Η Γυναίκα στην Κίνα



    Μέχρι το 19ο αιώνα, τα γραπτά μνημεία που αποτελούν τις πηγές τις ιστορικής έρευνας, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, δεν αναφέρονται παρά στις θρησκείες, στους μονάρχες και στις ιθύνουσες κοινωνικές τάξεις, ενώ ο μεγάλος κόσμος της εργασίας, που με τον ιδρώτα του εξασφάλιζε τη χλιδή του μικρού κόσμου της αεργίας, αγνοείται συστηματικά.
   Δυο προϊόντα συνυφασμένα με την ιστορία και τη ζωή των Κινέζων είναι το μετάξυ και το ρύζι. Μια χούφτα την ημέρα από το δεύτερο επέτρεπε σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους να στέκονται στα πόδια τους και να μοχθούν για την παραγωγή του πρώτου, που με την απαλοσύνη του θα τύλιγε έναν απειροελάχιστο αριθμό τρυφηλών σωμάτων.
   Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων, ενώ τα ίχνη του επισημαίνονται από τη δεύτερη κιόλας χιλιετία πριν τη χρονολογία μας, δηλαδή από τα τέλη της νεολιθικής εποχής και τις αρχές της εποχής του χαλκού. Ο μεταξοσκώληκας, αυτό το ιδιόμορφο σκουλήκι που καταβροχθίζει τα φύλλα της μουριάς, δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει απ' την κινέζικη παρατηρητικότητα. Κάποιους μακρινούς προγόνους φαίνεται πως τους είχε εντυπωσιάσει τόσο ο ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης του μεταξοσκώληκα, όσο και το αστραφτερό ασημένιο υλικό που εκκρίνει στο κουκούλι του.
   Μετά την ανακάλυψη, η αξιοποιήση του προϊόντος ανατέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις γυναίκες. Οι γυναίκες ανέλαβαν να αιχμαλωτίζουν τους μεταξοσκώληκες και να τους εκτρέφουν, αναπαράγοντας τις φυσικές συνθήκες στον κλειστό χώρο του σπιτιού τους. Συγκέντρωναν τα κλαδιά σε φρέσκες καταπράσινες στρώσεις, όπου τοποθετούσαν τα σκουλήκια μαζί με τα αυγά τους, ταΐζοντάς τα με αδιάκοπα ανανεωμένη τροφή που τόσο αγαπούσαν. Δεν αργούσε να έρθει η μέρα που οι παχουλοί και τριχωτοί μεταξοσκώληκες άρχιζαν να παράγουν τη μακριά ασημένια κλωστή τους, που μέσα της τυλιγόνταν ολόκληροι. Τότε οι γυναίκες τους τοποθετούσαν μέσα σε καλαθάκια από μπαμπού, αφήνοντας τους εκεί να πλέξουν το κουκούλι με το μετάξι, ως τη στιγμή που ο μεταξοσκώληκας θα συμπλήρωνε την παραγωγή της κλωστής του κι η χρυσαλλίδα θα έσπαγε το φλοιό του χοντρού, ξερού κουκουλιού για να πετάξει έξω, ως πεταλούδα.
    Πριν να συμβεί αυτό έπαιρναν οι γυναίκες τα κουκούλια και τα βουτούσαν σε βραστό νερό για να σκοτώσουνε τη χρυσαλλίδα, να υγράνουν το μετάξι και ν' αρχίσουν να ξεχωρίζουν τις κλωστές, που τελικά θα έπαιρναν τη μορφή υφασμάτων, κεντημάτων, χαλιών, ενδυμάτων. Αυτά όλα τα προϊόντα ήτανε είδη πολυτελείας, που προορίζονταν για όσους είχαν χρήματα να τ' αγοράσουν. Οι εργάτριες που δούλευαν μερόνυχτα στα σπίτια τους για την παραγωγή του μεταξιού, φορούσαν ρούχα από βαμβάκι.
   Στα χωριά ανθούσε σχεδόν αποκλειστικά η οικοτεχνία, ένω στις πόλεις, παράλληλα μ' αυτήν, αναπτύσσονταν βαθμιαία και η βιοτεχνία. Ο αστικός μετασχηματισμός στην Κίνα ξεκίνησε το 15ο αιώνα και το 16ο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Μια φιλολογική φωνή που προσέλκυε κατά μάζες τους χωρικούς στις πόλεις, που χρειαζόταν ολοένα περισσότερα εργατικά χέρια, ήταν ο νεο-Κομφουκιανός Λου Τσούν (1536-1618). Ο Λου Τσούν, επιπλέον, στενοχωριόταν για τη χαλάρωση των ηθών και κήρυσσε την ανακαίνιση της κοινωνίας με την επιστροφή στην "παλιά καλή εποχή". Όλα τα ελαττώματα των γυναικών, σύμφωνα με τα κηρύγματα του, οφείλονταν στην απραξία τους. Γι' αυτό το λόγο πρότεινε να μοιράζει η κυβέρνηση στις γυναίκες, μέσω του στρατού, ακατέργαστο βαμβάκι να το κλώθουν και να το υφαίνουν -στα σπίτια τους, βέβαια, γιατί ένας καλός Κομφουκιανός δεν μπορεί ν' ανεχτεί γυναίκα που να εργάζεται έξω από τη συζυγική εστία. Στις πόλεις μάλιστα, η γυναίκα δεν μπορούσε, όχι να βγαίνει έξω να εργαστεί, άλλα ούτε για ψώνια να πάει, γιατί ήταν μόνιμα εκτεθειμένη στον κίνδυνο να τη λοιδωρήσουν, να την κλέψουν, να τη βιάσουν, να τη δολοφονήσουν.
