Το "χαιρετάτε ρωμαϊστί"

   
Η μεταγωγή από τους Παξούς στο Λαζαρέτο έγινε την άνοιξη του 1943. Μόλις φτάσαμε και αφού ξεφορτώσαμε από τη βάρκα τις αποσκευές μας, μάς οδήγησαν στο γραφείο του στρατοπεδάρχη.

Ήταν ένας σικελός ενωματάρχης, ο Σκάμπολι. Τον είχαμε γνωρίσει σαν επικεφαλής στη μεταγωγή μας από την Κέρκυρα στους Παξούς. Είχε τη φήμη φανατικού και σκληρού φασίστα. Μας έβαλαν να σταθούμε όρθιοι, γύρω από το γραφείο του Σκάμπολι, και αυτός, στρογγυλοκαθισμένος και αγέρωχος, σα γελοιογραφεία ρωμαίου συγκλητικού, μάς έβγαλε λόγο. Μας είπε ότι στο στρατόπεδό του ισχύουν οι διεθνείς κανονισμοί των στρατοπέδων, ότι δεν υπάρχει καταναγκαστική εργασία, αλλά οι κρατούμενοι οι ίδιοι πρέπει να αναλαμβάνουν την καθαριότητα των θαλάμων και του προαυλίου τους. Και, αμέσως μετά διέταξε τον "βίτσε μπιγκαντιέρο" που ήταν υποστρατοπεδάρχης, να μας οδηγήσει στην παράγκα.

   Την άλλη μέρα, το απόγευμα, μάς κάλεσε και τους δεκάξι, πάλι, στο γραφείο του, ο Σκάμπολι. Είχε κάνει, όπως μας είπε, μια "σοβαρή παράλειψη". Ξέχασε να μας πει, πως μέσα στο στρατόπεδο, κατά διαταγή του "κομάντο πιάτσα", είμαστε υποχρεωμένοι να χαιρετάμε ρωμαϊστί.

   Σε όλα τα επτά νησιά, τα στρατεύματα κατοχής προπαγάνδιζαν το σύνθημα "σαλιουτάτε ρομανιαμέντε" ("χαιρετάτε ρωμαϊστί"). Ήτανε ο φασιστικός χαιρετισμός. Το δεξί χέρι σηκωμένο μπροστά και η προσφώνηση "βίβα ντούτσε". Στους κρατούμενους, όπως και στους επτανήσιους πολίτες, έκαναν σκόντο. Ζητούσαν μόνο το σήκωμα του χεριού, χωρίς την προσφώνηση.

   Παρόμοια, με τον Σκάμπολι, σύσταση μάς είχε κάνει και ο επικεφαλής της φρουράς των καραμπινιέρων στους Παξούς. Του είπαμε πως εμείς είμαστε αντιφασίστες κρατούμενοι και δεν ταιριάζει σε μας να χαιρετούμε φασιστικά. Ο διοικητής της φρουράς, που δεν ήταν φασίστας, το κατάλαβε και μας παρακάλεσε να μην περνάμε μπροστά από το διοικητήριο, όπου ήταν αναρτημένη η φασιστική σημαία, γιατί μια αδιάφορη δική μας στάση απέναντι στη σημαία τους, κατά την έπαρση ή την υποστολή της, θα μπορούσε να τον εκθέσει.

   Παρόλο που όλοι, λίγο-πολύ, καταλαβαίναμε τα ιταλικά, ένας ηλικιωμένος εβραίος κρατούμενος μετάφραζε αυτά που έλεγε ο Σκάμπολι. Ο ίδιος σαν διερμηνέας των κρατουμένων και στους Παξούς, είχε χειριστεί το ζήτημα αυτό και ήταν έτοιμος να δώσει και στον Σκάμπολι την ίδια απάντηση. Μόλις, όμως, άρχισε να του λέει πως εμείς είμαστε αντιφασίστες, ο στρατοπεδάρχης άλλαξε χρώματα. Έγινε κόκκινος σαν παπαρούνα, ύστερα άσπρισε, έχασε όλο το αίμα από το πρόσωπό του κι άρχισε να φωνάζει σαν υστερικιά γεροντοκόρη. Στο τέλος, έβγαλε το τσόκαρο που φορούσε και ρίχτηκε στον εβραίο διερμηνέα. Ο βίτσε μπιγκαντιέρος και δυο-τρεις καραμπινιέροι, που ήταν μέσα στο γραφείο, τον συγκράτησαν. Και, αφού ανάκτησε, σιγά-σιγά, την ψυχραιμία του, μάς έδωσε το παράγγελμα "αντάτε βία", δηλαδή, πάρτε δρόμο.

