Ο Ντανιέλ Μπενσταΐντ για τον Γκυ Ντεμπόρ




Γκυ Ντεμπόρ (1931-1994) ή το θέαμα, ανώτατο στάδιο του εμπορευματικού φετιχισμού

Πολύ πέρα από τις δικές του ελάσσονες μαχόμενες δυνάμεις, ο καταστασιασμός και ο Γκυ Ντεμπόρ, η κεντρική του μορφή, χρωμάτισαν το πνεύμα των καιρών στα χρόνια του εξήντα και ασκήσανε μιαν ασαφή διάχυτη επιρροή αλλά εντούτοις σημαντική στα κινήματα του 1968. Το βιβλίο του Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, που κυκλοφόρησε το 1967, θα μπορούσε ως εκ τούτου να διαβαστεί ως ένα απ’ αυτά τα προκαταρκτικά άρθρα όπου αναπτύσσεται η κριτική της κοινωνίας της κατανάλωσης, της αστικής αλλοτρίωσης, του γενικευμένου φετιχισμού του εμπορεύματος.
 
Γεννημένος στο Παρίσι το 1931, ο Γκυ Ντεμπόρ οργανώνεται το 1951 στη λετριστική Διεθνή που είχε ιδρυθεί από τον Ισιντόρ Ισού. Ανεβάζει το 1952 την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους (χωρίς εικόνες), Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος της επιθεώρησης Η λετριστική Διεθνής και η ομάδα επιτίθεται στο Παρίσι σε μια ομιλία του Τσάρλι Τσάπλιν που ήρθε για να παρουσιάσει την ταινία του Τα Φώτα της Ράμπας. Το 1954,  κάνει μια εκστρατεία για την εξάλειψη του όρου «άγιος» από τις ονομασίες των οδών όπως κι από τις συζητήσεις. Δημοσιεύει μεταξύ 1954 και 1957, 29 τεύχη του δελτίου Πότλατς. Η ομάδα προσεγγίζει πια εν ολίγοις τους σουρεαλιστές πριν έρθει σε βίαιη ρήξη μαζί τους. Το1956 ο Γκυ Ντεμπόρ δημοσιεύει το Εγχειρίδιο της μεταστροφής (μαζί με το Ζιλ Βολμάν) και τη Θεωρία της Περιπλάνησης.

To 1957, σε μια συνάντηση στην Κόζιο ντι Αρόσκια, στην Ιταλία, ιδρύει την καταστασιακή Διεθνή. Στον Ντεμπόρ η  κριτική της τέχνης και του αστισμού ριζοσπαστικοποιείται μέσα από τα διαβάσματα του Μαρξ, του Λούκατς, της Γκόλντμαν, του Λεφέβρ. Το πρώτο τεύχος της καταστασιακής Διεθνούς εκδίδεται το 1958. Το 1960 υπογράφει το μανιφέστο των 121 ενάντια στον πόλεμο της Αλγερίας και συχνάζει στις συναντήσεις της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Καστοριάδης τον μύησε στους συμβουλιακούς συγγραφείς (Κορς, Πάνεκουκ, Μάτικ). Εγκαταλείπει όμως την ομάδα τον επόμενο χρόνο και δημοσιεύει το 1962 τις Θέσεις για την Κομμούνα. Το 1963, εγκαλεί με σφοδρότητα τον Ανρί Λεφέβρ ότι τους είχε κλέψει για το δικό του βιβλίο για την Κομμούνα.

