Παγκόσμια Δομική Καπιταλιστική Κρίση και Οικονομική Θεωρία


Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-8 έχει βάλει τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε μία μακρά περίοδο αναταραχής. Η κρίση αυτή είναι μία βαθειά δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.

Οι ρίζες της βρίσκονται στην προηγούμενη μεγάλη  κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, που εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κράτησε όλη τη  δεκαετία του 1970. Η τελευταία ήταν μία  κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (δηλαδή μία τυπική κρίση α-λα-Μαρξ βασισμένη στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους). Ξεκίνησε από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω της ανοδικής τάσης  της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, που οδήγησε στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου (δηλαδή στην αδυναμία επαρκώς κερδοφόρας επένδυσης του διαθέσιμου και κυρίως του πρόσθετου κεφαλαίου) και τελικά στο μπλοκάρισμα και την αναστροφή της μεγέθυνσης του συστήματος που είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της «χρυσής εποχής» της καπιταλιστικής συσσώρευσης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. 

Η κρίση αυτή είχε τις ρίζες της, όπως όλες οι μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις, στη βασική σφαίρα λειτουργίας του συστήματος δηλαδή στη σφαίρα της παραγωγής. 

Η κρίση αυτή σηματοδότησε την αποτυχία τόσο της κυρίαρχης αστικής οικονομικής θεωρίας όσο και των εκπορευόμενων από αυτή κυρίαρχων οικονομικών πολιτικών καθώς και οι δύο απέτυχαν να προβλέψουν την κρίση και στη συνέχεια να κατορθώσουν να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Δηλαδή η σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση σηματοδοτεί και την κρίση των αστικών Οικονομικών. Η κρίση αυτή εκφράσθηκε κατ’ εξοχήν σαν κρίση των ορθόδοξων αστικών Οικονομικών. Τα τελευταία (ιδιαίτερα στις σκληρές νεο-φιλελεύθερες εκδοχές τους) αποτελούν την κυρίαρχη σήμερα αστική θεωρία που εξ ορισμού θεωρεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι ένα υπό κανονικές συνθήκες τέλειο σύστημα και συνεπώς δεν μπορεί να μπει σε οικονομική κρίση.

Όμως και στο χώρο της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας η κρίση αναδεικνύει σοβαρότατα προβλήματα. Τα μολυβένια χρόνια του νέο-συντηρητισμού και της νεο-φιλελεύθερης κυριαρχίας οδήγησαν επίσης σε μία ραγδαία υποχώρηση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας που κυριολεκτικά αντιμετώπισε μακαρθικές επιστημονικές διώξεις. Το αποτέλεσμα ήταν, ιδιαίτερα στη Δύση και στον ακαδημαϊκό χώρο, να υπάρξει μία σημαντική υποχώρηση. Αυτή εκφράσθηκε τόσο με τον περιορισμό της απήχησης, όσο και με την αποριζοσπαστικοποίηση αρκετών οικονομολόγων της μαρξιστικής παράδοσης αλλά και με την αλλαγή της ατζέντας πολλών άλλων (που ουσιαστικά προσπάθησαν να καλυφθούν πίσω από τις επίσης υποχωρούσες ετερόδοξες αστικές θεωρίες). Έτσι το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης  βρήκε, κατά πλειοψηφία τουλάχιστον, τη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία αδύναμη να την προβλέψει, να την ερμηνεύσει αλλά και να βοηθήσει το εργατικό κίνημα στην αντιμετώπισήτης. Αυτό αποτελεί μία τραγική αντίφαση καθώς η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία είναι το επιστημονικό ρεύμα που κατ’ εξοχήν εστιάζει στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης και έχει παράξει μία πλούσια θεωρία των οικονομικών κρίσεων. Η υποχώρηση αυτή εκφράσθηκε με την ισχυρή επιρροή των ούτως ή άλλως φθινουσών και συντηρητικοποιούμενων αστικών ετερόδοξων οικονομικών θεωριών. Έτσι είναι εξαιρετικά δημοφιλείς απόψεις που αποδίδουν την κρίση απλώς σε προβλήματα υποκατανάλωσης ή/και χρηματιστικοποίησης. Οι δύο αυτές ερμηνείες έχουν διατυπωθεί είτε ανεξάρτητα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους.

