Αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μεταβατικά αιτήματα: Tίνος υπόθεση;


Έχει γίνει κοινότυπη η επανάληψη αυτής της διαπίστωσης, αλλά οι εξελίξεις τρέχουν με δραματική ταχύτητα. Όχι μόνο εκείνες, οι αντικειμενικές, που έχουν να κάνουν με την επιμονή της κρίσης να μην υποχωρεί παρά τα ξόρκια και τα πακέτα λιτότητας των κυβερνήσεων, αλλά και οι υποκειμενικές. Οι εκλογές του Νοέμβρη αποτύπωσαν, όσο μπορούν να αποτυπώσουν οι εκλογές στον καπιταλισμό, όχι μόνο την αγανάκτηση αλλά και τα προχωρήματα στις ιδέες πλατιών, πολύ πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης.

Η επιτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκφρασε αυτή την αλλαγή. Ένα μέτωπο που έχει τον αντικαπιταλισμό στον τίτλο του και που ανέδειξε ως κεντρικά ζητήματα την παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, τη ρήξη με την ΕΕ, την απαγόρευση των απολύσεων, τη νομιμοποίηση των μεταναστών, ήταν η δύναμη που έκανε την «έκπληξη» στην αριστερά.

Σήμερα η συζήτηση για το τι θα γίνει με το χρέος έχει γίνει κεντρική. Όταν στους Financial Times δημοσιεύονται άρθρα για την ανάγκη «αναδιαπραγμάτευσης» και «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, η διαδρομή φαίνεται και είναι τεράστια. Όμως, παράλληλα έχει ανέβει και ο πήχυς της συζήτησης μέσα στο κίνημα και την Αριστερά.

Από μια άποψη είναι συζήτηση ήδη αρχινισμένη: τι είδους αιτήματα είναι αυτά που προβάλλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΣΕΚ; Είναι υπερβολικά, «δογματικά» όπως λένε κάποιοι ή μήπως είναι μια κατ’ ουσία ρεαλιστική πρόταση «διεξόδου από την κρίση προς όφελος του λαού και του τόπου» για να θυμηθούμε παλιές διατυπώσεις στην Αριστερά, σύμφωνα με άλλες κατηγορίες που εξαπολύονται εναντίον τους. Ακόμα, και αυτή η συζήτηση γίνεται όλο και πιο έντονη, τίθεται επί τάπητος το ζήτημα της προοπτικής: ποιος μπορεί να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα, μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε σαν κίνημα.

Ευτυχώς δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Αυτή η συζήτηση χρειάζεται να αξιοποιήσει τα διδάγματα της ιστορίας, να αντλήσει από την εμπειρία των επαναστατών που προσπάθησαν να απαντήσουν σε ανάλογα ερωτήματα σε εποχές κρίσης του καπιταλισμού.

Τι είναι τα μεταβατικά αιτήματα; Η ιστορία
 
Ποια είναι η σχέση των αγώνων του σήμερα με τη πάλη για τον σοσιαλισμό; Σε αυτό το ερώτημα η αριστερά στις αρχές του 20ού αιώνα είχε μια απάντηση βασισμένη στο πρόγραμμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας: τα άμεσα αιτήματα του εργατικού κινήματος, από τη μείωση των ωρών εργασίας μέχρι την εκλογική μεταρρύθμιση αποτελούσαν διεκδικήσεις του «μίνιμουμ» προγράμματος. Η ανατροπή του καπιταλισμού κι ο σοσιαλισμός ήταν το «μάξιμουμ» (κατάλληλο για τις επετειακές αναφορές στις κομματικές συγκεντρώσεις). Τίποτα δεν γεφύρωνε αυτά τα δυο. 

Ήταν μια διχοτόμηση που μπορούσε να πείθει σε περιόδους «ειρηνικές», χωρίς μεγάλες κρίσεις και κοινωνικές αναστατώσεις. Και αυτές ακριβώς γεννήθηκαν στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τα επαναστατικά κόμματα που άρχισαν να διαμορφώνονται μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη στην Ρωσία, ήταν αναγκασμένα να χαράξουν μια νέα σχέση ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα και την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η ανάγκη για αυτό έγινε ακόμα πιο επιτακτική όταν το κύμα των επαναστάσεων στην Ευρώπη υποχώρησε προσωρινά μετά το 1920. Το ζήτημα που έκαιγε ήταν το πώς θα κερδηθούν στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής – και στις γραμμές των Κομμουνιστικών Κομμάτων – οι εργάτες που ακολουθούσαν τα ρεφορμιστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Η συζήτηση – και οι έντονες αντιπαραθέσεις – άνοιξαν στο Τρίτο και το Τέταρτο Συνέδριο της Διεθνούς, τον Ιούλη του 1921 και τον Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1922 αντίστοιχα. Προϊόν της ήταν η τακτική του «ενιαίου μετώπου». Κομμάτι αυτής της τακτικής, ήταν και η προβολή «μεταβατικών» αιτημάτων. Επρόκειτο για στόχους πάλης οι οποίοι αφορούσαν ζητήματα που απασχολούσαν την τάξη και που η κατάκτησή τους θα προστάτευε το βιοτικό επίπεδο και την συλλογική τους δύναμη. Ήταν όμως και αιτήματα που η πάλη γι’ αυτά ερχόταν σε κατευθείαν σύγκρουση και ξεπερνούσαν τον καπιταλισμό.

