Το Μακεδονικό μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών

Άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "εργατική αλληλεγγύη" από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών μέχρι τις παραμονές της κύρωσής της από την ελληνική Βουλή



Το Μακεδονικό: Τσίπρας και Κοτζιάς περηφανεύονται ότι υπηρετούν καλύτερα τον ελληνικό καπιταλισμό!

Τα μεγάλα λόγια και οι συγκινητικές φράσεις περίσσεψαν στους Ψαράδες της Μεγάλης Πρέσπας την Κυριακή. Ο Κοτζιάς και ο Ντιμιτρόφ, υπέγραψαν την περίφημη Συμφωνία με τους Τσίπρα και Ζάεφ να στέκονται από πάνω τους. 

Απέναντι στα εθνικιστικά ουρλιαχτά της ΝΔ και του ακροδεξιού συρφετού, η κυβέρνηση παρουσιάζει την Συμφωνία σαν κίνηση «που ανοίγει δρόμους για την ειρηνική επίλυση διαφορών και τη δημιουργική συνύπαρξη των λαών» όπως είπε ο Τσίπρας στο διάγγελμά του την Τρίτη και επανέλαβε με διαφορετικά λόγια την Κυριακή. 

Όμως, πέρα από αυτά τα ωραία λόγια, όταν η συζήτηση φτάνει κάπως στην ουσία, το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι διαφορετικό: η συμφωνία που πετύχαμε πατάει πάνω στην «εθνική γραμμή» των 25 τελευταίων χρόνων, τα καταφέραμε καλύτερα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και αναγκάσαμε την άλλη πλευρά να κάνει υποχωρήσεις που  ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν είχαν εξασφαλίσει.

Ο Κοτζιάς το είπε ξεκάθαρα στη Βουλή, το Σάββατο 16 Ιούνη, στη συζήτηση για την πρόταση μομφής που κατέθεσε η ΝΔ: «Δηλαδή προσέξτε, λέτε εμείς ότι παραδινόμαστε. Ουσιαστικά αυτοί κάνουν δημοψήφισμα και αλλαγή Συντάγματος για να τους δώσουμε μετά το ΟΚ».

Επανέλαβε στην συνέχεια: «Επίσης δεν μας λένε, τετελεσμένα δεν θα έχουν από αυτή τη συμφωνία οι γείτονές μας; Δηλαδή είναι μικρό πράγμα να αλλάζει η χώρα αυτή, το όνομά της; Είναι μικρό πράγμα να αλλάζει το Σύνταγμά της και μετά εμείς να πούμε αν θα επικυρώσουμε; Θα κάνουν τις δύο μέγιστες πράξεις για την ταυτότητά τους και μετά εμείς θα επικυρώσουμε. Και λέει η αντιπολίτευση ‘αν επικυρώσουμε μετά, έχετε δημιουργήσει τετελεσμένα’».

Πανηγυρίζει ο Κοτζιάς γιατί ενώ το 2008 η κυβέρνηση του Καραμανλή ζητούσε «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων (erga omnes)» μόνο για τις διακρατικές σχέσεις, τώρα η κυβέρνηση Ζάεφ τον αποδέχεται και για το εσωτερικό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. 

Σύμφωνα με τα άρθρα της Συμφωνίας, η γειτονική Δημοκρατία θα πρέπει ν’ αλλάξει ονομασία, να αλλάξει για μια ακόμα φορά το Σύνταγμά της, να αλλάξει όλα τα δημόσια έγγραφά της, τα διαβατήρια των πολιτών της που είναι μετανάστες (με τη μεγαλόψυχη παραχώρηση ότι αυτό μπορεί να διαρκέσει και πέντε χρόνια), να αλλάξει ονομασίες δρόμων, μέχρι και την ονομασία «του Θεάτρου των Σκοπίων» όπως ομολογεί στα «ψιλά» η Καθημερινή της Κυριακής, ακόμα και τις πινακίδες των αυτοκινήτων. 

