Το Πρόβλημα της Αλλοτρίωσης




Μαρξιστική Θεωρία της Αλλοτρίωσης
Η εγελιανή έννοια της αλλοτρίωσης 

     Ο Χέγκελ στο σύστημά του εφάρμοσε τη διαλεκτική λογική στην εξέλιξη του Απολύτου, που γι’ αυτόν είναι το σύνολο της πραγματικότητας. Το Απόλυτο υπάρχει αρχικά σαν Λογική Ιδέα, κλεισμένο στον εαυτό του σαν μπουμπούκι. Ξεφεύγοντας από τον εαυτό του, μέσω της εσωτερικής επανάστασης, εμφανίζεται σε μιαν εντελώς αλλοτριωμένη κατάσταση, τη Φύση: μία νεκρή σκόρπια μορφή ύπαρξης, σ’ αντίθεση με τη ζωντανή αέναη κίνηση και καθολική διασύνδεση του Απολύτου.


    Αυτή η αντίθεση προωθεί την Ιδέα μέσω μιας εξελικτικής πορείας, ωσότου η τελευταία βγαίνει από το υλικό της περίβλημα και εμφανίζεται σαν Πνεύμα. Σ’ όλη αυτή τη διαδικασία η αλλοτρίωση εκφράζει το αρνητικό στοιχείο εν δράσει. Η άρνηση, καταστρέφοντας πάντα τις υπάρχουσες μορφές με την πάλη των αντιθέσεων, προωθεί το κάθε τι σε ανώτερη μορφή ύπαρξης.


     Η ίδια η ανάγκη για φιλοσοφία πηγάζει από τις πανταχού παρούσες αντιθέσεις στις οποίες έχει βυθιστεί η ανθρώπινη ζωή. Η σύγκρουση της κοινωνίας με τη φύση, της ιδέας με την πραγματικότητα, της συνείδησης με την ύπαρξη, δεν είναι παρά η σύγκρουση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Αυτή η αντίθεση προκύπτει από την αλλοτρίωση του Πνεύματος από τον εαυτό του. Ο κόσμος των αντικειμένων, που αρχικά ήταν προϊόν της εργασίας και της γνώσης του Ανθρώπου, γίνεται ανεξάρτητος και αντίθετος προς τον άνθρωπο. Ο αντικειμενικός κόσμος κυριαρχείται από απειθάρχητες δυνάμεις και κυριαρχικούς νόμους, όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να αναγνωρίσει ή να πραγματώσει τον εαυτό του. Συγχρόνως, σαν αποτέλεσμα της ίδιας διαδικασίας, η σκέψη αποξενώνεται από την πραγματικότητα.


     Αυτό δημιουργεί μια δυστυχισμένη συνείδηση, στην οποία ο άνθρωπος καταδικάζεται σε διάψευση των ελπίδων του, αν δεν κατορθώσει να ξαναενώσει τ’ αποχωρισμένα μέρη του κόσμου του. Η φύση και η κοινωνία πρέπει να τεθούν κάτω από την κυριαρχία του ανθρώπινου λογικού ώστε τα διαχωρισμένα στοιχεία του ουσιαστικού εαυτού του να επανασυγκροτηθούν.


     Αυτή η διαλεκτική λογική, αν και υποστηρίζει ότι η λύση αυτών των αντιθέσεων είναι ζήτημα πράξης και φιλοσοφικής θεωρίας, ουσιαστικά αποφεύγει να διατυπώσει  μια πρακτική σύσταση για το πώς θα ξεπεραστούν οι υπάρχοντες κοινωνικοί ανταγωνισμοί.

Απ’ το διαλεκτικό ιδεαλισμό στο διαλεκτικό υλισμό

  Κατά την άποψη του Φόυερμπαχ η εγελιανή φιλοσοφία, όντας μια αφηρημένη έκφραση της αλλοτρίωσης της ανθρωπότητας από τον ίδιο της τον εαυτό, στην πραγματικότητα, ξεχωρίζει τη διαδικασία της σκέψης από το σκεπτόμενο υποκείμενο, και κατ’ αυτό τον τρόπο μετατρέπει την ίδια τη σκέψη σ’ ένα ανεξάρτητο και παντοδύναμο υποκείμενο, που απορροφά τον κόσμο μέσα του. Πρόκειται λοιπόν, κατά βάθος για μια νοθευμένη μορφή θρησκευτικής ιδεολογίας, όπου η Λογική Ιδέα αντικαθιστά το Θεό.


