Κύπρος: Οι Σφαγές των Εθνικιστών



Τουρκοκύπριες εγκαταλείπουν πανικόβλητες τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του 1963-64.




Η “πράσινη γραμμή” που διχοτομεί τη Λευκωσία, οι πρόσφυγες και οι αγνοούμενοι της Κύπρου στην ελληνική εκδοχή του μύθου είναι συνδυασμένα με τον “Αττίλα”, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλη του 1974.

Η πραγματικότητα είναι πως η πράσινη γραμμή χαράχτηκε το Δεκέμβρη του 1963, 50 χρόνια πριν από σήμερα, και δεν ήταν αποτέλεσμα της τουρκικής αλλά της ελληνοκυπριακής επιθετικότητας που κλιμακώθηκε με σφαγές κατά τουρκοκύπριων αμάχων στα “Ματωμένα Χριστούγεννα” του '63. Πρόκειται για μια από τις πιο “ξεχασμένες” σελίδες του Κυπριακού, προφανώς γιατί δεν ταιριάζει με την συνηθισμένη περιγραφή της ελληνικής άρχουσας τάξης ως του “θύματος”.

Τα γεγονότα ξέσπασαν στις 21 του Δεκέμβρη, όταν Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί σταματάνε δυο άντρες και μία εκδιδόμενη γυναίκα, όλοι τους Τουρκοκύπριοι, που επέστρεφαν από νυχτερινή έξοδο σε μια όχι “καθώς πρέπει” γειτονιά της Λευκωσίας. Ένας “συνηθισμένος” έλεγχος ταυτοτήτων μετατρέπεται σε “τσακωμό” από τον οποίο ο ένας άνδρας και η γυναίκα θα πέσουν νεκροί από τους πυροβολισμούς των αστυνομικών. Ακολουθεί μια μίνι εξέγερση απέναντι στην αστυνομική βία και στις προκλήσεις των ελληνοκύπριων. Οι γειτονιές ξεσηκώνονται. Οι “έλεγχοι ταυτοτήτων” για μήνες πριν τα Χριστούγεννα του '63 ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους όχι μόνο οι ελληνοκύπριοι αστυνομικοί αλλά και άλλες ακροδεξιές, εθνικιστικές ομάδες ελληνοκύπριων έβρισκαν αφορμή να βιαιοπραγήσουν και να εξευτελίσουν Τουρκοκύπριους.

Η οργή για τη δολοφονία των δύο ανθρώπων γρήγορα θα ονομαστεί από την ελληνική πλευρά “τουρκοανταρσία”. Μέσα σε λίγες μέρες ένοπλες εθνικιστικές ομάδες μπαίνουν στη μάχη και από τις δύο πλευρές. Εξελίσσεται ένας ανεπίσημος πόλεμος που δεν μένει στα οδοφράγματα, αλλά επεκτείνεται σε εισβολές σε χωριά, σε σπίτια, και εν ψυχρώ δολοφονίες αμάχων. Η Τουρκοκυπριακή πλευρά θα πληρώσει ασύγκριτα τον πιο βαρύ φόρο αίματος. Μέχρι σήμερα οστά τουρκοκύπριων ξεθάβονται από πηγάδια στα οποία τους παράχωσαν οι Έλληνοκύπριοι δολοφόνοι κατά δεκάδες. Όταν μπήκε ένα προσωρινό τέλος στις συγκρούσεις, η διχοτόμηση της Κύπρου ήταν ένα ντε φάκτο γεγονός. Οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί είχαν αποχωρήσει από την διακυβέρνηση της χώρας, ενώ ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός (18% του συνόλου) αναγκάστηκε να κλειστεί μέσα σε εδαφικούς θύλακες που αντιστοιχούσαν στο 5% του νησιού. Η “Κυπριακή Δημοκρατία” άντεξε μόλις 3 χρόνια με το καθεστώς που είχε συμφωνηθεί στη Ζυρίχη και το Λονδίνο στα τέλη του 1959. Τα ματωμένα Χριστούγεννα του '63 ήταν το τέλος της. Ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός παρέμεινε πολιορκημένος στους θύλακες, στο έλεος των ελληνοκυπριακών συμμοριών, μέχρι το 1974 όταν η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο κοινότητες πήρε τη μορφή του ανοιχτού πολέμου.