Η νεότερη και δημοφιλέστερη θεωρία της χρηματιστικοποίησης (financialisation) υποστηρίζει ότι η τρέχουσα κρίση είναι απότοκος της ενίσχυσης του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του χρήματος στο σύγχρονο καπιταλισμό, την οποία θεωρεί πρωτοφανή και την ανάγει σε νέο δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος που, συνήθως, συνδέεται με ένα νέο στάδιο του (π.χ. η νεοφιλελεύθερη χρηματιστικοποίηση ως μία νέα δομή κοινωνικής συσσώρευσης). Προέρχεται ουσιαστικά από μετα-κεϋνσιανές νομισματικές θεωρίες. Στο εμπειρικό επίπεδο ξεκινά από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σφαίρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος είχε διογκωθεί υπέρμετρα σε σχέση με το παραγωγικό κεφάλαιο. 

Ξεχνά βέβαια ότι αυτό δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αλλά είναι συνηθισμένο σε περιόδους επώασης της κρίσης. Υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές που κοινή συνισταμένη τους είναι ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μία κρίση α-λα-Μαρξ (δηλαδή που ξεκινά από την σφαίρα της παραγωγής) αλλά μία κρίση που ξεκινά από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την αυτονόμηση του από το υπόλοιπο κύκλωμα του κεφαλαίου και την ηγεμονία του πάνω σ’ αυτό. Η θεωρία της χρηματιστικοποίησης υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές. Η παλιότερη είναι αυτή του καπιταλισμού-καζίνο, που υποστηρίζει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί και πλέον στο επίκεντρο δεν βρίσκεται ο βιομήχανος αλλά ο τραπεζίτης (με την ευρεία έννοια). 

Δηλαδή για συγκεκριμένους θεσμικούς και πολιτικούς λόγους μία μερίδα του κεφαλαίου που δρα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ηγεμονεύσει πάνω στο κεφάλαιο που δρα στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και καταφέρνει να απομυζά υπέρμετρα κέρδη από αυτό και ταυτόχρονα το οδηγεί στην επενδυτική ασφυξία. Πρόκειται για μία νεο-σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση με σαφή δάνεια από μετα-κεϋνσιανές θεωρίες που ανακαλύπτει νέους ραντιέρηδες και καλεί, εμμέσως πλην σαφώς, το εργατικό κίνημα να συμμαχήσει με το παραγωγικό κεφάλαιο ενάντια στους τελευταίους. Η ερμηνεία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει πειστικά πώς μπορεί να υπάρξει μακροχρόνια ένας τέτοιος καπιταλισμός όπου ο τόκος (το μερίδιο του χρηματικού κεφαλαίου) δεν προέρχεται από την υπεραξία που εξάγεται από το παραγωγικό κεφάλαιο. Δηλαδή πως μπορεί να επιβιώσει για δεκαετίες ένα σύστημα υπεξαίρεσης πλούτου που πνίγει την μηχανή που τον παράγει. Επιπλέον, η θεωρία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει τις πολλαπλές συμφύσεις του «παράσιτου» με το παραγωγικό κεφάλαιο και τις σοβαρές διευκολύνσεις που το πρώτο παρέχει στο δεύτερο. 

