Πουλημένη κι Αγορασμένη


    Είμαι μια γυναίκα νέα και όμορφη, παντρεμένη μ' έναν άντρα νέο και πλούσιο.
  Μια φορά την εβδομάδα μπαίνω στ' αμάξι μου, απομακρύνομαι από την κατοικημένη ζώνη και κατευθύνομαι προς μια ορισμένη εξοχική οδό. Παρκάρω το αμάξι κοντά σ' ένα χαντάκι κι ύστερα βαδίζω περίπου εκατό μέτρα. Φτάνω σ' ένα πλάτωμα μπροστά σε μια γραφική μικρή καγκελόπορτα κλεισμένη με μιαν αλυσίδα κι ένα λουκέτο σκουριασμένο. Πίσω απ' το πεζούλι με το συρματόπλεγμα, μισοφαίνεται ένα ρημαγμένο κτήμα: χορτάρια και θάμνοι παντού, καρποφόρα με τα φρούτα τους καταγής να σαπίζουν, πελώρια δέντρα, απότιστα, που ανάμεσα στα ξεραμένα κλαριά και τα μαραμένα φύλλα τους βλασταίνουνε καινούρια. Καθίζω στο πεζούλι, με το ένα πόδι κρεμασμένο στο κενό και το άλλο ακουμπισμένο, όσο ψηλότερα μπορώ, πάνω στο φράχτη. Φοράω πάντοτε φούστα μίνι, χωρίς όμως καλσόν ή κιλότα. Μ' άλλα λόγια, είμαι γυμνή από κάτω κι έχω υπολογίσει πως, έτσι όπως κάθομαι, ο κάθε οδηγός, απ' τη στροφή του δρόμου που βρίσκεται λίγο μακρύτερα μπροστά μου, μπορεί αμέσως να καρφώσει το βλέμμα του ανάμεσα στις γάμπες μου, βαθιά ως τη σκοτεινιά του φύλου μου.

    Δεν περιμένω ποτέ πολύ, ίσως επειδή καπνίζω και τσιγάρο για ν' αποδείξω ποια είμαι, ή μάλλον παριστάνω πως είμαι. Και πραγματικά, πριν περάσουν δέκα λεπτά κάποιο αυτοκίνητο σταματάει και μια φάτσα ξαναμμένη προβάλλει στο παραθυράκι. Με ρωτάνε πόσα θέλω. Απαντάω. Όλοι σχεδόν δέχονται. Τους λέω να παρκάρουν στην άκρη του δρόμου. Ύστερα παίρνω τον πελάτη απ' το χέρι και, οδηγώντας τον απ' τη συστάδα με τις κουφοξυλιές, τον παρασύρω σ' ένα ξέφωτο που μόνη μου το άνοιξα μέσα στη συστάδα. Η πρόσβαση είναι δύσκολη, βοηθάω τον άνθρωπο να δρασκελίσει και βαδίζω πρώτη σ' ένα μονοπάτι όπου το πυκνό γρασίδι (είναι Μάης και το χορτάρι φουντωτό) έχει ακόμα επάνω του τα χνάρια απ' τα προηγούμενα περάσματά μου. Τραβάμε ίσια σ' ένα τεράστιο δέντρο, κι εγώ αμέσως ξαπλώνομαι στη γη. Αυτός κάνει να πέσει επάνω μου, μα εγώ τον σπρώχνω, ζητώντας του προκαταβολικά την πληρωμή: "Και να με συγχωρείς, μα... ξέρεις, πριν λίγες μέρες, έζησα μια άσχημη στιγμή. Ο τύπος τό 'σκασε χωρίς να με πληρώσει. Δε λέω, είμαι σίγουρη, εσύ είσαι αλλιώτικος! Μα τι σε νοιάζει; Δώσε μου τα τώρα, κι ύστερα ξέχασέ το".