Σχεδιασμός

Παρά τις κραυγές της εποχής περί “οργανωμένου τουρκικού σχεδίου”, “εξέγερσης” και “ανταρσίας”, η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξε κανένας σχεδιασμός για ένοπλη δράση από την τουρκική πλευρά. Αν υπήρχε κάποια πρόβλεψη ήταν ότι οι ελληνοκύπριοι εθνικιστές θα έδιναν αφορμή για κατάρρευση των συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου. Σε ένα έγγραφο της τουρκοκυπριακής ηγεσίας της εποχής αναφέρεται πως "Μέχρι τότε οι Ελληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες (...) Είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους".

Αντίθετα, από την ελληνοκυπριακή πλευρά υπήρχε ενεργητική προετοιμασία για ένοπλη δράση κατά των Τουρκοκύπριων. Ήταν μια προετοιμασία που αφορούσε τις εθνικιστικές οργανώσεις που συσσώρευαν οπλισμό και εκπαιδεύονταν, αλλά έφτανε μέχρι τα υψηλότερα κλιμάκια, στο προεδρικό Μέγαρο και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ως τις κορυφές του ελληνικού στρατού και σίγουρα “κάτι” θα είχε πάρει και το αφτί της Αθήνας. Οι ελληνοκυπριακές εθνικιστικές οργανώσεις μπήκαν στα γεγονότα του Δεκέμβρη σαν έτοιμες από καιρό.

Δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πού σταματούσε το παρακράτος και που άρχιζε η επίσημη ελληνοκυπριακή ηγεσία. Η “Οργάνωση” με μπόλικο οπλισμό και ίσως δυο χιλιάδες ενόπλους ήταν υπό την ηγεσία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, ο οποίος ήταν υπουργός Εσωτερικών. Είχε ρόλο “Αρχηγού” και λειτουργούσε με το ψευδώνυμο “Ακρίτας” ίσως θέλοντας να μιμηθεί τον έτερο σφαγέα Γρίβα “Διγενή”. Συσκέψεις της “Οργάνωσης” δεν γίνονται σε απομονωμένες γιάφκες, αλλά μέσα στο ίδιο το προεδρικό μέγαρο. Τα όπλα, είτε προέρχονται από το παλιό οπλοστάσιο της ΕΟΚΑ, είτε τα προμηθεύονται με τη συνεργασία του Ελληνικού στρατού που, όπως πρόβλεπαν οι συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, είχε παρουσία με εκατοντάδες άνδρες στο νησί. Η εκπαίδευση των ενόπλων αντίστοιχα γινόταν με τη συνεργασία τμημάτων του ελληνικού στρατού. Η “Οργάνωση” δεν ήταν η μόνη εθνικιστική συμμορία. Ο δημοσιογράφος Μακάριος Δρουσιώτης καταγράφει 15 οργανώσεις που έδρασαν από το 1959 ως το 1963. Όλες τους με χαρακτηριστικά ονόματα “Αντικομμουνιστικός Σύνδεσμος Ελληνικής Νεολαίας”, “Κύπρος σκλάβα διχοτομημένη”, “Ενιαίον Μέτωπον Αντιμετωπίσεως Εθνικού Κινδύνου”. Ανάμεσά τους η ΟΠΕΚ “Οργάνωση Προστασίας Ελλήνων Κυπρίων”, υπό την ηγεσία του Νίκου Σαμψών, του μετέπειτα πραξικοπηματία και φυτευτού προέδρου της Χούντας για οχτώ μέρες, τον Ιούλη του '74 πριν την τουρκική εισβολή.

Αυτές οι “προσωπικότητες” θα αναλάβουν δράση τα Χριστούγεννα του '63, σφάζοντας ανελέητα. Ο Σαμψών θα λάβει εντολή από τον Γιωρκάτζη να “εκκαθαρίσει” το προάστιο της Ομορφίτας, όπου κατοικούσαν πέντε χιλιάδες τουρκοκύπριοι. Οι ελληνοκυπριακές συμμορίες εισέβαλαν στην περιοχή ανοίγοντας πυρ κατά των κατοίκων και άρχισαν να προωθούνται προς το εσωτερικό κατεδαφίζοντας αδιακρίτως σπίτια χρησιμοποιώντας μπουλντόζες. Η συντριπτική πλειοψηφία εγκατέλειψε τα σπίτια τους και εκατοντάδες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Δεκάδες κατέληξαν εκτελεσμένοι με συνοπτικές διαδικασίες ενώ όπως σε όλες τις φρικαλεότητες της περιόδου, πολλοί κηρύχθηκαν αγνοούμενοι μιας και τα πτώματά τους θάφτηκαν πρόχειρα ή πετάχτηκαν σε πηγάδια.

