Η Χρυσή Αυγή Μπροστά στη Δικαιοσύνη

Aπό το 2009 υπάρχει μια απόφαση ανώτερου δικαστηρίου (υπόθεση Περίανδρου) στην οποία περιγραφόταν η σχέση της οργάνωσης με τα Τάγματα Εφόδου και επιβεβαιωνόταν ότι η παραβατική έως εγκληματική πρακτική των στελεχών της πραγματοποιείται στο πλαίσιο της οργάνωσης, και όχι ως ατομική εκτροπή από τη νομιμότητα. Αλλά από τότε έπρεπε να περάσουν τέσσερα χρόνια έως ότου να αντιληφθούν οι δικαστικές αρχές ότι αυτή η δράση ισοδυναμεί με όσα αναφέρει το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα για τις εγκληματικές οργανώσεις.
Σε αντίθεση λοιπόν με όσα ισχυρίζεται η οργάνωση, δεν είναι η πολιτική εξουσία εκείνη που επέβαλε τώρα την εφαρμογή του νόμου. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο: τόσα χρόνια, η πολιτική εξουσία εμπόδιζε τη δικαστική να προχωρήσει στο αυτονόητο επόμενο βήμα, παγιδευμένη σε συζητήσεις παρόμοιες με εκείνη του 1998 στη Βουλή. Μάλιστα, υπάρχουν ακόμα και σήμερα κάποιοι πολιτευόμενοι ή πολιτικοί αναλυτές που αναζητούν κάθε τόσο προσχήματα για να αμφισβητήσουν τη δικαστική διερεύνηση που επιτέλους έχει ξεκινήσει.
Αυτή η πολιτική απραξία απέναντι στη ρατσιστική και ναζιστική βία οχυρωνόταν επί χρόνια πίσω από το βάσιμο επιχείρημα ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει την απαγόρευση ενός κόμματος. Είναι αλήθεια ότι κατά τις συζητήσεις για το Σύνταγμα του 1975, το οποίο ισχύει τροποποιημένο, απορρίφθηκε η πρόβλεψη του αρχικού σχεδίου, σύμφωνα με την οποία «κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της χώρας, τίθενται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Δικαστηρίου».
Το άρθρο αυτό απορρίφθηκε με πρόταση του γενικού εισηγητή της μειοψηφίας Δημήτρη Τσάτσου, με τον οποίο συμφώνησαν και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης και τελικά συντάχθηκε μαζί τους και η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Υπήρχε τότε μια γενική ευαισθησία των κομμάτων του Κέντρου και της Αριστεράς, εφόσον το ΚΚΕ είχε μόλις προ μηνών νομιμοποιηθεί, ενώ η ανατρεπτική δύναμη της Ακροδεξιάς και των νοσταλγών της χούντας δεν εκφραζόταν μέσω κάποιου κόμματος, αλλά μέσω συνωμοτικών κινήσεων στο στράτευμα και απειλών πραξικοπήματος.


Ενδιαφέρον όμως έχει το σκεπτικό της απόρριψης του άρθρου αυτού. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, συμφωνώντας με τον Τσάτσο, υποστήριξε ότι πρέπει να διώκεται η πράξη και όχι το φρόνημα. Αλλά ως προς την «ανατροπή του πολιτεύματος», αν το πρεσβεύει αυτό κάποιο κόμμα, κατά τον Παπανδρέου είναι «ποινικό αδίκημα». Αυτό, έλεγε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ισχύει ειδικά για τα κόμματα, γιατί αυτά εάν πρεσβεύουν την ανατροπή του πολιτεύματος, την επιχειρούν κιόλας: «Εάν είμαι κομματικός μηχανισμός και πρεσβεύω, φυσικά δρω, διότι είμαι κομματικός μηχανισμός» (Συνεδρίαση 22.4.1975). Η σκέψη αυτή του Παπανδρέου έχει προφανή αξία σήμερα.
Η απόρριψη της ευθείας πρόβλεψης για απαγόρευση κομμάτων αντικαταστάθηκε τότε από τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1, η οποία ορίζει ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Οσο ευρεία ερμηνεία και αν δοθεί στη συνταγματική αυτή διάταξη, ασφαλώς δεν μπορεί να καλύψει μια ναζιστική οργάνωση που δρα με Τάγματα Εφόδου, όπως κι αν ονομάζονται αυτά.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούν και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας. Η έκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων (CERD), η οποία αναφέρεται στην εφαρμογή από την Ελλάδα της Διεθνούς Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών Φυλετικών Διακρίσεων, είναι σαφής: «Η Επιτροπή απευθύνει σύσταση στο κράτος-μέλος να απαγορεύσει με συγκεκριμένα μέτρα νεοναζιστικές ομάδες στην επικράτειά του και να λάβει πιο αποτελεσματικά μέτρα για να διασφαλίσει την ανεκτικότητα απέναντι σε πρόσωπα με διαφορετική εθνοτική καταγωγή».