    Οι άντρες, όταν τους καίει ο πόθος, γίνονται καλοί κι υπάκουοι! Δε γνώρισα ούτε έναν που να μη βγάλει το πορτοφόλι για να μου δώσει αμέσως τα συμφωνημένα. Ύστερα ορμάει απάνω μου και τότε ακριβώς αρχίζω την παράσταση: μπήζω μια φωνή, κουλουριάζομαι στο χορτάρι, σφίγγω την καρδιά μου με το χέρι μου. Ο άντρας σαστισμένος κάνει πίσω, με κοιτάζει. Και τότε εγώ, βογγώντας πάντα και πιέζοντας το χέρι στην καρδιά, τραβάω με τ' άλλο χέρι απ' την τσάντα μου τα λεφτά και του τα ξαναδίνω ψιθυρίζοντας:

    "Είμαι καρδιακή! Εσύ όμως φύγε! Με πιάνει κάθε τόσο κι ύστερα περνάει. Βέβαια, να κάνουμ' έρωτα, ούτε γι' αστείο! Να τα λεφτά σου, σχώρα με, αλλά άφησέ με... φύγε!"

   Σκέψου τον άνθρωπο που για μια στιγμή πίστεψε πως κράταγε στην αγκαλιά του μια ετοιμοθάνατη. Χωρίς εξαιρέσεις, βουτάνε τα λεφτά τους και το βάζουν στα πόδια. Τότε, όταν σιγουρεύομαι πως πραγματικά είμαι μόνη, σηκώνομαι, φτάνω στη δημοσιά, περπατάω ως τ' αμάξι μου, ανεβαίνω και γυρίζω στο σπίτι μου στη Ρώμη.

   Αυτή η ιστορία, όπως ανάφερα, γίνεται μια φορά την εβδομάδα. Δε μου έτυχε ποτέ να συναντήσω για δεύτερη φορά κάποιο πελάτη. Κι αν κάποιος με ξανανταμώσει κάποτε, θυμάται αμέσως την κατάστασή μου που εξατμίζει κάθε επιθυμία του. Άλλλωστε, και να συναντούσα τον τρελό που θα επιχειρούσε πάλι, έχω για καταφύγιό μου μια νέα ξαφνική αδιαθεσία. 

   Αυτή η κατά κάποιο τρόπο συμβολική τελετουργία, που μου επιτρέπει να πουλιέμαι χωρίς να δίνομαι, έχει βαθιές ρίζες και τις γνωρίζω καλά. Για να με καταλάβει κανείς, πρέπει να ξέρει πως, όταν παντρεύτηκα το Σύρο, πριν από πέντε χρόνια, βαυκαλιζόμουνα ότι κι εκείνος μ' αγαπούσε όπως εγώ: παθιασμένα κι αποκλειστικά. Όμως η ψευδαίσθηση αυτή κράτησε λίγο, όχι πιο πολύ από μια συνηθισμένη περιπέτεια. Μόλις δυο μήνες μετά το γάμο μας ανακάλυψα πως με απατούσε, με τρόπο ακόμα πιο εξευτελιστικό για μένα, μια και δεν είχε κανένα συναισθηματικό ή ερωτικό λόγο, αλλά το έκανε μονάχα από αυτοματισμό, όπως συνεχίζει κανείς ορισμένα πράγματα από συνήθεια. Ο Σύρο έκανε έρωτα με πολλές γυναίκες συγχρόνως, και δε θεωρούσε το συζυγικό δεσμό δικιολογία ικανοποιητική για ν' απαρνηθεί τις συνήθειές του.

    Όπως είναι φυσικό, άρχισα να υποφέρω γιατί, όπως είπα, αγαπούσα τον άντρα μου αληθινά, παθιασμένα κι αποκλειστικά. Το ήξερα πως με απατούσε και πολλές φορές σκέφτηκα να τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Μα, καθώς φαίνεται, δεν τα καταφέρνω. Θα μπορούσα βέβαια να τον εγκαταλείψω. Όμως, δυστυχώς, ανεξάρτητα από τις απιστίες του, εξακολουθούσα ν' αγαπάω το Σύρο.