Μία νεώτερη εκδοχή υποστηρίζει ότι ο «νέος καπιταλισμός» χαρακτηρίζεται από την πλήρη αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου. Το τελευταίο δεν αντλεί πλέον τα εισοδήματα του από την αναδιανομή της υπεραξίας που εξάγει το παραγωγικό κεφάλαιο αλλά εκμεταλλεύεται το ίδιο κατευθείαν τους εργαζόμενους. Επιδίδεται δηλαδή σε μία «χρηματική εκμετάλλευση» ή «χρηματική ιδιοποίηση» που δεν διαφέρει από την τοκογλυφία. Μάλιστα υποστηρίζεται ότι ο νέος αυτός τύπος χρηματικού κεφαλαίου έχει συστηματικά μεγαλύτερα ποσοστά κερδοφορίας από το παραγωγικό και εμπορικό κεφάλαιο. Κατά τα άλλα, όσον αφορά την εξήγηση του μηχανισμού της σημερινής κρίσης η θεωρία αυτή ακολουθεί την πεπατημένη των μετα-κεϋνσιανών νομισματικών θεωριών (ιδιαίτερα της παράδοσης του Μίνσκυ) και φυσικά αποφαίνεται ότι δεν πρόκειται για μία κρίση α-λα-Μαρξ. Αυτή η εκδοχή ενός νεο-τοκογλυφικού χρηματικού καπιταλισμού έχει επίσης σοβαρά αναλυτικά και εμπειρικά προβλήματα. Όσον αφορά την ανάλυση αρνείται την μαρξιστική θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας του χρηματεμπορικού και του τοκοφόρου κεφαλαίου και ουσιαστικά δημιουργεί ένα νέο τύπο τοκογλυφικού χρηματικού κεφαλαίου που όμως απέχει δραματικά από την πραγματικότητα. 

Επίσης η θέση ότι αυτό το νέο χρηματικό κεφάλαιο δεν υπόκειται μακροχρόνια στην διαδικασία εξίσωσης του ποσοστού κέρδους είναι μη-ρεαλιστική. Αλλά πάνω απ’ όλα η ερμηνεία αυτή δίνει την εικόνα ενός καπιταλισμού που στο κέντρο του δεν είναι η σχέση πληρωμένου – απλήρωτου χρόνου στην σφαίρα της παραγωγής (δηλαδή η υπεραξία) αλλά μία τοκογλυφική υπεξαίρεση στην σφαίρα της κυκλοφορίας. Είναι γεγονός ότι, βραχυχρόνια, τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορούν να λειτουργήσουν τοκογλυφικά. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει μακροχρόνια και δομικά γιατί πλέον δεν μιλά κανείς για καπιταλισμό αλλά για κάποιο άλλο σύστημα το οποίο μάλλον περί επιστημονικής φαντασίας πρόκειται. Πολιτικά αυτή η ερμηνεία πάσχει επίσης από τα προαναφερθέντα προβλήματα. Πέρα από έντονες καταγγελίες των τοκογλύφων χρηματιστών – που άλλωστε ακόμη και ακροδεξιά μικροαστικά κόμματα δεν έχουν πρόβλημα να εκφωνήσουν – αδυνατεί να βάλει στο επίκεντρο την εκμετάλλευση των εργαζομένων και να συμβάλλει σε μία κατεύθυνση επαναστατικής αντιμετώπισης της κρίσης.

Από την άλλη πλευρά η υποκαταναλωτική (underconsumptionist) προσέγγιση της κρίσης, με μεγάλη ιστορική διαδρομή μέσα στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, καθώς συνδυάζεται εύκολα με την προσφιλή στην αριστερά καταγγελία των ανισοτήτων (αλλά με ταυτόχρονη αποσιώπηση της εκμετάλλευσης ως του βασικού συστατικού στοιχείου του καπιταλισμού) που παράγει το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα τείνει να γίνει η κυρίαρχη αντίληψη για την κρίση στο εσωτερικό της αριστεράς. Τοποθετώντας το γενεσιουργό μηχανισμό της κρίσης στη σφαίρα της διανομής μπορεί να αποτελεί πρόοδο σε σχέση με τις θεωρίες χρηματιστικοποίησης που αποδίδουν την κρίση αποκλειστικά στην υπέρμετρη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά, παραλείποντας την εξέταση της σφαίρας της παραγωγής περιορίζει τα αίτια της κρίσης σε διανεμητικά και μόνο  παραβλέποντας έτσι τον δομικό, συστημικό χαρακτήρα της.

Οι απόψεις αυτές αποτελούν καρικατούρες της Μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης και ουσιαστικά προσχωρούν στο ετερόδοξο αστικό στρατόπεδο. Κατ’ αναλογία, το πολιτικό συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν οι απόψεις αυτές είναι η (κριτική είτε άκριτη) στήριξη αστικών μεταρρυθμιστικών πολιτικών που συνήθως κινούνται γύρω από μια «πιο δίκαιη» κατανομή του εισοδήματος είτε μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είτε μεταξύ χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και της υπόλοιπης οικονομίας αδιάκριτα, αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο του συστήματος.

