Οι ρίζες της καταπίεσης των γκέι

" Όλες οι παραδεδεγμένες σεξουαλικές πρακτικές τείνουν να διατηρήσουν την υπάρχουσα κοινωνική δομή με το συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής της και τις διευθετήσεις για την αναπαραγωγή του."


Η έννοια της "ομοφυλοφιλίας" δεν υπήρχε πριν τα μέσα του 19ου αιώνα. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1869 από τον Ούγγρο γιατρό Μπένκετ και άρχισε σιγά σιγά να διαδίδεται επικρατώντας του "αντίθετου ερωτικού αισθήματος", της "σεξουαλικής διαστροφής" και του "Ουράνιου έρωτα". Η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση αυτών των νεολογισμών στα τέλη της δεκαετίας του 1860 αποδεικνύει την ανάπτυξη μιας νέας στάσης απέναντι σε άνδρες και γυναίκες που πλέον θεωρούνταν ότι βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή σ' ένα συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας. Και πριν βέβαια υπήρχαν λέξεις που χαρακτήριζαν πράξεις μεταξύ μελών του ίδιου φύλου, και θεωρούνταν αμαρτωλές, ακόμα και εγκληματικές, αλλά η ιδέα ότι αυτές οι πράξεις είναι σημάδι μιας υποκείμενης κατάστασης ή ενός τύπου ατόμου πρωτοεμφανίστηκε εκείνο το διάστημα.

Πρέπει ν' αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επινόηση ήταν μια ταξινομική διαδικασία που επέβαλλε ένα συγκεκριμένο ρόλο στους γκέι άνδρες και γυναίκες. Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά σαν μέρος της αναδιάρθρωσης της οικογένειας και των σεξουαλικών σχέσεων, της οφειλόμενης στο θρίαμβο της αστικοποίησης και του βιομηχανικού καπιταλισμού. Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι η εμφάνιση για πρώτη φορά εννοιών, που τώρα είναι κοινός τόπος στο δημόσιο λόγο: όπως πχ "νοικοκυρά", "πόρνη", "παιδί", "ομοφυλόφιλος". Γιατί είναι σ' αυτό το συγκεκριμένο ευρύτερο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικογένειας που αναπτύχθηκαν οι σύγχρονες αντιλήψεις περί ομοφυλοφιλίας.

Η έλευση της καπιταλιστικής βιομηχανικής κοινωνίας έφερε ένα ολόκληρο σύμπλεγμα αλλαγών -το ξεχώρισμα σπιτιού και δουλειάς, την αντιπαράθεση των έμφυλων ρόλων ανδρών και γυναικών σ' αυτές τις "ξεχωριστές σφαίρες" και μια νέα έμφαση στην ατομικότητα και την προσωπική ζωή- που άνοιξαν μια νέα εποχή στη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Χρειάζεται όμως να εξετάσουμε την ιστορία της σεξουαλικότητας και της οικογένειας, προκειμένου να αντικρούσουμε διάφορους μύθους σχετικά με το παρελθόν και να δούμε πώς οι κοινωνίες δομούν και αναδομούν τη σεξουαλικότητα σύμφωνα με τις υλικές, κοινωνικές και πολιτικές τους συνθήκες.

Πρωτόγονες και μη δυτικές κοινωνίες

Οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες ήταν τροφοσυλλεκτικές και θηρευτικές και μπορούμε να δούμε, απ' τις ελάχιστες που επιβίωσαν ως τις μέρες μας, ότι σ' αυτές δεν υπάρχει κανένας έλεγχος οποιουδήποτε είδους σε σχέση με τη σεξουαλική δραστηριότητα (πέρα απ' ό,τι αφορά την αιμομιξία). Αλλά ακόμα και σ' αυτές τις κοινωνίες οι σεξουαλικές σχέσεις λαμβάνουν χώρα σ' ένα συγκεκριμένο πλαίσιο παραδόσεων και ρόλων που αναπτύχθηκαν προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεργασία και η επιβίωση.

Με την εμφάνιση της πρωτόγονης καλλιέργειας και της διατήρησης των κοπαδιών οι οικογενειακοί και συγγενικοί θεσμοί θεσμοί έγιναν πιο πολύπλοκοι και εξεζητημένοι. Συγκρούσεις αναπτύχθηκαν καθώς οι κοινότητες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για εδάφη και αποθέματα. Αυτές οι κοινωνίες υπήρξαν παρ' όλ' αυτά κοινωνίες ισότητας, χωρίς ταξικές διακρίσεις, με πολύ ρευστές μορφές γάμου και γονεϊκότητας και ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σ' αυτές τις κοινωνίες εντοπίζονται δυο αναγνωρισμένες μορφές ομόφυλων σχέσεων: Η πρώτη είναι μορφή φυλετικής μετάβασης, διευθέτηση που εντοπίζεται στους αυτόχθονες λαούς της Βόρειας Αμερικής, γνωστή στους σύγχρονους ανθρωπολόγους ως berdaches. Στις δυτικές φυλές, μια νεαρή γυναίκα ή άνδρας που έδειχνε προτίμηση στα καθήκοντα και τις επιδιώξεις του αντίθετου φύλου μπορούσε με τη συγκατάθεση των πρεσβύτερων να εισαχθεί στον κοινωνικό ρόλο της αρεσκείας της/του, και γινόταν ως προς τους κοινωνικούς και οικονομικούς της/του σκοπούς "άνδρας" ή "γυναίκα" αντίστοιχα. Βάσει του ρόλου αυτού παντρεύονταν και είχαν σεξουαλικές σχέσεις χωρίς κοινωνική αποδοκιμασία. Στα ανατολικά, η φυλετική μετάβαση εξαφανίστηκε για τις γυναίκες γιατί η εμπορία δερμάτων βουβαλιού οδήγησε στον οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και, κατά συνέπεια, του γάμου και της θέσης της γυναίκας μέσα σ' αυτόν.

Η δεύτερη μορφή αναγνωρισμένων ομόφυλων σχέσεων σ' αυτές τις κοινωνίες ήταν το σεξ μεταξύ ανδρών και αγοριών, ιδωμένο σαν στάδιο ανάπτυξης του φυσιολογικού άνδρα, που θα μεγάλωνε, θα παντρεύονταν και θα έκανε παιδιά και θ' αποκτούσε με τη σειρά του αγόρια-εραστές χωρίς να υφίσταται καμία κοινωνική αποδοκιμασία.

Στις ταξικές κοινωνίες, υπό την ανδρική κυριαρχία και με την οικογένεια βασισμένη στην ιδιωτική περιουσία, οι ίδιες βασικές μορφές ομόφυλων σχέσεων -οι φιλομεταβατικές επιτελέσεις και το σεξ μεταξύ ανδρών και αγοριών- ήταν πολύ διαδεδομένες. Αλλά, καθώς το κοινωνικό κύρος της γυναίκας έπεφτε, το νόημα αυτών των σχέσεων διαφοροποιούνταν και ο θηλυπρεπής άνδρας απολάμβανε πολύ μικρότερης εκτίμησης, ενώ οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και αγοριών θεωρούνταν πολλές φορές η ανώτερη μορφή των ομόφυλων σχέσεων και σίγουρα η πιο "ανδροπρεπής". Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, στην περίοδο της φεουδαρχίας, από το 14ο μέχρι το 19ο αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ αρσενικών πολεμιστών σαμουράι ήταν κομμάτι του ιπποτικού κώδικα bushido.

Οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ γυναικών ήταν κοινωνικώς αποδεκτές κυρίως στις πολυγαμικές -ή παρόμοιας μορφής- κοινωνίες. Ένα τέτοιο παράδειγμα περιγράφεται στο Κινέζικο μυθιστόρημα του 17ου αιώνα "Έρωτας για την Αρωματισμένη Σύντροφο", όπου μια γυναίκα που αναγκάζεται να παντρευτεί πείθει τον άνδρα της να δεχθεί την ερωμένη της σαν παλλακίδα.

Στη γενικότερη αποδοχή των ομόφυλων σχέσεων, η Βαβυλώνα των Ασσυρίων, η Περσία του Ζωροαστρισμού και το Περού των Αζτέκων αποτελούν εξαιρέσεις. Ο λόγος που οι ομόφυλες σχέσεις τιμωρούνταν αυστηρά σ' αυτές τις κοινωνίες είναι ότι αποτελούσαν αγροτικούς λαούς υπό την κυριαρχία ξένων πολεμικών αριστοκρατιών που πιθανόν σε κάποιο κρίσιμο στάδιο διαμόρφωσης εμφάνισαν απροθυμία αναπαραγωγής.

Μεταξύ της προσαρμογής και του αποκλεισμού των ομόφυλων σχέσεων μερικές κοινωνίες εφάρμοζαν δυο μέτρα και δύο σταθμά ιδιαίτερα όσον αφορά τον "ενεργητικό" και "παθητικό" ρόλο κατά την πρωκτική συνουσία μεταξύ δύο ανδρών. Για παράδειγμα στην Αρχαία Αίγυπτο, που δεν υπήρχε καμιά προκατάληψη απέναντι στην "ομοφυλοφιλία" επειδή ο πρωκτικός έρωτας θεωρούνταν "φυσιολογικός", ο παθητικός ρόλος εκλαμβάνονταν ωστόσο σαν μειωτικός στο βαθμό που υποβάλλονταν τιμωρητικά στον ηττημένο εχθρό.

Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη

Στην κλασική Ελλάδα (500-300πΧ) η σεξουαλική επιθυμία των ενήλικων ανδρών για αγόρια θεωρούνταν απολύτως φυσική και συμβατική με το γάμο και την τεκνοποιία. Πολλοί συγγραφείς εξύμνησαν αυτό το είδος σχέσης -τον "ουράνιο έρωτα"- ως πολύ ανώτερο σε σχέση με το "συνήθη έρωτα" μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σώζονται αγγεία του 7ου και 6ου αιώνα πΧ που απεικονίζουν σχέσεις μεταξύ ανδρών και αγοριών όπου "κάθε διαβάθμιση της κλίμακας οικειότητας αντιπροσωπεύεται πλήρως". Ήταν ξεκάθαρο όμως (παρά την ύπαρξη έξω από την κοινότητα αρσενικών πορνείων, όπου φυσικά εκδίδονταν δούλοι) ότι οι Έλληνες αποδοκίμαζαν την προθυμία κάποιων νεαρών ελεύθερων πολιτών να παραδίνονται σ' έναν άνδρα έναντι αμοιβής ή δώρων.
                 
