Παράθυρα


παράθυρα

το καλοκαίρι ρίχνει δολάρια πέφτουν φαρδιά-πλατιά
σα μαύροι δίσκοι πάνω στη διψασμένη άσφαλτο
προσεύχεται το φάντασμά μου στην επαρχιακή οδό
περιμένει ηλίθια μεταμφιεσμένο σε σώμα
μυρσίνη δάφνη σκουληκοφαγωμένα τριαντάφυλλα
παθαίνουν τις ανάλογες θρομβώσεις ζέουσες ιδιοσυστασίες
πεινασμένες φυλές για τα πρώτα νομίσματα
τα υφαρπάζουν φθονερά
χείλη της σαύρας που παγιδεύουν μια μύγα

στο θηλυκό ατμό καυτό άρωμα των λεωφόρων
(ώρα γυναίκας μουσική μιας μακρινής υλακής)
στ' απογευματινό βαρέλι που άρρωστη βλάστηση
παίρνει μια βράση μέσα σε σφιχτή σιωπή
το στοιχειό μου σηκώνει κεφάλι σα σάπιο τριαντάφυλλο
ρουφώντας γεύσεις ενώ η βλάστηση θεριεύει
μα περιμένοντας την τελευταία απόπλυση
όταν πια το ξεχείλισμα της καταιγίδας που αιωρείται
χύνεται κάτω στα κολλώδη σωθικά των λουλουδιών
κι οι κήποι ανοίγονται ορθά-πλατιά σαν τις γυναίκες ξεφυσώντας

αρχαίο πράμα
αγνότητα παραχωμένη στη σχισμή των αιώνων
μίας κραυγής τ' αποκορύφωμα ραγίζει το δοχείο
δάκρυα παντού ξεχύνονται
καθάριες πηγές στα χωράφια του απρίλη - τόσο σκληρό

η πρώτη θεότητα
περιβλημένη με το πάχος μιας μακράς βοσκής
κηλιδωμένα αχαμνά σκεπάσματα γενέθλιου κρεβατιού
καρυκωμένα σε πληγές ίχνη ραφής βεβιασμένων επιδόσεων
γυναικοσμή με σκισμένο το μέτωπο
δείχνει ένα άνθος μαργαρίτας ν' αναρωτιέται γιατί στο φώς

η πιο βαθιά σπηλιά
γόνιμη σαν αγρόκτημα με τη φθορά της χρήσης
σαν οχετός και πορνείο και λίκνο
η δύσκαμπτη ανάπτυξη τραβήχτηκε
ψηλαφώντας σε χείλη λιπασμένα με ζώσες εκκρίσεις
να βρει το τελευταίο λαγούμι
νωπό σαν τα μωρά που πέρασαν
και σαν τ' απορημένα μάτια

τζεφ νουτάλ 

Σχόλια