Το 1966, ο Ντεμπόρ δημοσιεύει στα γαλλικά την Παρακμή και την πτώση της θεαματικής εμπορευματικής οικονομίας, για τις τις ταραχές του προηγούμενου χρόνου στη γειτονιά του Γουατς (Λος Άντζελες), καθώς και τους Ταξικούς αγώνες στην Αλγερία. Η μικρή καταστασιακή ομάδα του Στρασβούργου σπάει απ’ τον τοπικό τομέα της Unef (Εθνικής Ένωσης Σπουδαστών Γαλλίας) και δημοσιεύει την ανώνυμη μπροσούρα Για τη Μιζέρια των Φοιτητικών Χρόνων ιδωμένη από την οικονομική, πολιτική, ψυχολογική, σεξουαλική και ιδιαιτέρως διανοητική της άποψη και κάποια μέσα για να τη θεραπεύσουμε, που επιμελούνταν ο Μουσταφά Καγιάτι με βάση τις υποδείξεις του Γκυ Ντεμπόρ. Το 1967, ο Ντεμπόρ δημοσιεύει στις εκδόσεις Buchet-Chastel την Κοινωνία του Θεάματος και ο Βανεγκέμ, στις εκδόσεις Gallimard,  την Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής. Αυτά τα γραπτά ενέπνευσαν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων και των απεργιών του 1968 ένα μικρό ρεύμα, εντός του οποίου δρούσαν οι «Λυσσασμένοι» της Αντέρ και το «Συμβούλιο για τη διατήρηση των καταλήψεων» που συνεδρίαζε μέσ’ στην κατειλημμένη Σορβόνη.

Το 1972, η καταστασιακή Διεθνής ανακοινώνει την αυτοδιάλυσή της και ο Ντεμπόρ δημοσιεύει στις εκδόσεις Champ libre (Ελεύθερο πεδίο) την Πραγματική Διάσπαση της Διεθνούς. Το 1978, γυρνάει το Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα κι αναλωνόμαστε απ’ τη φωτιά και δημοσιεύει Το Παιχνίδι του πολέμου. Ύστερα έρχονται οι Παρατηρήσεις για τη δολοφονία του Ζεράρ Λεμποβισί (1985),  τα Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος (1988), ο Πανηγυρικός τόμος 1 (1989). Ο Γκυ Ντεμπόρ αυτοκτόνησε στις 30 Νοεμβρίου 1994.

Το ζήτημα της πόλης

Κατά τη διάρκεια της λετριστικής εμπειρίας των αρχών της δεκαετίας του πενήντα, ο καταστασιασμός αντλεί την καταγωγή από μια κριτική του υποβιβασμού της τέχνης σε θέαμα. “Η εποχή μας παρατηρεί το θάνατο της αισθητικής” γράφει ο Ντεμπόρ από το 1953. Η άμπωτη των επαναστατικών κινημάτων της δεκαετίας του τριάντα συμπαρέσυρε αμετάκλητα τα “κινήματα που προσπάθησαν να εισαγάγουν ελευθεριακές καινοτομίες στην κουλτούρα και την καθημερινή ζωή”. Η Τέχνη, αφού πρώτα υπήρξε “η κοινή γλώσσα της κοινωνικής απραξίας”, είναι ορκισμένη στο εξής να διαλύεται μέσα στο θέαμα της εμπορευματικής οικονομίας.

Το ζήτημα της πόλης καταλαμβάνει σημαντικό χώρο στην καταστασιακή λογοτεχνία της δεκαετίας του πενήντα. Το πρόγραμμά του “της ενιαίας πολεοδομίας” αντιτάσσεται στην υφιστάμενη αρχιτεκτονική στην τρέχουσα “συμπαγή και παρασιτική” ύπαρξη. Προτείνει να συμπεριληφθεί ο χρόνος της μετακίνησης στο χρόνο της εργασίας και να προβλεφθεί το πέρασμα από μια κυκλοφορία νοούμενη ως επιπρόσθετη εργασία, σε μια κυκλοφορία για την ευχαρίστηση, το χασομέρι και την περιπλάνηση. Παριστάνει ότι εμπνέεται από την Κομμούνα, παρουσιαζόμενη ως “την πιο μεγάλη γιορτή του 19ου αιώνα” από άποψη καθημερινής ζωής. Η σύγχρονη πολεοδομία περιλαμβάνει απεναντίας μια “τεχνική του διαχωρισμού” όπου η πόλη τείνει να “καταναλώνει τον εαυτό της” και να εκμηδενίζεται στις “καινούριες πόλεις” όπου “δε γίνεται τίποτα”: “Οι δυνάμεις της ιστορικής απουσίας αρχίζουν να συνθέτουν το δικό τους αποκλειστικό τοπίο” (Ντεμπόρ, 1967).