     Αυτή η ανάδειξη της θρησκευτικής ουσίας  του εγελιανού συστήματος που αποκαθιστά την υλιστική αλήθεια ότι η Φύση, αντί να είναι έκφραση της Ιδέας, αποτελεί την πραγματική βάση της σκέψης και την τελική πηγή όλων των ιδεών συνέβαλε, κατά το Μαρξ , στο να τεθεί η αφηρημένη, λογική και θεωρητική έκφραση για την ιστορική κίνηση σε μια καθαρά υλιστική βάση. Στο να αποκαλυφθούν δηλαδή, οι αυστηρές κινητήριες δυνάμεις που προηγήθηκαν κάθε θεωρητικής σύλληψης και που πρόσφεραν τα υλικά και τα κίνητρα για τις ενέργειες της σκέψης.


     Η αλλοτρίωση, όπως όλες οι άλλες σχέσεις, είναι μια αμφίπλευρη υπόθεση. Ό,τι αφαιρείται απ’ τους απαλλοτριωμένους πηγαίνει στους απαλλοτριωτές. Στη θρησκεία η αδυναμία των ανθρώπων πάνω στη Γη αντισταθμίζεται από την παντοδυναμία του Θεού. Στην οικονομία η δουλειά του εργάτη αποτελεί τη βάση της ελευθερίας του εργοδότη. Στην πολιτική η απουσία λαϊκής αυτοκυβέρνησης καθρεπτίζεται στο δεσποτισμό του κράτους.


     Η αλλοτρίωση είναι πρωταρχικά μια κοινωνική έκφραση του γεγονότος ότι από τους ανθρώπους λείπει ο κατάλληλος έλεγχος πάνω στις δυνάμεις της φύσης κι ότι συνεπώς δεν έχουν ακόμα αποκτήσει έλεγχο πάνω στις πηγές της καθημερινής συντήρησης και μ’ αυτή την έννοια στάθηκε γενικό  χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιστορίας. Η αλλοτρίωση της εργασίας ωστόσο, αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πολιτισμού και συνδέεται με το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας.


     Με την ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της βιοτεχνίας, οι πιο προχωρημένοι τομείς της ανθρωπότητας ελάττωσαν την άμεση εξάρτησή τους από την ακαλλιέργητη κι ακατέργαστη φύση για την προμήθεια των τροφίμων τους. Αύξησαν τις πηγές πλούτου τους και περιόρισαν την καταπίεση της φύσης. Αλλά ο αναπτυσσόμενος έλεγχος του πολιτισμένου ανθρώπου πάνω στη φύση συνοδεύτηκε από την απώλεια ελέγχου του πάνω στις βασικές συνθήκες της οικονομικής του δραστηριότητας. Με την επέκταση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ολοένα και περισσότερα προϊόντα μετατράπηκαν σε εμπορεύματα και πέρασαν στην ανταλλαγή.


     Έτσι οι παραγωγοί έχασαν τον έλεγχο πάνω στο προϊόν τους, καθώς αυτό υποτάχθηκε στους νόμους της αγοράς. Με τη σειρά τους αυτοί οι νόμοι έφτασαν να κυβερνούν τους παραγωγούς σε τέτοιο σημείο που κατέληξαν οι ίδιοι οι άνθρωποι να γίνουν εμπορεύματα και ν’ αγοράζονται και να πουλιούνται. Η δουλεία στάθηκε το πρώτο σύστημα αλλοτριωμένης εργασίας. Η μισθωτή εργασία θα είναι το τελευταίο.


     Στη μισθωτή εργασία ο εργαζόμενος γίνεται θύμα της παγκόσμιας αγοράς, δούλος του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης σε τέτοιο σημείο που μπορεί να παραμένει άνεργος και τα εξαρτώμενα απ’ αυτόν άτομα να πεινάνε επειδή δεν υπάρχει ζήτηση για την εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα.


      Το ιστορικό θεμέλιο για την αλλοτρίωση που υφίσταται η εργατική τάξη είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Αυτή δίνει τη δυνατότητα στους κατόχους αυτών των μέσων να ιδιοποιούνται το υπερπροϊόν των εργαζομένων.


       Ο διαλεκτικός υλισμός κάνει τη διάκριση τόσο ανάμεσα στη συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης και την αφηρημένη εργασία που παράγει ανταλλακτική αξία όσο και ανάμεσα στην εργασία σαν συγκεκριμένη δραστηριότητα και την εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, που κάνει δυνατή την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αποδεικνύει επίσης ότι η εκμετάλλευση της εργασίας γενικά, και κάτω από όλους τους τρόπους καπιταλιστικής παραγωγής, βασίζεται στη διαφορά ανάμεσα στην αναγκαία και την πρόσθετη εργασία.   


      Η αλλοτριωμένη εργασία είναι η βάση και η αφετηρία της καπιταλιστικής παραγωγής. Η ατομική ιδιοκτησία και το εμπόρευμα είναι και τα δύο το προϊόν της αλλοτριωμένης εργασίας και τα μέσα με τα οποία η εργασία αλλοτριώνεται. Η εργασία γίνεται αλλοτριωμένη όταν ο παραγωγός δεν εργάζεται άμεσα για τον εαυτό του ή για μια κολλεκτίβα που την ενώνουν κοινά συμφέροντα, αλλά για έναν άλλο με συμφέροντα και σκοπούς αντίθετους απ’ τους δικούς του.


