Ρέκβιεμ




Ρέκβιεμ

Όχι δεν ήμουν άφαντη κάτω από ξένο ουρανό
Ή κάτω από τη ζεστασιά ξένης φτερούγας-
Τότε έζησα κι εγώ μαζί με το λαό μου, εκεί όπου,
Για κακή του τύχη, ζούσε ο λαός μου.


1961


Αντί Προλόγου

Τα τρομερά εκείνα χρόνια της τυραννίας του Γιεζόφ, δεκαεφτά μήνες πέρασα στις ουρές των φυλακών του Λένινγκραντ. Κάποτε κάποιος, μ' «αναγνώρισε». Εκείνη η γυναίκα με τα μπλαβιασμένα χείλη που στέκονταν πίσω μου -δεν είχε ακουστά βεβαίως τ' όνομά μου- βγήκε για λίγο από τη νάρκη που μας πλάκωνε όλες και μου ψιθύρισε στ' αυτί (εκεί όλος ο κόσμος χαμηλόφωνα μιλούσε):
- Κι αυτό, μπορείτε να το περιγράψετε;
Και της είπα:
- Μπορώ.
Και τότε κάτι σαν χαμόγελο άστραψε κει που άλλοτε ήτανε το πρόσωπο της.

1η Απρίλη του 1957,
Λένινγκραντ



Αφιέρωση

Βουνά υποκλίνονται μπροστά σε τέτοια θλίψη,
Ποτάμια ορμητικά στερεύουν,
Όμως ακλόνητες οι πύλες της φυλακής,
Σαν σε λαγούμια παραχώνουν τους κατάδικους,
Και την επιθανάτια οδύνη τους.
Ποιον τ' απαλό αεράκι πνέει,
Και ποιον το ηλιοβασίλεμα χρυσώνει,
Πώς να το ξέρουμε, όλα είναι για μας το ίδιο,
Μονάχα τα βαριά βήματα ακούμε,
Και τα απαίσια τριξίματα των κλειδαριών.
Χαράματα ξυπνάμε, όπως οι μάζες,
Που σέρνουν τα κορμιά τους στις άγριες πολιτείες
Πιο άδειοι από ζωή κι από τους πεθαμένους.
Ο ήλιος κάθε μέρα χαμηλώνει, και πιο πυκνά τα σύννεφα του Νέβα,
Μα από μακριά, ακόμα η ελπίδα τραγουδάει.
Η ετυμηγορία... Μα έξαφνα τα δάκρυα ξεχειλίζουν
Την πήραν κιόλας μακριά μας,
Κι ήταν σαν να της ξεριζώναν την καρδιά
Σαν να την έριξαν ανάσκελα με μια κλοτσιά,
Μα προχωράει... τρεκλίζοντας... μόνη...
Πού να 'ναι τώρα οι άτυχες φίλες μου
Αυτών των δυο διαβολικών μου χρόνων;
Πώς άραγε σβήνουν στις χιονοθύελλες της Σιβηρίας,
Τι αμυδρές εικόνες πλάθουν γύρω απ' το φως του φεγγαριού;
Ήθελα να τις απευθύνω ένα χαιρετισμό κι ένα αντίο.

Μάρτης του 1940



Πρόλογος

Εκείνο τον καιρό, μόνο οι νεκροί μπορούσαν
να χαμογελάνε, μες στη μακαριότητά τους.
Και το Λένινγκραντ κρέμονταν σαν άχρηστο μετάλλιο,
Ανάμεσα στις γκρίζες φυλακές του.
Και προχωρούσαν των κατάδικων οι φάλαγγες,
Κουρελιασμένες από τα πολλά βασανιστήρια,
Κι έψελναν, με σφυρίγματα, οι μηχανές,
Τον πένθιμο αποχαιρετισμό.
Με τ' άστρο του θανάτου πάνω απ' τα κεφάλια μας,
Και σπαρταρά η Ρωσία κάτω από μπότες βουτηγμένες στο αίμα των αθώων,
Κάτω απ' τα λάστιχα των μαύρων περιπολικών στους μαύρους δρόμους.



Ι

Σε πήραν την αυγή.
Πίσω σου βάδισα, όπως σε νεκρική πομπή.
Έκλαιγαν τα παιδιά στο μισοσκόταδο της κάμαρης,
Κι έσταζε το κερί στο εικονοστάσι.
Τα παγερά σου χείλη σαν εικόνισμα,
Τον κρύο ιδρώτα του θανάτου στο μέτωπό σου... Δεν ξεχνώ!
Όπως παλιά οι γυναίκες των στρέλτσι στο Κρέμλινο,
Έτσι κι εγώ, ατέλειωτο θα στήσω θρήνο.

Φθινόπωρο 1935,
Μόσχα



ΙΙ


Γαλήνιος κυλάει ο Ντον,
Του μισοφέγγαρου το φως μπαίνει απ' τις χαραμάδες των σπιτιών,

Μπαίνει με το καπέλο του στραβά,
Και βλέπει μια σκιά.