Η εξέγερση των γκέτο του Γουάτς το 1965 παρέχει στον Ντεμπόρ υλικό για στοχασμό πάνω στις περιαστικές ταραχές που πρόδιδουν την εκρηκτικότητα των προαστίων μας. Δεν είναι στα μάτια του φυλετικές ταραχές, αλλά ταξικές. Η “δημοσιότητα της αφθονίας” παρακινεί πράγματι στο να τα θέλει κανείς όλα, εδώ και τώρα. Η λεηλασία εμφανίζεται εκ τούτου ως στοιχειώδης πραγματοποίηση της κομμουνιστικής υπόσχεσης της ικανοποίησης του καθένα “σύμφωνα με τις ανάγκες του”: “Η νεολαία χωρίς μέλλον του Ουάτς επέλεξε μιαν άλλη ποιότητα του παρόντος”(Ντεμπόρ, 1966).

Αλλά στο μέτρο που η ίδια η έλλειψη ικανοποίησης γίνεται αξιόπιστη και εμπορική, “η μακάρια αποδοχή του υπάρχοντος μπορεί να συνενωθεί σαν ένα και το αυτό με την καθαρά θεαματική εξέγερση”. Ο κόσμος που το θέαμα παρέχει προς παρατήρηση είναι στην πραγματικότητα “ο κόσμος του εμπορεύματος που κυριαρχεί όλο αυτό που είναι βιωμένο”. Η οικονομία μετατρέπει έτσι τον κόσμο σε “κόσμο της οικονομίας” και “το θέαμα είναι η στιγμή κατά την οποία το εμπόρευμα έχει καταφέρει να φτάσει στην ολοκληρωτική κατοχή της κοινωνικής ζωής”. “Δεν ψάλλει τους ανθρώπους και τα όπλα τους, αλλά τα εμπορεύματα και τα πάθη τους, το μέλλοντα κόσμο του εμπορεύματος που είναι εξίσου και το εμπορευματικό μέλλον του κόσμου”.  Το θέαμα είναι η συμπαγής αναστροφή της ζωής” και “η επίσημη γλώσσα του γενικευμένου διαχωρισμού”, ή ακόμη, “ο ήλιος που δε βασιλεύει ποτέ πάνω απ’ την αυτοκρατορία της ανθρώπινης απάθειας”, “η αποπερατωμένη τομή στο εσωτερικό του ανθρώπου”, “το κακό όνειρο της σύγχρονης αλυσοδεμένης κοινωνίας που δεν εκφράζει τελικά παρά τον πόθο της να κομηθεί”.

Τι μπορεί κανείς να θελήσει σ’ αυτή την απόλυτη και περατωμένη μορφή αλλοτρίωσης. Ο πραγματικός επαναστάτης είναι αυτός των αναπάυσεων, όπως το είχε γράψει ο Ντεμπόρ στο Πότλατς; Το σύνθημα στους τοίχους του οποίου του αποδίδεται η πατρότητα (με συνδιεκδικητή το Μαρσέλ Μανσιόν) έτεινε να το επιβεβαιώσει “Μη δουλεύετε ποτέ!”. Αλλά ο διαχωρισμός της ανάπαυσης και της δουλειάς είναι ένας ακόμη διαχωρισμός... θεαματικός! Είναι μάλιστα το κεφάλαιο αυτοπροσώπως που, έχοντας ξαλαφρώσει τη δημιουργική εργασία από κάθε έννοια επιχειρεί τώρα “να εναποθέσει το νόημα της ζωής στις αναπαύσεις”, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι πια εφικτό να  “βλέπεις τις αναπαύσεις σα μια άρνηση της καθημερινότητας” (Ντεμπόρ, 1961). Ο κόσμος που το θέαμα παρέχει προς παρατήρηση είναι στην πραγματικότητα “ο κόσμος του εμπορεύματος που κυριαρχεί όλο αυτό που είναι βιωμένο” και το ίδιο το θέαμα είναι η στιγμή κατά την οποία “το εμπόρευμα έχει καταφέρει να φτάσει στην ολοκληρωτική κατοχή της κοινωνικής ζωής”.