   Οι σπιτικές δουλειές των φτωχών γυναικών περιελάμβαναν την απόσταξη ποτών, τη συντήρηση των τροφίμων της οικογένειας με καρυκεύματα και βότανα που οι ίδιες μάζευαν στα λιβάδια ή τα δάση και την κατεργασία κάνναβης, απ' την οποία κατασκεύαζαν ελαφριά σανδάλια. Έξω από το σπίτι τα γυναικεία επαγγέλματα ήταν ολιγάριθμα: παραμάνες, μαμές, πρακτικές θεραπεύτριες, υπηρέτριες, ανθοπώλισσες, ράφτρες, τραγουδίστριες, θεατρίνες αυλητρίδες, χορεύτριες, μαστροποί
και πωλήτριες έρωτα.
   Τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στη γυναικεία εργασία αποτέλεσε το δέσιμο των ποδιών, μια φρικιαστική έκφραση υποδούλωσης της γυναίκας. Ξεκίνησε, καθώς λέγεται, από μια διεστραμμένη σκέψη του αυτοκράτορα Λι Γιού (961-975), όταν ανακάλυψε πως η παλλακίδα του, Γιάο Νιάνγκ, είχε τόσο μικρά ποδαράκια, ωστέ μπορούσε να χορεύει πάνω σ' ένα μεγάλο φύλλο λωτού: πρόσταξε τις χορεύτριες της αυλής του να της μοιάσουν, σφίγγοντας τα πόδια τους με επιδέσμους για να γίνουν μικρότερα. Η ιδέα άρεσε στους αυλικούς και στους άλλους άρχοντες, που θέλησαν κι αυτοί να την εφαρμόσουν στις γυναίκες τους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η νέα συνήθεια είχα καθιερωθεί στην άρχουσα τάξη και "τα πόδια του λωτού" αποτελούσαν σήμα κατατεθέν της οικονομικής άνεσης, αφού ο σύζυγος μιας ποδαροδεμένης γυναίκας έδειχνε στον κόσμο ότι δεν είχε ανάγκη από την εργασία της γυναίκας του, ούτε και ο πατέρας από τη βοήθεια της κόρης του. Γρήγορα, ωστόσο οι άντρες ανακάλυψαν κι ένα ακόμα όφελος γι' αυτούς από το δέσιμο των ποδιών, κάτι που επιβεβαιώνει απερίφραστα και κυνικά το παλιό κινεζικό απόφθεγμα: "Τα πόδια τυλίγονται, όχι για να γίνουν κομψά σαν τόξο, αλλά για να εμποδίζουν το ξεπόρτισμα των γυναικών".
    Στην κινεζική ιεραρχία των κατηγοριών επαγγελμάτων οι αγρότες κατατάσσονταν στη δεύτερη τάξη. Κατά παράδοξο τρόπο, στην Κίνα το χρήμα δεν έφερνε αυτόματα και την κοινωνική καταξίωση, αφού οι συχνά πλουσιότατοι έμποροι ήτανε γενικά περιφρονημένοι. Είχαν την απαραίτητη νοημοσύνη, οι Κινέζοι, ώστε ν' αντιληφθούν ότι ο έμπορος δεν είναι πάρα ένας απλός μεσάζοντας στην πώληση των προϊόντων που παράγουν με τα χέρια και το μόχθο τους οι αγρότες κι οι τεχνίτες. Οι αγρότες πάλι, μπορούσαν να λιμοκτονούν ευχαριστημένοι, αφού η κοινωνία αναγνώριζε τη συμβολή τους και τους τοποθετούσε ανάλογα.
   Στην παλιά Κίνα, η αγοραπωλησία σάρκας σε συγκεκριμένους χώρους δε θεωρούνταν πράξη ντροπής, όπως στη Χριστιανική Ευρώπη. Οι αρσενικοί Κινέζοι ειλικρινέστεροι, αν όχι κυνικότεροι από τους Ευρωπαίους ομόφυλούς τους, εύρισκαν πολύ φυσικό να περάσουν ευχάριστες ώρες με κάποιες κοπέλες έναντι μιας αμοιβής. Γι' αυτό έδιναν ποιητικά ονόματα στους "οίκους ανοχής", όπως "ανθισμένα σπίτια", "πράσινα σπίτια" ή "σπίτια του τσαγιού". Ο σεβασμός αυτός των Κινέζων για την πανάρχαιη κατάληξη της όποιας αδιέξοδης γυναικείας ζωής χρονολογείται από τον 7ο αιώνα πριν τη χρονολογία μας, όταν ο Τουάνγκ Χούνγκ, διάσημος φιλόσοφος και πρωθυπουργός, είχε θέσει τα σπίτια του έρωτα "υπό την προστασία του κράτους", με την πονηρή σκέψη ότι μια τέτοια προστασία συνεπάγοταν και τη φορολόγησή τους. 
   Τις γυναίκες που έμεναν στα "πράσινα σπίτια" τις αποκαλούσαν "κορίτσια λουλούδια". Ο θεσμός της πορνείας πέρασε από διάφορες φάσεις, άλλοτε άνθισης και άλλοτε δυσμένειας ανάλογα με τις διαθέσεις των διαφόρων αυτοκρατόρων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα "κορίτσια λουλούδια" δεν κρατούσαν παρά πολύ μικρό ποσοστό της αμοιβής, που τις περισσότερες φορές ήταν αναγκασμένες να το στέλνουν στις οικογένειες τους, ενώ, μετά το πέρασμα των χρόνων, η ζωή τους τελείωνε, όπως συνέβαινε πάντα και στη δύση, μέσα σε μια φριχτή μιζέρια.

Θ. ΚΑΡΖΗ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΥΣ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ, Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, ΑΘΗΝΑ 1991

Σχόλια