Η Γερμανία ήταν το σημείο που πρωτοεμφανίστηκε αυτή η τακτική και δικαιολογημένα: η χώρα ζούσε μια βαθύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση, το 1923 θα έφτανε στα πρόθυρα του «γερμανικού Οκτώβρη». Ήδη τον Οκτώβρη του 1921 στο προσχέδιο του προγράμματος του KPD που κατέθεσε για συζήτηση η ηγεσία του, γινόταν λόγος για την ανάγκη «μεταβατικών αιτημάτων» ώστε το επαναστατικό κόμμα βασιζόμενο στους «μερικούς αγώνες» και τις «μερικές διεκδικήσεις» να προσφέρει τη γέφυρα για «το ανέβασμα της συνείδησης του προλεταριάτου».1 Τέτοια αιτήματα, για την εποχή, ήταν: εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, φορολόγηση των πλούσιων, εξοπλισμός των εργατικών οργανώσεων και αφοπλισμός των αντεπαναστατικών κλπ.2

Ένα περιεκτικό ορισμό για το τι εννοούσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα με τα «μεταβατικά» αιτήματα, τον έδωσαν οι Θέσεις για την Τακτική του Τρίτου Συνεδρίου της Κομιντέρν:
 
«Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλιστικού συστήματος. Η καταστροφή αυτού του συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να τον πραγματοποιήσουν, τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Οι κομμουνιστές πρέπει να οργανώσουν μαζικές καμπάνιες και παλέψουν γι’ αυτές τις διεκδικήσεις ανεξάρτητα από το εάν αυτές συμβιβάζονται με τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος. Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να ασχολούνται με τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστική ικανότητα της καπιταλιστικής βιομηχανίας, αλλά με τη φτώχεια του προλεταριάτου που δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνει άλλο ανεκτή. Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων, η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γι’ αυτά τα αιτήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία.
 
Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η Κομμουνιστική Διεθνής τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για τη προλεταριακή δικτατορία. Ακόμα και πριν οι πλατιές μάζες κατανοήσουν συνειδητά την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, μπορούν να ανταποκριθούν σε καθεμιά από αυτές τις διεκδικήσεις. Και καθώς ο αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει, ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει».3
 
Η δεκαετία του ’30 σημαδεύτηκε από τη μεγαλύτερη κρίση που έχει γνωρίσει ως τώρα ο καπιταλισμός. Ανεργία σε μαζική κλίμακα, φτώχεια και η απειλή του φασισμού στον ορίζοντα. Απέναντι σε αυτά, τα σταλινικά πλέον κομμουνιστικά κόμματα και η σοσιαλδημοκρατία πρότειναν τον «ρεαλισμό» των Λαϊκών Μετώπων: προοδευτικών κυβερνήσεων δηλαδή που εν τέλει θα διαχειρίζονταν τον καπιταλισμό φιλολαϊκά και θα προστάτευαν τη δημοκρατία. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και κόντρα σ’ αυτόν τον ψεύτικο ρεαλισμό, ο Λ. Τρότσκι στηρίζεται στην πείρα της Κομιντέρν, για να διατυπώσει ένα ανάλογο μεταβατικό πρόγραμμα αιτημάτων. Ο σκοπός τους:

«Είναι ανάγκη να βοηθήσουμε τις μάζες, στο προτσές της καθημερινής πάλης, να βρουν τη γέφυρα που ενώνει τις σημερινές διεκδικήσεις τους με το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Η γέφυρα αυτή πρέπει να περιλαμβάνει ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που θα ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες κι από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και θα οδηγούν αμετάκλητα σε ένα και μόνο τελικό συμπέρασμα: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο».4 

Να ένα παράδειγμα τέτοιων αιτημάτων:

«Στη διάρκεια της μεταβατικής εποχής, το εργατικό κίνημα δεν έχει ένα συστηματικό και καλοζυγισμένο χαρακτήρα, αλλά ένα χαρακτήρα πυρετώδη και εκρηκτικό. Τα συνθήματα, το ίδιο όπως και οι μορφές οργάνωσης, πρέπει να υποτάσσονται στους δείκτες του κινήματος. Αποφεύγοντας τη ρουτίνα σαν να είναι χολέρα, η ηγεσία πρέπει να ανταποκρίνεται με ευαισθησία στην πρωτοβουλία των μαζών. Οι απεργίες με κατάληψη των εργοστασίων, μια από τις τελευταίες εκδηλώσεις αυτού του είδους της πρωτοβουλίας, πάνε πέρα από τα όρια του «ομαλού» καπιταλιστικού καθεστώτος.