Αυτή η αντίληψη του θεάματος ως ανώτατου σταδίου του φετιχισμού του εμπορεύματος και της απολύτης αλλοτρίωσης καταλήγει στο να εξουδετερώνει κάθε ανατρεπτική πράξη καταδικασμένη ν’ αντιπαλεύει την αλλοτρίωση υπό μορφές αφ’ εαυτών αλλοτριωμένες. Όλα μπορούν να παρθούν και παίρνονται πίσω.  Γι’ αυτό, γράφει ο Ντεμπόρ το 1990 σε μια προθανάτια εξομολόγησή του,  “πρέπει να το παραδεχτώ ότι δεν υπήρχε επιτυχία ή ήττα για τον Γκυ Ντεμπόρ και τις εξωφρενικές του θρασύτητες”. Οι διαδοχικές αυτο-διαλύσεις, οι διασπάσεις, οι εξοφλήσεις λογαριασμών, μέχρι την απομόνωση και την αυτοκτονία, μοιάζουν έτσι μια λογική κατάληξη ενός αδιεξόδου δομημένου σε θεωρία.

Από μια διαπίστωση της εξάντλησης της Τέχνης, διάδοχης μιας ιστορικής ήττας των επαναστάσεων, το καταστασιακό πρόγραμμα ορίζονταν αρχικά σαν αυτό μιας “επιστήμης των καταστάσεων”: “Η καινούρια ομορφιά θα είναι η κατάσταση, προσωρινή και βιωμένη” (Ντεμπόρ, 1954). Για να “κατασκευαστούν οι καταστάσεις και οι περιπέτειες” απ’ όπου θα γεννηθεί ο μεγάλος πολιτισμός που έρχεται, ο καταστασιασμός της δεκαετίας του πενήντα προτίθεται να διερευνήσει τις πιθανότητες μιας “ηθικής της περιπλάνησης” και μιας πρακτικής της μεταστροφής, της περιπλάνησης οριζόμενης ως μιας “τεχνικής εσπευσμένου περάσματος δια μέσου διαφόρων περιβαλλόντων” και της μεταστροφής, στον αντίποδα της παράθεσης, ως “την αβίαστη γλώσσα της αντι-ιδεολογίας”.

Παγκόσμια γραφειοκρατικοποίηση

Αντιμέτωπος με το ζήτημα της γραφειοκρατίας σε συνάφεια με την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, ο Ντεμπόρ καταγγέλει την πλανητική γραφειοκρατικοποίηση της τέχνης και της κουλτούρας. Ορίζει τις αποικιακές νεογραφειοκρατίες ως λούμπεν-αστικές, “εκδοχές υπανάπτυκτες της παλιάς ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας”. Βλέπει ως εκ τούτου στο πραξικόπημα του Μπουμεντιέν το 1965 τα σημάδια μιας γραφειοκρατίας υπό διαμόρφωση σε κυρίαρχη τάξη της Αλγερίας. Όμοια, η γραφειοκρατία στην Κίνα η μόνη ιδιοκτήτρια ενός “Κρατικού καπιταλισμού”. Από αυτή την αναβάθμιση της παγκόσμιας εξουσίας, συνάγει ότι “το σφάλμα στην οργάνωση είναι το κεντρικό πολιτικό σφάλμα”.