   Η πίκρα μου είχε ένα δικό της ρυθμό, μια δικιά της μέθοδο ή, καλύτερα, τ' απόκτησα με τον καιρό. Πονούσα περισσότερο τις απογευματινές ώρες. Τότε ακριβώς ήμουν αργόσχολη κι είχα την άνεση να σκέφτομαι μόνο την απιστία του άντρα μου.

  Τότε δεν ήθελα να δω κανένα, δε δεχόμουνα να ξεφύγω ή ν' ασχοληθώ σε κάτι, δεν ανεχόμουνα ούτε τον εαυτό μου. Ξαφνικά, ύστερα από άκαρπες προσπάθειες να διαβάσω ένα βιβλίο -που αμέσως το πέταγα μακριά-, να συγκεντρωθώ σ' ένα δίσκο μουσικής που τον σταματούσα στις πρώτες στροφές, ή να κοιτάξω την τηλεόραση που την έσβηνα από τις πρώτες εικόνες, φορούσα βιαστικά το πανωφόρι μου και έφευγα απ' το σπίτι. Έφτανα με τ' αμάξι μου στο κέντρο της πόλης. Τι τάχα να με τραβούσε προς τα κει, μέσα στο χάος του όχλου και της συγκοινωνίας; Στην αρχή πίστεψα πως ήταν η ίδια η ζωή που με είχε απαρνηθεί. Ύστερα όμως κατάλαβα πως αυτή η έλξη μου είχε σκοπό καθορισμένο με σαφήνεια: τα καταστήματα, με τις βιτρίνες γεμάτες από αντικείμενα για πούλημα, και πιο πολύ τα μαγαζιά για ρουχισμό. Παρκάριζα το αμάξι και ύστερα διέσχιζα τους κεντρικούς δρόμους σιγά-σιγά, σταματώντας σ' όλα τα μαγαζιά. Πρέπει τώρα να σημειώσω ότι, παλιότερα, τα μαγαζιά μού προκαλούσαν εκνευρισμό και απέχθεια. Ανήκω στις σπάνιες για τον κύκλο μου γυναίκες που ντύνονται στα γρήγορα και όπως νά 'ναι, αρκεί να μη χάσουν τον καιρό τους και να μη βρεθούν στη δύσκολη θέση να διαλέξουν. Άλλωστε δεν κατάφερα ποτέ να σπάσω τις γέφυρες ανάμεσα στο αναγκαίο και το περιττό, ανάμεσα στο πρακτικό και το κομψό ή στο διακριτικό και το λουσάτο. Όμως τώρα, ποιος ξέρει τι με σπρώχνει να γίνω λυσσασμένη αγοράστρια. Την κλίση μου αυτή την ανακάλυψα μέσα απ' το ίδιο το παρουσιαστικό μου. Έτυχε μια μέρα να κοιταχτώ στον καθρέφτη, σ' ένα κατάστημα, κι έμεινα έκπληκτη, σχεδόν τρομαγμένη, από την αλλαγή στο πρόσωπό μου: είμαι μελαχρινή κι αδύνατη, όμως έχω, ή μάλλον είχα, πρόσωπο οβάλ κανονικό, χωρίς χτυπητή δυναναλογία ανάμεσα στο πάνω και στο κάτω μέρος του. Ε! τώρα, το κάτω μέρος του προσώπου μου δείχνει σουβλερό και άτονο, το στόμα πιο φαρδύ. Και τα μάτια μου, έφαγαν αλήθεια το πρόσωπο. Από μεγάλα έγιναν πελώρια, με μια έκφραση πρωτόγονη για μένα: αχόρταγη, άπληστη, λαίμαργη.