Οι επίσημες αστικές ερμηνείες αποσυνδέουν εντελώς την ελληνική κρίση αλλά και τη κρίση της ΕΕ από την παγκόσμια δομική καπιταλιστική κρίση του 2007-8. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες επίσημες αστικές ερμηνείες είχαν εξαγγείλει - μερικές ήδη από το 2009 – το ξεπέρασμα της κρίσης και την εμφάνιση «πράσινων ριζών» (greenshoots) ανάκαμψης. Βέβαια οι στρουθοκαμηλικές αυτές απόψεις έχουν πλέον αναθεωρηθεί καθώς η οικονομική κάμψη του 2012 επαναφέρει τους φόβους για μία «διπλή βουτιά» (doubledip) και την επιστροφή της κρίσης με ακόμη χειρότερους όρους.

Έτσι το ελληνικό πρόβλημα παρουσιάζεται σαν ένα κατά βάση εσωτερικό ελληνικό πρόβλημα δίδυμων ελλειμμάτων. Η ελληνική διαφθορά (που οφείλεται στο πελατειακό σύστημα που υποστηρίζεται ότι «χάιδεψε» ιδιαίτερα τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους) μαζί με την απληστία (που οδήγησε στην υπερκατανάλωση, δηλαδή στη διαβίωση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού σε επίπεδα ευημερίας πλουσιότερα απ’ ότι άξιζε με βάση την παραγωγική του επίδοση) οδήγησε σε δυσθεώρητα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτό γιατί το κράτος υποστηρίζεται ότι είναι μεγαλύτερο απ’ ότι έπρεπε και έδινε και δίνει πλούσιες παροχές, ιδιαίτερα στην εργατική τάξη, τα μεσαία και τα φτωχά στρώματα. Αυτά τα δημοσιονομικά ελλείμματα συντηρήθηκαν με υπέρογκο εξωτερικό δανεισμό (εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης που έδωσε το ευρώ) και οδήγησαν σε έκρηξη του εξωτερικού χρέους. Συνοπτικά, σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση οι υπέρογκες δημόσιες (κοινωνικές κυρίως) δαπάνες δημιούργησαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και οδήγησαν σε εξωτερικό χρέος που πλέον είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Έτσι η ελληνική περίπτωση ερμηνεύεται εν τέλει σαν μία κρίση χρέους.

Αυτή η αρχική ερμηνεία διαφοροποιήθηκε σιωπηρά στη συνέχεια όταν, με τη Μνημονιακή πολιτική, η επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου επεκτάθηκε όχι μόνο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα (δραστική μείωση των κατώτατων αλλά και όλων γενικά των μισθών και ημερομισθίων, διάλυση της προστασίας των εργασιακών σχέσεων, δραματική μείωση του άμεσου και έμμεσου εργασιακού κόστους, κλπ.). Τότε ξαφνικά (αλλά και αναπόφευκτα αφού η κρίση έχει τη βάση της στην «πραγματική» οικονομία) ανακαλύφθηκε ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει και μία δομική διάσταση, δηλαδή ότι η «ελληνική οικονομία» (δηλαδή το ελληνικό κεφάλαιο σε σχέση με τα ανταγωνιστικά του κεφάλαια) υστερεί σε διεθνή ανταγωνιστικότητα. 

Συνεπώς πρέπει να μειωθεί το εργατικό κόστος, ως εύκολος στόχος παρότι συνήθως αναγνωρίζεται ότι δεν είναι αυτό ο βασικός υπαίτιος της ελλιπούς ανταγωνιστικότητας. Έτσι, στους συνηθισμένους υποστηρικτικούς δείκτες προστέθηκε και αυτός του (ονομαστικού) μοναδιαίου κόστους εργασίας που δήθεν ανήλθε αδικαιολόγητα.