Η χαμηλή κοινωνική θέση της γυναίκας -οφειλόμενη στη χαμηλή ιεράρχηση της αναπαραγωγικής διαδικασίας- ήταν ο λόγος που αυτές οι σχέσεις περιβάλλονταν με περιορισμούς και απαγορεύσεις. Έτσι οι ελεύθεροι άνδρες πολίτες από τη νεότητά τους ήταν σημαντικό να μην περάσουν τα όρια των πλατιά διακεκριμένων φυλετικών ρόλων, "ρίχνοντας" τους εαυτούς τους στο ρόλο της γυναίκας.

Στην Αρχαία Ρώμη το διπλό επίπεδο στις σχέσεις μεταξύ ανδρών ξαναενισχύθηκε, καθώς οι κατακτήσεις αύξησαν την αφθονία των δούλων, του πλούτου και της χλιδής της άρχουσας τάξης. Οι Ρωμαίοι είχαν ισχυρή προκατάληψη απέναντι στους ελεύθερους ενήλικες άνδρες που έπαιζαν κοινωνικά και σεξουαλικά παθητικό ρόλο, αλλά δεν είχαν κανένα θέμα με τον ενεργητικό ρόλο και τη χρησιμοποίηση αρσενικών δούλων σαν παθητικά σεξουαλικά αντικείμενα. Αρσενικοί και θηλυκοί δούλοι βρίσκονται στην απόλυτη διάθεση των αφεντών τους για ιδία χρήση ή ενοικίαση. Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό δίκαιο "η σεξουαλική υπηρεσία συνιστά παράπτωμα για τον ελεύθερο πολίτη, αναγκαιότητα για το δούλο και καθήκον για τον απελεύθερο".

Αυτό επέτρεπε στους πλούσιους Ρωμαίους να διαθέτουν μια ευρύτατη γκάμα επιλογών. Το μόνο είδος σεξ που θεωρούσαν αηδιαστικό οι Ρωμαίοι ήταν το στοματικό σεξ, που το θεωρούσαν υποτιμητικό και για τους δυο συντρόφους.

Τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη η στάση απέναντι στη σεξουαλικότητα διαμορφώθηκε από τη σημασία της δουλείας ως βασική πηγή του πλούτου της κυρίαρχης τάξης και, κυρίως όσον αφορά τη Ρώμη, απ' τη διαθεσιμότητα των δούλων σαν "είδος πολυτελείας". Και ήταν μόνον όταν ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής αντικαταστάθηκε οριστικά από τη δουλοπαροικία στα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που επικράτησε μια νέα θεώρηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.

Ο Ρόλος του Χριστιανισμού

Η αλλαγή στάσης απέναντι στη σεξουαλικότητα προς το τέλος της αρχαιότητας συνέπεσε με την άνοδο του Χριστιανισμού, που εξαπλώθηκε αργά στην αρχή, μένοντας για αρκετό διάστημα χωρίς λαϊκό έρεισμα, και περιστασιακά διωκόμενος, αλλά προωθούμενος στη συνέχεια από μια σειρά αυτοκράτορες του 4ου αιώνα, ώσπου έγινε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 394μΧ. Η αλήθεια δεν είναι τόσο ότι ο Χριστιανισμός προκάλεσε αυτή την αλλαγή, όσο ότι οι ίδιες οι αλλαγές των συνθηκών και των συμπεριφορών διαμόρφωσαν το Χριστιανισμό και του επέτρεψαν να κυριαρχήσει. Η επιβίωση του για τόσους αιώνες -μέχρι τις μέρες μας- δεν οφείλεται στη σταθερότητα, όπως πιστεύεται, του συστήματος ιδεών του, αλλά ακριβώς στην προσαρμογή του στις ιδιαίτερες ανάγκες της κυρίαρχης τάξης σε κάθε εποχή της ιστορίας.

Ο Χριστιανισμός σαν σύστημα ιδεών και σαν θεσμός εξουσίας θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε πάντα αφοσιωμένος στη σεξουαλική καταπίεση. Ο αρχαίος Ιουδαϊσμός όντως απαγόρευε τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών, τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα πΧ όταν το Λευϊτικό όριζε γι' αυτές τη θανατική ποινή (όπως και για τη μοιχεία, την κτηνοβασία, την ερωτική συνεύρεση μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας. Το θέμα των ομόφυλων σχέσεων δεν αναφέρεται καθόλου στα Ευαγγέλια που φέρονται ως η διδασκαλία του Ιησού, όμως η καταδίκη τους είναι ξεκάθαρη στα γραπτά του Παύλου απ' την Ταρσό, ηγέτη των Χριστιανών μετά το θάνατο του Ιησού, που είχε αρκετά αρνητική άποψη για κάθε είδους σεξουαλική σχέση.

Τον 3ο αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έζησε το πρώτο κύμα καταστροφών. Η στρατιωτική ήττα, η πανούκλα και ο λιμός πλήξανε το κράτος προκαλώντας πολιτική αστάθεια και μείωση του πληθυσμού. Σε μια προσπάθεια να θεραπεύσουν αυτή την κατάσταση οι ηθικοί νόμοι του αυτοκράτορα Αυγούστου, που αρχικός τους στόχος ήταν ο εξαναγκασμός της ρωμαϊκής αριστοκρατίας στο γάμο και την απόκτηση νόμιμων τέκνων, επεκτάθηκε στην ποινικοποίηση του σεξ μεταξύ ανδρών που είναι εξ ορισμού μια σχέση εκτός αναπαραγωγικού γάμου. Η νέα πολιτική που υιοθετήθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284-305) περιελάμβανε ρυθμίσεις του κληρονομικού καθεστώτος και των αναπαραγωγικών υποχρεώσεων χωρικών, μαστόρων και υπαλλήλων της Αυτοκρατορίας. Αλλά λόγω της βαριάς υποχρεωτικής φορολογίας που επέβαλλαν, πολλοί χωρικοί εγκατέλειπαν τη γη τους και πολλοί μαστόροι τις πόλεις. Η δουλοκτησία που εντάθηκε εκείνο το διάστημα στάθηκε ανίκανη να παρέχει την αναγκαία εργατική δύναμη για να διατηρήσει την κυρίαρχη τάξη στη θέση της γιατί είχε μεγάλο κόστος σε σχέση με το ποσοστό υπεραξίας στο υπάρχον τεχνολογικό επίπεδο. Προς τα τέλη του 5ου αιώνα η Αυτοκρατορία πλησίαζε στο τέλος της από τους εσωτερικούς τριγμούς και τις επιδρομές των βαρβάρων. Ήταν τότε που ο Χριστιανισμός θριάμβευε σαν επίσημη και αποκλειστική θρησκεία.

Οι ρωμαϊκές πόλεις κατέρρευσαν και η οικονομική και πολιτική εξουσία πέρασε στους ιδιοκτήτες των μεγάλων αγροτικών κλήρων. Ούτε λοιπόν επρόκειτο για την κατάρρευση ενός "πολιτισμού" ούτε για μια οπισθοδρόμηση σ' ένα πρωτόγονο κοινωνικό καθεστώς. Ήταν απόλυτη ανάγκη ν' ανακουφιστεί η επαρχία από το επαχθές φορτίο της υποστήριξης των πόλεων πάνω σε μια πολύ φτωχή τεχνολογική βάση και μια εξαντλητική φορολογία.

Ο νέος τρόπος παραγωγής στηρίχτηκε στη δουλοπαροικία που βασίζονταν στην πρόσδεση των αγροτικών παραγωγών στα εδάφη των γαιοκτημόνων και την υποχρέωσή τους ν' αναπαράγονται. Σαν αντάλλαγμα για τα συγκριτικά μειωμένα βάρη (σε σχέση με το τσάκισμα των χωρικών από τους φόρους) και το δικαίωμα να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά (σε αντίθεση με τους δούλους της πρώιμης αυτοκρατορίας), οι καλλιεργητές έγιναν δουλοπάροικοι και η σχέση γαιοκτημόνων-δουλοπάροικων έγινε η βάση των διάδοχων κρατών της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των μεσαιωνικών φεουδαρχικών καθεστώτων.

Αν και για μια ελίτ κληρικών η αγαμία θεωρούνταν ανώτερη του γάμου, για τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων το Χριστιανικό μήνυμα έδινε έμφαση στη σημασία της οικογένειας, των συζυγικών υποχρεώσεων και της αναπαραγωγής, αναπτύσσοντας μια ιδεολογία της σεξουαλικότητας που βόλευε το καθεστώς της δουλοπαροικίας και την τάξη των γαιοκτημόνων. Αυτό το νόημα είχαν οι σκόπιμοι και σοβαροί συγκαλυμμένοι αφορισμοί όλων των μη αναπαραγωγικών σεξουαλικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τα εκκλησιαστικά κείμενα της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των αρχών του μεσαίωνα και όχι κάποια ιδιαίτερα ομοφοβική στάση με τη σύγχρονη έννοια.


Μεσαιωνική χαλάρωση και πολιτική αντίδραση


Η εισβολή και εγκατάσταση διαφόρων γερμανικών -και άλλων- φύλων στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα μΧ, βύθισε την Ευρώπη σε μια περίοδο κοινωνικοπολιτικών ταραχών, αλλά παράλληλα έδωσε την ώθηση για την ανάπτυξη της φεουδαρχικής κοινωνίας. Η καθολική εκκλησία συνέχισε να εξασκεί τεράστια πολιτική και οικονομική εξουσία παρέχοντας διεθνή οργάνωση και κοινό πολιτισμό στην Ευρώπη που πλέον ήταν χωρισμένη σ' ένα μεγάλο αριθμό βασιλείων και πριγκιπάτων.

Με εξαίρεση τους Βησιγότθους της Ισπανίας, οι νέοι "βάρβαροι" ηγέτες δεν έδειξαν ιδιαίτερη εχθρότητα απέναντι στις ομόφυλες σχέσεις. Όταν αυτοί οι λαοί υιοθέτησαν το Χριστιανισμό αποδέχθηκαν και τη χριστιανική απαγόρευση των ομόφυλων σχέσεων, καθώς και των κάθε είδους "παρά φύσι" σεξουαλικών σχέσεων.

