Το όνειρο της Σουλτάνας (1905)


Το όνειρο της Σουλτάνας

της Μπεγκούμ Ροκέγια


 

   Ένα βράδυ χαλάρωνα σε μια πολυθρόνα και σκεφτόμουν νωχελικά την κατάσταση των γυναικών στην Ινδία. Δεν είμαι σίγουρη αν με πήρε ο ύπνος ή όχι. Αλλ’, απ’ όσο θυμάμαι, βρισκόμουν σε πλήρη εγρήγορση. Είδα το φεγγαρόλουστο ουρανό ν’ αστράφτει από χιλιάδες διαμαντένια αστέρια, πολύ καθαρά.

   Εντελώς ξαφνικά μια γυναίκα στάθηκε μπροστά μου. Πώς μπήκε μέσα, δεν ξέρω. Την πέρασα για τη φίλη μου, την Αδελφή Σάρρα. «Καλημέρα», είπε η Αδελφή Σάρρα. Γέλασα από μέσα μου καθώς ήξερα ότι δεν ήταν πρωί, αλλά έναστρη νύχτα. Ανταποκρίθηκα, ωστόσο, λέγοντας: «Τι κάνεις;». «Καλά, ευχαριστώ. Θα έρθεις σε παρακαλώ λίγο έξω να ρίξεις μια ματιά στον κήπο μας;». Ξανακοίταξα το φεγγάρι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και σκέφτηκα ότι δε θα ‘ταν άσχημα να ‘βγαινα μια στιγμή έξω. Οι υπηρέτες των ανδρών σίγουρα θα κοιμόταν σαν πουλάκια εκείνη την ώρα κι εγώ θα μπορούσα να κάνω έναν ευχάριστο περίπατο με την Αδελφή Σάρρα.


   Συνήθιζα να κάνω τις βόλτες μου με την Αδελφή Σάρρα, όταν ήμασταν στο Ντάρτζελινγκ. Πολλές φορές περπατούσαμε χέρι με χέρι και κουβεντιάζαμε απερίσκεπτα στο βοτανικό κήπο. Φαντάστηκα ότι η Αδελφή Σάρρα είχε έρθει μάλλον να με πάρει να πάμε σε κανένα τέτοιο κήπο κι έτσι πρόθυμα δέχτηκα την πρότασή της και βγήκα μαζί της.

   Περπατώντας διαπίστωσα έκπληκτη πως ήταν ένα ωραίο πρωί. Η πόλη είχε ξυπνήσει και οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Αισθανόμουν μεγάλη ντροπή, σκεπτόμενη ότι περπατούσα στο δρόμο με το φως της ημέρας, αλλά δεν υπήρχε ούτε άνδρας για δείγμα.

   Κάποιες περαστικές αστειευόταν μαζί μου. Παρόλο που δεν καταλάβαινα τη γλώσσα τους, ήμουν βέβαιη πως αστειευόταν. Ρώτησα τη φίλη μου: «Τι λένε;»

   «Οι γυναίκες λεν ότι ανδροφέρνεις πολύ».

   «Ανδροφέρνω;», είπα, «τι πά’ να πει;»

   «Πως είσαι ντροπαλή και δειλή σαν τους άνδρες».

   «Ντροπαλή και δειλή σαν τους άνδρες;». Αυτό ήταν πραγματικά αστείο. Άρχισε να με πιάνει ένας εκνευρισμός, καθώς διαπίστωσα ότι η συντροφιά μου δεν ήταν η Αδελφή Σάρρα, αλλά μια ξένη. Ω, τι ηλίθια που ήμουν να πάρω αυτή τη γυναίκα για την πολυαγαπημένη μου φίλη, την Αδελφή Σάρρα.

   «Τι συμβαίνει, χρυσό μου;», έκανε στοργικά.

   «Νιώθω λιγάκι άβολα», είπα σε έναν κάπως απολογητικό τόνο, «όντας γυναίκα πουρντανίσιν δεν είμαι συνηθισμένη να τριγυρνάω ξεσκέπαστη».

   «Δε χρειάζεται να φοβάσαι μήπως πετύχεις κανέναν άνδρα εδώ πέρα. Αυτή είναι η Χώρα των Γυναικών, απαλλαγμένη απ’ το κακό και την αμαρτία. Η Αρετή αυτοπροσώπως εδώ βασιλεύει.

   Σιγά-σιγά άρχισα ν’ απολαμβάνω το σκηνικό. Ήταν πραγματικά πολύ μεγαλειώδες. Πέρασα ένα κομμάτι πρασινάδας για μεταξωτό μαξιλαράκι. Νιώθοντας λες και περπατούσα σε μαλακό χαλί, χαμήλωσα το βλέμμα και βρήκα ένα μονοπάτι στρωμένο με μούσκλα και λουλούδια.
   «Τι όμορφο που είναι!», είπα.

   «Σ’ αρέσει;», ρώτησε η Αδελφή Σάρρα. (Συνέχιζα να την αποκαλώ «Αδελφή Σάρρα» κι αυτή να με φωνάζει με τ’ όνομά μου).