   Μ' αυτά τα μάτια, τα πεταγμένα απ' τις κόγχες τους και γοητευμένα, επιθεωρούσα σχολαστικά τη βιτρίνα κι ύστερα έμπαινα αποφασιστικά στο κατάστημα κι αγόραζα. Αλλά δεν αγόραζα μόνο ένα αντικείμενο, ας πούμε μια φούστα μίνι, μα πέντε ή δέκα όμοια αντικείμενα. Πέντε, δέκα φούστες μίνι. Προσπαθούσα να φέρομαι σαν κανονική πελάτισσα, ήρεμη μπροστά στον πάγκο, με τα χέρια μου σπασμωδικά σφιγμένα πάνω στην τσάντα μου και τη ματιά μου καρφωμένη στο εμπόρευμα που μου παρουσίαζαν συνέχεια οι κοπέλες του μαγαζιού. Αλλά, χωρίς προειδοποίηση, μια μηχανή με πυροδοτούσε. Άπλωνα το χέρι κι η φωνή μου έλεγε:

   "Αγοράζω αυτό κι εκείνο και τούτο. Όμως απ' αυτό παίρνω τέσσερα κι από κείνο το άλλο έξι". Η φωνή μου, αυταρχική και συνάμα τρεμουλιαστή, αντηχούσε αυθάδικη ανάμεσα στη φλυαρία και στο πήγαιν' έλα της πελατείας στα μαγαζιά. Πόσες φορές δεν έπιασα τις κοπέλες ν' αλλάζουν βλέμματα κλεφτά κι ειρωνικά, την ώρα που έτρεχαν να μ' εξυπηρετήσουν.

   Στην πραγματικότητα, το ένιωθα, ο τρόπος που ψώνιζα αντανακλούσε την αγωνία μου, που τόσο καιρό την είχα συγκρατήσει κι απωθήσει. Άκουσα μια φορά, την ώρα που έμπαινα σ' ένα κατάστημα, δυο πωλήτριες να λένε σιγανά και βιαστικά:

    "Νά την, ήρθε πάλι η παλαβή". Βέβαια, έκαναν λάθος, όπως συμβαίνει συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όχι μόνο δεν ήμουν καθόλου τρελή, αλλά κι αυτά τ' ακατανόητα και χαώδη ψώνια μου τα έκανα για να μην καταντήσω πραγματικά τρελή, με απόλυτη κι ενσυνείδητη διάθεση ν' ανακουφίσω τη σχεδόν ανυπόφορη ένταση που με πυρπολούσε.

   Πρέπει να προσθέσω ότι στην ξέφρενη μανία μου ν' αγοράζω, μπορούσε κανείς να διακρίνει κι ένα κριτήριο επιλογής: δεν αγόραζα, σε τελευταία ανάλυση, ό,τι και νά 'τανε. Αγόραζα, αποκλειστικά και μόνο, σε πολλά αντίτυπα, είδη ρουχισμού. Η προτίμησή μου ήταν για ό,τι φοράει κανείς μέσα απ' τα εξωτερικά του ενδύματα, για ό,τι χαϊδεύει τη σάρκα: κάλτσες, σουτιέν, ζαρτιέρες, κιλότες, καλσόν, γάντια, μεσοφόρια. Είχα ολόκληρα συρτάρια με κάλτσες αφόρετες, κλεισμένες στις πλαστικές τους θήκες, σωρό από πολύχρωμες ζαρτιέρες, βουνά από σουτιέν σε χίλια σχέδια. Οι κιλότες όμως -μαύρες, ροζ, πρασινωπές, γαλάζιες, τρυπητές, αραχνοΰφαντες, στολισμένες με δαντέλες ή με φιόγκους, απλές ή εξεζητημένες, για κυρίες ή για πουτάνες- ήταν το πιο αγαπημένο αντικείμενο στη συλλογή μου. Κατά σειρά προτεραιότητας, έρχονταν αμέσως ύστερα τα καλσόν, οι κάλτσες, τα σουτιέν.

