Το αίμα μου είναι ένας δρόμος




Μιγκέλ Ερνάντες. Ισπανός αντιφασίστας ποιητής που πέθανε στα 32 στις φυλακές του Φράνκο.




ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ

Με σπρώχνει με σφυριές και δαγκωνιές,
και με τραβά με βρυχηθμούς απ' τις χορδές
της καρδιάς, των ποδιών, των προγόνων μου,
μου ξενυχιάζει το λαιμό με τα γλυκά χασαποτσίγγελά του,
σαν γαϊδουράγκαθο ανάμεσα στα μάτια και τα δάχτυλά μου,
τα νύχια μου εξαγριώνει και τα βλέφαρα,
τα λόγια και την κάμαρά μου αμπαρώνει
σε φούρνους και σιδηρουργεία,
οι κατευθύνσεις του αλλάζουν με τη γλώσσα μου,
το δρόμο του φυτεύουν με κερί
που έπεσε ηλίθια κι έλιωσε.

Γυναίκα, κοίτα το αίμα μου,
κοίτα το φλογερό πουκάμισό μου από σαφράν,
κοίτα το υγρό μου πανωφόρι γύρω από κόκαλα
σαν ασυνήθιστα ερπετά που με τυραννάν
χώνοντας το μαρτύριο στις φλέβες μου.

Κοίτα τον υψωμένο πίδακα των τρυφερών κολάρων
και πένθιμα κουδούνια κρεμασμένα
να τρέμουν ανυπόμονα να σου αγκαλιάσουν το λαιμό,
μια λυσσαλέα διαταγή, μια καταδίκη,
αξίωση, οδύνη, ποτάμι
που ρίχνεται πάνω στα βράχια,
και πάντα κρέμεται απ' τα
λείψανα της ξεσκισμένης σάρκας μου.

Κοίτα το με τα κριάρια του και τ' αυτοκτονικά βουβάλια
κουτουλώντας επάνω σε βόδια και σε βουνά,
συντρίβοντας τα κέρατά του σε τοπάζια,
δαγκάνοντας απ' το θυμό τ' αυτιά του,
γυρεύοντας το θάνατο απ' το κεφάλι ως την ουρά.

Καταφέρνοντας το αίμα μου να ξεσηκώνει
επαναστάσεις από τσιμέντο και ιώδιο,
να συσσωρεύει για να παίρνει θάρρος,
εργαλεία θανάτου, ακτίνες, τσεκούρια,
και φαράγγια από αφρό δίχως στήριγμα,
πηγαίνοντας γυρεύοντας ένα σώμα να λεκιάσει.

Ανάλαβε, ανάλαβε
ένα βουστάσιο σκορπιών
τόσο φαρμακερών εραστών,
μιας ατέλειωτης τιμωρίας που υποφέρω και με κατακλύζει
σαν μεροδούλι φορτωμένο με θλιβερό μολύβι.

Είναι η πύλη του αίματός μου στη γωνιά
με το τσεκούρι και την πέτρα,
μέσα σου όμως βρίσκεται η αθεράπευτη είσοδος.

Χρειάζεται να επεκτείνω αυτό το αυταρχικό βασίλειο,
τους πρόγονούς μου να δοξάσω στους αιώνες,
και σου ρίχνω μια γέφυρα από αναγουλιαστικές καρδιές
πού 'χουν αρχίσει να σαπίζουν μα συνάμα χτυπούν.

Μη μου βάζεις εμπόδια να υπερπηδήσω,
μη με γεμίζεις φυλακές,
δε φτάνουν κλειδαριές ούτε τσιμέντα,
όχι, το αίμα μου ν' αλυσοδέσεις από πίσσα φλογερή
ικανή ν' ανεβάσει πυρετό και στο χιόνι.

Αχ τι λαχτάρα να σ' αγαπήσω με την πλάτη στο δέντρο,
αχ τι δίψα έναν καιρό να σ' αλωνίσω,
αχ τι κρίμα την πλάτη σου να βλέπω
κι όχι την πλάτη να γυρνάς στον κόσμο!

Το αίμα μου είναι ένας δρόμος στο μισοσκόταδο
της παθιασμένης λάσπης και των αχνιστών τελμάτων
που πρέπει ν' απολήγει στα σπλάχνα σου,
ένα δοχείο μαγικών δαχτυλιδιών
το αίμα σου για να φορά,
μια γη σπαρμένη μ' εκλείψεις σελήνης
που μεγαλώνει τα ενδόμυχα φλασκιά της
βουτηγμένα στο κρασί μ' άσπρα μαλλιά στα χείλη
κοντά στη μέση σου που τραγουδά επιτέλους.

Φύλα με απ' τις σκιές που κράζουν θανατερά
περικυκλώνοντάς με με ραμφισμούς,
ηλιοτρόπια από ριπές κορακιών.

Μη μ' αφήνεις να πηγαίνω από αίμα σ' αίμα
σαν σε τρελό χορό,
μη μ' αφήσεις μόνο να πλαγιάζω κάτω απ' τους κεραυνούς.

Προπαγάνδα μπαρούτη με δηλητήριο
στολίδια για τα μάτια των λυπημένων πυροτεχνημάτων,
κηρήθρα τρυπημένη άσχημα,
σαν μια μικρή αχτίδα πόνου σε κάθε πόρο,
ένα σμήνος φωσφορίζον στοιχειωμένες ταραντούλες
μη μ' αφήνεις να 'μαι. Πρόσεχε, πρόσεχε
τ' απεγνωσμένο μου χαμόγελο,
όπου δαγκάνω τη χολή απ' τη ρίζα
από των βροχερών λυπών ταξίδι.
Δέξου αυτή τη μοίρα τη διψασμένη για το στόμα σου
που για σένα έχω πάρει από τόσους προγόνους.



 

Σχόλια