Από τον 8ο μέχρι το 12ο αιώνα στη δυτική Ευρώπη επίσης δεν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη εχθρότητα απέναντι στις ομόφυλες σχέσεις. Η λέξη "σοδομία" χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει μια ποικιλία σεξουαλικών αμαρτιών, όπως η μοιχεία, η ακολασία, η αιμομιξία και το σεξ με μοναχές. Εκείνη την περίοδο θερμοί και συχνά παθιασμένοι δεσμοί μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου άνθισαν στους γυναικωνίτες και στα μοναστήρια, μαζί με μια ομοερωτική επιστολογραφία μιμούμενη φόρμες της αρχαίας λογοτεχνίας, που οι ιστορικοί της Καθολικής εκκλησίας της αποδίδουν βεβαίως μια καθαρά πνευματική έννοια.

Ο έλεγχος της εκκλησίας στη σεξουαλική συμπεριφορά ήταν πρακτικά πολύ ανίσχυρος και οι επίσημες απαγορεύσεις αγνοούνταν ευρέως. Από το 1200 η οικονομική εξάπλωση και η κοινωνική αλλαγή διέρρηξαν πολλούς υλικούς περιορισμούς της πρώιμης μεσαιωνικής κοινωνίας. Η πληθυσμιακή ανάπτυξη, η εξάπλωση της καλλιέργειας, η αποικιοποίηση νέων εδαφών στην ανατολική Ευρώπη και η ανάπτυξη των πόλεων και του εμπορίου έσπασαν τα δεσμά του ελέγχου από τους τσιφλικάδες και τους επισκόπους των πόλεων. Η εξάπλωση της ανεπίσημης εκπαίδευσης εντός της Εκκλησίας γέννησε ένα στρώμα διανοουμένων που έθεταν στην ανοιχτή διαβούλευση ζητήματα όπως η συνάφεια λόγου και πίστης και η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ταυτόχρονα με την εμφάνιση του καπιταλισμού στην πιο πρώιμη και στοιχειώδη μορφή του, αυτή του εμπορικού καπιταλισμού. Ήταν η αύξηση της εμπορευματικής παραγωγής από την τάξη των -αγροτών και μαστόρων- δουλοπάροικων που ήδη πίεζε για ατομικές ελευθερίες, απειλώντας με κατάρρευση τις φεουδαρχικές δομές κοινωνικού ελέγχου.

Το 13ο αιώνα η Εκκλησία και τα νέα μοναρχικά κράτη εξαπέλυσαν μια μαζική αντίδραση για να κρατήσουν τις νέες κοινωνικές εξελίξεις υπό έλεγχο. Καθώς οι Σταυροφορίες στη Μέση Ανατολή κατέληξαν σε αποτυχία, η βία ξέσπασε στο εσωτερικό της Ευρώπης -ενάντια στους Εβραίους και τους αιρετικούς αρχικά και, στο αποκορύφωμά της με το "κυνήγι των μαγισσών" από το 15ο έως το 17ο αιώνα. Όλ' αυτά μπορούν να ιδωθούν σαν μέρος της καταπιεστικής αντίδρασης από τη μεριά της φεουδαρχικής άρχουσας τάξης και των ιερέων υπηρετών της ενάντια στην απειλή της κοινωνικής και διανοητικής αλλαγής. Η αντίδραση δεν επισπεύστηκε από την οικονομική κρίση, αλλά ξεκίνησε τον καιρό της πλήρους αφθονίας της μεσαιωνικής επέκτασης και εντάθηκε με το ξέσπασμα της πανούκλας και των οικονομικών κρίσεων του 14ου αιώνα, που έδωσαν ώθηση στη σεξουαλική καταπίεση.

Το αναπαραγωγικό σεξ βρέθηκε και πάλι στην προμετωπίδα του προγράμματος κοινωνικού ελέγχου και η οικογένεια έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων. Τα νοικοκυριά των χωρικών και των μαστόρων ήταν οι βασικές οικονομικές μονάδες της κοινωνίας, ενώ οι οικογενειακές ιδιοκτησίες ήταν κεντρικής σημασίας τόσο για τη φεουδαλική αριστοκρατία όσο και για την ανερχόμενη αστική τάξη. Η ύστερη μεσαιωνική αντίδραση δείχνει την αποφασιστικότητα να συγκρατούνται οι κοσμικοί σ' αυτό το σφιχτό πλαίσιο και οι κληρικοί να υποβάλλονται στον πολύ πιο αυστηρό έλεγχο της ίδιας της Εκκλησίας.

Διανοητικά, μια νέα σύνθεση αρχαίας φιλοσοφίας και Χριστιανικού δόγματος δημιουργήθηκε στα πανεπιστήμια που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας και του κράτους το 13ο αιώνα, αποκαθιστώντας τη φύση ως κεντρικό πρότυπο και την ιδέα του "παρά φύσιν" αμαρτήματος σαν κεντρική Χριστιανική άποψη για τη σεξουαλικότητα. Ο "παρά φύσιν" έρωτας πέρασε τώρα στην υποψία της αίρεσης και η λέξη "σοδομίτης" χρησιμοποιούνταν πλέον για να περιγράψει κάθε πρωκτική συνουσία. Τα εκκλησιαστικά συμβούλια αυστηροποίησαν τις ποινές για την "παρά φύσι" συνουσία και τα νέα κοσμικά κράτη συνεργάστηκαν.

Στην ύστερη μεσαιωνική και πρώιμη σύγχρονη περίοδο, η νομοθεσία κατά της "σοδομίας", πάντοτε σιωπηρά και κάποιες φορές ρητά, περιελάμβανε μια ποικιλία σεξουαλικών παραπτωμάτων, όπως η κτηνοβασία και η ετερόφυλη πρωκτική συνουσία, πέρα από τις ομοφυλοφιλικές πράξεις μεταξύ ανδρών και μεταξύ γυναικών. Στην Αγγλία, ένα νομικό κείμενο του 13ου αιώνα αναφέρει θανατική ποινή για ερωτική συνεύρεση με Εβραίους, ζώα και ομόφυλους -καθώς και για εμπρησμό, μαγεία, αποστασία και μοιχεία με τη γυναίκα του αφέντη. Πολλοί ιστορικοί αμφιβάλλουν αν αυτοί οι νόμοι εφαρμόζονταν κανονικά. Δεν είναι μύθος ότι άνδρες -και καμιά φορά γυναίκες- πέθαιναν στην πυρά για σχέσεις με το ίδιο φύλο κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και των πρώιμων σύγχρονων χρόνων, αν και τα ξεσπάσματα των διωγμών υπήρξαν πολύ σπάνια και πολλές φορές συνέβαιναν λόγω πολιτικών ή θρησκευτικών ταραχών που ήταν αφορμή για επιθέσεις στις σεξουαλικές πρακτικές που συνήθως περνούσαν απαρατήρητες.

Κι άλλοι μύθοι διαδίδονταν κατά τη διάρκεια του μεγάλου κυνηγιού μαγισσών που σάρωσε τη δυτική Ευρώπη από το 15ο έως το 17ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου 100.000 άνθρωποι, το 80% των οποίων ήταν γυναίκες, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ένα απ' τα πιο κακόβουλα προπαγανδιστικά κείμενα, το Malleus Maleficarum (Σφυρί των Μαγισσών, 1484) των Γερμανών Δομινικανών Κράμερ και Σπρένγκερ, έδινε διάφορες εξηγήσεις για το "γεγονός" ότι οι περισσότερες μάγισσες ήταν γυναίκες, όπως η διανοητική τους αδυναμία και αποφασιστικότητα, η ροπή τους στη ζήλια και την εκδικητικότητα, καθώς και η μεγαλύτερη "σαρκικότητά" τους σε σχέση με τον άνδρα. Οι κυνηγοί μαγισσών είχαν εμμονή με τη σεξουαλική διαστροφή, ειδικά στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου τα βασανιστήρια, που αποσπούσαν, για παράδειγμα, ομολογίες ηλικιωμένων γυναικών ότι είχαν φιλήσει τον κώλο του διαβόλου ή ότι είχαν σοδομιστεί μαζί του, ήταν κοινή πρακτική.

Η ύστερη μεσαιωνική τάση για κοινωνικό έλεγχο ήταν πολυδιάστατη και περιείχε μια μεγάλη γκάμα από σεξουαλικές φοβίες και άγχη σχετικά με τις μη φυσιολογικές πράξεις που υποτίθεται ότι ευθύνονταν για καταστροφές όπως η πανούκλα, θεομηνίες και λιμούς και επέσυραν την προσωπική τιμωρία απ' το Θεό. Το θέμα ήταν το μη αναπαραγωγικό σεξ γενικά και όχι οι ομοφυλοφιλικές πράξεις συγκεκριμένα: οι εκτελέσεις για κτηνοβασία ήταν επίσης κοινή πρακτική στις αγροτικές περιοχές και πολλές φορές τα ζώα που "εμπλέκονταν" σε τέτοιου είδους πράξεις εκτελούνταν μαζί με τους "συντρόφους" τους.


