Οι ρίζες του Ολοκαυτώματος

Στην 70η επέτειο της Απελευθέρωσης του Άουσβιτς, ο Τομ Κέι εξετάζει το πώς ο αντισημιτισμός που χρησιμοποιήθηκε από την άρχουσα τάξη σαν όπλο ενάντια στο εργατικό κίνημα κλιμακώθηκε σε γενοκτονία.



Κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος 6 εκατομμύρια Εβραίοι –τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού των Εβραίων της Ευρώπης- πέθαναν στα χέρια της δολοφονικής μηχανής των Ναζί. Το καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ επέβλεψε το θάνατο περίπου 5 εκατομμυρίων σοσιαλιστών, κομμουνιστών, Τσιγγάνων Ρομά, Σλάβων, Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά, ΛΟΑΤ και ανάπηρων.

70 χρόνια από την απελευθέρωση του στρατοπέδου θανάτου του Άουσβιτς το ζήτημα του πώς φτάσαμε στο Ολοκαύτωμα παραμένει επίκαιρο. Το Ολοκαύτωμα δείχνει για σε ποιο σημείο είναι ικανή να φτάσει η αντίδραση. Η απόλυτη βαρβαρότητα των εξελίξεων στη Ναζιστική Γερμανία, είτε πρόκειται για τα υποστηριζόμενα από το κράτος πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων είτε για τη βιομηχανία θανάτου στους θαλάμους αερίων, θέτει τεράστια ερωτήματα.

Γιατί η Γερμανική άρχουσα τάξη έδωσε την εξουσία στο Χίτλερ και τους Ναζί στις 30 Ιανουαρίου του 1933; Πριν η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση συγκλονίσει το Γερμανικό Καπιταλισμό, το Ναζιστικό κόμμα δεν έπιανε πάνω από το 2,6% των ψήφων στις Βουλευτικές Εκλογές. Το 1932, μετά από τρία χρόνια σοβαρής οικονομικής κρίσης, η βιομηχανική παραγωγή καταστράφηκε και μέχρι το Φθινόπωρο 5 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άνεργοι.

Η άρχουσα τάξη στοιχειώνονταν από το φάντασμα της Γερμανικής Επανάστασης του 1919-1923 που ανέτρεψε τον Κάιζερ, το Γερμανό βασιλιά. Ακριβώς μια δεκαετία πριν ο Χίτλερ πάρει την εξουσία οι εργάτες της Γερμανίας με τη μαχητική τους δράση είχαν κερδίσει τεράστιες κατακτήσεις όπως το οκτάωρο και οι αυξήσεις μισθών. Είχαν φτάσει στο σημείο να φτιάξουν εργατικά συμβούλια, όπως στη νότια περιοχή της Βαυαρίας –που έμελλε να γίνει ένα από τα προπύργια των Ναζί- όπου μάλιστα κατέκτησαν για ένα διάστημα την εξουσία. Υπήρχε η αίσθηση ότι η εργατική τάξη θα μπορούσε να πάρει την εξουσία όπως έκανε με τη Ρώσικη Επανάσταση το 1917.

Το να συντρίψουν τη δύναμη των εργατών έγινε ο βασικός στόχος της άρχουσας τάξης και πριν ακόμα απ’ τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930 οι βιομήχανοι ονόμαζαν τη Γερμανία «κράτος των συνδικάτων».

Στις Βουλευτικές Εκλογές του Νοέμβρη του 1932 οι Ναζί πήραν 11,7 εκατομμύρια ψήφους, λίγο πάνω από το 33%. Αλλά δεν ήταν αυτή η συνολική εικόνα του τι συνέβαινε στη Γερμανική κοινωνία.

Οι ψήφοι των Ναζί είχαν μειωθεί κατά 2 εκατομμύρια σε σχέση τις εκλογές του Ιουλίου της ίδιας χρονιάς και το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SPD) και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) μαζί έφταναν το 36%. Αυτά τα δύο κόμματα μαζί είχαν περισσότερη υποστήριξη από τους Ναζί, αλλά η απαραίτητη ενότητα ποτέ δεν επιτεύχθηκε. Δεκατρία χρόνια πριν, στα χρόνια,  της Γερμανικής Επανάστασης το SPD είχε ενορχηστρώσει τις δολοφονίες δύο κομμουνιστών ηγετών, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ. Για τα μέλη του KPD αυτό ήταν ασυγχώρητο. Αλλά ακόμα χειρότερα, το KPD θεωρητικοποίησε αυτή τη στάση, βαφτίζοντας το SPD «σοσιαλφασίστες», που οι επιθέσεις τους εργάτες ήταν αυτές που έστρωναν το έδαφος στο φασισμό, και αρνήθηκε κάθε συνεργασία.

