλαμιστές με την υποστήριξη του καθεστώτος διέδιδαν τις ιδέες τους στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές χτίζοντας πρόχειρα τζαμιά, ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχαν σχεδόν εξαφανίσει την αριστερά από τα πανεπιστήμια. Αλλά με την παρείσφρηση ριζοσπαστικών ερμηνειών του ισλάμ, που κατάφερε να συσπειρώσει το θυμό και το μίσος ενάντια στους ηγέτες που προέρχονταν από τον απελευθερωτικό αγώνα της δεκαετίας του ’60, αλλά τώρα είχαν εξελιχθεί σε μια βολεμένη άρχουσα τάξη, το καθεστώς έχασε τον έλεγχο. Άρχισε να στρέφεται ενάντια στους ισλαμιστές φυλακίζοντας κάποιους από τους ηγέτες τους στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Όμως αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της εικόνας τους σαν αντιπολίτευση στο καθεστώς. Όλος ο θυμός ενάντια στην άρχουσα τάξη ξέσπασε σε μια εξέγερση παρόμοια μ’ αυτές που θα συνέβαιναν στην Ανατολική Ευρώπη ένα χρόνο μετά. Η σύγκρουση του Οκτώβρη του ’84, μια εξέγερση νέων ανθρώπων ενάντια στις συνθήκες ζωής τους μετά από 25 χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας, που έφερε στο προσκήνιο τη φωνή των καταπιεσμένων, από τους εξόριστους αριστερούς πολιτικούς μέχρι το φεμινιστικό κίνημα, οδήγησε τελικά στην αύξηση της επιρροής των ισλαμιστών και του Ισλαμικού Μετώπου Σωτηρίας (FIS), που πήρε υπό τον έλεγχό του σημαντικούς δήμους στις δημοτικές εκλογές του 1990 και κέρδισε τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1991, παρότι δέχτηκε άγρια καταστολή. Οι ηγέτες του, Αμπάσι Μαντανί και Αλί Μπελχάζ καταδικάστηκαν σε 12 χρόνια φυλάκιση και χιλιάδες μέλη του στάλθηκαν σε στρατόπεδα στη Σαχάρα, κινήσεις που εξάπλωσαν την τρομοκρατία και τον ανταρτοπόλεμο στην πόλη και την ύπαιθρο από τις οργανώσεις του Ένοπλου Ισλαμικού Κινήματος (MIA) και των Ένοπλων Ισλαμικών Ομάδων (GIA).

Το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν συχνά περιγράφεται σαν η πιο επικίνδυνη απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις, ικανή να επιβάλει έναν ολοκληρωτισμό που θα εμποδίσει οποιαδήποτε μελλοντική προοδευτική εξέλιξη. Αυτή η άποψη υπερεκτιμά την ομοιογένεια του ισλαμισμού και του προσδίδει μια ικανότητα να καθορίζει τις ιστορικές εξελίξεις που στην πραγματικότητα δεν έχει. Η επανάσταση του 1979 δεν ήταν προϊόν του ισλαμισμού, αλλά των αντιθέσεων που εμφανίστηκαν στο καθεστώς του Σάχη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Μεγάλο τμήμα της εξέγερσης που είχε ξεσπάσει είχε ταυτιστεί με τον εξόριστο ισλαμιστή Αγιατολάχ Χομεϊνί, που έγινε σύμβολο της αντίθεσης στη μοναρχία και εμβληματικός ηγέτης της επανάστασης. Σ’ εκείνο το στάδιο όμως, ο Χομεϊνί ήταν πολύ μακριά από το ελέγχει τα γεγονότα. Στην κορυφή της επαναστατικής διαδικασίας δεν υπήρχε ένα στρώμα, αλλά δύο: από τη μια, η προσωρινή κυβέρνηση του «μετριοπαθούς» ισλαμιστή Μπαζαργκάν με σχέσεις με τα μοντέρνα τμήματα της αστικής τάξης, κι από την άλλη, οι Χομεϊνικοί, που γύρω τους συσπειρώνονταν μια ομάδα κληρικών και ισλαμιστών διανοούμενων με δεσμούς με τους αστούς του παζαριού. Το δημοψήφισμα της 1ης Απριλίου του 1979 αποφάσισε υπέρ της ίδρυσης ισλαμικού κράτους με ποσοστό 99%. Το νέο σύνταγμα ενσωμάτωνε τη Σιιτική αρχή του «βελαγιάτ-ι φακίχ», δηλαδή της εξουσίας στον κλήρο, που βρίσκει εφαρμογή στο θεσμό του Υπέρτατου Ηγέτη, αλλά ο Χομεϊνί τελικά κατάφερε να εγκαθιδρύσει την καθολική εξουσία για τον ίδιο και το Ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (IPK) του δυόμισι χρόνια αργότερα, χρησιμοποιώντας ισλαμική φρασεολογία για να κινητοποιήσει πίσω του τμήματα του λούμπεν προλεταριάτου σε συμμορίες, τις Χεζμπολάχ, που μπορούσαν να επιτίθενται στην αριστερά, να επιβάλλουν την «ισλαμική ηθική» και να ενώνονται με το στρατό για να καταστέλλουν αποσχιστικές εξεγέρσεις.