Από την Αναγέννηση στη Βιομηχανική Επανάσταση


Το ενδιαφέρον για τον ομοερωτισμό στα χρόνια την Αναγέννησης είναι ίσως πιο έντονο από ότιδηποτε άλλο αφορά την ιστορία των ομόφυλων σχέσεων. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς το θέμα του σεξ μεταξύ ανδρών προσεγγίζονταν με ακραία φοβικότητα στις κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι ήταν κοινώς αποδεκτό και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά επιτεύγματα της εποχής. Σήμερα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιες μεγάλες φυσιογνωμίες όπως ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Λεονάρντο ντα Βίτσι είχαν μία διακριτή προτίμηση προς άτομα του φύλου τους κι ότι ο τελευταίος ήταν πιθανόν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Αλλά μια ματιά στις μεγάλες Ιταλικές πόλεις δείχνει ότι οι ποινές για το έγκλημα της σοδομίας επιβάλλονταν πολύ συχνά. Σαν σύμβολο του κακού η σοδομία, όπως η αίρεση και η μαγεία, καταδικάζονταν σαν προσβολή του θεού και της φύσης. Από την άλλη όμως, το σεξ μεταξύ ανδρών ήταν απόλυτα ενσωματωμένο στην υπάρχουσα δομή των σεξουαλικών συμπεριφορών. Αυτή η δομή βασιζόταν στο νοικοκυριό της οικογένειας του αφέντη, της κυράς, των παιδιών και των υπηρετών τους και την ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η επικράτηση του γάμου σε ώριμη ηλικία μεταξύ των κατώτερων τάξεων και των συνοικεσίων μεταξύ των αριστοκρατών σήμαιναν ότι οι σεξουαλικές σχέσεις σπανίως ήταν αποκλειστικές: έτσι οι σχέσεις που ταίριαζαν σ' αυτό το μοτίβο εξασκούνταν αβίαστα πριν το γάμο αλλά και στο περιθώριο του γάμου και σπάνια τραβούσαν την προσοχή.

Προς τα τέλη του 17ου αιώνα στην Αγγλία άρχισαν ν' αλλάζουν τα δεδομένα. Με την εμφάνιση των Molly Houses αναπτύχθηκε μια ανδρική γκέι υποκουλτούρα, με σταθερούς τόπους συνάντησης, σε pub και σε κέντρα διασκέδασης, όπου οι άνδρες έπιναν και χόρευαν μαζί, έκαναν κουνήματα και μιμήσεις γυναικείων επιτηδεύσεων, και επιδίδονταν σε "αγκαλιάσματα, φιλήματα, αγγίγματα μεταξύ τους σαν να ήταν ένα ανακάτεμα πρόστυχων ανδρών και γυναικών" σύμφωνα με την περιγραφή ενός συγχρόνου τους. Από το 1690 και μετά άρχισαν να γίνονται περιστασιακές επιθέσεις στα Molly Houses οργανωμένες από συλλόγους για τη "διόρθωση της συμπεριφοράς", που ενθαρρύνθηκαν από τους λίβελους των εφημερίδων και που κατέληξαν σε εφόδους της αστυνομίας, δίκες και εκτελέσεις. Σε μια απ' αυτές τις δίκες ορθώθηκε πιθανόν η πρώτη φωνή υπεράσπισης της σεξουαλικής ελευθερίας στην Αγγλική ιστορία: "Πιστεύω ότι δεν είναι έγκλημα να χρησιμοποιώ το σώμα μου όπως μου αρέσει" ήταν τα λόγια του Γουίλιαμ Μπράουν ενός νεαρού εργάτη που παγιδεύτηκε στη σύλληψη από κάποιον άνδρα που νόμιζε γνωστό του.

Πραγματικά κάτι είχε αλλάξει. Οι αστικές επαναστάσεις του 1649 και του 1688 είχαν βάλει το ζήτημα της ατομικής ελευθερίας, ειδικά στα οικονομικά και θρησκευτικά ζητήματα και είχαν επιφέρει μια σημαντική μείωση της κρατικής παρέμβασης σ' αυτούς τους τομείς. Κάποιοι ριζοσπάστες της δεκαετίας του 1640 είχανε κιόλας πολύ ευρύτερα αιτήματα από την προσωπική και σεξουαλική ελευθερία. Τα λόγια τους πιο συχνά κατακεραυνώνονταν από άμβωνος παρά διαδίδονταν διά του λόγου και μέσα από ριζοσπαστικά κείμενα.

Αυτό συνδέεται επίσης με την ανάπτυξη, στην Αγγλία του 17ου αιώνα, θυλάκων εργαστηρίων χειροτεχνίας στους οποίους η παραγωγή δεν οργανώνονταν πλέον σε οικιακή βάση κι οι έμποροι άρχισαν να σχηματίζουν τις δικές τους οργανώσεις ακόμα και να απεργούν. Για έναν αυξανόμενο αριθμό εργαζόμενων υπήρχε ένας διαχωρισμός της δουλειάς απ' το σπίτι πριν τη βιομηχανική επανάσταση. Η οικιακή οικονομία όμως εξακολουθούσε να παραμένει εξαιρετικά σημαντική στη γεωργία και στις οικιακές κατασκευές. Αυτή την περίοδο, η προσωπική ζωή έξω απ' τις ώρες εργασίας είχε αρχίσει να χαλαρώνει απ' την παλιά πατριαρχική οικογένεια, κι ένας άνδρας σαν το Γουίλιαμ Μπράουν μπορούσε να σκέφτεται πως ό,τι έκανε έξω απ' το χώρο δουλειάς του ήταν δική του υπόθεση. Την ίδια στιγμή, οι αρχές είχαν ξεκάθαρα άλλη άποψη, και το κράτος παρενέβαινε για να ρυθμίσει αυτό που προηγούμενα κινούνταν στη σφαίρα επιρροής των πατεράδων και των αφεντών.

Τα molly houses και οι εχθροί τους άνοιξαν πολλές συζητήσεις σχετικά με την ανδρική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά το 18ο αιώνα στην Αγγλία. Το 1709 ένας φυλλαδιογράφος υποστήριζε ότι αυτοί οι άνδρες μιμούνταν θηλυκές ιδιοτροπίες "προκειμένου να μεταμφιέσουν τα συναισθήματά τους (ως άνδρες) απέναντι στο σωστό φύλο και να ενθαρρύνουν αφύσικες ορέξεις". Το 1736 ένας νομοθέτης ισχυρίζονταν ότι "είναι σπάνιο φαινόμενο ένα άτομο που κακομεταχειρίζεται την αναπαραγωγική του ικανότητα τόσο αφύσικα αργότερα να εμφανίζει την πρέπουσα ματιά για τις γυναίκες". Τίποτα απ' αυτά δεν εκφράζει τη σύγχρονη αντίληψη για την ομοφυλοφιλία, και το δεύτερο στην ουσία υποστηρίζει ότι η έλλειψη ενδιαφέροντος για τις γυναίκες είναι αποτέλεσμα, και όχι αιτία, της "αφύσικης" συμπεριφοράς.

Παρόλο που η θανατική ποινή για σοδομία ήταν σπάνια το 17ο αιώνα, η συχνότητά της αυξήθηκε το 18ο αιώνα στην Αγγλία. Ο αριθμός των εκτελέσεων έφτασε στο αποκορύφωμα το διάστημα 1806-1836, όταν είχαμε κατά μέσο όρο δύο το χρόνο. Κι αυτή ήταν μια περίοδος που η θανατική ποινή για άλλα παραπτώματα γινόταν όλο και πιο ασυνήθης. Τότε αυξήθηκαν επίσης οι κατηγορίες για απόπειρα σοδομίας, όπου δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί ότι υπήρξε επαφή: κατηγορίες όπως συνάντηση "με σκοπό την αμοιβαία διέγερση για τη διάπραξη του αποτροπιαστικού παραπτώματος" και "παρανόμως απλώνοντας χέρι ο ένας στον άλλο με την πρόθεση να διαπράξουν το έγκλημα του σοδομισμού" ήταν κατηγορίες που είχαν απευθυνθεί εκείνη την περίοδο. Η τιμωρία γι' αυτό το αδίκημα ήταν η διαπόμπευση και η οργή του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη που πολλοί άνδρες προτιμούσαν την ποινή της φυλάκισης και τα πρόστιμα που επίσης επιβάλλονταν. Το 1780 ένας μπογιατζής που διαπομπεύτηκε στο Λονδίνο μαζί με τον καροτσέρη σύντροφό του πέθανε μέσα στο μανιασμένο πλήθος και ο Έντμουντ Μπουρκ (Ιρλανδός βουλευτής, θεμελιωτής του σύγχρονου συντηρητισμού) έκανε ένα συγκινητικό διάβημα στη Βουλή.

Το ίδιο διάστημα η θανατική ποινή για σοδομία καταργήθηκε σαν μέρος του προγράμματος του πεφωτισμένου δεσποτισμού στη Ρωσία, την Αυστρία, την Πρωσία και την Τοσκάνη, και την επομένη της Αμερικανικής Επανάστασης στο μεγαλύτερο κομμάτι των τότε ΗΠΑ. Στη Γαλλία, όλες οι ποινές για συναινούντες ενήλικες καταργήθηκαν σαν μέρος της μεταρρύθμισης του ποινικού κώδικα απ' τη Συντακτική Συνέλευση το 1791, στις δόξες της συνταγματικής φάσης της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή ήταν μια περίοδος επαναστατικού οπτιμισμού της αστικής τάξης κατά την οποία η ελευθερία ήταν το μότο και η επανάσταση έγινε για ένα διάστημα το "πανηγύρι των καταπιεσμένων καθώς ξεπερασμένοι νόμοι και πρακτικές σαρώθηκαν κυριολεκτικά. "Γάλλοι!" ξεφώνιζε ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, "είστε πολύ φωτισμένοι για να μην ξέρετε ότι η νέα κυβέρνηση θα επιβάλλει ένα νέο τρόπο ζωής." Υπήρχαν αντιφάσεις στον αστικό φιλελευθερισμό αυτής της επαναστατικής περιόδου, γιατί η οικογένεια διατηρούσε έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο για την αστική τάξη, αλλά η αποποινικοποίηση των ομόφυλων σχέσεων πάρθηκε πίσω από το Ναπολεόντειο κώδικα όταν η επανάσταση ήτανε παρελθόν, κάτι που βρήκε μιμητές σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες επηρεασμένες από τη Γαλλική Επανάσταση και τις Ναπολεόντειες κτήσεις.

Οι εκτελέσεις και διαπομπεύσεις για σοδομία στην Αγγλία γνώρισαν τη μεγαλύτερη ένταση τον καιρό των Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν η Βρετανία βρισκόταν απομονωμένη και υπό την απειλή στρατιωτικής ήττας. Και δεν ήτανε σύμπτωση που οι εκτελέσεις για σοδομία στο ναυτικό άρχισαν το 1797, τη χρονιά της μεγάλης ανταρσίας, και όχι από το 1793 που ξεκίνησε ο πόλεμος.