Ανεξάρτητα από τα αιτήματα των απεργών, η προσωρινή κατάληψη των εργοστασίων δίνει ένα χαστούκι στο είδωλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Κάθε απεργία με κατάληψη του εργοστασίου θέτει με έναν πρακτικό τρόπο το ερώτημα ποιος είναι ο κύριος του εργοστασίου: ο καπιταλιστής ή οι εργάτες; Αν η απεργία με την κατάληψη του εργοστασίου θέτει επεισοδιακά αυτό το ερώτημα. η εργοστασιακή επιτροπή δίνει στο ίδιο αυτό ερώτημα μια οργανωμένη έκφραση».5 

Αντίστοιχα ήταν και μια σειρά άλλα αιτήματα, όπως ο εργατικός έλεγχος, η κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, αιτήματα που και σήμερα έχουν αξία. Σε κάθε ένα από αυτά ο Τρότσκι επαναλάμβανε ότι δεν είναι αίτημα που απευθύνεται σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά στους εργάτες, στο κίνημα για να το επιβάλλουν με τις δικές τους, επαναστατικές μεθόδους.

Το ζήτημα δεν είναι προφανώς να αντιγράψουμε τις επεξεργασίες της Κομιντέρν ή το Μεταβατικό Πρόγραμμα του 1938. Κανένα πρόγραμμα δεν έχει υπεριστορικές ιδιότητες, δεν είναι κάποιο μαγικό ραβδί που εξασφαλίζει ένα πιο σύντομο δρόμο για τους τελικούς σκοπούς μιας επαναστατικής οργάνωσης.

Η παρούσα κρίση και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα

 
Η σημερινή κρίση έχει επαναφέρει την επικαιρότητα τέτοιων αιτημάτων, ενός τέτοιου προγράμματος. Καταρχάς εξαιτίας της έκτασης και του βάθους της κρίσης. Όταν οι άνεργοι φτάνουν και ξεπερνάνε το ένα εκατομμύριο και νοσοκομεία και σχολεία συγχωνεύονται για να εξοικονομηθούν οι δόσεις για το δημόσιο χρέος στους τραπεζίτες που επιβάλει το Μνημόνιο, τότε η κατάσταση φτάνει στο σημείο συνολικών αναμετρήσεων, απαιτεί γενικευμένες απαντήσεις. Η ίδια η άρχουσα τάξη φροντίζει να γκρεμίζει το διαχωρισμό ανάμεσα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες.

Επίσης γίνεται σε όλο και περισσότερους εργαζόμενους φανερό ότι τα χτυπήματα της κρίσης δεν αντιμετωπίζονται με την παραδοσιακή τακτική των συνδικαλιστικών ηγεσιών: λίγο παζάρι, λίγο πίεση με μερικές περιορισμένες απεργίες… Έχουμε διαμαρτυρηθεί, έχουμε πιέσει, έχουμε δείξει ξανά και ξανά ότι δεν θέλουμε να πληρώσουμε για την κρίση τους. Πώς το επιβάλλουμε; Αυτή η συζήτηση διεξάγεται σε κάθε εργατικό χώρο, ιδιαίτερα ανάμεσα στα πιο μαχητικά και προχωρημένα κομμάτια των εργατών.

Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία η λογική που προωθεί την πάλη για «αιτήματα των οποίων η ικανοποίηση αποτελεί την άμεση και επείγουσα ανάγκη της εργατικής τάξης και για τα οποία οι επαναστάτες, και πρέπει να αγωνιστούν με μαζικό αγώνα, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατά ή όχι με την οικονομία της κερδοφορίας της καπιταλιστικής τάξης».

Στις σημερινές συνθήκες, η κορωνίδα ενός τέτοιου προγράμματος είναι η διαγραφή του δημοσίου χρέους. Πάλη για διαγραφή του χρέους σημαίνει πάλη για να μην πληρώσουμε το λογαριασμό της κρίσης του συστήματος. Ή το χρέος θα εξοφλείται ή μισθοί μας και οι συντάξεις θα πληρώνονται. Ή το Μνημόνιο θα «επικαιροποιείται» ή τα σχολεία μας και τα νοσοκομεία μας θα μένουν ανοιχτά και δημόσια. Ή τα χρέη των δήμων στις τράπεζες θα διαγραφτούν ή θα έχουμε κι άλλα κλεισίματα παιδικών σταθμών και άλλα χαράτσια στα δημοτικά τέλη, μαζικές απολύσεις εργαζομένων.