Αυτό δεν είναι «δημιουργική συνύπαρξη», είναι δορυφοροποίηση. Δεν είναι πλήγμα στον εθνικισμό, είναι η επιβράβευση της εθνικιστικής εκστρατείας της «δικιάς μας» άρχουσας τάξης που με τις πλάτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ διεκδικούσε το ρόλο του «νονού» της γειτονικής χώρας και του αρχιτραμπούκου των Βαλκανίων. 

Δυτικά Βαλκάνια

Ο Τσίπρας στο διάγγελμά του το είπε κομψά: «Με τη Συμφωνία αυτή η πατρίδα μας εδραιώνεται ως ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια και ως πραγματικός πυλώνας σταθερότητας σε μια βαθειά πληγωμένη περιοχή». Πράγματι, η φιλοδοξία του ελληνικού καπιταλισμού ήταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 να γίνει «ηγέτιδα δύναμη» στα Βαλκάνια. Αλλά μόνο «πυλώνας σταθερότητας» δεν γίνεται. 

Έριξε λάδι στη φωτιά του εθνικιστικού μίσους, επέβαλε εμπάργκο το 1994-95, και στη συνέχεια λεηλάτησε, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και των εξαγορών, ό,τι μπορούσε να λεηλατηθεί, από τράπεζες μέχρι ορυχεία και σούπερ-μάρκετ. Οι κλυδωνισμοί της κρίσης, δεν έχουν κάνει το ελληνικό κεφάλαιο και το κράτος του πιο δειλό, αλλά πιο επιθετικό και αρπακτικό. Οι ελληνικές εταιρείες έχουν διατηρήσει «ισχυρές θέσεις» σε ολόκληρα τα Βαλκάνια και στη νευραλγική περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Το 2001, οι ελληνικές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στις χώρες των Βαλκανίων ανέρχονταν σε περίπου 1689 εκατομμύρια ευρώ. Το 2016 ανήλθαν σε περίπου 5327 εκατομμύρια ευρώ.

Το «διαβατήριο» που δίνει η ελληνική άρχουσα τάξη στη Δημοκρατία της Μακεδονίας για την είσοδο στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην ΕΕ, είναι διεκδίκηση μεγαλύτερου ρόλου στην περιοχή, και οικονομικά και πολιτικά. Η άρχουσα τάξη «μας» θέλει τα Δυτικά Βαλκάνια στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ για να εξασφαλίσει ένα γήπεδο που θα ισχύουν οι «σωστοί κανόνες» για τα συμφέροντά της. Για να κάνει επικερδή «ντηλ» και λαμογιές, να επενδύει σε όλη την περιοχή με μισθούς πείνας και φορολογικούς παραδείσους. 

Η «συνδεσιμότητα» των Δυτ. Βαλκανίων στην ενέργεια, τις μεταφορές, τις τηλεπικοινωνίες είναι στη καρδιά της στρατηγικής διεύρυνσης της ΕΕ. Κι ο ελληνικός καπιταλισμός τρίβει τα χέρια του με ευχαρίστηση από τις προοπτικές. «Συνδεσιμότητα» στις οδικές και σιδηροδρομικές μεταφορές; Τόσο το καλύτερο για το λιμάνι του Πειραιά και την «ευεργετική» παρουσία της COSCO και την «συμβολή» των ελλήνων εφοπλιστών. 

Στα τέλη του Απρίλη ο Ζάεφ είχε μια επίσημη, αν και όχι τόσο διαφημισμένη, συνάντηση όχι με κάποιον υπουργό, αλλά με τον Παναγιωτάκη, τον πρόεδρο της ΔΕΗ. Μόλις είχε εγκριθεί η συμφωνία εξαγοράς από τη ΔΕΗ της EDS, εταιρείας εμπορίας και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος που εκτός από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας δραστηριοποιείται και σε Σερβία, Κόσοβο και Αλβανία.