   Φεύγοντας, έπρεπε να χαιρετίσουμε, πώς όμως; Να πούμε ένα απλό "αριβεντέρτσι", όπως χθες βράδυ, ήτανε σίγουρο πως αυτό θα προκαλούσε νέα κρίση υστερίας. Να σηκώσουμε το χέρι σε φασιστικό χαιρετισμό, ε, όχι! Αυτό το είχαμε συζητήσει στους Παξούς και το απορρίψαμε. Είδα, ωστόσο, πως κανένας δεν κινήθηκε προς την πόρτα, με το "αντάτε βία" του Σκάμπολι. Ξεκίνησα εγώ. Όταν έφτασα στην πόρτα είπα "αριβεντέρστι" και βγήκα.

   Ο Σκάμπολι έβαλε τις φωνές. Με γύρισε πίσω. Και άρχισε να με απειλεί, με το τσόκαρο, γιατί δεν τον χαιρέτησα "ρωμαϊστί". Του είπα πως, ό,τι και να κάνει, δεν θα μπορούσε να με υποχρεώσει να κάνω κάτι αντίθετο με τις ιδέες μου και με τη συνείδησή μου. Με διέταξε να σταθώ σε μια γωνία του γραφείου και απευθύνθηκε, ξανά, προστακτικά, στους άλλους με το παράγγελμα "αντάτε βία"!

   Ένας από τους δεκαπέντε σήκωσε το χέρι και τον μιμήθηκαν όλοι οι άλλοι. Πρέπει να πω εδώ, πως κανένας από τους δεκαπέντε συγκρατούμενους δεν ήταν κομμουνιστής. Ήταν αστοί, αντιφασίστες, από τους πρόκριτους της Κέρκυρας. Θεώρησαν πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν, εκείνη τη στιγμή, ήταν να σηκώσουν το χέρι και να φύγουν.

   Μόλις βγήκαν, μού λέει ο Σκάμπολι: "Τους είδες; Έχω άλλος ογδόντα μέσα και όλοι χαιρετούν ρωμαϊστί. Εσύ, τον έξυπνο θέλεις να κάνεις;" Απάντησα: "Αυτό για τον καθένα είναι πρόβλημα συνείδησης. Ο ένας το παίρνει έτσι, ο άλλος αλλιώς. Σε ό,τι αφορά εμένα, να το πάρεις απόφαση, μην περιμένεις να σε χαιρετήσω φασιστικά".

   "Πάρτον" λέει στο βίτσε μπιγκαντιέρο. "Κλείστον στο πειθαρχείο".

   Το πειθαρχείο ήταν μια μισο-υπόγεια καλύβα, που κάποτε τη χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες σαν καταφύγιο για να φυλαχτούν από ξαφνική βροχή και σαν πρόχειρη αποθήκη για τα σύνεργά τους. Είχε μέσα, πεταμένα ανάκατα, κουπιά, σάπια πανιά, σκουριασμένες άγκυρες και μεγάλη υγρασία. Ούτε να πλαγιάσεις ήταν βολικό, ούτε να κάτσεις κάπου με κάποια άνεση. Το πήρα απόφαση πως θα την περάσω τη νύχτα στο πόδι. Κάπου-κάπου, καθόμουνα, για λίγο, πάνω σ' ένα κουπί.

   Το πρωί ήρθε ο βίτσε μπριγκαντιέρος, περίλυπος και σαν φοβισμένος. Σε αντίθεση με το Σκάμπολι, που ήταν νέος και σχιζοφρενικός, ο βίτσε ήταν ένας μεσόκοπος καραμπινιέρος της καριέρας πάντοτε μαλακός και πάντοτε, σχεδόν, φοβισμένος.

   "Σε θέλει" μου λέει "κι είναι έξω φρενών. Κοίταξε, σε παρακαλώ, να μη τον ερεθίσεις περισσότερο. Μπορεί και να σε χτυπήσει".