Γύρω από το ζήτημα πλέκονται και τα άλλα αιτήματα του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος ανατροπής». Το ζήτημα της κρατικοποίησης των τραπεζών μαζί με τον εργατικό έλεγχο τους, είναι «δίδυμο» αίτημα με εκείνο της παύσης πληρωμών.

Το αίτημα της απαγόρευσης των απολύσεων αποκτά πλέον όλο και πιο επείγουσα επικαιρότητα καθώς η κρίση βαθαίνει και χιλιάδες εργάτες σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ξαφνικά «περισσεύουν». Το ίδιο και η πάλη για το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, για επανακρατικοποίηση όσων επιχειρήσεων έχουν πέσει στα χέρια των τρωκτικών της κάθε Ζήμενς. Τα αιτήματα δεν είναι μόνο «άμεσα» οικονομικά: η πάλη για την νομιμοποίηση των μεταναστών δυναμώνει την ενότητα της τάξης απέναντι στην προσπάθεια της άρχουσας τάξης να φορτώσει τα δικά της εγκλήματα και αποτυχίες στους «αποδιοπομπαίους τράγους», τα αδέλφια μας τους μετανάστες.

Πού απευθύνεται;

Η κυρίαρχη παράδοση της ρεφορμιστικής Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, είναι τα ριζοσπαστικά προεκλογικά προγράμματα που υπόσχονται τις πιο ριζικές τομές, τις πιο δραστικές μεταρρυθμίσεις ακόμα και τον σοσιαλισμό (παλιότερα τουλάχιστον). Ήταν ωραία «χαρτιά» που συνήθως τα κόμματα που τα υιοθετούσαν τα άφηναν στην ησυχία τους μετά τις εκλογές ή όταν έμπαιναν στην κυβέρνηση τα έκαναν κουρελόχαρτα.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ΔΕΝ είναι ακόμα ένα «προεκλογικό» πρόγραμμα. Απευθύνεται στους εργαζόμενους, στον κόσμο που πλημμύρισε τους δρόμους στις 5 Μάη και στις 15 Δεκέμβρη, στους εργαζόμενους των συγκοινωνιών, της ΔΕΗ, των Δήμων, σε όλους όσους πλήττονται από την κρίση και παλεύουν για να μην φορτωθούν τα σπασμένα.

Το «απευθύνεται» δεν είναι αφηρημένη προπαγάνδα. Η δύναμη της εργατικής τάξης είναι η συλλογικότητα στους χώρους δουλειάς που της δίνει τη δυνατότητα να παραλύσει τη μηχανή που παράγει υπεραξία και κέρδος για την τάξη των καπιταλιστών και το κράτος της. Τα συνδικάτα είναι μια έκφραση αυτής της δύναμης – γι’ αυτό άρχουσα τάξη και κυβέρνηση βάζουν στο στόχαστρο τα πιο δυνατά απ’ αυτά, όπως στις συγκοινωνίες.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μπορεί και πρέπει να γίνει υπόθεση των συνδικάτων. Τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κάθε αγωνιστής της αριστεράς πρέπει να βάλει στο σωματείο του το ζήτημα της υιοθέτησης αυτών των αιτημάτων, με πρώτο και κύριο τη διαγραφή του χρέους. Υπάρχει κάθε δυνατότητα να το υιοθετήσουν πολλά περισσότερα από τα σαράντα περίπου σωματεία που το έχουν υιοθετήσει μέχρι σήμερα, ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα – ακόμα και τα ίδια τα συνέδρια της ΓΣΕΕ ή της ΑΔΕΔΥ αν μπορεί να φτάσει εκεί η φωνή της βάσης. Δεν έχουμε καμιά αυταπάτη ότι αν υιοθετηθεί αυτό το πρόγραμμα θα το εφαρμόσουν οι λογής Παναγόπουλοι των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Ξέρουμε όμως, ότι θα είναι πολιτική και ιδεολογική ήττα αυτών των ηγεσιών που θα δώσει νέες δυνατότητες στη βάση των συνδικάτων.

Γιατί, υιοθέτηση, σημαίνει δυνατότητα για οργάνωση και αγώνες που θα επιβάλλουν αυτά τα αιτήματα.

Μπορούμε να επιβάλλουμε τον εργατικό έλεγχο; Ναι. Δεν πρόκειται για μια εγκεφαλική κατασκευή αλλά για τη δυνατότητα των εργατών και των εργατριών να επιβάλλουν τους όρους τους στο αφεντικό της κάθε επιχείρησης, είτε δημόσια είτε ιδιωτική είναι: όχι μόνο πόσο μισθό, αλλά και το πώς και τι είδους πράγματα θα παράγονται ή ποιες υπηρεσίες θα προσφέρονται.