Είναι λάθος η εκτίμηση ότι η συμφωνία μπορεί μεν να είναι «ετεροβαρής» υπέρ της ελληνικής πλευράς, αλλά τουλάχιστον κλείνει μια εστία έντασης που τροφοδοτούσε εθνικιστικά μίση. Η αλήθεια είναι η αντίθετη. Η επιβολή των αλλαγών που πέτυχε η ελληνική διπλωματία θα τροφοδοτήσει τον εθνικισμό και θα πολλαπλασιάσει τις εστίες έντασης. 

Η εικόνα του ελληνικού κράτους να γίνεται και με τη βούλα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ο «νονός» της γειτονικής Δημοκρατίας, δεν πρόκειται να το κάνει πιο αγαπητό στους εργαζόμενους και τη νεολαία των Βαλκανίων. 

Ούτε η συμμετοχή στην προσπάθεια ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ θα είναι μια διαδικασία στρωμένη με λουλούδια. Θα σημαίνει και νέες επιθέσεις φτώχειας και λιτότητας στους «από κάτω» αλλά και συμμετοχή στους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Είναι ολοφάνερο ότι η ένταξη χωρών όπως η Σερβία στο ΝΑΤΟ είναι μια κατευθείαν κίνηση ενάντια στη Ρωσία. 

“Ηγετική δύναμη”;

Όταν ο Τσίπρας δηλώνει ότι χάρη στη συμφωνία που έφτιαξε με τον Ζάεφ, η Ελλάδα γίνεται “ηγετική δύναμη” στα Βαλκάνια, αυτό που εννοεί είναι ότι η γειτονική χώρα πρέπει να ακολουθεί πιστά την ελληνική εμπλοκή στις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις του Τραμπ και στις πολεμικές συνεργασίες με το Ισραήλ.

Επίσης, η προοπτική ότι ο ελληνικός καπιταλισμός γίνεται "ηγέτιδα δύναμη" στα Δυτικά (τουλάχιστον) Βαλκάνια, ρίχνει λάδι στη φωτιά του αντιδραστικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. 

Όπως είπε ο Κοτζιάς στην ομιλία του: 

«Αυτή η συμφωνία είναι πατριωτική, διότι μας επιτρέπει να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις της χώρας εκεί που υπάρχει το ουσιαστικό πρόβλημα και κάποια μέρα να κουβεντιάσουμε από ποιους πραγματικά κινδυνεύει η χώρα. Από χώρες που δεν έχουν ούτε Πολεμική Αεροπορία, ή από αυτούς που είναι έτοιμοι να αγοράσουν F-35;»

Αλλά και ο Σταύρος Θεοδωράκης του Ποταμιού, που τρία χρόνια πριν άστραφτε και βροντούσε για το Ναι στο δημοψήφισμα, είπε το ίδιο πράγμα πιο κυνικά ακόμα: «Η Halk-bank, τράπεζα που συνδέεται ποικιλοτρόπως με τον Ερντογάν, χρηματοδοτεί στα Σκόπια ό,τι αποφασίζει η Άγκυρα. Η Τουρκία είναι ο μεγαλύτερος δωρητής οπλικών συστημάτων στα δυτικά Βαλκάνια… Και το δίλημμα που έχουμε μπροστά μας είναι ένα και ξεκάθαρο: Θα παραχωρήσουμε κι άλλο έδαφος στην Τουρκία ή θα ανακόψουμε την προέλασή τους; Η μόνη λύση είναι να φέρουμε τους γείτονές μας πιο κοντά μας, στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ».

Η συμφωνία δίνει περισσότερο "τσαμπουκά" στην άρχουσα τάξη να διεκδικήσει τον έλεγχο των ΑΟΖ, να παίξει ρόλο στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και μοιρασιές στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μ. Ανατολή και όλα αυτά στο όνομα της «ανακοπής της προέλασης της Τουρκίας». 