Ας σημειωθεί ότι αυτή η υπόδειξη προς την Ελλάδα έγινε παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε επισήμως διαβεβαιώσει τον διεθνή οργανισμό ότι «στην Ελλάδα δεν υπάρχει οργανωμένο νεοναζιστικό κίνημα». Πολλούς μήνες αργότερα, η ελληνική κυβέρνηση, στην απάντησή της για το βαθμό συμμόρφωσης στις θέσεις του CERD θα αποφύγει κάθε αναφορά στο ζήτημα του νεοναζισμού και θα αφήσει αναπάντητη τη σχετική υπόδειξη. Το έγγραφο αυτό της ελληνικής κυβέρνησης συντάχθηκε στις 17.12.2010. Ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος ήταν ήδη δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα.

Η Χρυσή Αυγή μπροστά στη δικαιοσύνη, Ένας Χρόνος από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, Εκδόσεις Ίδρυμα Λούξεμπουργκ, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2014.
Κι ένα ακόμα απόσπασμα από τα “Ενθέματα” της κυριακάτικης “Αυγής”, 14/09/2014:
“Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από μια πολιτική οργάνωση που δεν θέλει να κρύψει τα πιστεύω της, μετά τις συλλήψεις οι ομοϊδεάτες της Χρυσής Αυγής δικηγόροι περιορίστηκαν σε δευτερεύοντες ρόλους: στον σχολιασμό κάποιων νομικών ζητημάτων ή τη νομική εκλαΐκευση της θεωρίας της «σκευωρίας». Τον τόνο στην υπεράσπιση των ηγετικών στελεχών δίνουν κάποιοι δικηγόροι οι οποίοι εμφανίζονται ως ιδεολογικά πολέμιοι του ναζισμού και του φασισμού, αλλά ακόμα και του … αντικομμουνισμού! Παρουσιάστηκε βέβαια εξαρχής μεταξύ των συνηγόρων ο αδελφός του Αρχηγού, ο Παναγιώτης Μιχαλόλιας, ο οποίος έχει συνδεθεί στο παρελθόν με την Ακροδεξιά (ως στέλεχος του φασιστικού ΕΣΕΣΙ στην Ιταλία κατά την περίοδο της δικτατορίας και συνεργάτης του Παπαδόπουλου στη δημιουργία της ΕΠΕΝ), αλλά όπως και στην περίπτωση του Περίανδρου εδώ εμφανίζεται με την «απολιτική» ιδιότητα ενός έγκριτου ποινικολόγου. Όσο για τους λοιπούς δικηγόρους που ανέλαβαν μέλη της ηγετικής ομάδας, αυτοί διαγωνίζονται ποιος θα πρωτοκαταγγείλει τον φασισμό και … τη Χρυσή Αυγή.
Πρώτα πρώτα ο Αλέξης Κούγιας ως εκπρόσωπος του Ευστάθιου Μπούκουρα, ο οποίος έχει αποστασιοποιηθεί από την οργάνωση, υποστηρίζοντας ότι δεν ανήκει στον ίδιο ιδεολογικό χώρο μ’ αυτήν και προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ ενώ έχει συνεργαστεί και με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. «Προσωπικά είμαι αντιναζιστής», δηλώνει σε εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου ο κ. Κούγιας. Και συμπληρώνει: «Προσωπικά έχω μεγαλώσει από ηλικία 15 ετών στη Νεολαία Λαμπράκη. Δεν είμαι πολιτικός, δεν είμαι χρυσαυγίτης, μισώ τους ναζιστές».
Στην ίδια εκπομπή ο Αλέξανδρος Αλεξιάδης, συνήγορος του σκληρού και φυσικά αμετανόητου Ιωάννη Λαγού, θεώρησε υποχρέωσή του κι αυτός να δηλώσει αντιφασίστας: «Κατάγομαι από μία αριστερή οικογένεια. Ψήφιζα και ψηφίζω στον αριστερό χώρο, και δεν έχω καμιά σχέση με τον δεξιό ή ακροδεξιό χώρο».