Ένα τέτοιο κίνημα στηριγμένο στη συλλογική δύναμη των εργατών στους χώρους δουλειάς, στα πιο οργανωμένα και έμπειρα τμήματα της τάξης, θα μπορεί να επιβάλλει πχ ότι τα νοσοκομεία θα είναι δωρεάν για τον κόσμο ό,τι και να λέει ο Λοβέρδος, ότι οι συγκοινωνίες θα είναι πραγματικά δωρεάν για το λαό και όχι αγελάδες για άρμεγμα από τα αρπακτικά της αγοράς.

Άρα, τα μεταβατικά αιτήματα «πατάνε» στο παρόν. Είναι αιτήματα που μπορεί και πρέπει να επιβάλλει το εργατικό κίνημα σήμερα, όχι στο αόριστο μέλλον. Θα σημάνουν βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργατών. Είναι ηττοπαθής, όσο ριζοσπαστική κι αν μοιάζει, η άποψη ότι σε συνθήκες κρίσης οι εργάτες δεν μπορούν να έχουν νίκες.

Αλλά σημαίνουν και άλλα πράγματα. Είναι γέφυρα προς το αύριο. Πρώτον, γιατί εκεί που το σύστημα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προωθούν τον κατακερματισμό των αντιστάσεων, η οργάνωση και η πάλη για τέτοια αιτήματα προωθεί την γενίκευση, την σύνδεση και την κλιμάκωση των εμπειριών και των αγώνων. Δίνουν την αυτοπεποίθηση στα πιο μαχητικά τμήματα της τάξης να διευρύνουν ακόμα περισσότερο τους ορίζοντές τους: Αν μπορούν να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες, γιατί όχι και όλοι οι βασικοί κλάδοι της οικονομίας, γιατί να μην είναι δημόσια και δωρεάν όλα όσα εξυπηρετούν τις κοινωνικές ανάγκες; Αν μπορούμε να επιβάλλουμε την επαναφορά των ναυπηγείων Σκαραμαγκά στο δημόσιο και τον έλεγχό μας στην όποια διοίκηση για να μην γίνονται ρεμούλες και «δωράκια» στα αρπακτικά της αγοράς, γιατί να μην τα βάλουμε αυτά κι όλη την οικονομία να δουλεύει υπό τον συλλογικό έλεγχο της τάξης μας;

Τέτοια προχωρήματα στην ταξική συνείδηση πραγματοποιούνται με άλματα, μοιάζουν με εκρήξεις. Όμως, στηρίζονται σε «πραγματικούς ανθρώπους» σε πραγματικά δίκτυα μέσα στους χώρους, σε μορφές οργάνωσης που ανακαλύπτει ή επινοεί η τάξη μέσα στους αγώνες της: απεργιακές συνελεύσεις, επιτροπές, καταλήψεις των εργοστασίων, εργοστασιακά και εργατικά συμβούλια. Σε αγώνες, βεβαίως, που δεν περιορίζονται σε εκδηλώσεις της δυσαρέσκειας αλλά που αξιοποιούν όλη τη δύναμη των εργατών – όπως οι καταλήψεις και οι απεργίες διαρκείας.

Κάπως έτσι φτάνουν να διαμορφώνονται οι συνθήκες αυτού που ο Λένιν είχε ονομάσει «δυαδική εξουσία».6 Τέτοιες εκρηκτικές συνθήκες δεν βρίσκονται στη φαντασία κάποιων που ονειρεύονται ακόμα εφόδους στα Χειμερινά Ανάκτορα.

Να τι έγραφε μόλις ένα μήνα πριν ο Πρετεντέρης του συγκροτήματος Λαμπράκη που δεν χρειάζεται περεταίρω συστάσεις: «Να θυμίσω απλώς ότι η παρέμβαση του ΔΝΤ στην Αργεντινή το 2001-2002 οδήγησε το 50% του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας. Και ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φυγαδεύτηκε από το Προεδρικό Μέγαρο με ελικόπτερο… Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν η ελληνική κοινωνία θα μπορέσει να αντέξει αυτήν την παρέμβαση. Και αν το πολιτικό σύστημα θα αποδειχθεί ικανό να την απορροφήσει. Ειλικρινά, δεν μου αρέσουν οι προβλέψεις. Αλλά, καλού-κακού, ας έχουμε έτοιμο κανένα ελικόπτερο».7

Το κίνημα, η κυβέρνηση και οι επαναστάτες

Η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας στην Λατινική Αμερική έχει δείξει ότι μπορεί, ως αποτέλεσμα τέτοιων εξεγέρσεων, να προκύψουν κυβερνήσεις που υιοθετούν αιτήματα, περισσότερο ή λιγότερο, του κινήματος που έχει γκρεμίσει τις προηγούμενες καταστάσεις. Η Βολιβία του Μοράλες είναι μια τέτοια περίπτωση, ο Ισημερινός του Κορέα μια άλλη και βέβαια η Αργεντινή του Κίρχνερ.