Το κόστος αυτών των επιδιώξεων της άρχουσας τάξης που εξυπηρετεί η κυβέρνηση του Τσίπρα καλείται να το πληρώσει η εργατική τάξη και η νεολαία. Με την κλιμάκωση των εξοπλισμών την ίδια στιγμή που μισθοί, συντάξεις, δικαιώματα τσακίζονται για να εξασφαλίζονται τα "υπερπλεονάσματα" του προϋπολογισμού. Η πολιτική του μνημονίου διαρκείας που θέλει να επιβάλλει στις πλάτες μας είναι το πρόγραμμα της άρχουσας τάξης για όλα τα Βαλκάνια. Και χέρι-χέρι μ’ αυτές τις θυσίες πάνε οι εθνικιστικές εκστρατείες για τον «εξ ανατολών κίνδυνο» που πρέπει να μας «βρει ενωμένους». 

Για τους εργαζόμενους και τη νεολαία που αγανακτούν με τα εμφυλιοπολεμικά εθνικιστικά κηρύγματα της ΝΔ και σιχαίνονται τους Μπαρμπαρούσηδες, η εναλλακτική δεν είναι η ευθυγράμμιση με την καπιταλιστική διπλωματία του Τσίπρα. Είναι η πάλη για την ανατροπή των μνημονίων και της πολεμοκαπηλίας που θα γίνει πιο δυνατή με τη διεθνιστική ενότητα με τους εργάτες των Βαλκανίων.

Λέανδρος Μπόλαρης, 20/06/2018, No 1329



Σύνοδος ΕΕ: “Ενταξιακές διαπραγματεύσεις” για τα Δυτικά Βαλκάνια - Ένας δρόμος γεμάτος συρματόπλεγμα

Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν εκατέρωθεν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σχετικά με τη συμφωνία των Πρεσπών τονίζουν ότι η ενδεχόμενη ένταξη της δεύτερης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ είναι ένα βήμα που αφενός «μας φέρνει πιο κοντά» και αφετέρου θα καλυτερέψει την κατάσταση στη γείτονα χώρα. Πρόκειται για ένα ψέμα όσον αφορά και στα δύο σκέλη. 

Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι χώρες του ΝΑΤΟ και αυτό δεν τις εμπόδισε να έρθουν σε πόλεμο μεταξύ τους. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και την ευρωζώνη δεν εμπόδισε τις υπόλοιπες χώρες-μέλη να της επιβάλουν καθεστώς επιτροπείας και σκληρής λιτότητας και να την εκβιάσουν με τον χειρότερο τρόπο τον Ιούλιο 2015.

Για την εργατική τάξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας η συμμετοχή της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα σημάνει ό,τι σήμανε αντίστοιχα και για την ελληνική: εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σκληρής λιτότητας από τη μια. Στρατιωτικές βάσεις και σπατάλες για εξοπλισμούς προκειμένου να πιάνουν τον νατοϊκό όρο του 2%, από την άλλη. Θα σημάνει επιπλέον ατελείωτες προϋποθέσεις, όρους και εκβιασμούς – που έχουν ξεκινήσει ήδη πριν από την ένταξή της.

Όροι

Πριν από μια βδομάδα, ο γ.γ του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεργκ επανέλαβε ότι η Δημοκρατία της Μακεδονίας θα γίνει πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ, μόνο εάν επικυρώσει τη συμφωνία του ονόματος αλλά και εάν υπερισχύσει το «Ναι» στο προσεχές δημοψήφισμα. Δηλαδή, αν επικυρώσει τους όρους που έθεσε στις Πρέσπες το ελληνικό κράτος, που με τη βάση της Σούδας και όχι μόνο, αποτελεί στρατηγικό στήριγμα του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Οι όροι της Ουάσιγκτον περνάνε μέσα από την Αθήνα και τούμπαλιν.

Στην απόφαση της Συνόδου των Βρυξελλών, «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποστηρίζει θερμά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας…». Όμως πίσω από τους χαιρετισμούς εντείνεται, μάλιστα μέσα σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, το παρασκήνιο όρων και προθεσμιών. 