Συνεπώς, η επίσημη ερμηνεία του ελληνικού προβλήματος το αντιμετωπίζει σαν κρίση χρέους. Δειλά και όποτε χρειάζεται προβάλλει και το επιχείρημα της δομικής διάστασης που όμως εντοπίζεται στο εργατικό κόστος, τον υποτιθέμενα μεγάλο δημόσιο τομέα και στο υποτιθέμενα εχθρικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, ή στον άλλο μεγάλο μύθο που διακινεί ό ο αστισμός δηλαδή τα αντικίνητρα που δημιουργεί η μεγάλη φορολόγηση του κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων.

Η επίσημη αστική ερμηνεία είναι μία «ιδεολογική» ερμηνεία δηλαδή συνειδητά παραμορφώνει την πραγματικότητα για να δικαιολογήσει τις κυρίαρχες πολιτικές και ιδιαίτερα αυτή του Μνημονίου. Δεν συνδέει την ελληνική περίπτωση με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Υποκρύπτει το ρόλο της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης από τις ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ. Συγκαλύπτει την επίπτωση στα δημοσιονομικά ελλείμματα των «επιδοτήσεων» στο ελληνικό κεφάλαιο και της ανοχής στην ανοικτή φοροδιαφυγή ή συγκεκαλυμμένη φοροαποφυγή του, την ταξική φύση και προσανατολισμό ολόκληρης της δημοσιονομικής δομής. Μη έχοντας άλλη διέξοδο, καταλήγει να ενοχοποιήσει τους μισθούς και τις κοινωνικές δαπάνες που απαρτίζουν τον ακαθάριστο κοινωνικό μισθό ως υπαίτιους για την κρίση με τον ίδιο ακριβώς αδικαιολόγητο και αστήρικτο  τρόπο που συνέβη και για την κρίση της δεκαετίας του 1970 στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.

Εκτός από την κυρίαρχη αστική ερμηνεία υπάρχουν και μία σειρά ετερόδοξες ερμηνείες. Αυτές αντιπαρατίθενται, ολικά ή μερικά, στη Μνημονιακή πολιτική αλλά αδυνατούν να συλλάβουν τις βαθιές δομικές διαστάσεις της ελληνικής κρίσης. Ακολουθούν συνήθως κεϋνσιανές λογικές ή ένα μίγμα μαρξιστικής και κεϋνσιανής προσέγγισης και, πέρα από ένα καταγγελτισμό της ανισότητας που πολλές φορές επιδεικνύουν, καταλήγουν σε μία σειρά από «έξυπνες»/«κατάλληλες» μεταρρυθμιστικές  προτάσεις διάσωσης του συστήματος που τονώνουν τους μισθούς, την κατανάλωση και συνήθως την επένδυση, η αύξηση της οποίας αντιμετωπίζεται ως απλή πολιτική επιλογή. Οι ερμηνείες αυτές θέτουν σαν αποκλειστικό αντικείμενο κριτικής το νεο-φιλελευθερισμό και γι’ αυτό προβάλλουν «εύκολα», πλατιά αντι-νεοφιλελεύθερα μέτωπα με στόχο την εγκατάλειψη της «νεοφιλελεύθερης λιτότητας» για χάρη ενός νέου (ανέφικτου όμως στις σημερινές συνθήκες δομικής οικονομικής κρίσης) σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, απασχόλησης ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής με άμεσα μέτρα την αύξηση των μισθών και των κοινωνικών δαπανών.

Σε αντίθεση τόσο με τις κυρίαρχες όσο και με τις ετερόδοξες αστικές θεωρήσεις η Μαρξιστική ανάλυση πρέπει να εστιάσει στα βασικά θεμελιακά χαρακτηριστικά της ελληνικής κρίσης. Η ελληνική κρίση δεν είναι πρωτίστως μία κρίση χρέους ή διπλών ελλειμμάτων. Αντιθέτως, είναι πολύ πιο βαθειά και δομική και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μία δίδυμη κρίση. Αυτό γιατί έχει δύο διαστάσεις – την εσωτερική και την εξωτερική – που αλληλοτροφοδοτούνται. Η εσωτερική διάσταση αφορά την καπιταλιστική κρίση της ελληνικής οικονομίας. Ο ελληνικός καπιταλισμός βιώνει και αυτός την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης που ξεκίνησε το 2007-8 και συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό μέχρι σήμερα. Η εξωτερική διάσταση αφορά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και το γεγονός ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης επιδεινώνεται λόγω της συμμετοχής, από μία υποδεέστερη θέση, στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός φορτώνεται δυσανάλογα βάρη από ισχυρότερους απ’ αυτόν ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς. Το πρόβλημα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της φθίνουσας ανταγωνιστικότητας είναι παράγωγο αυτών των δύο κρισιακών διαστάσεων και όχι το κύριο αίτιο της κρίσης, επιδεινώνουν όμως σημαντικά την κατάσταση.