Δεν είναι απίθανο το σενάριο να προκύψει μια κυβέρνηση η οποία αναγκασμένη από τις εξελίξεις στην οικονομία αλλά και την ορμητική ανάπτυξη του κινήματος από τα κάτω, να κάνει κινήσεις που θα τις παρουσιάσει ως ικανοποίηση της λαϊκής θέλησης. Να δηλώσει για παράδειγμα ότι προχωρά σε παύση πληρωμών με σκοπό να διεκδικήσει το «κούρεμα», δηλαδή το σβήσιμο ενός μεγάλου τμήματος του χρέους. Πολύ πιθανό τέτοια μέτρα να οδηγήσουν και σε έξοδο από την ευρωζώνη (αν αυτή παραμείνει ως είναι).

Πολλοί στην αριστερά υποστηρίζουν μια τέτοια προοπτική, προβάλλοντας το παράδειγμα χωρών όπως ο Ισημερινός όπου ο πρόεδρός του Ραφαέλ Κορέα –που είχε εκλεγεί το 2006 στον «αφρό» κυμάτων εξεγέρσεων και μαζικών κινητοποιήσεων – προχώρησε σε παύση πληρωμών τον Δεκέμβρη του 2008 και κατάφερε να επιβάλλει κούρεμα 65%.8 Η Αργεντινή, επίσης είχε προχωρήσει σε τέτοια μέτρα. Το σταμάτημα της σύνδεσης του πέσο με το δολάριο και η υποτίμησή του συνόδεψε την «αναδιαπραγμάτευση» του χρέους.

Το πρώτο που πρέπει να έχουμε στο νου όταν συζητάμε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι πρόκειται για κυβερνήσεις σωτηρίας του κεφαλαίου, όχι έκφρασης των συμφερόντων της εκμεταλλευόμενης πλειοψηφίας. Όπως επισήμαινε ο Π. Γκαργκάνας στο άρθρο του με τίτλο «Ποιος φοβάται τη διαγραφή του χρέους» σε ένα προηγούμενο τεύχος τούτου του περιοδικού:

«Η οικονομία της Αργεντινής ανέκαμψε και το ΑΕΠ επανήλθε στα προ της κρίσης επίπεδα το 2007, δηλαδή μέσα σε πέντε χρόνια. Όμως, οι μισθοί και οι κοινωνικές απολαβές των εργαζόμενων δεν σημείωσαν την ίδια ανάκαμψη. Σύμφωνα με τον Claudio Katz, οι μισθοί καθηλώθηκαν περίπου 20% κάτω από τα επίπεδα στα οποία είχαν φτάσει το 1998 πριν ξεκινήσει η κρίση, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας παρέμεινε επίσης ανεβασμένο».9 

Αν αυτό ισχύει για την Αργεντινή, ισχύει εξίσου και για τον Ισημερινό, ακόμα και για την Βολιβία του Μοράλες. Στον Ισημερινό, η συνομοσπονδία των ιθαγενών οργανώσεων, η CONAIE, που είχε ηγηθεί των εξεγέρσεων ενάντια στη «δολαριοποίηση» της οικονομίας στη δεκαετία του 2000, τώρα οργανώνει κινητοποιήσεις μαζί με τα συνδικάτα ενάντια στο ξεπούλημα του ορυκτού πλούτου στις πολυεθνικές. Το ότι υπεράσπισε την κυβέρνηση του Κορέα απέναντι στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Οκτώβρη, δεν σήμαινε ότι την θεωρεί δικιά του κυβέρνηση.10

Το εργατικό κίνημα που θα έχει διώξει την τρόϊκα και την κυβέρνηση (του ΠΑΣΟΚ ή την όποια «εθνική» λύση) με τα ελικόπτερα, θα έχει δημιουργήσει τα δικά του όργανα πάλης και εξουσίας μέσα από την πάλη για τα «μεταβατικά» του αιτήματα, δεν έχει κανένα λόγο να στηρίξει τις ελπίδες του σε μια τέτοια κυβέρνηση. Αντίθετα, θα έχει κάθε λόγο να δυναμώσει την πάλη για τα δικά του συμφέροντα, για να μην φορτωθεί για παράδειγμα το κόστος της όποιας εξόδου από το ευρώ, να μην υποστεί νέες θυσίες στο όνομα αυτή τη φορά της «παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας».
 