Πιο αποκαλυπτικός από όλους ο Άγγελος Αγγελέτος, συνήγορος της Ελένης Ζαρούλια: «Η επιλογή μου από την κυρία Ζαρούλια ήταν ακριβώς εξαιτίας της πολιτικής μου τοποθετήσεως, η οποία βρίσκεται στην εντελώς άλλη άκρη από της Χρυσής Αυγής». Μάλιστα, ο Ά. Αγγελέτος δήλωσε «υπερβολικά ενοχλημένος» από το «αντικομμουνιστικό παραλήρημα» του Φαήλου Κρανιδιώτη που παραβρισκόταν στην ίδια εκπομπή. Και ο δικηγόρος της συζύγου του Αρχηγού θα συνεχίσει να καταγγέλλει τον αντικομμουνισμό και να υπερασπίζεται τον … ΣΥΡΙΖΑ:
«Μόλις στην εκπομπή σας διαπίστωσα ότι η θεωρία των δύο άκρων καλά κρατεί, από κάποιους από τους συνομιλητές, οι οποίοι μέσα σε ένα αντικομμουνιστικό παραλήρημα και σ’ ένα παραλήρημα κατά του συγκεκριμένου κόμματος απέδειξαν ότι η θεωρία των δύο άκρων καλά κρατεί, και το επόμενο βήμα θα είναι το άνοιγμα των ξερονησιών για την Αριστερά. Δεν είναι δύσκολο να αναγνώσει κανείς την ιστορία. Είναι αυτό που έκανε ο Βενιζέλος που έβαλε βασιλόφρονες και κομμουνιστές στα ξερονήσια, για να είναι μόνος αυτός κυρίαρχος. Εγκληματικές οργανώσεις χαρακτηρίστηκαν αμέσως μετά τον πόλεμο όλες οι οργανώσεις της Αριστεράς, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν εκείνη την εποχή ως πράκτορες της Σοβιετικής Ένωσης και ως προδότες».
Αλλά για ποιο λόγο επέλεξαν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής δικηγόρους από την «εντελώς αντίθετη άκρη», όπως είπε ο κ. Αγγελέτος; Και πώς είναι δυνατόν αυτοί οι δικηγόροι να διαχειριστούν μια δίωξη, η οποία υποτίθεται ότι είναι «πολιτική»; Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ότι μέσω του «αντιφασιστικού» προφίλ των δικηγόρων τους οι χρυσαυγίτες επιχειρούν να συσκοτίσουν τη δική τους φανατικά ναζιστική συγκρότηση. Σαν τον κατηγορούμενο για βιασμό που επιλέγει γυναίκα συνήγορο, προκειμένου να περάσει υπόγεια το μήνυμα στο δικαστήριο ότι, αν ήταν ένοχος, καμιά γυναίκα δεν θα δεχόταν να τον υπερασπίσει. Έτσι και τώρα. Για μια ακόμα φορά το «μέσο» για τη Χρυσή Αυγή είναι το «μήνυμα». Η ύπαρξη του «αντιφασισμού» των δικηγόρων τους είναι για τους χρυσαυγίτες η απαραίτητη συμπλήρωση της αποκήρυξης του ναζισμού.
Μόνο που βέβαια αυτή η συνταγή μπορεί να αποβεί μπούμερανγκ και να οδηγήσει την υπερασπιστική στρατηγική σε τραγέλαφο. Συνέβη με την Ελένη Ζαρούλια. Μόλις αποφασίστηκε να αφεθεί ελεύθερη με όρους και να μην προφυλακιστεί, παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα, έσπευσε ο κ. Αγγελέτος να υμνήσει τη δικαιοσύνη, και ειδικά τις δύο ανακρίτριες, Κλάπα και Δημητροπούλου:
«Η απόφαση του Συμβουλίου, αλλά και η προηγηθείσα διαφωνία των κ.κ. ανακριτριών μάς αποδεικνύουν ότι η Δικαιοσύνη στέκεται στο ύψος της, σε μια χώρα που κατά τα λοιπά καταρρέει».
Αλλά μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, ο συνήγορος του Αρχηγού είχε καταθέσει (άλλη μία) αίτηση εξαίρεσης για τις δύο ανακρίτριες, ζητώντας την πειθαρχική και ποινική τους δίωξη. Επί μήνες η υπερασπιστική γραμμή της οργάνωσης βασιζόταν στην κατασυκοφάντηση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, και κυρίως των δύο ανακριτριών εφετών, καθώς και του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου. Σε επίσημες ανακοινώσεις του κόμματος ή βουλευτών του, οι ανακρίτριες έχουν χαρακτηριστεί «εγκάθετες», «επίορκες», «ενεργούμενα», ότι «βρίσκονται σε παροξυσμό», ότι «έχουν καταλύσει το πολίτευμα», ενώ η Χρυσή Αυγή κατέθεσε και μήνυση εις βάρος των τριών δικαστικών λειτουργών στις 5 Ιουνίου 2014 για «κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος».
Οι εξόφθαλμες αυτές αντιφάσεις προδίδουν το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροί τους απλώς αυτοσχεδιάζουν, ενώ στο πίσω μέρος του κεφαλιού των περισσοτέρων κρύβεται η παλιά καλή συμβουλή: ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αλλά με αυτό τον τρόπο ακυρώνεται και κάθε ισχυρισμός περί «πολιτικής δίωξης». Και η δικαστική υπόθεση αποκαλύπτεται ως αυτό που πραγματικά είναι: η ποινική αντιμετώπιση μιας μακράς σειράς πλημμελημάτων και κακουργημάτων που φέρονται να συνδέονται με τη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης, η οποία καλύπτεται από το μανδύα του πολιτικού κόμματος“.

Σχόλια