Κριτική του Θεάματος

Η Ιδεολογία προσπαθεί να ενσωματώσει ακόμα και τις πιο επαναστατικές πράξεις.


   Η κριτική του θεάματος βασίζεται στην εφαρμογή στα δεδομένα της εποχής των εννοιών της αλλοτρίωσης, της πραγμοποίησης και του φετιχισμού του εμπορεύματος που εισήγαγε και ανέλυσε πρώτος ο Μαρξ και που ανασκεύασε ο Λούκατς το 1923.

   Στην κοινωνία του θεάματος τα εμπορεύματα εξουσιάζουν τους εργάτες και τους καταναλωτές αντί να τα εξουσιάζουν αυτοί. Οι καταναλωτές δεν είναι παρά παθητικοί παρατηρητές του πραγμοποιημένου θεάματος.
   Με τη στενή έννοια, όταν λέμε θέαμα εννοούμε τα ΜΜΕ, "την πιο εκτυφλωτική υπερφυσική εκδήλωση". Η κοινωνία του θεάματος έκανε την εμφάνισή της σύμφωνα με τον Ντεμπόρ στα τέλη της δεκαετίας του 1920, περίοδο κατά την οποία πρωτοσυστάθηκε η σύγχρονη διαφήμιση και οι δημόσιες σχέσεις και κυρίως μετά τις καινοτόμες τεχνικές που ανέπτυξε ο Έντουαρντ Μπερνέζ στη διαφημιστική καμπάνια της βιομηχανίας καπνού. Στο βιβλίο του, Προπαγάνδα (1928), διατυπώνει τη θεωρία της "συνειδητής και έξυπνης χειραγώγησης των οργανωμένων συνηθειών και απόψεων των μαζών". Η κριτική της κοινωνίας του θεάματος παρουσιάζει κοινές αφετηρίες και συμπεράσματα με την κριτική της βιομηχανίας κουλτούρας των Αντόρνο και Χορκχάιμερ το 1944.
   Με την κοινωνία του θεάματος, ο Ντεμπόρ προσπάθησε να εφοδιάσει την Καταστασιακή Διεθνή με μια Μαρξική κριτική θεωρία. Η έννοια του θεάματος επεξέτεινε στο σύνολο της κοινωνίας τη Μαρξιστική έννοια της πραγμοποίησης, όπως αυτή αναλύεται στο πρώτο μέρος του Κεφαλαίου του Μαρξ με τίτλο "Ο Φετιχισμός του Εμπορεύματος και το μυστικό του" και που αναπτύσσεται από το Λούκατς στο "Ιστορία και Ταξική Συνείδηση". Πρόκειται για μία ανάλυση της λογικής του εμπορεύματος μέσω του οποίου επιτυγχάνεται μια ιδεολογική αυτονομία από τη διαδικασία της παραγωγής, ώστε η κοινωνική πρακτική παίρνει τη μορφή της πρακτικής των αντικειμένων, που ορίζουν τους καταναλωτές αντί να ορίζονται απ' αυτούς. Αναπτύσσοντας την ανάλυση της λογίκης του εμπορεύματος, η Κοινωνία του Θεάματος γενικά αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως διαχωρισμένη ανάμεσα στο παθητικό υποκείμενο καταναλωτή του θεάματος και το ίδιο το πραγμοποιημένο θέαμα.

   Το θέαμα εν γένει, ως συμπαγής αναστροφή της ζωής, συνιστά το αυτόμονο κίνημα του άψυχου. Στην εισαγωγή του Κεφαλαίου, ο Μάρξ παρατηρεί ότι μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής η τιμή των αντικειμένων ορίζεται από το σκοπό που εξυπηρετούν ή απ' αυτό για το οποίο πραγματικά χρησιμεύουν, τα αναγνωρίζουμε όμως με βάση την τιμή τους στην αγορά. Στην καπιταλιστική κοινωνία, όμοια πάνω-κάτω προϊόντα παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις στην τιμή γιατί το ένα έχει πιο αναγνωρίσιμη ή έγκυρη εμπορική ονομασία. Η αξία του εμπορεύματος είναι αφηρημένη κι όχι αυστηρά συνδεδεμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Όπως λοιπόν ο καπιταλισμός εμπορευματοποιεί τον υλικό κόσμο, σύμφωνα με τους καταστασιακούς, ο προηγμένος καπιταλισμός εμπορευματοποιεί τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις.
Το θέαμα είναι η ενοποιημένη, συνεχώς διαστελλόμενη μάζα εικόνων-αντικειμένων και εμπορευματοποιημένης εμπειρίας, αποκομμένης από κάθε πλευρά της ζωής, που αναμιγνύεται με το κοινό ρεύμα, όπου πια η ενότητα της ζωής δεν είναι εφικτό ν' αποκατασταθεί. Η θεωρούμενη τμηματικά πραγματικότητα εκτυλίσσεται, μεσ' στη δική της γενική ενότητα, ως αποστασιοποιημένος ψευδόκοσμος, αντικείμενο καθαρής περισυλλογής. Η εξειδίκευση των εικόνων του κόσμου ολοκληρώνεται μέσα στον κόσμο της αυτονομημένης εικόνας, όπου ο ψεύτης λέει ψέματα στον εαυτό του.