Η εσωτερική διάσταση της ελληνικής κρίσης απορρέει από την «ανεπαρκή κερδοφορία» του συστήματος λόγω της λειτουργίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους που προκαλείται από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, δηλαδή την αντικατάσταση της ζωντανής εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) με νεκρή εργασία (σταθερό κεφάλαιο). Αυτή είναι και η θεμελιώδης αιτία (η συσσώρευση κεφαλαίου που συνοδεύεται από τη σχετική υποχώρηση της ζωντανής εργασίας, την ανεπαρκή δημιουργία αξίας, υπεραξίας και τη μείωση της καπιταλιστικής  κερδοφορίας) που μαζί με τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης μείωσαν δραστικά την καπιταλιστική κερδοφορία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980.  Εξ αιτίας αυτής της μείωσης της κερδοφορίας δημιουργήθηκαν οι πιο πρόσφατες διαδοχικές «φούσκες» (του χρηματιστηρίου και των κατοικιών) και τα συστηματικά δημοσιονομικά ελλείμματα στο πλαίσιο των συνεχών προσπαθειών του συστήματος (κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων) για την τόνωση της ζήτησης, όταν οι αναδιανεμητικές υπέρ του κεφαλαίου νεοφιλελεύθερες πολιτικές εξάντλησαν  τη δυναμική τους.

Παρόμοια με τον καπιταλιστικό κόσμο στο σύνολο του, η σημερινή κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού έχει τις ρίζες της στη βαθειά δομική κρίση της δεκαετίας του 1970, η οποία ήταν διπλά επιβαρυντική. Πρώτον, τερματίσθηκε η μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του, της ραγδαίας ανάπτυξης και συσσώρευσης κεφαλαίου. Δεύτερον, η κρίση αυτή συνδέθηκε με  την έξαρση της ταξικής πάλης που σημάδεψε την πτώση της δικτατορίας. Η προηγηθείσα «χρυσή εποχή» συνδέθηκε άρρηκτα με την αυταρχική μετεμφυλιακή κυριαρχία του αστισμού και την ουσιαστική παρανομία της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, γεγονός που βοήθησε σημαντικά την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η μεταπολιτευτική ενίσχυση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος επιβάρυνε την ήδη φθίνουσα καπιταλιστική κερδοφορία καθώς επέβαλε στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο μία ουσιαστική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος της εργασίας καθώς και μία αντίστοιχη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών. Συνεπακόλουθα, αντίθετα με τις διεθνείς τάσεις, στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα φιλολαϊκές Κεϋνσιανές πολιτικές κρατικής ρύθμισης και εισοδηματικής αναδιανομής, που συνδύαζαν την ενίσχυση της ανάπτυξης με μία ελεγχόμενη φιλεργατική αναδιανομή εισοδήματος η οποία όμως δεν θα έθιγε δραματικά τα καπιταλιστικά κέρδη. Οι πολιτικές αυτές βελτίωσαν την θέση της εργασίας και ταυτόχρονα συνέβαλαν στην εκτόνωση του μεταπολιτευτικού λαϊκού ριζοσπαστισμού και στην ενσωμάτωση του στο σύστημα κυρίως μέσω ενός εκτεταμένου συστήματος πελατειακών σχέσεων. 

Απέτυχαν όμως να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση επειδή εφάρμοζαν μεταπολεμικές συνταγές σε μία εντελώς διαφορετική συγκυρία. Οι πολιτικές αυτές έβγαλαν την οικονομία από την δομική κρίση του 1929-30 αφού  όμως η διάρκεια και το βάθος της Μεγάλης Ύφεσης και ο δεύτερος  παγκόσμιος πόλεμος είχαν προηγουμένως προκαλέσει μία δραστική απαξίωση υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων και μπορούσε να ακολουθήσει η επανεκκίνηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης από μικρότερες και υγιέστερες βάσεις.