Η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολεόντειος Πόλεμος, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ποινικές διώξεις κι οι εκτελέσεις για σοδομία αυξήθηκαν, συνέπεσαν με μια κρίσιμη φάση της ανάπτυξης της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία. Οι πόλεμοι επιτάχυναν την ανάπτυξη της υφαντουργίας, της μεταλλουργίας και της βιομηχανίας μετάλλου, που δημιούργησαν συσσωρεύσεις βιομηχανικού κεφαλαίου και μια προλεταριακή εργατική δύναμη που δούλευε πολλές ώρες και ζούσε σε πολυάνθρωπες παραγκουπόλεις, στερούμενη τις βασικές υποδομές για ιδιωτικότητα και αξιοπρέπεια. Και δεν ήτανε σύμπτωση ότι τα χρόνια των συχνών εκτελέσεων για σοδομία (1792-1836) συμπίπτουν σχεδόν απόλυτα με την περίοδο που ο Ε.Π. Τόμσον περιέγραψε σαν χρόνια Δημιουργίας της Αγγλικής Εργατικής Τάξης. Η αταξία και η επανάσταση που φοβόταν ήρθε μέσα απ' την Αγγλική κοινωνία το ίδιο όπως κι απ' την "αθεϊστική Γαλλία".


Σεξουαλικότητα και βιομηχανοποίηση


Από τα 1790 μέχρι τα 1840, οι άνθρωποι όλων των τάξεων στην Αγγλία γνώριζαν τις αναταράξεις στην οικογενειακή ζωή της εργατικής τάξης που έφερε η εξάπλωση των εργοστασίων και των άλλων μεγάλων επιχειρήσεων, τις τεχνικές καινοτομίες που κατ' επανάληψη τροποποίησαν την ηλικιακή και έμφυλη οργάνωση της εργατικής δύναμης σε συγκεκριμένες βιομηχανίες, και τον κύκλο ανάπτυξης και ύφεσης που περιοδικά έριχνε ένα μεγάλο αριθμό στην ένδεια. Κάποιοι φοβόταν ότι η εργατική δύναμη θα αποτύγχανε να αναπαράξει τον εαυτό της στις περιοχές όπου γυναίκες δούλευαν σε εργοστάσια και ορυχεία. Πολλοί περισσότεροι φοβόταν την αταξία, την ακυβερνησία μιας εργατικής τάξης που δεν ελέγχονταν πια από τη γονεϊκή εξουσία ή δε δεσμεύονταν από οικογενειακές ευθύνες, που δεν περιορίζονταν από τους παραδοσιακούς ηλικιακούς και έμφυλους ρόλους.

Αντίθετα με τα παλιά παραγωγικά οικογενειακά νοικοκυριά των χωρικών, των μαστόρων και των αγροίκων, η συγκεκριμένη καπιταλιστική μορφή της οικογένειας βασίζεται στο διαχωρισμό της δουλειάς απ' το σπίτι: εμπορεύματα παράγονται και μισθοί κερδίζονται στο χώρο δουλειάς που ανήκει στον καπιταλιστή, και η "σπιτίσια ζωή" γίνεται μια ξεχωριστή σφαίρα. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη την οικογενειακή εστία σαν τόπο παραγωγής και θα ήταν φανερό με την πρώτη ματιά ότι χρειάζεται μόνο τους εργάτες σαν ατομικές παραγωγικές μονάδες, αν δεν έπαιζε ρόλο το φύλο, η ηλικία ή η προσωπικότητα.

Στα μέσα του 19ου αιώνα η σεξουαλικότητα συνδέθηκε στενά με τους φόβους της κυρίαρχης και της μεσαίας τάξης για την κοινωνική αναρχία και την επανάσταση. Οι αντιδράσεις στις αλλαγές στην οικογένεια που έφερε η βιομηχανοποίηση ήταν η σύνδεση του ανδρικού και του γυναικείου έμφυλου ρόλου με τις "ξεχωριστές σφαίρες" της δουλειάς και του σπιτιού, η εμφάνιση μιας κάποιας αντίληψης της προσωπικής ζωής και η επιστήμη της σεξουαλικότητας και, το σημαντικότερο ίσως, μέτρα ελέγχου και καταστολής.  

Η ιδέα ότι η δουλειά ήταν ο "έξω κόσμος" που ταίριαζε κυρίως στους άνδρες, ενώ το σπίτι ήταν καταφύγιο της γυναίκας και των παιδιών, αναπτύχθηκε αρχικά στην αστική τάξη και την τάξη των επαγγελματιών του 18ου αιώνα. Ο πλούτος αυτών των τάξεων δεν ήταν πλέον προϊόν της οικιακής οικονομίας, και διέθεταν πλέον τους πόρους για να δημιουργήσουν άνετο οικογενειακό περιβάλλον, όπου όλη η δουλειά γίνονταν απ' τους υπηρέτες και η κατανάλωση ειδών πολυτελείας έγινε τρόπος ζωής γι' αυτούς. Πολλές από τις ιδέες περί φύλου που αναπτύχθηκαν αργότερα από τη βιομηχανοποίηση, όπως η αντίληψη ότι η γυναίκα είναι πιο "φυσική" και ο άνδρας πιο "πολιτισμένος", ήταν ήδη αποδεκτές από πολλούς φιλοσόφους του 18ου αιώνα στη Γαλλία. Γι' ακόμη μια φορά, αυτή ήταν η τάση που πήρε τη μορφή γενικής μεταρρύθμισης μόνον όταν η βιομηχανοποίηση έφερε το διαχωρισμό της δουλειάς από το σπίτι στις μάζες όπως και στην ελίτ. 

Το νέο πρότυπο της εργατικής οικογένειας δεν επιβλήθηκε χωρίς αντίσταση. Οι Ουτοπικοί Σοσιαλιστές εμφάνισαν μια πρόκληση απέναντι στο θεσμό της οικογένειας, από το Σαιν-Σιμονικό "ελεύθερο έρωτα" μέχρι το όραμα του Φουριέ των μεγάλων, δημόσιων φαλανστηρίων που θ' αντικαθιστούσαν την οικογενειακή ζωή. Με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και τις επαναστάσεις του 1848, αυτή η πρόκληση έγινε ευθέως πολιτική, καθώς ο Μαρξ και ο Ένγκελς διακήρυξαν την πίστη τους στην κατάργηση της οικογένειας σαν μέρος της σοσιαλιστικής επανάστασης, οι γυναίκες έπαιξαν αξιοσημείωτο ρόλο στις δύο επαναστάσεις του Παρισιού, και μια διαβόητη τρανς γυναίκα συγγραφέας έγινε υπουργός της νέας Γαλλικής κυβέρνησης.

Στη Βρετανία οι οπαδοί του Όουεν αυξήθηκαν σημαντικά στα 1830 και 1840. Οι συζητήσεις για κατάργηση του γάμου και της νοθογένειας, οι προτάσεις για αντικατάσταση της οικογενειακής ζωής από τη συλλογική διεύθυνση, και τα επιχειρήματα υπέρ του δικαιώματος των γυναικών στη δουλειά και στο συνδικαλισμό ήταν πολύ συχνά μεταξύ των εργατών οπαδών του Όουεν. Το ύφος αυτών των συναντήσεων και των κοινωνικών εκδηλώσεων που ήταν επίτηδες έτσι στημένα για να γκρεμίσουν τα σύνορα μεταξύ ανδρών και γυναικών έπλασε ένα μεγάλο αριθμό ικανών γυναικών ομιλητριών και οργανωτριών.

Αλλά πλάι στα πρώτα βήματα της σοσιαλιστικής εναλλακτικής, υπήρχε μια άλλη αντίδραση μεταξύ των εργατών, που είναι πολύ ορατή στο Χαρτιστικό κίνημα (του οποίου οι οπαδοί του Όουεν ήταν κομμάτι, αλλά όχι το μόνο): η υπεράσπιση της εργατικής οικογένειας και πολύ καθαρά στο κομμάτι των έμφυλων ρόλων του άνδρα-"κουβαλητή" και της γυναίκας-"νοικοκυράς". Οι Χαρτιστές είχαν ξεχωριστές οργανώσεις για γυναίκες και οι περισσότερες εκπρόσωποι αυτών των Γυναικείων Χαρτιστικών Συλλόγων μιλούσαν ως "σύζυγοι, κόρες, μητέρες ή ερωμένες" κάποιου άνδρα και έδιναν έμφαση στο ρόλο της γυναίκας στο σπίτι. Διαμαρτυρόταν ότι η "φυσική τάξη" διαταράσσονταν με τις προσλήψεις γυναικών στα εργοστάσια κι από την ανεργία μεταξύ των ανδρών υφαντουργών στο Λάνκασαϊρ, ή απ' τη διάλυση των φτωχών οικογενειών από το Νέο Νόμο των Φτωχών (1834).
  
Με την παρακμή του Οουενισμού στα συνδικάτα και την ήττα του Χαρτισμού στα 1850 το νέο πρότυπο οικογενειακής ζωής και έμφυλων ρόλων εγκαθιδρύθηκε σταθερά στο εσωτερικό της "ευυπόληπτης" εργατικής τάξης. Το καπιταλιστικό κράτος του 19ου αιώνα δεν έδινε καμία εναλλακτική για την εργατική τάξη, πέρα από τις "Βαστίλες του Νόμου των Φτωχών", όπως αποκαλούνταν αυτά τα φτωχοκομεία. Όμως η ιδέα του άνδρα κουβαλητή και της εξαρτώμενης συζύγου έρχονταν σε αντίφαση με την πραγματικότητα της εργατικής οικογένειας, γιατί ο αριθμός των μισθωτών γυναικών αυξανόταν ολοένα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μόνο μία μειοψηφία των ανδρών της εργατικής τάξης κέρδιζαν αρκετά για να ζουν τις οικογένειές τους. Αλλά και μέχρι την εγκαθίδρυση του σύγχρονου κράτους πρόνοιας, η οικογένεια ήταν ο μόνος φορέας υποστήριξης για όσους εργάτες δεν μπορούσαν να δουλέψουν -γέρους, αρρώστους, ανήλικους και άνεργους. Η πραγματική υλική σημασία της οικογένειας στην καπιταλιστική κοινωνία του 19ου αιώνα ήταν ότι περιθωριοποιούσε και δυσκόλευε τα πράγματα για εκείνα τα άτομα που δεν ανταποκρίνονταν στον κοινωνικό τους ρόλο. Η ιδεολογία αυτής της κοινωνίας ενίσχυε την εντύπωση ότι η οικογένεια ήταν το πιο ευνοϊκό πεδίο ικανοποίησης της "προσωπικής ζωής", με τη σεξουαλικότητα να αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Η προσωπική ζωή αλλοτριώθηκε από την εξίσου ανθρώπινη και ζωτικής σημασίας παραγωγική δραστηριότητα, κι απέκτησε μια φαινομενική αυτονομία ενώ στην πραγματικότητα υποτάσσεται στις ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας και των διακριτών έμφυλων ρόλων. Είναι απαραίτητο τα άτομα να "νιώθουν ελεύθερα" να αντλούν προσωπική ικανοποίηση από το σεξ, αλλά είναι επίσης απαραίτητο αυτή να συγκρατείται εντός των αναγνωρισμένων κανονικοτήτων της οικογένειας και της κατασκευής του φύλου.