Μια γυναίκα ολομόναχη,
Μια γυναίκα κατάκοιτη.

Ο άνδρας της στο χώμα, ο γιος της φυλακή,
Κάνε γι' αυτήν μια προσευχή.


ΙΙΙ

Όχι εγώ, μια άλλη υποφέρει, αυτή η σκιά.
Εγώ δεν θα μπορούσα. Μ' ένα μαύρο σεντόνι
Σκεπάστε τα περασμένα,
Πάρτε από δω τα φώτα.
Μόνο νύχτα.




IV

Πού να 'ξερες και συ περιγελάστρα,
Των φίλων σου η πιο αγαπημένη,
Του Τσάρσκογιε Σελό η κεφάτη ξελογιάστρα,
Το πώς θα στα 'φερνε η ζωή, καημένη.
Πως θα στεκόσουν μ' ένα δέμα στην ουρά
Της Κρέστι, "τριακοσιοστή" σειρά.
Και το καυτό σου δάκρυ να λιώνει
Τον πάγο της Πρωτοχρονιάς.
Δες στο προαύλιο της λεύκας πώς λυγάνε τα κλαδιά,
Αθόρυβα. Σαν τις αθώες ζωές
Που σβήνουν μέσα στα κελιά...

1938




V

Δεκαεφτά ολόκληρους μήνες παρακαλούσα,
Για να γυρίσεις στο σπιτάκι μας.
Στων δήμιων έπεσα τα πόδια,
Για σένα, γιε μου, κόλασή μου.
Τα πάντα μοιάζουν μπερδεμένα -
Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις
Τον άνθρωπο απ' το κτήνος
Ή ποια μέρα θα πουν: "Εις Θάνατον!".
Τίποτε άλλο από λουλούδια σκονισμένα,
Το ρυθμικό κουδούνισμα του θυμιατού, το μονοπάτι
Που σε πάει στο πουθενά. Να με κοιτά ίσια στα μάτια,
Να με τρυπά, ένα μεγάλο λαμπερό αστέρι
Το θάνατο που προμηνά.

1939




VI

Τι γρήγορα πετούν οι εβδομάδες,
Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω
Πώς, μέσα στη φυλακή σου, γιε μου,
Οι λευκές νύχτες μπορούν να σε κοιτούν,
Μα πως μπορούν να σε ξανακοιτούν,
Να σε καρφώνουν με το γερακίσιο μάτι τους,
Απάνω στο σταυρό σου εκεί ψηλά,
Ποθώντας το νεκρό κορμί σου.

Άνοιξη, 1939






VII

Η Καταδίκη

Η λέξη έπεσε σαν πέτρα,
Πάνω στο στήθος μου που είχε ζωή ακόμα.
Για να είμαι ειλικρινής, το περίμενα,
Αλλά τα δύσκολα είναι τώρα.
Σήμερα έχω πολλή δουλειά:
Πρέπει τη μνήμη μου να κατακρεουργήσω,
Πρέπει να κάνω πέτρα την καρδιά μου,
Να καταφέρω να ξαναζήσω...
Μα πώς... Το ζεστό καλοκαίρι βομβίζει
Σαν καρναβάλι έξω απ' το παραθύρι μου.
Κι ένα όνειρο παλιό μου θυμίζει
Μια ηλιόλουστη μέρα και τ' άδειο σπίτι μου.




VIII

Θα ρθεις, το ξέρω. Μα γιατί όχι τώρα;
Σε περιμένω. Είναι πολύ οδυνηρό.
Έχω σβηστά τα φώτα και την πόρτα ανοιχτή
Για σένα. Τόσο απλό και τόσο υπέροχο.
Μάντεψε όποια μορφή ποθεί η καρδιά σου.
Μπες μέσα σαν οβίδα με τοξικό αέριο.
Ή ρίξου με ύπουλα μ' ένα μαχαίρι, σαν επαγγελματίας δολοφόνος,
Ή μόλυνέ με σαν παιδί με τύφο,
Ή μ' ένα απ' αυτά τα παραμύθια που σκαρφίζεσαι,
Και έχουν καταντήσει αηδία,
Πάρε με πριν με πάρουνε τα μπλε πηλήκια
Και δω το θυρωρό στις σκάλες να ασπρίζει από το φόβο του.
Δε με νοιάζει πια τίποτα. Άμα κυλάει ο Γενισέι,
Ή λάμπει ο Πολικός Αστέρας.
Και τη γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
Να τη σκεπάζει η φρίκη η τελευταία.

19 Αυγούστου 1939,
Οίκος Φοντάνκα





ΙΧ

Η τρέλα μου με τα φτερά της
Σκεπάζει τη μισή ψυχή μου
Μου δίνει φλογερό κρασί να πιω
Και με τραβά στην άβυσσο.

Κατάλαβα ότι πρέπει να παραδοθώ,
Να αποδεχθώ την ήττα μου,
Το παραλήρημά μου να παρατηρώ
Σαν να 'ταν κάποιου άλλου παραλήρημα.