Μερικές μέρες πριν τη Σύνοδο των Βρυξελλών, στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ, η Δανία, η Γαλλία και η Ολλανδία είχαν προτείνει την πλήρη αναβολή της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Αλβανίας και Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτές οι κυβερνήσεις κινούνται πάνω στη γραμμή της «εμβάθυνσης» της συνεργασίας (όσον αφορά χρηματοδότηση, χρέη κλπ) των χωρών της ΕΕ και όχι της «διεύρυνσης» που μεγαλώνει την «αυλή» της Γερμανίας.

Τελικά, τη δεύτερη μέρα της Συνόδου των Βρυξελλών, οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Αλβανία το τέλος του 2019, με τον όρο όμως ότι μέχρι τότε και οι δύο χώρες θα εμφανίσουν αρκετή «πρόοδο» σε μια σειρά από «μεταρρυθμίσεις» που τους ζητάνε. Αυτές θα εξεταστούν τον Ιούνιο 2019 και μόνο αν περάσουν τον έλεγχο, θα αρχίσουν συνομιλίες στο τέλος του έτους. 

Σε αυτούς τους όρους και τις προϋποθέσεις θα πρέπει να προσθέσει κανείς τις πιέσεις προς την Αλβανία και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας να γίνουν οι τρίτες χώρες εκτός ΕΕ που θα ανοίξουν στρατόπεδα «υποδοχής» για τους πρόσφυγες, με την πρώτη να έχει ήδη αρνηθεί δημόσια την πρόταση. Ο δρόμος της «ένταξης» είναι στρωμένος με αγκάθια και συρματοπλέγματα.

Εργατική Αλληλεγγύη 04/07/2018, No 1331



Μακεδονικό: Η ειρήνη και η φιλία δεν έρχονται με εκβιασμούς

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που έγινε την Κυριακή στη Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν μια αναμενόμενη αποδοκιμασία της Συμφωνίας των Πρεσπών. 

Το 91,4% υπέρ του “Ναι” (λίγο παραπάνω από 600.000 ψήφους) στη συμφωνία είναι ένα ψευδεπίγραφο αποτέλεσμα καθώς το ποσοστό της συμμετοχής στο δημοψήφισμα δεν πέρασε το 35%, δηλαδή ψήφισε περίπου το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων στους καταλόγους. Ακόμα και στις περιοχές που ψήφιζε η αλβανική μειονότητα και όλοι θεωρούσαν ότι θα ψήφιζε μαζικά υπέρ του “Ναι”, η συμμετοχή ήταν πεσμένη. 

Το ποσοστό της συμμετοχής στο δημοψήφισμα ήταν περίπου στο μισό της συμμετοχής στις τελευταίες βουλευτικές το 2016 όπου είχαν ψηφίσει 1.191.832 πολίτες σε σύνολο 1.784.419 εγγεγραμμένων. Τότε, οι ψήφοι που είχαν πάρει οι Σοσιαλδημοκράτες του Ζάεφ ήταν περίπου 437.000 και όλα τα αλβανόφωνα κόμματα μαζί περίπου 211.000. Δηλαδή, στο δημοψήφισμα οι ψήφοι υπέρ του “Ναι” ήταν λιγότερες από τον αριθμό των περίπου 650.000 ψήφων που είχαν πάρει από κοινού αυτά τα κόμματα στις εκλογές του 2016.

Αποτυχία

Για να έχει πολιτικά κύρος το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση του Ζάεφ είχε αρχικά βάλει τον πήχη της συμμετοχής στο νομότυπο 50%+1. Στη συνέχεια, διαβλέποντας τους κινδύνους κατέβασε αυτόν τον πήχη στο 40%, αλλά τελικά  δεν μπόρεσε να πετύχει ούτε αυτόν τον στόχο. Που οφείλεται αυτή η αποτυχία;

Εκ των υστέρων, πολλοί σχολιαστές παραδέχονται ότι οι επίμονες παρεμβάσεις από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ λειτούργησαν αρνητικά. Σε μια παρέλαση δηλώσεων (που θύμιζε έντονα την περίοδο του Δημοψηφίσματος το 2015 στην Ελλάδα και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις έξωθεν “παρεμβάσεων” σε μια σειρά από εκλογές και δημοψηφίσματα) ο Μακρόν, η Μέρκελ, ο γραμματέας του ΝΑΤΟ και οι υπουργοί του Τραμπ, κουνούσαν το δάχτυλο στους γείτονες για να ψηφίσουν “σωστά”.