Στην επαναστατική περίοδο υπήρχε ένας αυξανόμενος αναβρασμός που απειλούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο των Χομεϊνικών, με την κοσμική και ισλαμική αριστερά να αυξάνουν σημαντικά τις δυνάμεις τους στα πανεπιστήμια. Αλλά η ριζική στροφή του Νοέμβρη του 1979, έφερε τη δική του μειοψηφία των φοιτητών (και όχι την πλειοψηφία των Φενταγίν και των Μουτζαχεντίν του Λαού) στην οργάνωση της κατάληψης της Πρεσβείας των ΗΠΑ και σε απευθείας σύγκρουση με την πιο σημαντική ιμπεριαλιστική δύναμη του κόσμου. Έτσι, το IPK κατόρθωσε σιγά-σιγά ν’ αποκτήσει μια πλατιά βάση ισλαμιστών διευθυντών και κρατικών λειτουργών που η καριέρα τους εξαρτιόταν από την ικανότητά τους να προπαγανδίζουν υπέρ της Χομεϊνικής εκδοχής του ισλαμισμού. Το 1981 διόρισε πρόεδρο τον Μπάνι Σαντρ, ισλαμιστή με δεσμούς με την κατεστημένη αστική τάξη, που δέχθηκε μετά χαράς την πρόσκληση του IPK να στείλει τη Χεσμπολάχ να τσάκισει το προπύργιο της αριστεράς, τα πανεπιστήμια. Οι συμμορίες της Χεσμπολάχ τραυμάτισαν και σκότωσαν μέλη πολιτικών οργανώσεων που αντιστέκονταν στην «πολιτιστική επανάσταση» και έκαψαν «μη ισλαμικά» βιβλία και εφημέριδες.

Στο μεταξύ, ο Χομεϊνί είχε αποδειχθεί ικανός να διχάσει την αριστερή αντιπολίτευση. Διακήρυσσε ότι όλα τα προβλήματα που υπήρχαν στα εργαστάσια, στις γυναίκες, στις εθνικές μειονότητες οφείλονταν στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ήταν ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός που πολεμούσε την κυβέρνηση στο Κουρδιστάν, στο Ταμπρίζ, στην Τορκαμανσάχρα. Οι γυναίκες που αντιτίθονταν στον ισλαμικό νόμο ήταν πράκτορες των ΗΠΑ και των σιωνιστών. Τα σόρας της εργατικής αντίστασης ήταν πρακτορεία του ιμπεριαλισμού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα (Τουντέχ) στήριξε τη γραμμή Χομεϊνί. Οι μεγαλύτερες αριστερές οργανώσεις –Φενταγίν, Μουτζαχεντίν και Παϊκάρ (μαοϊκοί)- δεν έδωσαν ποτέ τη μάχη στο πλευρό των μαχητικών εργατών, των γυναικών, των εθνικών μειονοτήτων.

Σχόλια