Γι’ αυτό, από το 1985 και μετά, μόλις ο άμεσος κίνδυνος κοινωνικο-πολιτικών εκρήξεων αποσοβήθηκε, η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης επανήλθε στην κορυφή της κυρίαρχης ατζέντας και υιοθετήθηκαν νέο-συντηρητικέςπολιτικές καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Αυτή η επανευθυγράμμιση με τις κυρίαρχες διεθνείς τάσεις ενισχύθηκε από την ένταξη στην ΕΟΚ. Οι πρώτες ήταν συντηρητικές Κεϋνσιανές πολιτικές που στόχευσαν στην μείωση του εργασιακού κόστους ενώ επιδοτήθηκαν ιδιωτικά κεφάλαια, αναλήφθηκε η λειτουργία άλλων που ήταν «προβληματικά», υπήρξε πιστωτική και νομισματική επέκταση και δοκιμάσθηκε να προστατευθούν τα εγχώρια κεφάλαια από τον ξένο ανταγωνισμό με υποτιμήσεις. Η πίεση για τέτοιες παρεμβάσεις είχε ενταθεί λόγω της ένταξης στην ΕΟΚ και του ανοίγματος της οικονομίας που πίεζε τα ελληνικά κεφάλαια. Χαρακτηριστικά, το πρόγραμμα σταθερότητας του 1985 μετατόπιζε τα βάρη από τα κέρδη στους μισθούς. Την ίδια περίοδο αρχίζει αυθόρμητα να εμφανίζεται και στην Ελλάδα η τάση αύξησης του πραγματικού χρόνου εργασίας, που αυξάνει τον απλήρωτο χρόνο εργασίας και συνεπώς το ποσοστό υπεραξίας (το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας). Όμως παρά την κρατική στήριξη και την επαναφορά του μηχανισμού απόσπασης απόλυτης υπεραξίας η συνολική κερδοφορία του συστήματος δεν μπόρεσε να ανακάμψει, οι δε κρατικές δαπάνες μετατρέπονταν σε μη-παραγωγικά και συσσωρευόμενα ελλείμματα ακριβώς επειδή δεν υπήρξε μία οργανωμένη ανάταξη της διαδικασίας υπεξαίρεσης υπεραξίας και κυρίως μία συστηματική και οργανωμένη απαξίωση των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων.

Από το 1990 και μετά υιοθετήθηκαν ρητά οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η χρονική υστέρηση των ελληνικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων έναντι των διεθνών εξαλείφθηκε. Μάλιστα, καθώς ο ελληνικός καπιταλισμός είχε ήδη υστερήσει σημαντικά, δεν προχώρησε πρώτα σε μία καθαρόαιμη μονεταριστική φάση αλλά προωθήθηκαν κατευθείαν στοιχεία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεύτερης γενεάς. Σε αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι επιταγές της ΕΕ και η προσπάθεια του ελληνικού κεφαλαίου να ενταχθεί στην ευρωζώνη. Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα περιλάμβανε: ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές κοινωνικής ασφάλισης, ευνοϊκότερη φορολόγηση των πλουσιοτέρων στρωμάτων, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και εισαγωγή ελαστικών μορφών εργασίας.
Όμως και στην ελληνική περίπτωση, όπως και διεθνώς, οι αναδιαρθρωτικές αυτές πολιτικές δεν κατόρθωσαν να διορθώσουν ουσιαστικά τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του 1973-75. Κατάφεραν να συμπιέσουν το εργατικό κόστος και να αυξήσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης αλλά δεν μπόρεσαν να ανατάξουν αποτελεσματικά την διαδικασία παραγωγής. Οι ιδιωτικοποιήσεις παρείχαν νέα πεδία κερδοφορίας αλλά, από ένα σημείο και μετά, η απόσυρση του κράτους – συλλογικού κεφαλαιοκράτη από πεδία στρατηγικής σημασίας για τη συνολική αναπαραγωγή του συστήματος οδήγησε σε σοβαρά προβλήματα ρύθμισης και συντονισμού. Η διεθνοποίηση και το άνοιγμα της οικονομίας – ιδιαίτερα τα ιμπεριαλιστικά κέρδη από την επέλαση στα Βαλκάνια των ελληνικών κεφαλαίων - λειτούργησαν κλασσικά σαν παράγοντες που αντισταθμίζουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αλλά πλέον δείχνουν να έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες τους. 