Αλλά, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, η πλειοψηφία του κόσμου τους αψήφισε, στέλνοντας στην κάλαθο των αχρήστων τις χειριστικές μεθόδους και τους εκβιασμούς τους που συμπυκνώθηκαν στο ερώτημα-πακέτο που καλούσε η κυβέρνηση Ζάεφ τους πολίτες να πάρουν θέση: «Είστε υπέρ της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, αποδεχόμενοι τη συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας;» 

Ο απλός κόσμος δικαιολογημένα έδειξε τη δυσφορία του απέναντι σε αυτούς τους εκβιασμούς, εκφράζοντας ίσως και την εύλογη ανησυχία του για την προοπτική να ανοίξει ένας νέος γύρος ανακατατάξεων στα Βαλκάνια, καθώς αμέσως μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών άρχισαν διαπραγματεύσεις -και μαζί τους νέες εντάσεις- στο Κόσοβο για επαναχάραξη των συνόρων με τη Σερβία. Κάνοντας ακόμη και για το αλβανικό στοιχείο τον δρόμο που άνοιξε η Συμφωνία των Πρεσπών να μην φαντάζει πλέον τόσο ειρηνικός.

Οι έξωθεν παρεμβάσεις προφανώς έπαιξαν τον ρόλο τους στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αλλά είναι παραπλανητικές οι αναλύσεις που εκ των υστέρων προσπαθούν να εξηγήσουν το αποτέλεσμα με όρους εθνικιστικής έξαρσης στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο δρόμος προς το δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα δεν σημαδεύτηκε από εθνικιστικό πυρετό αλλά χαμηλούς τόνους.  Tο “σκληρό” VMRO-DPMNE, το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Γκρουέφκσι, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση, επισήμως δεν τόλμησε καν να καλέσει υπέρ του ΟΧΙ ή υπέρ της αποχής, αλλά κάλεσε τους πολίτες “να πράξουν κατά συνείδηση”, μην θέλοντας να έρθει σε άμεση ρήξη με τις επιταγές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ο τωρινός ηγέτης του Μίτσκοσκι αμέσως μετά το δημοψήφισμα το χαρακτήρισε ανεπιτυχές τονίζοντας ωστόσο ότι η ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ αποτελεί “άμεση προτεραιότητα” του κόμματός του. 

Το πραγματικό πρόβλημα για την κυβέρνηση Ζάεφ ή την οποιαδήποτε κυβέρνηση πάρει την θέση της στη Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι ότι η οποιαδήποτε ένταξη της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς αυτούς οργανισμούς περνάει μέσα από την έγκριση της Ελλάδας. Οι επανειλημμένες παρεμβάσεις του γ.γ του ΝΑΤΟ και των Ευρωπαίων ηγετών υπέρ της Συμφωνίας δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ασκούν πίεση στην κυβέρνηση της γειτονικής χώρας ότι θα είναι ευπρόσδεκτη σε αυτούς τους οργανισμούς μόνο με τον “κηδεμόνα” της. Δηλαδή, το ελληνικό κράτος και τους όρους που αυτό επιβάλει και δεν είναι άλλοι από την απαίτηση να αλλάξει το όνομά της και το σύνταγμά της.

