Η Καθημερινή Εξορία


  Αν και προμηνύεται μια ωραία μέρα, το πέρασμα του χρόνου φέρνει πάντα την απογοήτευση. Η μουντάδα της εργασίας θαμπώνει τη λάμψη των ημερών. Το εγερτήριο σάλπισμα προσδίδει στον κύκλο των ημερών μια στρατιωτική ακαμψία. Πρέπει να ξεκινήσουν, να εγκαταλείψουν την αβεβαιότητα της νύχτας, ν' αταποκριθούν στο κάλεσμα του καθήκοντος, σα στο σφύριγμα ενός αόρατου αφέντη.
   Η πρωινή κατήφεια στήνει το σκηνικό. Τα μάτια ανοίγουν σε μια δαιδαλώδη συμμετρία από τοίχους. Πώς να συμπεράνει κανείς αν βρίσκεται από τη μια ή την άλλη πλευρά, μέσα ή έξω απ' τη λωρίδα του Μοέμπιους που ξετυλίγει ασταμάτητα το δρόμο, την κατοικία, το εργαστάσιο, το σχολείο, το γραφείο;
   Μόλις πετάξουν μακριά το πάπλωμα των νυχτερινών αναπολήσεων που είναι γεμάτες περιπλανήσεις και επιπολαιότητες, η αναγκαιότητα τούς συλλαμβάνει εν πτήσει για να τους στείλει στο πηγαινέλα μιας επίπονης μοίρας.
   Ο πολιτισμός τούς ξυστρίζει. Να 'τοι, στολισμένοι για τη διαδρομή του πολεμιστή, έτοιμοι να κατακτήσουν ένα κόσμο που τους έχει προ πολλού κατακτήσει και τον οποίο μαθαίνουν να εγκαταλείπουν μόνο όταν τα τινάξουν.
   Χωρίς το εγερτήριο που τους επαναφέρει στον ίσιο δρόμο, πού θα βρισκόταν η ηθική τους, η φιλοσοφία τους, η θρησκεία τους, το Κράτος τους, η αστυνομευόμενη κοινωνία τους, όλα όσα τους επιτρέπουν να πεθαίνουν σταδιακά και δικιολογημένα για κάποιο σκοπό;
   Χρειάζεται πυγμή για να τους εμποδίσεις να πηγαίνουν όπου τους καπνίσει. Το νυχτερινό ξαλάφρωμα έχει το δυσάρεστο αποτέλεσμα να τους κάνει να ξεχνάνε. Αν η συνήθεια είναι, όπως επιβεβαιώνουν, δεύτερη φύση, τότε υπάρχει και μια πρώτη, ευτυχώς αναίσθητη στις ενέσεις της καθημερινότητας. Τραβηγμένο κυριολεκτικά από τον ύπνο του, το σώμα αντιδρά, επαναστατεί, δυσανασχετεί, τεντώνεται και παρατείνει το χουζούρεμά του σε μάκρος. Ας επιμένει κι ας πεισμώνει το κεφάλι, ο ανθρωπάκος εξακολουθεί να σηκώνεται πάντα με μισή καρδιά. Πώς να εκφραστεί καλύτερα αυτό το συναίσθημα παρά λέγοντας πως για να πάει κανείς με την καρδιά του στη δουλειά, θα πρέπει να μην έχει πια καθόλου καρδιά;
   Κάτω απ' τον ήλιο και πάνω στο προσκεφάλι, το κύμα των υποχρεώσεων διαλύει τους αφρούς των φιλήδονων καλεσμάτων. Τα απαλά σεντόνια, το αγκάλιασμα ενός γυμνού μπράτσου, η παρουσία του αγαπημένου πλάσματος, η διάθεση για βόλτες στους δρόμους και στις εξοχές, όλα σιγοψιθυρίζουν με μιαν απλότητα που αναστατώνει: "Επωφελήσου απ' το χρόνο σου για να μην επωφεληθεί αυτός από σένα. Το μόνο που υπάρχει είναι οι απολαύσεις ή ο θάνατος".
   Η συνείδηση όμως, αναπτερωμένη μετά από ένα γρήγορο υπολογισμό, ανασυντάσσει βιαστικά το στράτευμα των καταναγκασμών. Με τις πρώτες σκέψεις κατεβαίνουν τα λογιστικά κάγκελα των ωραρίων, φράζοντας το πέρασμα στις επιθυμίες. Όλ' αυτά δεν είναι παρά χίμαιρες!
   Η ημέρα, χωρισμένη δεόντως σε τετραγωνάκια, φανερώνει καθαρά μια πραγματικότητα που είναι βέβαια προϊόν επιλογής, αλλά μιας αθέλητης επιλογής, σε βάρος μιας άλλης πραγματικότητας, της πραγματικότητας του σώματος που με δυνατές κραυγές απαιτεί την ελευθερία να επιθυμεί ατέρμονα.
    Όλα κυλούν σα να μην υπήρχε πάρα ένα μόνο σύμπαν, καθώς αυτό εξατμίζεται μέσα στα σκοτάδια ενός παιδικού παραμυθιού. Κάτω απ' τις δονήσεις των εμπορικών υποθέσεων, της βιοποριστικής δραστηριότητας, η πορσελάνη των ονείρων θρυμματίζεται. Είναι κυριολεκτικά υπόθεση στιγμής.
    Το βράδυ περιμαζεύει τα ερείπια του ανθρώπου της εργασίας. Η νύχτα επανασυγκολλά τις επιθυμίες που είχε πετάξει στα σκουπίδια το σάρωθρο των μηχανοποιημένων χειρονομιών. Τις ξανασυνδέει όπως-όπως: δέκα από την ανάποδη για μια από την ορθή πλευρά, την πλευρά της αγάπης, αν έχει απομείνει.
   Την αυγή, το σενάριο θα επαναληφθεί, εμπλουτισμένο από την κούραση της προηγούμενης ημέρας, μέχρι που, μέρα-νύχτα, το κρεβάτι φυλακίζει ένα οριστικά νικημένο κορμί, σαβανώνοντας μια ζωή που τόσες φορές απέτυχε ν' αφυπνιστεί.
   Αυτό είναι που αποκαλούν "σκληρή πραγματικότητα", ή μ' έναν φαιδρό κυνισμό, "ανθρώπινη κατάσταση".

ΡΑΟΥΛ ΒΑΝΕΓΚΕΜ: ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ περί του θανάτου που τους κυβερνά και της ευκαιρίας να τον ξεφορτωθούν (Μετάφραση: Εύα Πέππα, Εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)

Σχόλια