Έτσι ιατρικές ιδέες σε σχέση με το φύλο άρχισαν από το 18ο και 19ο αιώνα να τονίζουν τη σημασία της σεξουαλικότητας, αλλά και τις περιπλοκές και τους κινδύνους: τις διαφορές μεταξύ ανδρικής και γυναικείας σεξουαλικότητας, τους κινδύνους του αυνανισμού και της "σπατάλης" ενέργειας που συνεπάγεται και την ύπαρξη ενός ολόκληρου πλέγματος προηγούμενα άγνωστων προβλημάτων όπως η νυμφομανία, η σατυρίαση, κτλ. Η παλιά συνήθεια να αναφέρεται κανείς στην απαγορευμένη σεξουαλικότητα ως "αμαρτίες που δεν λέγονται μεταξύ Χριστιανών" μεταστράφηκε σχεδόν κωμικά σ' ένα χείμαρρο από παράξενους νέους όρους. Η ομοφυλοφιλία ήταν ένας απ' αυτούς. Το πρότυπο της εχθρότητας προς την ομοφυλοφιλία εισηγήθηκαν κάποιοι γιατροί ανησυχούντες για το πρόβλημα που προσδιόριζαν ως σεξουαλικό "εκφυλισμό". Πολλοί τέτοιοι πίστευαν ότι η ομοφυλοφιλία ήταν είτε ένα είδος παράνοιας είτε μια εγγενής ατέλεια που συνιστούσε κληρονομική ασθένεια. Θεωρούνταν παθολογική και περιγράφονταν με υποτιμητικούς όρους όπως "ηθικός εκφυλισμός" στα συγγράματά τους ακόμα και απ' αυτούς που διεκδικούσαν δάφνες ουδετερότητας και επιστημοσύνης. Οι περισσότεροι κατάφερναν να τη θεωρούν ταυτόχρονα κληρονομική και μεταδοτική αναφερόμενοι σε μια "λανθάνουσα" κατάσταση, ένα εκ γενετής ελάττωμα που μπορούσε να υποτροπιάσει ένεκα κακών συναναστροφών και ατυχών εμπειριών. Αυτού του είδους οι ιατρικές απόψεις περιγράφονταν από ένα γκέι συγγραφέα ως "αμφιταλαντευόμενες μεταξύ του αν αυτή η απαίσια σπορά των διεστραμμένων μπορούσε να τυγχάνει απαλλαγής για ιατρικούς λόγους ή θα έπρεπε να βαρύνεται με τη νομική ευθύνη των πράξεών της".

Υπήρξαν, παρ' όλα αυτά, δύο πρότυπα ομοφυλοφιλίας που επικράτησαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρώτη με σειρά εμφάνισης ήταν η ιδέα του "Τρίτου Φύλου", ή του προσώπου που γεννήθηκε με μικτά βιολογικά χαρακτηριστικά, που ανέπτυξε ο Καρλ Χάινριχ Ούλριχς απ' τις αρχές της δεκαετίας του 1860 και υιοθετήθηκε από πολλούς ανθρώπους που αναγνώριζαν τον εαυτό τους ως τέτοιο. Αυτό το βιολογικό μοντέλο αποτέλεσε για τα επόμενα εκατό χρόνια και πλέον σημαντική πηγή αυτοπροσδιορισμού. Υιοθετήθηκε από συγγραφείς που τάσσονταν υπέρ των κοινωνικών και νομοθετικών μεταρρυθμίσεων όπως ο Χάβελοκ Έλις και οι Γερμανοί σοσιαλιστές Μπέρνσταϊν και Χέρτσεν. Οι περισσότεροι γκέι και λεσβίες σήμερα απορρίπτουν αυτό το μοντέλο, πράγμα που είναι απόλυτα κατανοητό γιατί τους κάνει να μοιάζουν με "φρικιά": όμως έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και δεν μπορεί να ιδωθεί απλά σαν μια μορφή αυτοκαταπίεσης.

Κομμάτι της καινούριας συζήτησης για τη σεξουαλικότητα ήταν και η εξάπλωση της ίδιας της έννοιας, που κορυφώθηκε με τον ισχυρισμό του Φρόυντ ότι το "σεξουαλικό ορμέμφυτο" έχει πολύ ευρύτερο χαρακτήρα και επηρεάζει πολύ περισσότερες εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς απ' ότι ως τότε πιστεύονταν, όπως είναι η τέχνη και η λογοτεχνία και όχι μόνο ο έρωτας και η φιλία. Αν και ο ίδιος ο Φρόυντ θεωρούσε αυτή τη γνώση απολυτρωτική, μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί, όπως κι έγινε, στο να πλατύνει την έννοια της σεξουαλικής συμπεριφοράς μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και να στιγματίσει συμπεριφορές που πρωτύτερα θεωρούνταν αθώες ή ακόμα και άξιες θαυμασμού. Παρότι αυτό έπαιρνε πολύ σημαντικότερες προεκτάσεις σε ό,τι αφορά τη γυναικεία σεξουαλικότητα, το ίδιο συνέβη και με την "ανδρική συντροφικότητα" και από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να επικρατεί σύγχυση σχετικά με τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς του "φυσιολογικού" άνδρα.

Λεσβιασμός: μια άλλη ιστορία;

Η ιστορία των λεσβιών δεν μπορεί να γραφεί παράλληλα με την ιστορία των γκέι ανδρών, για διάφορους λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι, όπως αναφέρθηκε, επικράτησε η τάση οι σχέσεις μεταξύ των γυναικών να παραμένουν αόρατες στο πρώιμο στάδιο της ιστορίας των ταξικών κοινωνιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες δεν κάνανε σεξ μεταξύ τους, αλλά μάλλον ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξέρουμε οτιδήποτε γι' αυτό. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η λεσβιακή ιστορία συνδέεται πολύ πιο άμεσα με την ιστορία της καταπίεσης των γυναικών και την άνοδο του φεμινισμού, αν και όχι τόσο άμεσα ώστε να χάνεται μέσα στη γενική ιστορία των γυναικών ή του φεμινισμού. Ο τρίτος λόγος είναι ότι η ανοχή στη σωματική επαφή που δεν εκλαμβάνονταν ως σεξουαλική στις δυτικές κοινωνίες κράτησε πολύ περισσότερο για τις γυναίκες απ' ότι για τους άνδρες. Έχει πολλές φορές υποστηριχτεί πως εξαιτίας αυτού και της σχεδόν παντελούς απουσίας ποινικοποίησης, οι λεσβίες είναι "λιγότερο καταπιεσμένες" από τους γκέι άνδρες. Η καταπίεση είναι ένα πράμα που δεν μετριέται και επιχειρήματα για το ποιος είναι πιο καταπιεσμένος είναι διασπαστικά και αντι-παραγωγικά. Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, το ρόλο της οικογένειας και τη θέση της σεξουαλικότητας στην ιδεολογία της προσωπικής ζωής, η καταπίεση των λεσβιών είναι το αντίστοιχο της καταπίεσης των γκέι ανδρών, αλλά αυτό ίσως χρειάζεται ξεχωριστή εξήγηση.

Υπάρχουν άλλα ζητήματα στη λεσβιακή ιστορία που είναι σημαντικό οι Μαρξιστές να τα γνωρίζουν και να τα απαντούν. Ένα είναι η ταύτιση του λεσβιασμού με τον αποσχιστικό φεμινισμό από ιστορικούς όπως η Λίλιαν Φάντερμαν, η Μάρθα Βισίνιους και η Σίλα Τζέφρις. Ο ρόλος των ανύπανδρων εργαζόμενων γυναικών στο κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών του 19ου αιώνα, η εχθρότητά τους για τους προπαγανδιστές της "κοινωνικής καθαρότητας" στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου για την ανδρική σεξουαλικότητα και ο πολιτικός λεσβιασμός κομματιών του γυναικείου κινήματος από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά συνενώνονται στο κατασκεύασμα της αποσχιστικής ιστορίας του γυναικείου κινήματος έξω από την εργατική τάξη ή ακόμα και έξω από κάθε ριζοσπαστική πολιτική.

Τα προβλήματα μ' αυτή την προσέγγιση είναι ότι πρώτον αποτελεί μία πολύ ελιτίστικη ιστορία όπου μικρός αριθμός γυναικών της μεσαίας και ανώτερης τάξης (συνήθως με υποτιμητικές και περιφρονητικές συμπεριφορές απέναντι στις "αδερφές" τους της εργατικής τάξης) τρέχουν όλο το εγχείρημα και δεύτερον ότι τείνει να αφήνει έξω από τη λεσβιακή ιστορία τη σεξουαλικότητα. Λέγεται τώρα αρκετά συχνά ότι "ο λεσβιασμός δεν έχει να κάνει ακριβώς με τη σεξουαλικότητα", ότι μια λεσβία είναι πάνω απ' όλα μια γυναίκα που αρνείται τους άνδρες, ή ότι οι λεσβίες και οι γκέι άνδρες δεν έχουν τίποτα κοινό. Καμπάνιες όπως οι Θετικές Εικόνες άρχισαν να ενδιαφέρονται να αλλάξουν την εικόνα του λεσβιασμού και οι λεσβίες που το προσωπικό τους στυλ θεωρείται "απειλητικό" δεν γίνονται δεκτές απ' αυτά τα κομμάτια του κινήματος. Όλες αυτές είναι κάπως αντιδραστικές τάσεις, και ελάχιστα έχουν να κάνουν με τις εμπειρίες των περισσότερων λεσβιών σήμερα. Χρειαζόμαστε μια εναλλακτική ιστορία του λεσβιασμού γιατί χρειάζεται να υποστηρίξουμε την επαναστατική πολιτική σαν εναλλακτική απέναντι στον αποσχιστικό φεμινισμό. Είναι παρ' όλα αυτά πολύ δύσκολο να βρούμε τα υλικά για να φτιάξουμε μια τέτοια ιστορία.