Συνολικότερα, έχουν υπάρξει αριστερά μέτωπα και κόμματα τα οποία έχουν διακηρύξει ότι θα σχηματίσουν «αντιμονοπωλιακές», «αριστερές» ακόμα και «εργατικές» κυβερνήσεις οι οποίες θα δεσμεύονται από το κίνημα στους δρόμους και στους χώρους. Όταν το κίνημα πίστευε αυτές τις υποσχέσεις, ήταν εκείνο που δεσμευόταν στα αδιέξοδα της διαχείρισης του κράτους των καπιταλιστών. Αυτό δείχνει η τραγική εμπειρία της Χιλής το 1970-73.11 Δεν σημαίνει ότι πάντα τέτοιες αυταπάτες οδηγούν στα λουτρά αίματος τύπου Λατινικής Αμερικής. Όμως, δίπλα μας, στη Πορτογαλία, που αυτές τις μέρες είναι ξανά στην επικαιρότητα, μια ολόκληρη επανάσταση το 1974-75 εκτροχιάστηκε και οι κατακτήσεις της εξαφανίστηκαν εξαιτίας αυτών των αυταπατών που καλλιεργούσαν τα ρεφορμιστικά κόμματα της αριστεράς (και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, και το σταλινικό ΚΚ).
 
Το πρόβλημα με τη λογική που βλέπει την όποια κυβέρνηση ως «πυροκροτητή» ή «επίκεντρο» μιας αντικαπιταλιστικής ανατροπής, είναι ότι στην ουσία της μπερδεύει την κυβέρνηση με το κράτος. Η κυβέρνηση είναι μόνο ένα εξωτερικό ανάχωμα, μια σημαία, στις βαθιές οχυρώσεις του καπιταλιστικού κράτους. Όι κορυφές των γραφειοκρατικών δομών που αποτελούν το σύγχρονο αστικό κράτος δεν εκλέγονται και δεν ελέγχονται από κανέναν, είναι τμήμα της καπιταλιστικής τάξης. Οι μηχανισμοί καταστολής, η καρδιά του αστικού κράτους, επίσης είναι ανέγγιχτοι – τάχα ανεξάρτητοι, ο στρατός, η αστυνομία, η λεγόμενη δικαιοσύνη διατηρούν το μονοπώλιο της ένοπλης βίας αποτελώντας το ύστατο «επιχείρημα» της κυρίαρχης τάξης. Οι πολίτες μπορεί να ψηφίζουν εξατομικοποιημένα, αλλά οι εργάτες δεν ασκούν κανένα έλεγχο στη παραγωγή, στην οικονομία. Έχουν υπάρξει επίσης περιπτώσεις στην ιστορία όπου εξαιτίας μιας μεγάλης κρίσης (πολιτικής ή οικονομικής) η κυρίαρχη τάξη έχει εξαναγκαστεί να υποστεί την ύπαρξη μιας αριστερής κυβέρνησης ούτως ώστε να αποφύγει τα χειρότερα για τα συμφέροντά της. Όμως, σε κάθε τέτοια περίσταση, σύντομα η εν λόγω κυβέρνηση έχει να επιλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Και πάντοτε, έχει επιλέξει το δρόμο του συμβιβασμού με το αστικό κράτος – και κατ’ επέκταση με τα συμφέροντα των αστών.
 
Χρειάζεται από τώρα να κτίσουμε μια επαναστατική αριστερά που θα είναι ξεκάθαρη για αυτά τα ζητήματα. Θα πρωταγωνιστεί στη δράση για να νικήσουν οι αγώνες αλλά και θα είναι ξεκάθαρη για την προοπτική τους. Που δεν θα μπερδεύεται με συνθήματα για «αριστερές κυβερνήσεις», αλλά θα εξηγεί υπομονετικά ότι η μοναδική δικιά μας κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα ορίσουν τα εργατικά συμβούλια πάνω στα συντρίμμια του αστικού κράτους.
Εν τω μεταξύ, οι συμβουλές των Μαρξ και Ένγκελς στους κομμουνιστές της Γερμανίας στο μακρινό 1850 μας δίνουν μια ιδέα πως αντιμετωπίζονται κυβερνήσεις σαν τις παραπάνω. Σε περίπτωση που οι «δημοκράτες» (εκπρόσωποι της αστικής τάξης) έφταναν στην εξουσία, μετά την ανατροπή του απολυταρχικού κράτους των ευγενών και των γαιοκτημόνων έγραφαν στην εισήγησή τους στην Κ.Ε της Ενωσης των Κομμουνιστών τον Μάρτη του 1850, οι εργάτες:
«Πρέπει να ωθούν τις προτάσεις των δημοκρατών στη λογική τους κατάληξη... και να τις μετατρέπουν σε απευθείας επιθέσεις στην ατομική ιδιοκτησία. Αν, για παράδειγμα, οι μικροαστοί προτείνουν την εξαγορά των σιδηροδρόμων και των εργοστασίων, οι εργάτες πρέπει να απαιτήσουν αυτοί οι σιδηρόδρομοι και τα εργοστάσια απλά να κατασχεθούν από το κράτος χωρίς αποζημίωση, ως ιδιοκτησία των αντιδραστικών. Αν οι δημοκράτες προτείνουν σταθερή φορολογία, τότε οι εργάτες θα πρέπει να απαιτήσουν την προοδευτική φορολόγηση, αν οι ίδιοι οι δημοκράτες προτείνουν μια μετριοπαθή προοδευτική φορολογία, τότε οι εργάτες πρέπει να απαιτήσουν τόσο υψηλά ποσοστά φορολόγησης που η εφαρμογή τους θα κατέστρεφε το μεγάλο κεφάλαιο. Αν οι δημοκράτες ζητούν τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους, τότε οι εργάτες πρέπει να απαιτούν την εθνική χρεοκοπία [δηλαδή τη διαγραφή του, Λ.Μ.]. Δηλαδή, τα αιτήματα των εργατών θα πρέπει να προσαρμόζονται στα μέτρα και τις παραχωρήσεις των δημοκρατών». 
Και συνέχιζαν υποστηρίζοντας ότι οι εργάτες μπορούν να νικήσουν μόνο αν: 
 