Μια σοβινιστική περιγραφή των γεγονότων εξηγεί το πώς οι μπουλντόζες έγιναν “τανκς” που κατεδάφιζαν σπίτια. “Μπροστά στην κατάσταση αυτή, ρίχτηκε η φαεινή ιδέα χρησιμοποίησης φορτηγών αυτοκινήτων και μπουλντόζων για την προώθηση των ημετέρων προς τις τουρκικές θέσεις. Η ιδέα υλοποιήθηκε αστραπιαία. Έτσι, στις εννιά το πρωί των Χριστουγέννων, έφτασαν στην Ομορφίτα τρία φορτηγά γεμάτα με σακούλες άμμου και τρεις μπουλντόζες. Με βάση το σχέδιο, την ώρα της επίθεσης τα φορτηγά ξεκίνησαν με την πισινή και με τον κρίκο σηκωμένο. Κάτω από τις κάσιες τους βρίσκονταν καλυμμένοι μαχητές, ενώ άλλοι ακολουθούσαν πεζή. Εξάλλου, οι μπουλντόζες είχαν υψωμένες τις «κούππες» τους, μέσα στις οποίες υπήρχαν σακούλες με άμμο, τις οποίες άφηναν κάθε τόσο στο δρόμο και οι ακολουθούντες μαχητές τις μετέτρεπαν αμέσως σε πρόχειρα φυλάκια. Οι μπουλντόζες κατεδάφισαν επίσης πολλά πλινθόκτιστα τουρκικά σπίτια-οχυρά, ενώ οι ευρισκόμενοι σ’ αυτά Τούρκοι τρομοκράτες υποχωρούσαν ατάκτως.

Πυρά

Η κίνηση των μηχανοκινήτων συνδυάστηκε με επίθεση όλων των τμημάτων, τα οποία, σε ελάχιστο χρόνο, άρχισαν να καταλαμβάνουν τις τουρκικές οχυρωματικές θέσεις. Ήταν η ώρα 11 και τέταρτο το πρωί όταν άρχισε η γενική επίθεση, αφού προηγουμένως ο Σαμψών επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Ολύμπιο και τον πληροφόρησε σχετικά. Οι Τούρκοι απάντησαν με τρομερά πυρά, ολόκληρη δε η περιοχή εσείετο κυριολεκτικά από τις κλαγγές των όπλων και τις μηχανές των «αρμάτων». Κάποια στιγμή θεάθηκε αυτοκινητοπομπή Τούρκων, από 20 περίπου φορτηγά, στο δρόμο Ομορφίτας – Χαμίτ Μανδρών, εναντίον της οποίας ανοίχτηκαν πυκνά πυρά, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα.”

Ο δημοσιογράφος Μακάριος Δρουσιώτης επιχειρώντας να καταγράψει τα θύματα εκείνων των ημερών γράφει: Συνολικά 230 Τουρκοκύπριοι - πολίτες και όχι μάχιμοι της ΤΜΤ - χάθηκαν. Είναι αυτοί που βρίσκονται σήμερα στα πηγάδια. Μια ματιά στη λίστα των αγνοουμένων του 1963-64 καταδεικνύει ότι εξαφανίστηκαν από αστυνομικούς σταθμούς, στις φυλακές, στο νοσοκομείο, σε αγρούς και σε διάφορους δρόμους. Κανονικές απαγωγές και εκτελέσεις των πρώτων τυχόντων.

Την ίδια τύχη είχαν και οι περιουσίες τους. Σύμφωνα με έρευνα που έκανε ο Ο.Η.Ε. και καταγράφεται σε έκθεση του γενικού γραμματέα (10/9/64, S5950, παρ. 180), σε 103 τουρκοκυπριακά ή μεικτά χωριά κατεδαφίστηκαν 527 σπίτια και άλλα 2.000 λεηλατήθηκαν (υπάρχοντα, πόρτες, παράθυρα, κεραμίδια).

Με τη βία να έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, η παρέμβαση των “εγγυητριών δυνάμεων” αλλά και των δύο Υπερδυνάμεων της εποχής (ΗΠΑ, Ρωσία) οδήγησε σε κάποιου είδους εκεχειρία. Στις 30 Δεκέμβρη, ο Βρετανός στρατηγός Γιανγκ χαράζει στο χάρτη τη γραμμή που χωρίζει τη Λευκωσία, μια γραμμή πράσινη από το χρώμα του μολυβιού που κρατούσε.