Δεν θα μ' αφήσει
Ούτε να πάρω κάτι ούτε να κρατήσω
(Δε θα την πείσω
Όσο και να την παρακαλέσω):

Όχι, όχι του γιου μου τα τρομακτικά
Μάτια που πάγωσαν από τον πόνο,
Όχι το επισκεπτήριο,
Όχι τις καταιγίδες,

Όχι, όχι των χεριών του τη γλυκιά δροσιά,
Όχι τους πλανεμένους ίσκιους των φιλύρων
Ούτε την απαλή κι απόκοσμη λαλιά
Των συλλυπητηρίων.


4 Μάη 1940,
Οίκος Φοντάνκα




X

Σταύρωση


Για Μένα μη θρηνείς, Μητέρα
Που με βλέπεις στον τάφο.



Ι

Μια χορωδία αγγέλων δοξάζουν την ευλογημένη ώρα,
Οι ουρανοί φλέγονται από αγάπη,
Στον Πατέρα του είπε: “Γιατί με εγκατέλειψες;”
Και στη Μητέρα του είπε: “Μη θρηνείς”.


1938





ΙΙ

Πικρά θρηνούσε η Μαρία Μαγδαληνή,
Ο αγαπημένος μαθητής έγινε πέτρα,
Κι εκεί, όπου η Μητέρα Του στεκόταν σιωπηλή,
Κανείς δεν τόλμησε να ρίξει βλέμμα.


1940,
Οίκος Φοντάνκα




Επίλογος

Ι

Το ξέρω πώς μαραίνονται τα πρόσωπα,
Πώς κάτω από τα βλέφαρα φωλιάζει ο τρόμος,
Πώς ο πόνος χαράζει τα μάγουλα
Με την απάνθρωπη σφηνοειδή γραφή του,
Το ξέρω πώς τα σκούρα ή ξανθά σγουρά μαλλιά
Μπορούν σε μια στιγμή ν' ασπρίσουν.
Ξεφτισμένα χαμόγελα πάνω σε σκλάβα χείλια,
Και σε γέλια κρυφά ανατριχίλα.
Και γι' αυτό δεν προσεύχομαι μόνο για μένα,
Μα και για όσους δίπλα μου σταθήκαν
Στις βαρυχειμωνιές και στα καυτά καλοκαίρια
Κάτω από τον τυφλό κόκκινο τοίχο.



ΙΙ

Έχουμε πάλι το μνημόσυνο,
Σας βλέπω, σας ακούω, σας νιώθω,
Κι αυτή, που μόλις βγήκε στο παραθύρι της,
Κι αυτή, που δεν αγγίζει πια τη γη το βήμα της,
Κι αυτή, που τ' ωραίο κεφάλι έγνεψε,
Κι είπε: “Να 'μαι δω, σαν στο σπίτι μου”.
Θα ήθελα να αναφέρω όλα τα ονόματα.
Όμως η λίστα χάθηκε, τ' αποτυπώματα.
Για κείνους φόρεσα πέπλο φαρδύ,
Από λόγια φτωχά, που 'χουν ειπωθεί.
Θα τους θυμάμαι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ,
Δεν θα τους ξεχάσω ό,τι κι αν έχω καημό,
Ακόμα κι αν μου κλείσουν το κουρασμένο στόμα,
Με την κραυγή εκατό εκατομμυρίων ανθρώπων,
Ας με θυμούνται έτσι κι αυτοί,
Μια μέρα πριν απ' την ταφή.
Κι άμα ποτέ σ' αυτή τη χώρα
Μου στήσουν και μνημείο ακόμα,
Συμφωνώ μ' αυτή την τιμή,
Μα μ' ένα όρο: να μην μπει
Ούτε κοντά στη θάλασσα, όπου γεννήθηκα,
(Ο τελευταίος μου δεσμός με τη θάλασσα διαρρήχθηκε)
Ούτε στην Τσαρική Αυλή στο κούτσουρο το ιερά σιμά,
Όπου μια θλιβερή σκιά μ' αναζητά,
Μονό εδώ που ξεροστάλιαζα τριακόσιες ώρες
Και δε μου ανοίγανε τις πόρτες.
Τότε, σαν έρθει ο θάνατος γλυκός
Φοβάμαι μην ξεχάσω το τρίξιμο των μαύρων περιπολικών.
Φοβάμαι μην ξεχάσω στης πόρτας τον καταραμένο χτύπο,
Πώς ούρλιαζα γριά γυναίκα σαν λαβωμένο θηρίο.
Κι απ' τα βαριά χάλκινα βλέφαρά μου ακόμη
Το δάκρυ ας κυλάει σαν λιωμένο χιόνι,
Κι ας φύγουνε μακριά της φυλακής τα περιστέρια,
Κι ας αρμενίζουν τα βουβά πλοία του Νέβα.



10 Μάρτη περίπου του 1940,
Οίκος Φοντάνκα



Σχόλια