Ώστε, στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος, όλοι οι χαρακτήρες, και όχι μόνο οι υποδουλωμένοι στην εργασία προλετάριοι, χάνουν την ανατρεπτική τους ικανότητα. Γι’ αυτό συνιστά στο Μουσταφά Καγιάτι να κάνει απολύτως αντιληπτό, στην μπροσούρα του για τη Μιζέρια των Φοιτητικών Χρόνων, “η περιφρόνησή μας κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους, για να τους ξεγυμνώνει από κάθε αμφιβολία σχετικά με την επάξια κερδισμένη παγκόσμια περιφρόνηση του συναφιού τους” (Ντεμπόρ,1966). Εκτιμά ακόμη ότι το 1968 οι φοιτητές δεν υπήρξανε τίποτε άλλο από οπισθοφυλακή του κινήματος. Όσο για τα στελέχη και τα ανώτερα υπαλληλικά στρώματα, δεν είναι παρά “η μεταμόρφωση της μικροαστικής τάξης της πόλης από ανεξάρτητων παραγωγών σε μισθωτούς”. Είναι “οι κατεξοχήν καταναλωτές”. Όσον αφορά τη μετανάστευση, τη μεγαλοποιημένη από κάποια μαοϊκά ρεύματα, ο “κίνδυνος του απαρτχάιντ” είναι κιόλας μοιραίος αν λάβουμε υπόψη με “τη λογική των γκέτο, τις φυλετικές συγκρούσεις και μια μέρα λουτρού αίματος” (Ντεμπόρ, 1988) στον ορίζοντα. Γιατί ο καπιταλισμός στο θεαματικό του στάδιο “ανακατασκευάζει μιμητικά και παράγει παντού εμπρηστές” ενώ “το σκηνικό του γίνεται παντού εύφλεκτο”.

Η Μαφία, που έκανε εσχάτως την εμφάνισή της σα “μεταμοσχευμένος αρχαϊσμός”, ταγμένη σ’ ένα αφανή ρόλο μπροστά στο σύγχρονο Κράτος, ξαναγίνεται με την αποσύνθεση του Κράτους, με “τη νίκη του μυστικού, τη γενική παραίτηση των πολιτών, την παντελή απώλεια της λογικής και τις προόδους της παγκόσμιας δειλίας και δωροδοκίας”, μια “σύγχρονη και επιθετική εξουσία”: “Μέσα στο θεαματικό, οι νόμοι κοιμούνται” (Ντεμπόρ, 1988). Έχει “ήδη ξεκινήσει η υποβολή κάποιων μέσων για τη διεξαγωγή ενός είδους προληπτικού εμφυλίου πολέμου” και “οι κατεπείγουσες διαδικασίες τίθενται σε μόνιμη εφαρμογή”. Η τέλεια δημοκρατία “κατασκευάζει για λογαριασμό της τον ασύλληπτο εχθρό της, την τρομοκρατία”.

Aποκλεισμένος κόσμος

Υπάρχει έντονο στο Ντεμπόρ ένα όραμα ενδεχομενικό γόνιμο κι αιχμηρό. Όμως η θεαματικοποίηση του κόσμου αποκλείει κάθε πιθανότητα χάραξης στρατηγικής. Ο Μάρξ είχε κατά τη γνώμη του την αρετή να υπερβεί την επιστημονική σκέψη της εποχής του ώστε να δίνει στην κατανόηση του αγώνα προτεραιότητα σε σχέση με τον αιτιοκρατικό νόμο κι ώστε να συνοψίσει μια θεωρία ιστορικής δράσης σα “στρατηγική θεωρία”. Συνεπώς, “η στρατηγική είναι το πλήρες πεδίο ανάπτυξης της στρατηγικής των συγκρούσεων” (Ντεμπόρ, 1988). Η νίκη του θεάματος επί της στρατηγικής είναι γι’ αυτό το λόγο ευνοϊκή στις αναζωπυρώσεις μιας ουτοπίας αντιληπτής ως “πειραματικής επίλυσης των πραγματικών προβλημάτων χωρίς να νοιάζεται κανείς για το αν οι προϋποθέσεις πραγματοποίησής της είναι άμεσα δοσμένες”. Το επαναστατικό κίνημα πρέπει να γίνει “πειραματικό κίνημα”. Αλλά αυτή η ουτοπία, η νοούμενη κατά τον τρόπο του Λεφέβρ σαν “αίσθηση όχι [ακόμη] πρακτική του πιθανού”, δεν είν’ αυτή των ουτοπικών ρευμάτων που αυτοπροσδιορίζονται στην πλειονότητά τους από την άρνησή τους της ιστορίας του σοσιαλισμού. Στρέφουν έτσι την πλάτη σε κάθε στρατηγική αντίληψη, επειδή “ένα Κράτος που υπό τη διεύθυνσή του εγκαθίσταται ένα μεγάλο έλλειμμα ιστορικής γνώσης δεν μπορεί πια να είναι στρατηγικό όχημα” (Ντεμπόρ, 1988).