“Ακρίτας” δεν ήταν μόνο το ψευδώνυμο του Γιωρκάτζη, αλλά και το όνομα ενός σχεδίου, στο οποίο είχε δώσει τη συγκατάθεσή της η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Η λογική ήταν πως όσο μεγαλύτερη αστάθεια και τάση για ταραχές και σφαγές μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τόσο πιο εύκολα θα αποδεικνυόταν ότι το Σύνταγμα του 1960 δεν μπορούσε να λειτουργήσει, η ελληνοκυπριακή ηγεσία θα το κατήγγειλε και έτσι θα άνοιγε το δρόμο προς την “Ένωση με την Ελλάδα”.

“Είναι αφελές να πιστεύωμεν ότι είναι δυνατόν να προβούμεν εις ουσιαστικές ενέργειες τροποποιήσεως του Συντάγματος, χωρίς οι Τούρκοι να επιχειρήσουν να δημιουργήσουν ή σκηνοθετήσουν δυναμικήν σύγκρουσιν. (...) Επιβάλλεται να καταστείλωμεν ταύτην δυναμικώς εις το συντομώτερον δυνατόν χρονικόν διάστημα (...) Δυναμική και αποτελεσματική αντιμετώπισις των Τούρκων θα διευκολύνη τα μέγιστα τας μεταγενεστέρας ενεργείας μας δια περαιτέρω τροποποιήσεις, διότι οι Τούρκοι θα γνωρίζουν ότι αντίδρασίς των είναι αδύνατος ή επιζημία σοβαρώς δια την κοινότητά τους", αναφέρει έγγραφο του ελληνικού στρατού εκείνη την περίοδο.

Αυτή η αντιμετώπιση εκφραζόταν ανοιχτά από την ελληνοκυπριακή ηγεσία, για την οποία η “ανεξαρτησία” της Κύπρου με τη μορφή που πήρε το '59 – '60 δεν ήταν το τέλος του δρόμου, αλλά ένας απαραίτητος ενδιάμεσος “σταθμός”. Οι συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, λαμβάνοντας υπόψη ότι 18% του πληθυσμού ήταν Τουρκοκύπριοι, δημιούργησαν ένα πολύπλοκο συνταγματικό καθεστώς ώστε να «εξασφαλίζεται» η άποψη της μειονότητας. Ο πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος αλλά ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, οι θέσεις υπουργών, βουλευτών και άλλων αξιωματούχων έπρεπε να πηγαίνουν κατά 30% σε Τουρκοκύπριους. Ένα μεγαλύτερο ποσοστό τούς αντιστοιχούσε στο στρατό, ενώ στις μεγάλες πόλεις έπρεπε να δημιουργηθούν ξεχωριστοί τουρκοκυπριακοί δήμοι. Στις σημαντικές αποφάσεις, η μειονότητα διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο. Όλα αυτά, υπό την προστασία τριών “εγγυήτριων δυνάμεων”, Ελλάδας, Τουρκίας, Βρετανίας, που διατηρούσαν στρατό πάνω στο νησί και είχαν δικαίωμα να επέμβουν η καθεμία ξεχωριστά ή όλες μαζί αν χρειαζόταν για να διασφαλιστεί η εφαρμογή των Συμφωνιών.

Όπως συμβαίνει πάντα με τα πανέξυπνα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, η Συμφωνία υπήρχε όντως στο χαρτί, όμως στην πράξη ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις (ελληνοκύπριους, τουρκοκύπριους, Έλληνες και Τούρκους) κάθε άλλο παρά σταμάτησε. Ίσα ίσα που εντάθηκε και πήρε τη μορφή πολέμου εντός της διοίκησης. Η ελληνική πλευρά θεωρούσε ότι έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, την υπεροπλία και καλύτερες διεθνείς διασυνδέσεις ώστε να αρπάξει όσα περισσότερα προνόμια μπορεί. Οι Τουρκοκύπριοι, παρ’ όλες τις γενικές αναφορές στο σεβασμό των δικαιωμάτων τους, ήταν ένα βάρος από το οποίο ήθελε να απαλλαγεί. Για τις εθνικιστικές οργανώσεις, αυτό σήμαινε πρακτικά είτε την εξόντωση, είτε την απομόνωσή τους σε ένα καθεστώς τύπου απαρτχάιντ.