   «Ναι, πάρα πολύ. Μα δε μ’ αρέσει να ποδοπατώ τα τρυφερά κι απαλά λουλουδάκια».
   «Μη σε νοιάζει, αγαπητή Σουλτάνα, τα πέλματά σου δεν πρόκειται να τα βλάψουν, είναι λουλούδια του δρόμου».

   «Όλο το μέρος μοιάζει με κήπο», είπα αποθαυμάζοντας. «Τακτοποιήσατε κάθε φυτό με μαεστρία».

   «Η Καλκούτα σας θα μπορούσε να γίνει ένας κήπος ωραιότερος απ’ αυτόν, αν είχαν οι πατριώτες σας τέτοιες διαθέσεις».

   «Θα το θεωρούσαν άχρηστο να δίνει κανείς τόση σημασία στη φυτοκομία, ενώ έχουνε τόσα άλλα πράγματα να κάνουν».

   «Δε θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη δικιολογία», είπε αυτή με χαμόγελο.

   Μ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθω πού ήταν οι άνδρες. Συνάντησα πάνω από εκατό γυναίκες στο δρόμο, αλλά ούτε έναν άνδρα.

   «Πού είναι οι άνδρες;», τη ρώτησα.

   «Εκεί που τους αρμόζει και που πρέπει να είναι».

   «Παρακαλώ, εξήγησέ μου τι εννοείς εκεί που τους αρμόζει».

   «Ω, βλέπω το λάθος μου, δεν μπορείς να ξέρεις τις συνήθειές μας, αφού δεν έχεις ξαναρθεί απ’ τα μέρη μας. Κλείσαμε τους άνδρες στο σπίτι».

   «Όπως αυτοί εμάς στο γυναικωνίτη;»

   «Ακριβώς έτσι».

   «Τι αστείο», μ’ έπιασαν τα γέλια. Η Αδελφή Σάρρα γέλασε κι αυτή.

   «Όμως, αγαπητή Σουλτάνα, πόσο άδικο είναι να κλείνεις μέσα τις άκακες γυναίκες και ν’ αφήνεις τους άνδρες να θερίζουν».

   «Γιατί; Δεν είναι ασφαλές για μας να βγούμε απ’ το γυναικωνίτη γιατί είμαστε φύσει αδύναμες».

   «Ναι, δεν είναι ασφαλές, όσο οι άνδρες περιφέρονται στους δρόμους, όπως ούτε και όταν ένα άγριο θηρίο παρεισφρήσει στην αγορά».

  «Μα φυσικά».

   «Ας υποθέσουμε ότι κάποιοι τρελοί δραπετεύουν απ’ το άσυλο κι αρχίζουν να κάνουν κάθε είδους κατεργαριά σ’ ανθρώπους, άλογα κι άλλα πλάσματα. Σ’ αυτή την περίπτωση, τι θα κάνουν οι πατριώτες σου;»

   «Θα προσπαθήσουνε να τους πιάσουν και να τους βάλουν πίσω στο άσυλο».

   «Ευχαριστώ! Και δε σου φαίνεται σοφό να κρατάμε τους λογικούς μέσα στο άσυλο και ν’ αμολάμε τους τρελούς;»

   «Φυσικά και όχι», είπα χαμογελώντας.

   «Εδώ που τα λέμε στη χώρα σου αυτό ακριβώς γίνεται. Οι άνδρες που κάνουν, ή τουλάχιστον είναι ικανοί να κάνουν, ένα σωρό κατεργαριές, αφήνονται λάσκα, κι οι αθώες γυναίκες κλείνονται στο γυναικωνίτη».

   «Γιατί επιτρέπετε στους εαυτούς σας να είστε κλεισμένες;»

   «Γιατί δε γίνεται διαφορετικά αφού είναι πιο δυνατοί από μας».

   «Και το λιοντάρι είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο, όμως αυτό δεν του επιτρέπει να κυριαρχεί πάνω στο ανθρώπινο είδος.  Αγνοείτε το χρέος που έχετε απέναντι στις εαυτές σας κι έχετε χάσει τα φυσικά σας δικαιώματα κλείνοντας τα μάτια μπροστά στα συμφέροντά σας».

   «Μα καλή μου Σάρρα, αν τα κάνουμε όλα μόνες μας, τι μένει να κάνουν οι άνδρες;»

   «Δε θα ‘πρε πε να κάνουνε τίποτα, με συγχωρείς αλλά δεν κάνουν για τίποτα. Μόνο πιάστε τους και ρίξτε τους στο γυναικωνίτη».

   «Αλλά θα είναι εύκολο να τους πιάσουμε και τους κλείσουμε μέσα στους τέσσερις τοίχους;», είπα. Κι αν ακόμα το κάναμε αυτό, τότε οι δουλειές τους, εμπόριο, πολιτική – κι εκείνες θα μετακομίσουν στο γυναικωνίτη;»


   Η Αδελφή Σάρρα δεν απάντησε. Χαμογέλασε μόνο γλυκά. Θα θεώρησε μάλλον περιττή κάθε εξήγηση.


Πηγή

Σχόλια