Η διάσπαση της αριστεράς επέτρεψε στους Ναζί να την πάρουν παραμάζωμα. Προς το τέλος του 1933, 130.000 μέλη του KPD φυλακίζονται χωρίς δίκη και μέχρι το 1945 υπάρχουν στη Γερμανία πάνω από 3 εκατομμύρια πολιτικοί κρατούμενοι. Η Γερμανική ελίτ είχε να αντιμετωπίσει τη συνέχεια της κρίσης και την εκτόξευση του Κομμουνιστικού Κόμματος που εκπροσωπούνταν από 77 βουλευτές. Σαν απάντηση, η άρχουσα τάξη ενώθηκε με τους Ναζί, διορίζοντας το Χίτλερ καγκελάριο για να συντρίψει την οργανωμένη εργατική τάξη.

Η μεταβίβαση της εξουσίας στους Ναζί πρέπει να γίνει κατανοητή σε σχέση με το βάθος της οικονομικής κρίσης και με το ζήτημα της Εργατικής Εξουσίας. Όταν ανέβηκαν στην εξουσία οι Ναζί εισήγαγαν μια σειρά αντισημιτικούς νόμους. Το 1933, δυο μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ, οι Ναζί πέρασαν ένα νόμο που σήμανε μαζικές απολύσεις των Εβραίων που εργαζόταν στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο νόμος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι μπορεί να απομακρύνεται ο οποιοσδήποτε του οποίου «οι προηγούμενες πολιτικές δραστηριότητες δεν εγγυώνται ότι θα παρέχουν σε κάθε περίπτωση πλήρη υποστήριξη στο εθνικό κράτος».

Αυτό ήταν σημαντικό γιατί υπονόμευε τη δυνατότητα των σοσιαλιστών και των συνδικαλιστών να αντιστέκονται τόσο στο ρατσισμό όσο και στις επιθέσεις στους εργαζόμενους από τη μεριά του κράτους. Ήταν μια αποτελεσματική χρήση του αντισημιτισμού στην επίθεση που στόχευε να πλήξει την οργάνωση της εργατικής τάξης. Οι νόμοι του 1935 ουσιαστικά απαγόρευαν κάθε σχέση μεταξύ Εβραίων και μη-Εβραίων. Οι ποινή ήταν καταναγκαστική εργασία. Αυτές οι πολιτικές είχαν σκοπό τη διαίρεση των Γερμανών εργατών με τον αντισημιτισμό, αλλά και τη συσπείρωση των δυνάμεων που ενώνονταν πίσω από τη Ναζιστική ιδεολογία του Εθνικοσοσιαλισμού.

Θα ήταν λάθος να μειώσουμε τη σημασία του Ολοκαυτώματος απλά και μόνο σαν μέσου για την εκπλήρωση των αναγκών των μεγάλων επιχειρήσεων –όπως οι Kellogs, IG Ferben, Volkswagen και IBM. Οι μεγάλες επιχειρήσεις σίγουρα ωφελήθηκαν από το τσάκισμα του εργατικού κινήματος, αλλά οι Ναζί το πήγαν πολύ παραπέρα. Το Ολοκαύτωμα σήμανε το θάνατο εκατομμυρίων εργατών και άρα δεν ταυτίζεται με τον «ορθολογικό» καπιταλισμό. Τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και των Ναζί συνέκλιναν πάνω στο ζήτημα της αντιμετώπισης του εργατικού κινήματος, όμως υπήρχαν μεγάλες εντάσεις μεταξύ τους. Ο φασισμός είναι ένα μαζικό κίνημα της μικροαστικής τάξης των «καταστηματαρχών και οδοντιάτρων», και όχι του μεγάλου κεφαλαίου.