   Με οδήγησε στο γραφείο του στρατοπεδάρχη. Μπαίνοντας είπα "μπον τζόρνο". Άρχισε να ουρλιάζει: "Έξω"! Βγήκα. Αμέσως έδωσε διαταγή στο βίτσε να με οδηγήσει ξανά στο γραφείο. Αυτή τη φορά μπήκα χωρίς να πω κουβέντα. Άρχισε πάλι να ουρλιάζει "έξω, έξω"! Ξαναβγήκα, και πάλι με διαταγή του Σκάμπολι με οδήγησε μέσα για δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φορά ο βίτσε μπιγκαντιέρος. Τελικά, φαίνεται πως το παιχνίδι αυτό τον κούρασε το Σκάμπολι. Άλλαξε πόζα. Ηρέμησε. "Διάβασα, μου λέει το φάκελό σου. Ξέρω πως είσαι 'φαμόζο κομμουνίστα'. Ξέρω πως ήσουν πέντε χρόνια φυλακή, εμένα όμως δε θα μου τη γλιτώσεις. Από κόκκινο θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο. Θα σε στείλω στο κομάντο πιάτσα και εκεί θα σε περιποιηθούν καλά". Όσο συνέχιζε τις απειλές, έχανε ξανά την ψυχραιμία του. Φώναζε έξαλλος, χειρονομούσε σαν τρελός, έβγαλε απειλητικά το τσόκαρο. Κάποτε σώπασε.

   "Αν θες απάντηση σ' αυτά που μου είπες, του λέω, φέρε έναν διερμηνέα γιατί τα ιταλικά μου δε με βοηθούνε να σου πω αυτό που θέλω".

   Διάταξε το βίτσε κι έφερε έναν από τους κρατούμενους, τον Κάμπελ. Ήταν κερκυραίος, μαλτέζικης καταγωγής και ήξερε καλά τα ιταλικά. Δεν ήξερε γιατί τον φέραν στο γραφείο του στρατοπεδάρχη και ήταν κατατρομοκρατημένος. Του είπα πως τον έφεραν για διερμηνέα και τον παρακάλεσα να μεταφράζει σωστά όλα όσα θα έλεγα στο Σκάμπολι. "Πες του, του λέω, πως οι απειλές του δε μου έκαναν καμίαν εντύπωση". Είδα το διερμηνέα να κομπιάζει. "Πες αυτά που λέω, του ζητώ. Εσύ δεν έχεις καμιάν ευθύνη". Ο Σκάμπολι, που είχε αντιληφθεί κι αυτός ότι ο διερμηνέας δεν τα μεταφράζει όλα, του ζητά, αυστηρά, να κάνει σωστή μετάφραση. Συνεχίζω: "Όσο για τη μεταφορά μου στο κομάντο πιάτσα, τη δέχομαι με ευχαρίστηση, γιατί θα μου δοθεί η ευκαιρία να καταγγείλω τις αυθαιρεσίες του στρατοπεδάρχη και την κακή του συμπεριφορά στους κρατούμενους. Απ' ό,τι ξέρω, το "σαλιουτάτε ρομανιαμέντε" είναι προτροπή, όχι διαταγή. Δεν υπάρχει σε όλα τα επτά νησιά περίπτωση κάποιου πολίτη, που να υποχρεώθηκε με τη βία να χαιρετά φασιστικά. Η μετατροπή της προτροπής σε διαταγή είναι αυθερεσία του στρατοπεδάρχη και χαίρομαι που θα μου δοθεί η ευκαιρία να την καταγγείλω".

    Ο Κάμπελ, τώρα, τα μεταφράζει όλα. Ο Σκάμπολι ξεφούσκωσε απότομα. Άλλαξε ύφος. Ήρεμα, σχεδόν φιλικά: "Με παρεξήγησες, μου λέει. Άλλο ζητάω εγώ κι άλλο κατάλαβες εσύ. Θα σου πω τι ζητάω, αλλά θέλω πρώτα να μου πεις εσύ, γιατί με τόσο πείσμα αρνείσαι να εκτελέσεις μια διαταγή".

   "Γιατί δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε υπηρεσιακή εντολή. Αυτό που μου ζητάτε είναι πολιτική πράξη, που έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις μου. Είναι απόπειρα βιασμού της συνείδησής μου και είμαι αποφασισμένος να μην υποκύψω". Με διακόπτει. "Να η παρεξήγηση, λέει. Εσύ πολιτικοποιείς το θέμα, ενώ εγώ το καταλαβαίνω σαν καθαρά υπηρεσιακό. Όμως, σέβομαι και την άποψή σου. Γι' αυτό, αν με δεις μέσα στο στρατόπεδο, στο προαύλιο ή στο θάλαμο, κάνε πως δε με είδες και μη χαιρετάς. Αλλά αν έρθεις στο γραφείο μου και επειδή μπορεί να μην είμαι μόνος εκεί και για να μην εκτεθώ στους ανωτέρους μου, που εκδίδουν τις διαταγές, εκεί και μόνον εκεί πρέπει να χαιρετήσεις ρωμαϊστί".