   Αναλογιστείτε τα εσώρουχα αυτά να αιωρούνται στο κενό με τη σειρά που τα φοράει μια γυναίκα, κι αμέσως θα παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια σας το άδειο περιτύλιγμα ενός γυναικείου σώματος, ή μάλλον το ίδιο αυτό το σώμα, όπως εμφανίζεται στους άντρες στη μεθυστική και σύντομη γι' αυτούς στιγμή που μεσολαβεί ανάμεσα στην κατάκτηση που ήδη ολοκληρώθηκε και στο μελλοντικό αγκάλιασμα. Αλλά τι πραγματικά μπορούσαν να σημαίνουν για μένα αυτές οι αγορές; Δεν το γνώριζα ακόμα. Υποσυνείδητα όμως ένιωθα πως μετάλλαζα σε απελευθερωτική μυσταγωγία την τυχαία και δευτερεύουσα κατάσταση που προκάλεσε την αγωνία μου.

   Δυστυχώς υπήρχε και μια μέρα την εβδομάδα που δεν μπορούσα αγοράζοντας να απελευθερωθώ από την αγωνία μου. Και σαν απόδειξη ότι οι αγορές μου είχαν θεραπευτικές ιδιότητες, η Κυριακή ήταν για μένα η φριχτότερη, η χειρότερη μέρα της εβδομάδας. Έμενα μόνη στο σπίτι γιατί ο Σύρο, που με πρόδινε τις καθημερινές, αφιέρωνε τις Κυριακές του στο ποδόσφαιρο. Δεν είχα τίποτα να κάνω. Δεν μπορούσα να σταθώ σ' ένα μέρος, στριφογύριζα άσκοπα στο δωμάτιο, στους διαδρόμους, στις βεράντες, δαγκώνοντας τα χείλη μου και στρίβοντας τα χέρια μου. Θα ήθελα να ουρλιάξω, να χτυπήσω το κεφάλι μου στους τοίχους, να τραβήξω τα μαλλιά μου, να κυλιστώ στη γη.

   Κάθε τόσο πήγαινα στο βεστιάριο, άνοιγα τις ντουλάπες, κοίταζα τ' αντικείμενα που γέμιζαν ασφυκτικά τα συρτάρια, σα να ήθελα, θωρώντας τη μυστηριώδη αφθονία τους, να εξηγήσω τη, για μένα ακόμη ανεξιχνίαστη, σχέση ανάμεσα στην απιστία του άντρα μου και στην ακατάσχετη μανία μου ν' αγοράζω. Δεν έπαιρνα όμως απάντηση. Ο άντρας μου μ' απατούσε: αυτό ήταν αλήθεια. Εγώ ήμουνα μια τρελή που αγόραζε τα σουτιέν με τις δωδεκάδες: κι αυτό ήταν μια άλλη αλήθεια. Μα η σχέση ανάμεσα στις δυο αλήθειες δεν ξεκαθάριζε ακόμη.

   Μια Κυριακή ο Σύρο είχε, κατά τη συνήθειά του, φύγει για να πάει στο γήπεδο κι εγώ αισθάνθηκα κυριολεκτικά ν' αγγίζω τα όρια της παραφροσύνης. Και ξαφνικά σκέφτηκα πως ίσως το να πουλήσω θα είχε για μένα την ίδια ευεργετική επίδραση όπως το ν' αγοράζω. Πώς μου κατέβηκε αυτή η ιδέα, δεν το ξέρω. Ίσως απ' την παρατήρηση πως για να πουλήσεις, όπως και για ν' αγοράσεις, χρειάζεσαι αντικείμενα, αυτά δηλαδή τα άψυχα πράγματα που τα χρήματα σού επιτρέπουν να τα διαθέσεις όπως σου αρέσει. Ως τώρα αγόραζα. Γιατί να μην προσπαθήσω να πουλήσω; Άρπαξα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό μιας μεταπωλήτριας που πριν λίγο καιρό μού είχε προτείνει ν' αγοράσει όποιο φόρεμα ή άλλο ρούχο μού ήταν άχρηστο. Τη βρήκα στο σπίτι της και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον ακούγοντάς με ν' απαριθμώ σπασμωδικά τα πολυάριθμα αντικείμενα που απάρτιζαν την γκαρνταρόμπα μιας νευρωτικής όπως εγώ. Βούλιαξε όμως η καρδιά μου όταν μου είπε πως σήμερα είναι Κυριακή και δεν το κουνάει απ' το σπίτι της.