Ποσοστώσεις

Αντίθετα με το μύθο που θέλει την τουρκική πλευρά να στρέφεται κατά της “Κυπριακής Δημοκρατίας” ήταν η ελληνοκυπριακή πλευρά που δεν θέλησε να προχωρήσει καμιά από τις συμφωνίες που έδιναν χώρο στους Τουρκοκύπριους. Οι τουρκοκυπριακοί δήμοι δεν δημιουργήθηκαν, οι ποσοστώσεις στους δημόσιους υπάλληλους δεν τηρούνταν, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ήταν έξω από την πραγματική άσκηση της πολιτικής.

Στις 30 Νοέμβρη του '63 ο Μακάριος ανακοίνωσε τα περίφημα 13 σημεία για την αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος. Ήταν μια ανοιχτή άρνηση του όποιου ρόλου είχε εξασφαλίσει η τουρκοκυπριακή πλευρά. Ανάμεσα στα “σημεία” ήταν η κατάργηση του βέτο, η μη εξασφάλιση Τούρκου αντιπροέδρου της Βουλής, μείωση των ποσοστώσεων των Τουρκοκύπριων, άρνηση ίδρυσης των Δήμων.

Ήταν προφανές ότι ακόμη και το άνοιγμα αυτής της συζήτησης θα οδηγούσε σε σύγκρουση. Το “επεισόδιο” του Δεκέμβρη του '63 ήρθε πάνω στην κρίσιμη στιγμή.

Η Κύπρος αποκαλείται ακόμη το “αβύθιστο αεροπλανοφόρο” της Μεσογείου. Στρατηγικά τοποθετημένη κοντά στις ακτές της Συρίας – Λιβάνου και στη διώρυγα του Σουέζ, ήταν απαραίτητο τμήμα της αλυσίδας του αποικιακού συστήματος της Βρετανίας για δεκαετίες. Οι αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αποχώρηση των Άγγλων από την Ινδία, πιέζουν για αποαποικιοποίηση.

Για την ελληνοκυπριακή πλευρά, το να πάρει το κράτος στα χέρια της σήμαινε ευκαιρίες να αναδείξει το ρόλο της και να εισπράξει ανταλλάγματα. Μια περιφερειακή και μικρή άρχουσα τάξη έβλεπε το δρόμο προς την επιτυχία ανοιχτό. Η ανατροπή του βασιλιά Φαρούκ στην Αίγυπτο το 1952, η εθνικοποίηση του Σουέζ από τον Νάσερ το 1956 και ο πόλεμος που ακολούθησε, αύξησε τη σημασία της Κύπρου, αντί να τη μειώσει στη μετααποικιακή εποχή. Η δυσανάλογη παρουσία βρετανικών βάσεων στο νησί μέχρι σήμερα είναι μια απόδειξη.

Το ζήτημα όμως δεν είναι πόσο φιλόδοξη ήταν και είναι η άρχουσα τάξη. Στην περίπτωση της Κύπρου ο υπερφίαλος σοβινισμός την οδήγησε σε ορισμένες περιπτώσεις να κάψει τα ίδια της τα χέρια, όπως το καλοκαίρι του '74, άλλες φορές να αρπάξει ευκαιρίες και να αναδειχθεί όπως έκανε μετά την κρίση στο Λίβανο. Το ελληνοκυπριακό τραπεζικό σύστημα κατάφερε να αναδειχθεί σε πλυντήριο διεθνούς χρήματος, παρά τα εδάφη που είχε χάσει η ελληνοκυπριακή πλευρά στον πόλεμο.

Το πρόβλημα ήταν ότι η Αριστερά ακολούθησε αυτή την σοβινιστική πολιτική σαν ουρά της άρχουσας τάξης. Το ΑΚΕΛ (το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου) στήριξε την πολιτική στοχοποίησης των Τουρκοκύπριων από το Μακάριο, πριν τα ματωμένα Χριστούγεννα, δίνοντάς της μάλιστα και “αντιιμπεριαλιστικό χρώμα”: “Το κόμμα μας για άλλη μια φορά διακηρύττει ότι υποστηρίζει ολόψυχα αυτή τη δήλωση του Μακαριωτάτου (...) είναι έτοιμο να προσφέρει σ'αυτόν κάθε βοήθεια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού”, έλεγε ο γενικός του γραμματέας τον Οκτώβρη του '63.

