Λένιν Νταντά

Dominique Noguez, Lenine Dada, ed. Robert Laffort, 1989.

  Το Φεβρουάριο του 1916, ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Ουλιάνοφ βρισκόταν στη Ζυρίχη, ενοικιαστής στο σπίτι του υποδηματοποιού Κάμμερερ, επί της οδού Σπήγκελ-γκάσσε, αριθμός 14. Στην αυλή του σπιτιού του υπήρχε βιοτεχνία παραγωγής αλλαντικών και οι οσμές ήταν έντονες, συχνά ανυπόφορες. Όμως ο Βλαδίμηρος Ίλιτς δε σκόπευε να μετακομίσει. Ο λόγος ήταν πως εκείνο το σπίτι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί "διεθνές": σε δυο δωμάτια μέναν οι νοικοκυραίοι, στο επόμενο η γυναίκα ενός Γερμανού στρατιώτη με τα δυο παιδιά της, στη συνέχεια ένας Ιταλός, στο παρακάτω κάποιοι Αυστριακοί ηθοποίοι, πιο πέρα δυο Ρώσοι, ο Βλαδίμηρος και η Ναντέζντα, δηλαδή το ζεύγος Ουλιάνοφ. Και η επιμονή του Βλαδίμηρου να μην εγκαταλείψει εκείνη την κοινότητα ενισχύθηκε όταν άκουσε την κυρία Κάμμερερ να διδάσκει ένα βράδυ στις άλλες γυναίκες, συγκεντρωμένες στην κουζίνα, προφανώς με αφορμή το συνεχιζόμενο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: "Οι στρατιώτες πρέπει να στρέψουν τα όπλα εναντίον των κυβερνήσεών τους!"

   Οι ιστορικοί υπολογίζουν πως οι Ουλιάνοφ, προερχόμενοι από τη Βέρνη, έφτασαν στη Ζυρίχη στις 10 ή 11 Φεβρουαρίου του 1916. Εκεί βρισκόταν, προσφάτως αφιχθείς, στον αριθμό 1 της οδού Σπήγκελ-γκάσσε, όπου και το καφενείο "Βολταίρος", ο Τριστάν Τζαρά, Ρουμάνος την καταγωγή, χρήστης της γαλλικής γλώσσας για την αποτύπωση στιχουργημάτων και λογοτεχνικών εργασιών. Αποτελούσε κρίκο μιας άτακτης παρέας ειρηνιστών, σοσιαλιστών, ανασκολοπιστών των κανόνων και των ιδεών, που ξελαρυγγιάζονταν μέσα στους καπνούς του καφενείου να κηρύσσει: "Καταστρέφουμε τα συρτάρια του εγκεφάλου και της κοινωνικής οργάνωσης: εξαχρειώνουμε όπου βρεθούμε και ρίχνουμε το χέρι του ουρανού στην Κόλαση, τα μάτια της Κόλασης στον ουρανό, αποκαθιστούμε το γόνιμο τροχό ενός οικουμενικού τσίρκου στις πραγματικές δυνάμεις και στη φαντασία κάθε ατόμου". Πίστευαν, οι ανυποψίαστοι, πως έτσι γκρέμιζαν την κοινωνία της αστικής τάξης και έκαναν μια πρόταση που αποτελούσε εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση του παστωμένου στη βλακεία μυαλού των μπουρζουάδων. Δε θα βράδυναν να μιλήσουν για επανάσταση αναθέτοντας στη λογοτεχνία το ρόλο του δυναμιτιστή και ανατροπέα, τρομάζοντας με τα παιχνίδια τους τους κοκορόμυαλους που έπαιρναν στα σοβαρά ότι η τέχνη, επειδή μπορεί να βιάζει τη σκέψη, είναι σε θέση να βιάζει κατά συρροήν και την πραγματικότητα. Ήταν περήφανοι που κατασκεύαζαν τέχνη στο ρυθμό της κατασκευής Ιστορίας. Κανείς δεν τράβηξε τ' αφτί εκείνων των καραγκιόζηδων μήπως καταλάβαιναν το κακό που έκαναν: ύστερα από καταχρήσεις και ασέλγειες που μαράζωσαν τις λέξεις, δεν απόμεινε στη λογοτεχνία ούτε το κύρος να περηφανεύεται, ως γηραιά κυρία, που τυγχάνει τουλάχιστον σεβασμού, αν όχι συντάξεως, προς αναγνώριση ευδοκίμου υπηρεσίας. Άγνωστο αν θα γινόταν να είχε αποφύγει η λογοτεχνία αυτό το ολίσθημα, το γεροντοέρωτα που αφήνει πολύ σαλιάρισμα, αλλά ούτε ίχνος σφυγμού ποίησης.

   Ένα βράδυ εκείνου του Φεβρουαρίου, που οι ιστορικοί δεν έχουν πετύχει να εντοπίσουν, ο Τριστάν Τζαρά προχώρησε, αναιτίως μάλλον, προς τη μικρή εξέδρα του καφενείου, και υπό το φως δυο προβολέων, υπό τα όμματα των θαμώνων που συνωθούντο στα τραπεζάκια στους διαδρόμους, υπό τον ανηλεή ήχο της γκρανκάσας που χτυπούσε η παρέα των φίλων του, άρχισε να χορεύει, φιδώνοντας ως χορεύτρια της Ανατολής. που κινείται περί τον οφαλόν της. Σε απόσταση δυο-τριών τραπεζιών, ένας άντρας που δεν είχε βγάλει το κασκέτο του, που φέρει μύστακα και υπογένειον, ενθουσιάζεται αίφνης, υπό την επήρεια του οινοπνεύματος κατά ορισμένους (είναι Σύντροφοι του κόμματος εκείνοι που τον διαβάλλουν ως μεθύστακα), θαυμαστής κατά άλλους της σκιάς του ορχούμενου Τζαρά, την οποία οι προβολείς βοηθούν να σαρώνει τον τοίχο, και ξεκινάει να χειροκροτεί, δοκιμάζοντας τις φωνητικές του χορδές με βροντώδη "ντα! ντα!", που πέφτουν πάνω κι έξω από τους χτύπους της γκρανκάσας. Το ακροατήριο δεν αργεί να παρασυρθεί και να επαναλάβει "ντα! ντα!", υποχρεώνοντας το χορευτή να συνεχίσει την επίδειξη μιας τέχνης που οπωσδήποτε δεν την κατείχε. Κανείς απ' όσο γνωρίζουμε, δεν υποψιάστηκε ότι ο πρώτος διδάξας την κραυγή μπορεί να ήταν Ρώσος, ο οποίος δεν έκανε εντέλει άλλο από το επιδοκιμάζει στη γλώσσα του -"ναι! ναι!"- τα τεκταινόμενα. Κανείς απ' όσα ξέρουμε, δεν παρενέβαλε αυτό το συμβάν στην αγιογραφία του μεγάλου Λένιν. Έτσι όμως ο Τζαρά κέρδισε τη δόξα του κινήματος Νταντά.

 
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ ΕΙΚΟΣΙΤΡΕΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (ΚΑΙ ΟΧΤΩ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ) ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ EDUARDO GALEANO 1916, Νταντά Dominique Noguez, Lenine Dada, ed. Robert Laffort, 1989.

Σχόλια