Ζούμε σε μια θεαματική κοινωνία, που σημαίνει πως όλη η ζωή μας περιβάλλεται από μία τεράστια συσσώρευση θεαμάτων. Τα πράγματα που κάποτε τα ζούσαμε άμεσα τώρα τα ζουν οι πληρεξούσιοι. Απ' τη στιγμή που η εμπειρία αφαιρείται από τον αληθινό κόσμο γίνεται εμπόρευμα. Ως εμπόρευμα το θεαματικό εξελίσσεται σε φθορά του πραγματικού. Γίνεται το υποκατάστατο της εμπειρίας.
--Εικόνες και Καθημερινή Ζωή, Λόρενς Λόου

   Από το 1958, στο καταστασιακό μανιφέστο, ο Ντεμπόρ περιέγραφε την επίσημη κουλτούρα ως ένα "στημένο παιχνίδι", όπου οι συντηρητικές δυνάμεις απαγορεύουν την άμεση πρόσβαση ανατρεπτικών ιδεών στην κοινωνική διαβούλευση. Τέτοιες ιδέες πρώτα ασημαντοποιούνται κι αποστειρώνονται, και μετά ενσωματώνονται με ασφάλεια στις κυρίαρχες τάσεις της κοινωνίας, όταν πλέον θα είναι χρήσιμες προς εκμετάλλευση προσδίδοντας νέες γεύσεις στις παλιές κυρίαρχες ιδέες. Αυτή η τεχνική του θεάματος καλείται συνήθως ανάρρωση.
   Για την επιβίωσή του, το θέαμα πρέπει να διατηρεί τον κοινωνικό έλεγχο και να χειρίζεται αποτελεσματικά κάθε απειλή για την κοινωνική τάξη. Η ανάρρωση, έννοια που πρώτος εισηγήθηκε ο Γκι Ντεμπόρ, είναι η διαδικασία διά της οποίας το θέαμα αναχαιτίζει τις κοινωνικά και πολιτικά ριζοσπαστικές ιδέες και εικόνες. Με την ευρύτερη έννοια μπορεί να αναφέρεται στο σφετερισμό και την παραδοχή κάθε επαναστατικού έργου ή ιδέας από τον κυρίαρχο λόγο. Είναι το αντίθετο της μεταστροφής, κατά την οποία συμβατικές ιδέες και εικόνες εμπορευματοποιούνται με ριζοσπαστικές προθέσεις.
   Ο Ντεμπόρ πραγματεύεται τη στενή σχέση της επανάστασης με την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή που είναι και ο λόγος που οι συντηρητικές δυνάμεις πασχίζουν να αποκλείσουν "κάθε άμεση πρόσβαση στο στημένο παιχνίδι της επίσημης κουλτούρας". Υπενθυμίζει ακόμη, ότι το ξέσπασμα των επαναστατικών κινημάτων κατά τη δεκαετία του 1920 σε παγκόσμιο επίπεδο ακολούθησε "μια παρακμή των κινημάτων που προσπάθησαν να αναπτύξουν μια νέα ελευθεριακή στάση απέναντι στην κουλτούρα και την καθημερινότητα" κι ότι αυτά τα κινήματα βρέθηκαν αντιμέτωπα με την "ολοκληρωτική κοινωνική απομόνωση".

   Μια μεγάλη παράδοση έργων υπάρχουν στο πλαίσιο της πολιτικής επιστήμης σχετικά με το "πολιτικό θέαμα", που ξεκίνησε με τον Γκι Ντεμπόρ. Πλήθος λογοτεχνικών κριτικών και φιλοσόφων του 20ου αιώνα συνέβαλαν σ' αυτή την ανάλυση. Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Μεγκ ΜακΛάγκαν, "ο Ντεμπόρ αναλύει τη διείσδυση της εμπορευματικής μορφής στη μαζική επικοινωνία που, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, καταλήγει στο θέαμα". Ο Άντριου Χάσεϊ ισχυρίζεται στη βιογραφία του του Ντεμπόρ ότι ο όρος θέαμα, αντλεί την προέλευση του όχι από τα κείμενα του Μαρξ, αλλά είναι δανεισμένος αρχικά από το Νίτσε και την έννοια του μαζικού μυστικού. Η κριτική της Σάντι Πλαντ συνίσταται στο ότι οι λεγόμενες μεταμοντέρνες θεωρίες, και ειδικά αυτές του Μποντριγιάρ και του Λιοτάρ, οφείλουν πολλά στη θεωρία του Ντεμπόρ, και αντιπροσωπεύουν το σφετερισμό της κριτικής του πάνω στη μη-πραγματικότητα της ζωής κατά τον ύστερο καπιταλισμό. Ο Ντεμπόρ ύπηρξε γνήσιος επαναστάτης και αρνητής της ακαδημαϊκής εμπορευματοποίησης των ιδεών και της ενσωμάτωσής τους στο διάχυτο θέαμα. Σ' όλη του τη ζωή προσπάθησε να καταστήσει τις ιδέες του πραγματικά επαναστατικές.
   Οι ιδέες του Ντεμπόρ αποκτούν όλο και μεγαλύτερη συνάφεια και ενδιαφέρον. Έχουν χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία των δεξιών και λαϊκιστικών θέσεων για τα ψυχικά νοσήματα. Στις Πράσινες Αυταπάτες, ο Όζι Ζένερ πατάει πολύ πάνω στον Ντεμπόρ για να αποδείξει ότι τα ηλιακά κύτταρα, οι ανεμογεννήτριες κι άλλες τεχνολογίες οργάνωσαν το περιβαλλοντικό ζήτημα γύρω από την παραγωγή ενέργειας σε βάρος των στρατηγικών ενεργειακού περιορισμού. Ιστοσελίδες όπως το Γραφείο Κοινών Μυστικών ( Bureau of Public Secrets) που διατηρεί ο Κεν Ναμπ και Δε Βαριέμαι (Not Bored) αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επισκεψιμότητα.



 
ΠΗΓΗ

Σχόλια