Απ' το μεσαίωνα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επικρατούσε μια αμφίθυμη στάση απέναντι στο σεξ μεταξύ γυναικών, σύμφωνα με την οποία οι "αφύσικες" πράξεις αντιμετωπιζόταν με φρίκη αλλά οι περισσότερες σχέσεις που σήμερα θα θεωρούνταν λεσβιακές γίνονταν ανεκτές, αγνοούνταν, ή και ενθαρρύνονταν.

Από το 13ο αιώνα και μετά σχεδόν κάθε θεολόγος ή νομομαθής που έκανε λόγο για σοδομία πίστευε ότι ήταν μια αμαρτία ή ένα έγκλημα που και μια γυναίκα μπορούσε να διαπράξει, ακόμα κι αν πίστευαν (όπως ο Αριστοτέλης) ότι οι γυναίκες δεν είχαν "σπέρμα" να σπαταλήσουν όπως οι άνδρες. Το πρόβλημα γι' αυτούς τους ειδικούς (που ήταν απαρέγκλιτα άνδρες) ήταν ότι πρώτα απ' όλα δεν ήξεραν τι μπορούσε να περιλαμβάνει αυτό το έγκλημα, εκτός άμα βρισκόταν ένα "υλικό όργανο" (δηλαδή δονητής) και έπειτα επειδή φαινόταν ότι είναι κάτι πολύ σπάνιο, αν τυχόν συνέβαινε τότε οι δικαστές δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι αν πρόκειται περί αυτού. Μολαταύτα μια χούφτα εκτελέσεις πραγματικά έγιναν το 16ο και 17ο αιώνα με τις περισσότερες να αφορούν το τρομερό εκείνο "υλικό όργανο". Ταυτόχρονα, οι ομοερωτικές σχέσεις μεταξύ γυναικών ανθούσαν από τις μοναχές του 12ου αιώνα μέχρι τις μαθήτριες του 19ου, χωρίς καμιά αποδοκιμασία και συχνά με μεγάλη ενθάρρυνση. Όχι μόνο η ρομαντική φιλία και η γλώσσα της αγάπης, αλλά και τα φιλιά και τα σφιχταγκαλιάσματα και ο ύπνος στο ίδιο κρεβάτι ήταν κοινωνικώς αποδεκτά μεταξύ των γυναικών από αιώνες, ενώ την ίδια στιγμή πολύ πιο ήπιες χειρονομίες συμπάθειας μεταξύ ανδρών αντιμετώπιζαν στην καλύτερη περίπτωση ένα κατσάδιασμα. Τέτοιες σχέσεις θεωρούνταν συμβατές με τη θηλυκότητα, το γάμο και τη μητρότητα και εντάθηκαν ακόμα περισσότερο από τα τέλη του 18ου και το 19ο αιώνα στη Βρετανία και τη Β.Αμερική με την προώθηση της θεωρίας της λιγότερο σεξουαλικής φύσης της γυναίκας.

Ακόμα και όταν ανύπαντρες γυναίκες ζούσαν μαζί, θεωρούνταν αγνές και αξιοσέβαστες, ειδικά όταν ήταν γυναίκες της ανώτερης τάξης όπως οι Κυρίες του Λαγκολέν, δυο Αγγλο-Ιρλανδές ευγενικής καταγωγής που κλέφτηκαν το 1778 και έζησαν μαζί για περίπου 50 χρόνια, δεχόμενες τους επαίνους και τις επισκέψεις πολλών μελών της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ελίτ. Το να βλέπαμε τις ρίζες της λεσβιακής ιστορίας κυρίως μέσα από τέτοιους δεσμούς, θα ήταν διαστρέβλωση, γιατί θα σήμαινε την άρνηση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Το να ισχυριζόμαστε ότι αυτές οι σχέσεις ήταν πραγματικά σεξουαλικές καθ' όλη τη διάρκειά τους είναι εξίσου διαστρέβλωση. Και οι δύο αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη ότι οι αυτοπροσδιορισμοί έχουν αλλάξει μαζί με τις αντιλήψεις περί σεξουαλικότητας. Οι γεμάτες αγάπη φιλίες είναι σίγουρα κομμάτι της λεσβιακής ιστορίας, αλλά πρέπει να ψάξουμε για τα άλλα, τα χαμένα κομμάτια. 

Μερικές πτυχές της λεσβιακής ιστορίας που περιλαμβάνουν περισσότερο γυναίκες της εργατικής τάξης δεν εντάσσονται στην αφήγηση της κυρίαρχης φεμινιστικής εκδοχής της, όπως η ιστορία δύο γυναικών που "περνιόταν" για άνδρες, έκαναν ανδρικές δουλειές, παντρευόταν και έκαναν σχέσεις με άλλες γυναίκες στην πορεία τους. Σε αντίθεση με τους "αρσενικούς τραβεστί", οι γυναίκες που ντύνονταν άνδρες για πολύ καιρό γινόταν αποδεκτές (εφόσον ήταν και λίγες) γιατί μια τέτοια γυναίκα σε τελική ανάλυση προσπαθούσε να "αναβαθμιστεί". Υπήρχαν ακόμη ιστορίες για "τραβεστί γυναίκες" αγίες στις αρχές του μεσαίωνα παρότι προφανώς δεν υπάρχει ρητή αναφορά στη σεξουαλικότητά τους. Το 18ο αιώνα υπήρχαν κάποιες γυναίκες στρατιώτες, ναυτικοί και πειρατές, που μερικές φορές παντρευόταν άλλες γυναίκες και κάποιες που ανοίγαν ένα μαγαζάκι (παμπ συνήθως) με "τη σύζυγό τους". Το 19ο αιώνα τα οικονομικά κίνητρα για μια γυναίκα να ντυθεί άνδρας ήταν πολύ μεγάλα, γιατί μια εργαζόμενη γυναίκα δεν μπορούσε να συντηρήσει τον εαυτό της με το γυναικείο μισθό.

Οι γυναίκες σπάνια τιμωρούνταν για τραβεστισμό ή για σεξουαλικές σχέσεις με τις συντρόφους τους. Πόσο συχνά λάμβαναν χώρα σεξουαλικές σχέσεις φυσικά δεν γνωρίζουμε. Αλλά όταν η λεσβιακή υποκουλτούρα άρχισε να κάνει την εμφάνισή της στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, πολλές γυναίκες που περνιόταν για άνδρες, έκαναν ανδρικές δουλειές και ζούσαν με τις συζύγους τους σε εργατικές συνοικίες, άρχισαν να αυτοπροσδιορίζονται ως λεσβίες. Επειδή οι μετριοπαθείς ηγέτιδες της λεσβιακής πολιτικής οργάνωσης των αρχών τις δεκαετίας του 1960 Κόρες της Μπίλιτις ήταν για λόγους αρχής αντίθετες με τον τραβεστισμό, η συμβολή αυτών των γυναικών στη διαμόρφωση της λεσβιακής ταυτότητας στις ΗΠΑ πολύ συχνά αγνοείται.

Άλλη μια πτυχή της λεσβιακής ιστορίας που συχνά αποσιωπάται εξαιτίας της αποδοκομασίας της από την πλευρά των κυρίαρχων φεμινιστριών είναι η πορνεία. Υπάρχει πλήθος στοιχείων που αποδεικνύουν ότι στο παρελθόν οι πόρνες έκαναν έρωτα μεταξύ τους και με άλλες γυναίκες. Δεν είναι όλα τα στοιχεία από ηδονοβλεπτικές αρσενικές πηγές, παρόλο που ακόμη κι αν ήτανε έτσι, είναι τέτοια η συχνότητα αυτού του είδους των διηγήσεων στη Γαλλική λογοτεχνία των τελών του 19ου αιώνα που υποδηλώνει πως κάποια σχέση θα είχαν με την πραγματικότητα. Αλλά υπάρχουν επίσης και αυτοβιογραφικές περιγραφές λεσβιακών σχέσεων από Γαλλίδες εταίρες της ίδιας εποχής που επιβεβαιώνουν την εντύπωση που σχηματίζει κανείς διαβάζοντας τα ανδρικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν τότε.

Συχνά μας διαφεύγει ότι σχεδόν ο μόνος τρόπος για μια γυναίκα να εξασκήσει την ελευθερία της σεξουαλικής επιλογής και ταυτόχρονα να καταφέρνει να επιβιώνει το 19ο αιώνα ήταν το να στραφεί στο "επάγγελμα" (εκτός αν ήταν πλούσια) κι ότι η τάση που επικρατούσε ήταν να βαφτίζεται πόρνη κάθε γυναίκα που έκανε εξωγαμιαίο σεξ. Η εκπόρνευση ήταν σχεδόν "φυσικό επακόλουθο" της αναγνώρισης από τη μεριά της γυναίκας της ίδιας της σεξουαλικότητάς της. 

Απ' την αρχή σχεδόν, οι διάφορες ιατρικές απόψεις για τη σεξουαλικότητα περιελάμβαναν την επίσημη αναγνώριση ότι το πρόβλημα της "διαστροφής" ήταν συμμετρικό, και αν μπορούσαν να υπάρχουν ομοφυλόφιλοι άνδρες μπορούσαν να υπάρχουν εξίσου και λεσβίες γυναίκες. Αλλά οι περισσότεροι συγγραφείς επέμεναν ότι ήτανε σπάνιο. Όμως, όταν μια μικρή και πολύ ελιτίστικη λεσβιακή κουλτούρα άρχισε να αναδύεται στα τέλη του 19ου αιώνα στο Παρίσι, το βυθισμένο στη μόδα της ντεκαντάνς και του εξωτισμού, γυναίκες όπως η Ρενέ Βιβιάν και η Νάταλι Μπάρνι άρχισαν να θεωρούνται σαν απόδειξη της ύπαρξης του λεσβιασμού, αλλά επίσης και της παραξενιάς που τον χαρακτήριζε.