    Λοιπόν δε γινότανε τίποτα. Δεν μπορούσα ν' αγοράσω ούτε και να πουλήσω. Μέσα στη μαύρη απελπισία μου, φόρεσα το πανωφόρι μου και με τ' αμάξι μου τράβηξα όπως τις άλλες μέρες για το κέντρο. Παρκάρισα τ' αμάξι μου κι άρχισα να περπατάω μπροστά στα μαγαζιά σ' έναν απ' τους πιο αριστοκρατικούς δρόμους της πόλης. Τα μαγαζιά ήταν κλειστά, αλλά οι βιτρίνες με τα τόσα εκθέματά τους έδιναν τροφή στα ονειροπολήματά μου. Ήταν νωρίς το απόγευμα, οι δρόμοι σχεδόν έρημοι, ήταν Οκτώβρης μήνας, όταν ο φθινωπορινός ήλιος έχει τόση γλύκα στη Ρώμη.

    Και τότε, καθώς κοίταζα εκστατικά μια βιτρίνα με μπλούζες, ένιωσα ένα χέρι στο μπράτσο μου. Στράφηκα κι αντίκρυσα έναν άντρα. Δεν ήταν ούτε όμορφος ούτε άσχημος, ούτε νέος ούτε γέρος. Απλά ήταν ένας κοινός, μεσόκοπος άντρας, που με καλούσε δείχνοντάς μου ένα αμάξι σταματημένο λίγο πιο κάτω. Του έριξα μόλις μια ματιά, κοίταξα το αμάξι και, με την ίδια βιασύνη που συνήθιζα ν' αγοράσω στα μαγαζιά, του έγνεψα καταφατικά κι άρχισα να βαδίζω πλάι του.

    Δε μιλούσαμε καθόλου ώσπου να βγούμε απ' την πόλη. Τότε, αναπάντεχα, μου είπε: "Σου αρέσουν οι μπλουζίτσες, ε; Σήμερα είναι Κυριακή μα αύριο, με τα λεφτά που θα σου δώσω, μπορείς να αγοράσεις όσες θέλεις". Αυτή και μόνο η φράση, σαν επιφοίτηση, μ' έκανε επιτέλους να δω ξεκάθαρα τη σχέση ανάμεσα στην απιστία του άντρα μου και τη μανία μου ν' αγοράζω. Καθώς ο, ας τον πούμε, "πελάτης" μου συνέχισε να οδηγάει σιωπηλός, αναλογίστηκα τη σχέση μου με τον άντρα μου απ' την αρχή της. Κατέληξε πως γι' αυτόν δεν ήμουνα τότε παρά ένα αντικείμενο που περίμενε να το "μεταχειριστούν" ή, καλύτερα, να το "καταναλώσουν". Στην περίπτωσή μας η χρήση, η κατανάλωση ήταν τα χάδια, τα φιλιά, τ' αγκαλιάσματα, ο οργασμός.

   Όμως ο άντρας μου, μόλις δυο μήνες μετά το γάμο μας, έπαψε σχεδόν ολότελα να με "χρησιμοποιεί', να νιώθει ευχαρίστηση κοντά μου. Και τότε, μετά την αυταπάτη μου πως ήμουνα γι' αυτόν η γυναίκα του η αγαπημένη, για πρώτη φορά κατάλαβα πως ήμουνα στην πραγματικότητα μονάχα ένα αντικείμενο που μπορεί κανείς κατά τη βούλησή του να χρησιμοποιήσει, ένα αγαθό που μπορεί κανείς ανάλογα με το κέφι του να το καταναλώσει ή όχι, αντικείμενο πάντως που έχει για μοναδική αιτία ύπαρξης τη χρήση και την κατανάλωση.