Ο Ρώσος επαναστάτης Λέον Τρότσκι περιέγραψε πώς ο φασισμός μετέτρεψε τα «σκουλήκια σε δράκους». Η μικροαστική τάξη ήταν ένα θύμα της βαθιάς αστάθειας της μεταπολεμικής Γερμανίας, πεταμένο ανάμεσα σ’ ένα πανίσχυρο εργατικό κίνημα και στους μεγαλοκαπιταλιστές. Ο φασισμός αντιπροσώπευε την αντίδρασή τους σ’ αυτή την κρίση.

Ο φασισμός δεν αναπτύχθηκε μόνο στη Γερμανία. Στη Ρωσία το αντιδραστικό κύμα που ακολούθησε την Επανάσταση του 1905 περιελάμβανε πλήθος πογκρόμ με την υποστήριξη του τσαρικού κράτους κυρίως ενάντια στους Εβραίους.

Η Γερμανική μικροαστική τάξη ανταποκρίνονταν τόσο στην απειλή της επικράτησης του Μπολσεβικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, όσο και την απειλή του χρηματιστικού κεφαλαίου που επικρέμονταν πάνω από τα κεφάλια των μικροαστών. Η καρικατούρα του Χίτλερ για το «Εβραϊκό καρτέλ των τραπεζών» τους υποδείκνυε το φταίχτη για τη συνεχή αστάθεια που επικρατούσε στη Γερμανική κοινωνία.

Η Νύχτα των Κρυστάλλων το 1938 ήταν ένα σημαντικό σημείο καμπής. Η δολοφονία του Γερμανού διπλωμάτη Φον Ραθ από έναν Πολωνοεβραίο του οποίου η οικογένεια είχε απελαθεί απ’ τη Γερμανία ήταν η αφορμή για τη σφαγή που ακολούθησε. Οι Ναζί χρησιμοποίησαν τα πογκρόμ για την απαλλοτρίωση των περιουσιών των Εβραίων που θα πήγαινε τη χρηματοδότηση των πολεμικών δαπανών, για την περαιτέρω απομόνωση των Εβραίων και το κλείσιμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και για την «αναβάθμιση» της κρατικής πολιτικής των ακραίων διακρίσεων σε πολιτική ωμής κρατικής βίας.

Ο βιολογικός ρατσισμός των Ναζί υπήρξε το συνεκτικό στοιχείο του Εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Όμως, το Ολοκαύτωμα ήταν το αποτέλεσμα αυτού του ρατσισμού σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστικοποίηση των προσπαθειών των Ναζί για τη «λύση» του «Εβραϊκού ζητήματος» παρά τα διάφορα πισωγυρίσματα – και κυρίως τη στρατιωτική τους ήττα από τους Ρώσους. Το εφαλτήριο για τη ριζοσπαστικοποίηση του Ναζιστικού σχεδίου ήταν η εισβολή στην ΕΣΣΔ το 1941. Απ’ την αρχή ήταν φανερό ότι η ηγεσία των Ναζί έβλεπε αυτό τον πόλεμο σαν ευκαιρία για την εξόντωση της «Εβραιομπολσεβίκικης Ρωσίας». Ειδικές δυνάμεις, τα Τάγματα Θανάτου (Einsatzgruppen) στάλθηκαν μαζί με το Γερμανικό στρατό με αποστολή τη μαζική δολοφονία των Εβραίων.

Αρχικά, τα Τάγματα Θανάτου είχαν σχηματιστεί για να ενισχύσουν την εισβολή στην Πολωνία το 1939, όπου εκτελούσαν δασκάλους, διανοούμενους, κληρικούς, ακόμα και κάποιους ευγενείς. Σαν τμήμα της εισβολής στην ΕΣΣΔ, οι περίπου 3.000 στρατιώτες των Ταγμάτων Θανάτου, χωριζόταν σε τέσσερις ομάδες. Υπό τις διαταγές του Ράιχαρντ Χάιντριχ, σκοπός τους ήταν να εξασφαλίσουν τα αρχεία και τα έγγραφα του Ρώσικου κράτους και του Κομμουνιστικού Κόμματος, να αφανίσουν να ανώτερα κλιμάκια του Ρωσικού κράτους και να προκαλέσουν και ενθαρρύνουν πογκρόμ σε βάρος των Εβραϊκών πληθυσμών.

