Περί Αυτοκτονίας





   Πριν αυτοκτονήσω γυρεύω να βεβαιωθώ για την ύπαρξη, θα 'θελα 
να 'μαι σίγουρος για το θάνατο.
Η ζωή δε μου φαίνεται παρά σα μια 
συναίνεση με τη φαινομενική αναγνωσιμότητα των πραγμάτων
και τη σύνδεση τους στο πνεύμα. Δε νιώθω πια τον εαυτό μου
ως το μη ανατάξιμο σταυροδρόμι των πραγμάτων, το θάνατο που
γιατρεύει, γιατρεύει διαμελίζοντάς μας απ' τη φύση, αλλ' αν δεν είμαι
πια παρά μια συγκομιδή πόνων, χωρίς να συμβαίνει και κάτι;
   Αν σκοτωθώ, δε θα 'ναι ζήτημα αυτοκαταστροφής, αλλά 
ανασύνθεσης, η αυτοκτονία δε θα είναι για μένα παρά 
το μέσο της βίαιης επανάκτησής μου, μια βάναυση ανατίναξη του
είναι μου, μία καταστρατήγηση της αβέβαιης προέλασης του Θεού.
Με την αυτοκτονία, ξανασυστήνω το σχέδιό μου μέσα στη φύση,
δίνω για πρώτη φορά στα πράματα τη μορφή της βούλησής μου.
Λυτρώνω απ' αυτό το τυπικό τα όργανα μου, τόσο άσχημα μ'
εμένα ρυθμισμένα, και η ζωή δεν είναι πια για μένα μια 
παράλογη σύμπτωση όπου και σκέφτομαι ό,τι μου δίνεται
να σκεφτώ. Ώστ' επιλέγω τη σκέψη και την κατεύθυνση 
της δύναμής μου, των τάσεών μου, της πραγματικότητάς μου.
Τοποθετούμαι ανάμεσα στο ωραίο και το άσχημο, ανάμεσα 
στο καλό και το μοχθηρό. Είμαι σ' αναστολή, χωρίς έφεση,
ουδέτερος, στο μέσο της ζυγαριάς των καλών και των
άσχημων επικλήσεων.
   Αφού η ζωή από μόνη της δεν είναι λύση, η ζωή δε διαθέτει
κανενός είδους ύπαρξη επιλεγμένη, συν-αισθητή, οριστική.
Είναι μονάχα μια σειρά από ορέξεις, αντιτιθέμενες δυνάμεις,
μικρές αντιφάσεις που κορυφώνονται ή ατονούν αναλόγως
τις περιστάσεις μιας απεχθούς συντυχίας. Το κακό κατανέμεται
ανομοιόμορφα στον καθένα, όπως η διάνοια, όπως η τρέλα.
Το καλό, όπως και το κακό, είναι προϊόντα των περιστάσεων
και μιας μαγιάς λίγο-πολύ εύπλαστης. 
   Είν' οπωσδήποτε άθλιο να 'σαι πλασμένος και  να ζεις
και να αισθάνεσαι ως το απειροελάχιστο μόριο του
είναι σου, ως και τις πιο ασύλληπτες διακλαδώσεις
προκαθορισμένος αυστηρά. Στο κάτω-κάτω δέντρα 
είμαστε τι άλλο και πιθανό να είναι χαραγμένο σε 
κάποιο αγκώνα του γενεαλογικού μου δέντρου
ότι θα σκοτωθώ την τάδε μέρα.
   Ακόμα κι η ιδέα της ελευθερίας στην αυτοκτονία
πέφτει σαν πριονισμένο δέντρο. Δεν είμαι δημιουργός
ούτε του χρόνου, ούτε του τόπου, ούτε των περιστάσεων
της αυτοκτονίας μου. Ούτε καν εμπνευστής της ιδέας,
μα πρόκειται να νιώσω το ξερίζωμα;
   Θα 'ναι σε θέση να διαλύσει εκείνη τη στιγμή την
ύπαρξή μου, μ' αν κρατηθεί ανέπαφη, πώς θ' ανταποκριθούν
τ' αχρηστεμένα όργανά μου, με ποια όργανα θα εγγράψω
μια τέτοια απόσχιση; Αισθάνομαι το θάνατο πάνω από
το κεφάλι μου σα ρεύμα, σαν το ακαριαίο χοροπηδητό
μιας αστραπής που δε φαντάζομαι τη δύναμή της.
Αισθάνομαι το θάνατο φορτωμένο ηδονές και δαιδαλώδη
στροβιλίσματα. Πού βρίσκεται σ' αυτό η ιδέα του 
εαυτού μου;
   Μα να ο Θεός απρόσμενος σα μια γροθιά, σα μια 
πλάνη από φως αιχμηρό. Αποχωρίστηκα οικειοθελώς
τη ζωή, θέλησα να προφτάσω το πεπρωμένο μου!
    Μ' έχει μειώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μοιάζω 
με ρομπότ που βαδίζει, μα ένα ρομπότ που 
αισθάνεται τη βλάβη της ασυνειδησίας του.
   Και να που θέλησα κάτι να δείξω στη ζωή μου,
που θέλησα να ξανασμίξω τη δονούμενη
αλήθεια των πραγμάτων, που θέλησα να 
δώσω ένα τέλος στη θνητότητά μου.
   Και ο Θεός αυτός τι λέει;
   Τη ζωή δε την ένιωσα, το κίνημα κάθε ιδέας
ηθικής το 'βλεπα σα λουλούδι μαραμένο. Για 
μένα η ζωή δεν είχε αντικείμενο, σχήμα είχε 
απογίνει μια σειρά συλλογισμών. Αλλά 
συλλογισμών που παρεκκλίναν στο κενό,
συλλογισμών που δε δουλεύαν, που υπήρχαν
μέσα μου σαν πιθανά "μοτίβα" που η θέλησή
μου δεν κατάφερνε να ορίσει.
   Μ' ακόμη για να φτάσω στο καθεστώς της 
αυτοκτονίας, πρέπει να περιμένω την επιστροφή
του εγώ μου, να κινώ ελεύθερα κάθε αρμό της
ύπαρξής μου. Ο Θεός μ' έχει ρίξει στην απόγνωση
όπως σ' έναν αστερισμό αδιεξόδων, που οι ακτίνες
του σ' εμένα απολήγουν. Δε μπορώ ούτε να ζήσω
ούτε και να πεθάνω ούτε και να μην εύχομαι να
ζήσω ή να πεθάνω. Κι είναι όλοι σαν κι εμένα.

(Αντωνέν Αρτώ, Ο Πράσινος Δίσκος, 1925)



Σχόλια