Ενώ η εφημερίδα του ΑΚΕΛ, Χαραυγή, μετά τη σφαγή στην Ομορφίτα, διαπίστωνε πως “Οι Τούρκοι που εκκενώθηκαν από την Ομορφίτα για λόγους ασφάλειας των ιδίων, ζουν υπό θαυμάσιες συνθήκες και τυγχάνουν εξαιρετικών περιποιήσεων εκ μέρους των Αρχών και του ελληνικού πληθυσμού”. Στις 28 Δεκέμβρη δημοσίευε δηλώσεις του Γιωρκάτζη ότι “δεν υπήρξαν εκούσιαι ή ωργανωμέναι πράξεις βίας ή φόνοι γυναικοπαίδων κατά την διάρκειαν των θλιβερών εν Κύπρω επεισοδίων”.

Η εργατική τάξη και οι φτωχοί της Κύπρου πλήρωσαν τον εθνικισμό και από τις δύο πλευρές. Πλήρωσαν με θάνατο και προσφυγιά είτε το '63, είτε το '67, είτε το '74. Οι “εθνικοί μύθοι” είναι πάντα προς όφελος των αφεντικών. Τα “ματωμένα Χριστούγεννα” του '63 υπογραμμίζουν το καθήκον για το χτίσιμο μιας αριστεράς διεθνιστικής, που βάζει στην πρώτη γραμμή την τάξη και όχι το έθνος.

Νίκος Λούντος



"Το βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου 1963 εγώ και η γυναίκα μου Φεριντέ επισκεφθήκαμε την οικογένεια του δρ. Νιχάτ Ιλχάν. Μαζί μας ήλθαν η κ. Αϊσέ, η κόρη της Ισίμ και η κ. Νοβμπέρ αδελφή της Αϊσέ. Την στιγμή που δειπνούσαμε ριπές αυτομάτων όπλων άρχισαν να γαζώνουν το σπίτι από την κατεύθυνση του ποταμού Πεδιαίου. Τρομάξαμε και τρέξαμε να κρυφτούμε στο μπάνιο και στην τουαλέτα. Ημασταν συνολικά 9 άτομα.

Κρυφθήκαμε όλοι στο μπάνιο εκτός από την σύζυγό μου που κατέφυγε στην τουαλέτα. Η κ. Ιλχάν βρισκόταν στο μπάνιο κρατώντας στα χέρια της τα τρία κοριτσάκια της, την Μουράτ, την Κούτσι και την Χακάν. Ξαφνικά ακούσαμε την εξόπορτα να σπάζει. Μιά ομάδα ενόπλων Ελλήνων όρμησε μέσα και άρχισε να γαζώνει με σφαίρες τα δωμάτια. Κάποιοι μπήκαν στο μπάνιο και άδειασαν τα όπλα τους πάνω στην κ. Ιλχάν και τα τρία κοριτσάκια της. Ακουσα γυναικείες κραυγές και μετά σιωπή. Λιποθύμησα.

Συνήλθα μετά από 2 ώρες και αντίκρυσα την κ. Ιλχάν νεκρή στην μπανιέρα με τις τρεις κόρες της αγκαλιά. Ηταν βουτηγμένες στο αίμα. Εγώ και οι υπόλοιποι είχαμε τραυματισθή. Ξαφνικά θυμήθηκα την γυναίκα μου. Ετρεξα στην τουαλέτα και την βρήκα νεκρή μέσα στα αίματα".

Χασάν Γιουσούφ Γκουντούμ, αυτόπτης μάρτυρας του εγκλήματος της “μπανιέρας”.


«Άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί. Έσπαγαν τις κλειστές πόρτες με τους υποκόπανους των όπλων κι έσερναν τους ανθρώπους στο δρόμο. Ένας 70χρονος τούρκος ξύπνησε τρομοκρατημένος από το σπάσιμο της ίδιας του της πόρτας.

Μια ομάδα ενόπλων τον τράβηξε από το κρεβάτι του και τον ρώτησαν αν έχει παιδιά. Με πλήρη αφέλεια αυτός απάντησε «ναι» και τον διέταξαν να τα φέρει έξω. Δύο γιοί του, 19 και 17 χρονών και η μοναχοκόρη του, 10 χρονών, ντύθηκαν βιαστικά κι ακολούθησαν τους ενόπλους έξω. Τους έστησαν στον μαντρότοιχο και τους εκτέλεσαν με πολυβόλα. Σ’ ένα άλλο σπίτι βρήκαν ένα 13χρονο αγόρι, του έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη και τον γονάτισαν. Λεηλάτησαν το σπίτι, έδειραν και βίασαν το παιδί και στο τέλος το πυροβόλησαν στο κεφάλι. Εκείνη τη νύχτα 12 τούρκοι εκτελέστηκαν στον Άγιο Βασίλειο».

H. Scott Gibbons, Peace Without Honor



Σχόλια