Απ’ τις αρχές του Ιουνίου είχαν διαταγές να σκοτώσουν όλους τους κομμουνιστές και όλους τους Εβραίους άνδρες ηλικίας 15 με 45 ετών. Από τον Αύγουστο ήδη είχαν αρχίσει να σκοτώνουν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Οι μεγαλύτερες μαζικές δολοφονίες που εξαπέλυσαν τα Τάγματα Θανάτου ήταν κοντά στο Κίεβο, την πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Μέσα σε δύο μέρες σκότωσαν πάνω από 33.000 Εβραίους. Οι περιουσίες τους κλάπηκαν, τους ξεγύμνωσαν, τους έβαλαν να ξαπλώσουν στο έδαφος και τους πυροβόλησαν στο κεφάλι ή στην πλάτη.

Ο Χίτλερ είχε απειλήσει για την εξόντωση των Εβραίων σε μια ομιλία του στη Βουλή το 1939, αλλά είναι μάλλον απίθανο η «τελική λύση» αυτή καθαυτή να ήταν μέρος ενός μακρόπνοου σχεδίου. Οι Ναζί συζητούσαν, μεταξύ άλλων, την πρόταση για μεταφορά των Εβραίων στη Μαδαγασκάρη. Φαίνεται μάλλον ότι η απόφαση της εξόντωσης των Εβραίων πάρθηκε σαν αποτέλεσμα πιέσεων από τα πάνω της διαιρεμένης και πολυδιασπασμένης Ναζιστικής γραφειοκρατίας.

Οι μαζικές δολοφονίες επιταχύνθηκαν όταν τα αποθέματα τροφίμων λιγόστεψαν με αποτέλεσμα οι Ναζί να κρατούν στη ζωή μόνο τους ικανούς για εργασία. Η αργή εξέλιξη του πολέμου σήμαινε ότι οι Ναζί αξιωματούχοι δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να βρουν «επαρκή» μέσα για τη συντήρηση χιλιάδων Εβραίων. Ο βασικός σκοπός των Ναζί, που ήταν η καλλιέργεια μιας μικροαστικής ουτοπίας, συντρίφτηκε κάτω απ’ το βάρος της ήττας τους στα χέρια του Ρώσικου στρατού. Έτσι οι Ναζί κυνήγησαν μια «νίκη» που μπορούσαν να πετύχουν – τη φυσική εξόντωση των Εβραίων και όλων των «αντικοινωνικών στοιχείων».

Η Τελική Λύση οριστικοποιήθηκε στη Διάσκεψη της Βάνζεε, μια μυστική συνάντηση 15 ανώτερων στελεχών του Γ΄ Ράιχ στις 20 Ιανουαρίου 1942. Ο Χίτλερ πληροφόρησε τους παριστάμενους ότι η Τελική Λύση –η συστηματική δολοφονία όχι μόνο των Εβαίων που ζούσαν στις περιοχές που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ναζί, αλλά του συνόλου των 11 εκατομμυρίων Εβραίων που ζούσαν στην Ευρώπη- θα υλοποιούνταν. Ο Χάιντριχ θα επέβλεπε την επιχείρηση. Το αντικείμενο συζήτησης αυτής της διάσκεψης δεν ήταν το αν θα γινόταν η γενοκτονία, αλλά το πώς.

Η εμπειρία της Ουγγαρίας ήταν ένα παράδειγμα της αποτελεσματικότητας και της βαρβαρότητας του σχεδίου. Το Μάρτιο του 1944 τα Γερμανικά τανκς προέλασαν στην πρωτεύουσα, τη Βουδαπέστη, και εγκαταστάθηκε η κυβέρνηση του Ντέμε Στοτζάι (Döme Sztójay). Το φασιστικό κόμμα «Σταυρός Βέλος» (Arrow Cross) νομιμοποιήθηκε και άρχισε να οργανώνει τη συγκέντρωση των Εβραίων. 12.000 τη μέρα στοιβάζονταν σε κλούβες και στέλνονταν στα στρατόπεδα θανάτου.

Σε δύο μήνες πάνω από 600.000 Εβραίοι της Ουγγαρίας στάλθηκαν να πεθάνουν στο Άουσβιτς. Υπήρχαν τόσα πτώματα που τα κρεματόρια ήταν γεμάτα –οι Ναζί αναγκάστηκαν να προχωρήσουν και στην υπαίθρια καύση των νεκρών.

Μια από τις πιο δημοφιλείς θεωρίες για την εξήγηση του Ολοκαυτώματος είναι ότι η Γερμανική κοινωνία ήταν «από τη φύση της» αντισημιτική.

Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι η αφήγηση του βιβλίου του Ντάνιελ Γκολντχάγκεν «Πρόθυμοι Δήμιοι: Οι Εκτελεστές του Χίτλερ». Για τον Γκολντχάγκεν, όλο το φάσμα της Γερμανικής κοινωνίας στάθηκε απαθής μάρτυρας του «εξολοθρευτικού αντισημιτισμού».

Από τη μια μεριά ήταν οι Γερμανοί που πίστευαν ότι οι Εβραίοι ήταν κάπως διαφορετικοί κι από την άλλη αυτοί που πίστευαν ότι ήταν η ενσάρκωση του κακού. Αυτή που βρίσκονταν στην από δω μεριά του φάσματος, στην προσπάθειά τους να εξαλείψουν τα «διαφορετικά» χαρακτηριστικά των Εβραίων, πέρασαν γρήγορα στο άλλο στρατόπεδο –αυτό της γενοκτονίας.

Αλλά αυτή η προσπάθεια σκιαγράφησης της Γερμανικής κοινωνίας ως πάσχουσας από λανθάνοντα ή υποτροπιάζοντα αντισημιτισμό είναι προβληματική. Η υποβάθμιση του Ολοκαυτώματος σε φαινόμενο που αποδίδεται στην κλιμάκωση της Γερμανικής κοινωνίας αποτυγχάνει να εξηγήσει γιατί υπάρχουν κι αλλού παραδείγματα ξεσπασμάτων βίαιου αντισημιτισμού. Εκτός από τα αντισημιτικά πογκρόμ στη Ρωσία, η καταδίκη ενός Εβραίου υπαλλήλου το 1894 στη Γαλλία, γνωστή σαν Υπόθεση Ντρέιφους απέδειξε πώς τα ιμπεριαλιστικά κράτη ήταν πρόθυμα να παίξουν το χαρτί του αντισημιτισμού πάνω από τις ρωγμές των χτυπημένων από την κρίση κοινωνιών.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του Ολοκαυτώματος είναι ότι οι γραφειοκράτες που το οργάνωσαν, η ηγεσία των Ναζί φρόντιζαν να κρατούν καλά φυλαγμένα τα σχέδιά τους για τους Εβραίους. Ο Χίμλερ, για παράδειγμα, επέμενε ότι δεν έπρεπε να υπάρχει καμία επίσημη αναφορά «περί ειδικής μεταχείρισης των Εβραίων».

Οι Γερμανοί δεν είχαν αυτόματα αποδεχτεί τον κρατικό αντισημιτισμό. Άνθρωποι που πρόσφεραν φαγητό σε Εβραίους πυροβολούνταν επί τόπου από τους Ναζί και ο Γκαίμπελς ήταν ξεκάθαρος όταν έλεγε ότι «η κριτική είναι επιτρεπτή μόνο σ’ αυτούς που δεν φοβούνται να καταλήξουν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης». Ο Χίμλερ γρύλιζε για το γεγονός ότι δεν υπήρχε Γερμανός που να μην γνώριζε έναν «καθωσπρέπει Εβραίο». Μάκραν του να υπήρχε αποδοχή του κυρίαρχου αντισημιστιμού, αναφέρονται πολλές πράξεις αντίστασης –μετά τον πόλεμο σχεδόν 1.000 Εβραίοι βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους μόνο στο Βερολίνο.

Γιατί αυτό είναι σημαντικό; Πρώτα απ’ όλα, δείχνει ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν υποστήριζε τους Ναζί και αν η αριστερά ήταν ενωμένη μπορούσε να τους είχε σταματήσει. Δεύτερον, είναι μια προειδοποίηση ενάντια σε κάθε ανοχή απέναντι στο φασισμό. Σήμερα, στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατιωτικής ήττας της Δύσης στη Μέση Ανατολή και της οικονομικής κρίσης, οι κυρίαρχες τάξεις βγάζουν απ’ το μανίκι την Ισλαμοφοβία και τον αντιμεταναστευτικό ρατσισμό.

Το Ολοκαύτωμα είναι μία προειδοποίηση για όλους μας για το τι μπορεί να συμβεί όταν η δεξιά δρέπει τους καρπούς της πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας.

Σχόλια