Από την “ατελή απελευθέρωση του 1944”, οι επαναστατικές πολιτικές δεν έπαψαν για χάρη της να οπισθοχωρούν, και οι πρωτοπορίες της να μετατρέπονται σε οπισθοφυλακές. Ο Ντεμπόρ κατηγορεί ιδιαίτερα το Λυσιέν Γκόλντμαν για το ότι έκανε λόγο για μια “πρωτοπορία της απουσίας”, θέλοντας να επισημάνει, μέσα στην τέχνη και τη συγγραφή, μια ορισμένη άρνηση της αντικειμενοποίησης. Αυτό που ο Γκόλντμαν αποκαλεί απουσία δεν είναι κάτι άλλο από την “απουσία πρωτοπορίας”. Αυτό το νόημα κρύβεται πράγματι στον Ντεμπόρ πίσω απ’ τη νοσταλγία της αγνότητας και της απόλυτης καινοτομίας, κι αυτό είναι που γεννά την επαναλαμβανόμενη αλληλουχία των εξαγνισμών και των αποκλεισμών, μέσα στην πλανερή προσπάθεια επίκλησης της μόνιμης απειλής της ενσωμάτωσης της καινοτομίας από έναν κόσμο θανατερό. Η φετιχοποίηση μιας “εκλεγμένης κοινότητας” της πρωτοπορίας έχει ως συνέπεια μια παρανοειδή μανία καταδίωξης απ’ την εγκατάλειψη, την προδοσία, την ανάκτηση, απ’ όπου τρέφονται όλες οι πολιτικές ή αισθητικές αιρέσεις. Η τραγική απομόνωση του Ντεμπόρ στα τελευταία του συνιστά την ακραία έκφρασή της και την άκρως απεγνωσμένη: “Στα μισά του δρόμου της αληθινής ζωής, βρεθήκαμε περιστοιχισμένοι από μια ζοφερή μελαγχολία, που βρήκε την έκφρασή της μέσα στα τόσα χλευαστικά και θλιβερά μας λόγια, μέσ’ στο καφέ της χαμένης νιότης”. Και “διασχίζουμε τώρα αυτό το ξεχαρβαλωμένο τοπίο από τον πόλεμο που διεξάγει μια κοινωνία κόντρα στον εαυτό της κι ενάντια στις πιθανότητές της” (Ντεμπόρ, 1978).

9 Μάη 2007

Δημοσιεύτηκε με τίτλο “Κοινωνία του Θεάματος”, στη Γαλλία του 1968, που εκδόθηκε υπό των Αντουάν Αρτού, Ντιντιέ Επστάιν και Πατρίκ Σίλμπερσταιν το 2008 στο Παρίσι ( La France des années 1968, Syllepse, Paris 2008, p. 742-747).

Βιβλιογραφία
Guy Debord, Œuvres, Paris, Quarto Gallimard, 2006
Guy Debord, Correspondance, six volumes parus, Paris, Fayard.
– Raoul Vaneigem, Traité de savoir vivre à l’usage des jeunes générations, Paris, Gallimard, 1967
– Mustapha Khayati, De la misère en milieu étudiant.
– Anselm Jappe, L’avant-garde inacceptable. Réflexions sur Guy Debord, Paris, Lignes-Léo Scheer, 2004.
– Gérard Guégan, Debord est mort, le Che aussi. Et alors ?, Paris, Cahiers de Saisons, 1994 (réédition Librio).


 http://danielbensaid.org/Guy-Debord-1931-1994-ou-le?lang=fr

Σχόλια