«αποκτούν συνείδηση των ταξικών τους συμφερόντων, υιοθετώντας όσο συντομότερα γίνεται μια ανεξάρτητη ταξική στάση μην επιτρέποντας στους εαυτούς τους, παραπλανημένοι από τις υποκριτικές φράσεις των μικροαστών δημοκρατών, να αμφιβάλλει έστω και για ένα λεπτό για την ανάγκη ενός ανεξάρτητα οργανωμένου κόμματος του προλεταριάτου. Η πολεμική ιαχή τους πρέπει να είναι: Η Διαρκής Επανάσταση!»12
Λέανδρος Μπόλαρης


1. Pierre Broue, The German Revolution 1917-1923, Heymarket Books, Chicago 2006, σελ. 649.
2. Επίσης, από ένα σημείο και μετά, το ίδιο το σύνθημα της «εργατικής κυβέρνησης». Περισσότερα για αυτό βλέπε Broue, οπ, κεφ. 33 και 34. Στο βιβλίο του Chris Harman, Η Χαμένη Επανάσταση, σελ. 406-408.
3. 3η Διεθνής-Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια, εκδόσεις Εργατική Πάλη, σελ. 269-270.
4. Λέον Τρότσκι Η Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού και το Πρόγραμμα της Τέταρτης Διεθνούς (Το Μεταβατικό Πρόγραμμα), εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα 1985. Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.marxistbooks.gr/metavatiko_b.htm
5. Όπως προηγουμένως.
6. Για το πώς εκτιμούσε ο Λένιν την «δυαδική εξουσία» στις συνθήκες της Ρώσικης Επανάστασης του 1917, βλέπε το σχετικό του άρθρο της 9 Απρίλη 1917, Άπαντα, Τόμος 32, σελ. 145-148.
7. Γ. Πρετεντέρης, «Με ελικόπτερο», Το Βήμα, 5 Δεκέμβρη 2010.
8. Για μια διθυραμβική περιγραφή αυτής της διαδικασίας, βλέπε την συνέντευξη του οικονομολόγου Ερίκ Τουσέν στον Λ. Βατικιώτη για το περιοδικό Επίκαιρα, όπως αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του «Αριστερού Βήματος Διαλόγου» www.aristerovima.gr/details.php?id=1426
9. Σοσιαλισμός από τα Κάτω, Νο82, διαθέσιμο στη διεύθυνση www.socialismfrombelow.gr /index.php?option=com_k2&view=item&id=24:i82&Itemid=29
10. Για την απόπειρα πραξικοπήματος, βλ. Socialist Worker του Λονδίνου, 9/10/2010, www.socialistworker.co.uk/art.php?id=22634. Για τις σχέσεις ανάμεσα στα κινήματα και τις αριστερές κυβερνήσεις στη Λ. Αμερική, βλέπε το άρθρο του Μάικ Γκονζάλες «Λ. Αμερική Μια δεκαετία αντίστασης» στο προηγούμενο τεύχος αυτού του περιοδικού.
11. Για μια σύντομη παρουσίαση, Λέανδρος Μπόλαρης, «11 Σεπτέμβρη 1973 – Η τραγωδία της Χιλής», Εργατική Αλληλεγγύη, Νο 635 www.sek-ist.gr/EA/Papers/635/11.htm
12 K. Marx F. Engels, Selected Works, Volume One (1845-1859) http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/communist-league/1850-ad1.htm

Περιοδικό "Σοσιαλισμός Από τα Κάτω"  Τ.84 Γεν.-Φεβ.2011

Σχόλια