      Αυτή η  ανταγωνιστική σχέση αποξενώνει τον εργάτη από 1) το σώμα του, που πρέπει να συντηρηθεί, όχι γιατί αποτελεί μέρος του εαυτού του, αλλά γιατί λειτουργεί σαν στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας, 2) τη φύση, γιατί τα φυσικά αντικείμενα λειτουργούν όχι για την ικανοποίηση του εαυτού του ή για την πολιτιστική του πραγμάτωση, αλλά απλά σαν μέσα για την κερδοφορία της παραγωγής, 3) την ιδιαίτερη ουσία του ως ανθρώπινου όντος, γιατί ο χαρακτήρας και οι ικανότητες του ούτε χρησιμοποιούνται ούτε αναπτύσσονται εφόσον η οικονομική του δράση υποβιβάζεται στο επίπεδο μιας απλής φυσικής δύναμης, 4) τους συναθρώπους του, γιατί όπου ο άνθρωπος έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό του, έρχεται επίσης σε αντίθεση και με τους άλλους ανθρώπους.


    Κατά την παραγωγική διαδικασία ο καπιταλιστής αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση του κοινωνικού σώματος, ενώ οι εργάτες, που αποτελούν το σώμα αυτό, χάνουν τ’ ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους. Η εργασία είναι κάτι εξωτερικό για τον εργάτη, δηλαδή δεν ανήκει στην ουσιαστική του ύπαρξη. Επομένως, δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του στην εργασία του, αλλά τον αρνείται. Δεν αναπτύσσει ελεύθερα τη φυσική και πνευματική ενεργητικότητά του, αλλά εξευτελίζει το σώμα του και καταστρέφει το μυαλό του. Ο εργάτης επομένως νιώθει πως βρίσκεται στον εαυτό του μόνο έξω απ’ τη δουλειά του και στη δουλειά του νιώθει έξω από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δεν εργάζεται, κι όταν εργάζεται δε νιώθει άνετα.


    Στο τέλος της διαδικασίας παραγωγής το προϊόν, που είναι το αποτέλεσμά της, δεν ανήκει στους εργάτες που το κατασκεύασαν, αλλά στον καπιταλιστή. Η καπιταλιστική αγορά, που είναι το σύνολο των εμπορευμάτων και του χρήματος που υπάρχει σε κυκλοφορία, αντιμετωπίζει τους εργάτες- πωλητές εργατικής δύναμης ή αγοραστές εμπορευμάτων- σαν ξένο σώμα.


    Το φετίχ του κεφαλαίου, που κυβερνά τις ζωές και την εργασία των ανθρώπων,  είναι η τελική έκφραση του φετιχισμού των εμπορευμάτων. Το κράτος, που επιβάλλει τις συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης με τον καταναγκασμό (των ποινών, της φορολογίας, της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, των ταυτοτήτων, των πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, των ληξιαρχικών πράξεων γεννήσεως, κλπ.) κυριαρχείται και κατευθύνεται, σε τελική ανάλυση από τους εκπροσώπους των κυριαρχούντων μονοπωλίων.


    Οι πραγματικές αλλοτριώσεις, που στέκουν εμπόδιο στο δρόμο της ανθρωπότητας και παραλύουν τις δυνάμεις της, έχουν εξακριβώσιμες ιστορικές ρίζες και υλικά αίτια. Για το μαρξισμό, η μόνη συνειδητή δύναμη που μπορεί να οδηγήσει στο συλλογικό έλεγχο πάνω στις τυφλές δυνάμεις της κοινωνίας είναι η δύναμη της αλλοτριωμένης εργασίας που ενσωματώνει η εργατική τάξη. Τα υλικά μέσα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας μπορεί να τα προσφέρει μόνο η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, που θα σημάνει την κατάργηση της ιδιοκτησίας, το σάρωμα των εθνικών φραγμών, την εξαφάνιση των παραδοσιακών ανταγωνισμών, μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, των κατοίκων των πόλεων και της υπαίθρου, των αναπτυγμένων και των καθυστερημένων εθνών. Όταν οι βασικές ανάγκες θα μπορούν να ικανοποιηθούν, όταν θα βασιλεύει η αφθονία για όλους κι ο χρόνος εργασίας θα ‘χει περιοριστεί στο ελάχιστο, τότε ο δρόμος για την κατάργηση κάθε μορφής αλλοτρίωσης και τη δυνατότητα ολοκληρωμένης ανάπτυξης όλων των ατόμων θα είναι ανοιχτός.

Πηγή:  Τζωρτζ Νόβακ, Το Πρόβλημα της Αλλοτρίωσης

    

Σχόλια