   "Άμα το βάζεις έτσι, του απαντώ, για μένα δεν υπάρχει ζήτημα. Με τη δική μου θέληση δεν πρόκειται να έλθω ποτέ στο γραφείο σου. Μη με καλείς και συ και τελειώνει η ιστορία με το ρωμαϊκό χαιρετισμό".

   "Εντάξει, πήγαινε, μού λέει". Λέω "αριβεντέρτσι" και φεύγω.

    Βρίσκω το θάλαμο αναστατωμένο. Τα παιδιά, που ήταν οργανωμένα ή που συμπαθούσαν τις οργανώσεις της αριστεράς, τα είχαν βάλει με τους δεκαπέντε. Τους κατηγορούσαν για το ό,τι με άφησαν μόνο και τους θεωρούσαν υπεύθυνους για το κλείσιμό μου στο πειθαρχείο. Πρότειναν να συγκροτηθεί επιτροπή για να πάει στο Σκάμπολι να ζητήσει να με βγάλει απ' το πειθαρχείο. Ένας-δυο από τους δεκαπέντε υποστήριζαν ανοιχτά πως η επιμονή μου στο ζήτημα του φασιστικού χαιρετισμού ήταν λάθος. Το θεωρούσαν ασήμαντο και ήταν της γνώμης ότι σε κάτι τέτοια έπρεπε να υποχωρούμε για να αποφύγουμε τα χειρότερα.

    Τη στιγμή που μπήκα στην παράγκα μιλούσε ο εβραίος (λυπούμαι γιατί δεν θυμούμαι τ' όνομά του), που μας έκανε το διερμηνέα. Έλεγε πως τα παιδιά έχουν δίκιο. "Δεν έπρεπε ν' αφήσουμε το Νεφελούδη μόνο να επιμείνει σε μιαν απόφαση που την είχαμε πάρει όλοι μαζί στους Παξούς".

    Συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω μου μόλις μπήκα, και τους είπα τι έγινε. Δεν είχα τελειώσει καλά-καλά την αφήγηση, όταν ήρθε ο βίτσε μπριγκαντιέρος. Μας κάλεσε να βγούμε όλοι έξω, γιατί ήθελε να μας μιλήσει ο στρατοπεδάρχης. Ο Σκάμπολι ήταν σύντομος.

   "Σας κάλεσα για να σας πω για το ρωμαϊκό χαιρετισμό. Για μένα είναι θέμα καθαρά υπηρεσιακό. Ξέρω όμως ότι αρκετοί ανάμεσά σας το θεωρούν πράξη πολιτική. Και ξέρω επίσης πως εδώ μέσα υπάρχουν αριστεροί και εθνικιστές, χριστιανοί και εβραίοι. Για μένα είστε όλοι το ίδιο. Και θέλω να εφαρμόσω τους διεθνείς κανονισμούς στρατοπέδων για όλους. Όταν με βλέπετε στους χώρους σας, στο θάλαμο ή στο προαύλιό σας, μη με χαιρετάτε. Μόνο όταν ερχόσαστε στο γραφείο μου χαιρετείστε ρωμαϊστί, για να μη με εκθέσετε μπροστά στους προϊσταμένους μου, που μπορεί να βρεθούν εκεί". Έκανε κανονική μεταβολή και μπήκε στο γραφείο του. Παρόλο ότι ήμασταν στο χώρο της διοίκησης, μπροστά στο γραφείο του στρατοπεδάρχη, ούτε ένας δε σήκωσε το χέρι του σε ρωμαϊκό χαιρετισμό. Κάναμε και εμείς κανονική μεταβολή και φύγαμε για το δικό μας προαύλιο.

   Ήταν η πρώτη μας νίκη στο Λαζαρέτο.



Πηγή: Βασίλης Νεφελούδης, Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ (ΤΟΜΟΣ Α΄), ΘΕΜΕΛΙΟ, 1981)

Σχόλια