     Τα αντικείμενα όμως κουράζουν. Και τότε ή τα αποθηκεύουμε ή τα πετάμε. Έτσι μου φέρθηκε κι ο Σύρο: δε με χρησιμοποίησε άλλο πια. Κι εμένα τώρα με τρώει η αμφιβολία: είμαι το σπασμένο βάζο που πετιέται στα σκουπίδια ή το βάζο ολόκληρο που το σχέδιό του κούρασε και το αποθηκεύουν στην ντουλάπα;

    Βέβαια όλα αυτά συνέβησαν χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή μου, μέσα στο υποσυνείδητό μου. Για να ξεφύγω από την αγωνία, προσποιήθηκα, χωρίς επίγνωση γι' αυτή μου την ενέργεια, πως ήμουνα ο άντρας μου. Κι άρχισα ν' αγοράζω είδη που, κατά κάποιο τρόπο, τόσο απ' τη χρήση για την οποία προορίζονταν, όσο κι από το σχήμα τους, συμβόλιζαν το περιφρονημένο μου κορμί.

    Έγινα δηλαδή καταναλώτρια επειδή ένιωσα πως δε με κατανάλωναν. Επειδή ο άντρας μου έπαψε να με ρίχνει στο κρεβάτι μετά το μεσημεριανό μας φαγητό -πράμα που συνέβαινε στην αρχή της αγάπης μας- και, ξεσχίζοντάς μου την κιλότα, να κάνει έρωτα μαζί μου χωρίς να με γδύνει, γι' αυτό κι εγώ αγόραζα δεκάδες και δεκάδες κιλότες. Τώρα όμως, μέσα σ' αυτό τ' αυτοκίνητο που έτρεχε στη λεωφόρο Φλαμίνια για να με οδηγήσει εκεί όπου, σαν ένα οποιοδήποτε εμπόρευμα αγορασμένο σε κάποιο κατάστημα, θα με κατανάλωνε ο άγνωστος αγοραστής μου, τώρα ξαναγινόμουνα το αντικείμενο που ήμουνα τον πρώτο καιρό του γάμου μου.

   Δεν ταυτιζόμουνα πια με τον άντρα μου αγοράζοντας αντικείμενα που συμβολίζαν το σώμα μου. Αντίθετα, πρόσφερα για άμεση πώληση το ίδιο μου το σώμα, με σάρκα και οστά, σ' έναν πραγματικό κι όχι συμβολικό αγοραστή. Απ' την άλλη μεριά, μια και δε ζητούσα ηδονή, δε χρειαζόμουνα χρήματα, κι ίσως και ν' αγαπούσα τον άντρα μου ακόμη, μου αρκούσε να προσποιούμαι ότι πουλιέμαι, σα να επιτελούσα πράξη τελετουργική.

   Ξαφνικά διαισθάνθηκα κάτι το ανησυχητικό και το απειλητικό στη στάση του συντρόφου μου, που ύστερα απ' τη φράση του για τα μπλουζάκια, δεν είχε πια ανοίξει το στόμα του. Στράφηκα λίγο προς το μέρος του για να τον προσέξω καλύτερα. Οδηγούσε, θα έλεγε κανείς, εξαγριωμένα, με το κεφάλι τεντωμένο μπροστά και τ' άπληστα μάτια του καρφωμένα στην άσφαλτο. Είχε αναπτύξει τρομακτική ταχύτητα κι επαίρνε τις στροφές στις διασταυρώσεις σα να ήτανε οι ανοιγμένες γάμπες μου.

   Εκείνη τη στιγμή, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, είπε με συμπυκνωμένο μίσος: "Εσύ είσαι εκείνη που μου έπαιξε το κόλπο της αδιαθεσίας την άλλη φορά. Δε με αναγνωρίζεις; Όμως τώρα, αδιάθετη ή όχι, θα κάνεις έρωτα. Έστω και νεκρή!"

ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ, Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε. ΑΘΗΝΑ, Μετάφραση: ΕΡΗΣ ΚΑΝΔΡΗ

Σχόλια