Παρόλο που οι λεσβίες συμμετείχαν στο κίνημα της ομοφυλόφιλης χειραφέτησης στη Γερμανία περίπου από το 1900 και μετά, μόνο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μπορούμε να μιλάμε για λεσβιακή ταυτότητα στις ΗΠΑ και (σε πολύ μικρότερη κλίμακα) στη Βρετανία. Ο Τζών ντ'Εμίλιο περιγράφει τις εμπειρίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως "κάτι σαν πανεθνική coming out εμπειρία" για πολλούς γκέι Αμερικανούς, με τη διάρρηξη των παλιών στερεοτύπων και την είσοδο σε νέα περιβάλλοντα, όπως στρατός και νέοι χώροι εργασίας. Αυτό ίσως να ήταν πιο σημαντικό για τις γυναίκες, αφού η ζωή των γυναικών υπήρξε πιο στενά συνδεδεμένη με την οικογένεια και το σόι, καθώς και με τα παραδοσιακά γυναικεία επαγγέλματα. Μια νέα αντίδραση ενάντια στο λεσβιασμό ξεκίνησε με τις εκκαθαρίσεις στο στρατό μετά το τέλος του πολέμου και συνεχίστηκε την εποχή του Μακαρθισμού. Η επιτυχία της μετριοπαθούς λεσβιακής οργάνωσης Κόρες της Μπίλιτις, που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συνέτεινε στη συσκότιση της ιστορίας των λιγότερο αξιοσέβαστων λεσβιών εργατριών των παραδόσεων "butch και femme" εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ, και τέτοια ζητήματα μόλις που άρχισαν να εξετάζονται στη Βρετανία κι αλλού.

Τόσο η γκέι απελευθέρωση όσο και το γυναικείο κίνημα που αναδύθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έφεραν τη λεσβιακή συνειδητοποίηση και οδήγησαν στην ανάμιξη πολλών λεσβίων στην πολιτική. Όμως ελάχιστα έχουν απομείνει από τις κατακτήσεις εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα για ένα μεγάλο αριθμό λεσβιών που είχαν μείνει ασυγκίνητες και από τα δύο αυτά κινήματα. Οι ενοχλήσεις από την αστυνομία, η φυσική βία και ο δημόσιος εξευτελισμός, που ποτέ δεν έλειψαν, έχουν αρχίσει το τελευταίο διάστημα να αυξάνονται. Οι λεσβίες μητέρες υφίστανται καθεστώς διακρίσεων όσον αφορά την επιμέλεια, ενώ το κράτος αρνείται να αναγνωρίσει τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να στερούνται επιδόματα και στεγαστικά δικαιώματα. Και κυρίως, υφίστανται εργασιακές διακρίσεις και ο φόβος μη χάσουν τη δουλειά τους κάνει το coming out μια δύσκολη υπόθεση. Η αλληλεγγύη στους χώρους δουλειάς και η συνδικαλιστική δράση μπορούν να γίνουν ασπίδα, όμως αυτή η δύναμη δεν κερδίζεται μέσα σε μια νύχτα.

Δεν υπάρχουν γρήγορες ή ατομικές λύσεις στο πρόβλημα της καταπίεσης των λεσβιών και, όπως και το θέμα της γκέι απελευθέρωσης πρέπει να προσεγγίζεται με μια επαναστατική στρατηγική για να επιτύχουμε μόνιμες αλλαγές στην κοινωνία και τη σεξουαλικότητα.

Για μια σοσιαλιστική σεξουαλικότητα


Οι ομόφυλες σχέσεις είναι, όπως κάθε ανθρώπινη σεξουαλικότητα, κοινωνικά κατασκευασμένες. Δεν πρόκειται για "φυσικά φαινόμενα". Όπως η εφηβεία ή ο γάμος ή ο τοκετός δεν συμβαίνουν σε όλες τις κοινωνίες με τον ίδιο τρόπο ούτε και έχουν το ίδιο νόημα για όλες. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι κομμάτι μιας ευρύτερης κοινωνίας που διαμορφώνεται από τον τρόπο παραγωγής, την ταξική διαστρωμάτωση και τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Δεν υπάρχει καμία φυσική κατασκευή της σεξουαλικότητας, άρα ακόμα και αυτοπροσδιορισμοί όπως "γκέι" ή "στρέιτ" (ή μάνα, πατέρας, πόρνη, εραστής) σχετίζονται με την κοινωνία που ζούμε.

Οι μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία συνοδεύτηκαν από μεγάλες αλλαγές στις σεξουαλικές πρακτικές και ιδέες. Στη δύση, η πτώση της αρχαίας δουλοκτητικής κοινωνίας και η βιομηχανική επανάσταση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή των παλιών τρόπων και στη δημιουργία νέων. Αυτές οι δύο περίοδοι αλλαγών είναι οι πιο σημαντικές ως προς τη διαμόρφωση της Δυτικής ομοφοβίας, που πρέπει να εξηγηθεί σαν μια σειρά αντιδράσεων σε νέες συνθήκες, και όχι σαν ένα συνεχές πολιτισμικό φαινόμενο.

Η οικογένεια υπήρξε πάντα ένας κρίσιμος θεσμός ενσωμάτωσης της σεξουαλικότητας στις ταξικές κοινωνίες. Άλλα η θέση της οικογένειας στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αποκομμένη από την παραγωγή και προσδιοριζόμενη ως ξεχωριστή σφαίρα της προσωπικής ζωής, έδωσε στη σεξουαλικότητα καινούρια συμφραζόμενα και καινούρια νοήματα σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες κοινωνίες. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η γκέι συνειδητοποίηση όσο και η γκέι καταπίεση όπως τις ξέρουμε συγκεκριμενοποιούνται στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Κι αυτό όχι γιατί οι ομόφυλες σχέσεις ή η τιμωρία των εμπλεκομένων απουσίαζαν από τις προηγούμενες κοινωνίες. Αλλά γιατί αυτή η κατάσταση του να πρέπει να προσδιορίζεται κανείς από την κοινωνία ή να αυτοπροσδιορίζεται ως διαφορετικός εξαιτίας της σεξουαλικής του προτίμησης και να πρέπει να καταπιέζεται και να τιμωρείται γι' αυτή τη διαφορά διαμορφώθηκε μόνο μετά τη βιομηχανική επανάσταση.

Η πάλη ενάντια στην γκέι καταπίεση είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η πάλη για να μπει ένα τέλος στην καπιταλιστική κοινωνία και στις συγκεκριμένες παραμορφώσεις της σεξουαλικότητας και του φύλου που αυτή επιφέρει. Και είναι κεντρικό σημείο του επιχειρήματός μας ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια σοσιαλιστική επανάσταση που θα πραγματοποιηθεί από την εργατική τάξη. Αλλά σε ποια βάση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο σοσιαλισμός θα προσφέρει μια καλύτερη προοπτική για σεξουαλική ελευθερία χωρίς την καταπίεση των γκέι και των λεσβιών ή των γυναικών και των παιδιών; Υπάρχουν δυο τρόποι για ν' απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα. Ο πρώτος είναι δείχνοντας ότι οι λόγοι που ενθαρρύνουν τη σεξουαλική αλλοτρίωση και καταπίεση στον καπιταλισμό θα εξαφανιστούν στη σοσιαλιστική κοινωνία: η οικογένεια ως πρωταρχική μορφή της προσωπικής ζωής, η ανισότητα των γυναικών, η διατήρηση των ξεχωριστών έμφυλων ρόλων που δεν απαιτούνται από τη σύγχρονη τεχνολογία, η αδυναμία της μεγάλης πλειοψηφίας που τώρα είναι αποκλεισμένη από κάθε λόγο στη διεύθυνση της κοινωνίας.

Η άλλη απάντηση είναι ότι οι προοπτικές της σεξουαλικής απελευθέρωσης στη σοσιαλιστική κοινωνία βελτιώνονται με κάθε αγώνα ενάντια στην καταπίεση στο εδώ και τώρα. Ο Ένγκελς είχε την οξυδέρκεια να ομολογήσει πως ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος της εποχής του δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν τι μορφές σεξουαλικότητας και προσωπικών σχέσεων θα επέλεγαν οι ελεύθερες γυναίκες και άνδρες στη σοσιαλιστική κοινωνία, γιατί αν ρίξουμε μια ματιά στις προκαταλήψεις του Ένγκελς και του Μαρξ (όπως εκφράζονταν κυρίως στην προσωπική τους αλληλογραφία) υπήρξαν μάλλον αδιαφώτιστοι πάνω στο γκέι ζήτημα. Καλό θα ήταν επίσης να μην προβάλλουμε τις σημερινές ιδέες μας στο μέλλον (για παράδειγμα, η πολυακουσμένη πρόβλεψη ότι "όλοι θα είναι μπάι", που για τους περισσότερους αποκλειστικά γκέι και λεσβίες ακούγεται σαν άλλο ένα σχέδιο εξαφάνισής τους). Αλλά μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τώρα καταλαβαίνουμε πολλά περισσότερα από το Μαρξ και τον Έγκελς εξαιτίας των αγώνων που δόθηκαν μετέπειτα.

Ο Μαρξισμός δεν γεννήθηκε ξαφνικά στα κεφάλια αυτών των δύο Γερμανών ανδρών του 19ου αιώνα, αλλά όταν οι ριζοσπαστικές ιδέες τους συνάντησαν τους εργατικούς αγώνες του 1840, και ζει και αναπτύσσεται μόνο συνεχίζοντας να είναι κομμάτι των πραγματικών αγώνων και των διδαγμάτων τους.

Σήμερα, η γκέι απελευθέρωση είναι τόσο απαραίτητη στον αγώνα για το σοσιαλισμό όσο η σοσιαλιστική επανάσταση για την πραγματική σεξουαλική απελευθέρωση.



Δαυίδ και Ιωνάθαν



International Socialism
*A quarterly journal of socialist theory

Σχόλια