Έτσι σήμερα, μετά από σχεδόν μία τριακονταετία καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων ο ελληνικός καπιταλισμός χτυπήθηκε από την τρέχουσα οικονομική κρίση με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Συγκεκριμένα, παρά την επίθεση στο εισόδημα, τις εργασιακές συνθήκες και τις κοινωνικές παροχές της εργατικής τάξης στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, η κερδοφορία και η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν έγινε δυνατό να ανακάμψουν ικανοποιητικά ώστε να τροφοδοτήσουν ένα νέο ανοδικό «μακρό κύμα» καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η διανομή της προστιθέμενης αξίας εξελίχθηκε σε όφελος του κεφαλαίου, το ποσοστό εκμετάλλευσης αυξήθηκε σημαντικά και οι εισοδηματικές ανισότητες οξύνθηκαν. Όμως η καταστροφή ή/και απαξίωση του κεφαλαίου δεν πραγματοποιήθηκαν σε επαρκή βαθμό (καθώς το σύστημα δεν μπορούσε να αντέξει εκτεταμένες χρεοκοπίες και ποσοστά ανεργίας παρόμοια με αυτά της Μεγάλης Ύφεσης), η μη παραγωγική εργασία και γενικά οι μη παραγωγικές δραστηριότητες δεν περιορίστηκαν (όντας πιο αναγκαίες παρά ποτέ για ένα παρακμάζον σύστημα με αυξημένες ανάγκες αστυνόμευσης, σωφρονισμού, «δικαιοσύνης», στρατιωτικές δαπάνες κλπ) συνεχίζοντας να απορροφούν ένα σημαντικό μέρος της παραγόμενης υπεραξίας. Το αποτέλεσμα ήταν η μερική μόνο ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους που κράτησε την επένδυση, το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και την ανάπτυξη σε χαμηλά επίπεδα αφήνοντας στάσιμους ή και μειωμένους τους πραγματικούς μισθούς και σε ψηλά επίπεδα το ποσοστό ανεργίας. Έτσι, η όποια ασθενική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαπενταετίας επιτεύχθηκε, ήταν στηριγμένη στην αύξηση της κατανάλωσης που προέκυψε από τις «επιδράσεις πλούτου» των διαδοχικών χρηματοπιστωτικών «φουσκών». Όταν αυτές εξέλιπαν με την εκδήλωση της κρίσης το 2007-8, τα ασθενικά θεμέλια της πραγματικής οικονομίας αποκαλύφθηκαν και είναι αυτά που κρατούν ακόμη την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία και ιδίως την ελληνική, σε στασιμότητα και κρίση.

Επειδή η μειωμένη κερδοφορία αποτελεί τη θεμελιώδη αιτία της κρίσης, όπως συμβαίνει πάντοτε άλλωστε στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, γι αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται με την αναδιανομή σε βάρος των υποτίθεται άφθονων κερδών όπως ισχυρίζονται οι υποκαταναλωτικές θεωρίες, και ενίσχυση της ζήτησης μέσω της αύξησης των μισθών. Γι αυτό επίσης, η όποια αύξηση της ρευστότητας καταλήγει σε αγορές κρατικών ομολόγων με υψηλή απόδοση αντί να χρηματοδοτήσει επενδύσεις στην πραγματική οικονομία λόγω ακριβώς της χαμηλής κερδοφορίας (απόδοσης) στην τελευταία. Η τόνωση της ζήτησης αποδίδει μόνο μετά την καταστροφή του παγίου κεφαλαίου και συνεπώς όταν έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες ικανής κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι η κερδοφορία του κεφαλαίου που ρυθμίζει και καθορίζει την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι η ενεργός ζήτηση.

ΟΜΙΛΟΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ


Σχόλια