Υπεροπλία

Πρόκειται για μια καθαρή επιβολή της βούλησης ενός ισχυρότερου κράτους πάνω σε ένα μικρότερο γειτονικό του, με εργαλεία την περίοπτη διπλωματικά θέση που το πρώτο κατέχει εδώ και δεκαετίες σαν μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, την οικονομική του διείσδυση στη γειτονική χώρα και την απόλυτη στρατιωτική του υπεροπλία απέναντι σε μια χώρα που δεν έχει ούτε ένα μαχητικό αεροσκάφος. Στα μάτια της πλειοψηφίας του κόσμου στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, η έγκριση της Συμφωνίας σήμανε να υποκύψει σε έναν ωμό εκβιασμό: για να μην βάλει βέτο η Ελλάδα στην ένταξή σας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ πρέπει να αλλάξετε όνομα και σύνταγμα.  

Είναι αυτός ο “ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο”, για τον οποίο ελάχιστοι μιλάνε στην από εδώ πλευρά των συνόρων, πόσο δηλαδή εκβιαστική είναι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτήν την στάση, εξυπηρετώντας και εντάσσοντας στα δικά τους σχέδια για την περιοχή, στήριξαν και στηρίζουν η Μέρκελ, ο Μακρόν και ο Τραμπ.

Αυτόν τον ελέφαντα όλοι προσπαθούν να τον κρύψουν: Από τη μια, ο Τσίπρας και ο Ζάεφ, ζωγραφίζοντάς τον με όμορφα λόγια περί ειρηνικής συνύπαρξης και συμφιλίωσης των λαών. Και από την άλλη, οι Μητσοτάκηδες και οι Καμμένοι, ξαναγράφοντας την ιστορία εντελώς από την ανάποδη, καταγγέλλοντας τον Τσίπρα για τάχα υπερβολικές υποχωρήσεις και καλύπτοντας τα ουρλιαχτά των ακροδεξιών και των φασιστών περί “προδοσίας”. 

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανατρέπει τους ισχυρισμούς και των μεν και των δε. Όσον αφορά στους μεν, στην πλειοψηφία τους οι κάτοικοι της Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν αναγνώρισαν -και ορθά- στη συμφωνία και όλους τους υποστηρικτές της μια αυθεντική διάθεση συνύπαρξης. Όσον αφορά στους δε, Καμένους και Μητσοτάκηδες, αν ίσχυαν οι ισχυρισμοί τους ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών “τα Σκόπια τα παίρνουν όλα”, τότε γιατί οι κάτοικοι της Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν την στήριξαν; 

Στην πραγματικότητα, οι εξελίξεις δικαιώνουν -αυξάνοντας τα περιθώρια να δυναμώσουμε και να απλώσουμε- τη διεθνιστική στάση που κράτησαν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Λέγοντας ΟΧΙ στα εθνικιστικά συλλαλητήρια που οργάνωνε στην Ελλάδα η δεξιά και η ακροδεξιά ενώ ταυτόχρονα εξηγούσαμε τη διαφωνία μας με την επιθετική διπλωματία του Τσίπρα και του Κοτζιά. 

Προσέγγιση

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, σαν το πρώτο πολιτικό απότοκο της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποδεικνύει ότι αυτή δεν είναι μέσο για μια πραγματική ειρηνική προσέγγιση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τον λαό των δύο χωρών. Πόσο μάλλον η στάση που κρατάνε η ελληνική κυβέρνηση, οι Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι σύμμαχοί της καθώς και η ίδια η κυβέρνηση Ζάεφ περιφρονώντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια το σαφές μήνυμα του δημοψηφίσματος (στο οποίο έτσι κι αλλιώς είχε δώσει συμβουλευτικό χαρακτήρα) ο Ζάεφ δήλωσε ότι δεν θα παρεκκλίνει από τον κυβερνητικό σχεδιασμό για κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή της Δημοκρατίας της Μακεδονίας – με ό,τι πολιτική κρίση συνεπάγεται: 

Για να επιτευχθεί η απαραίτητη πλειοψηφία στη Βουλή για την αλλαγή του Συντάγματος, χρειάζεται να ψηφίσουν θετικά και τουλάχιστον πέντε, ίσως και περισσότεροι, βουλευτές του VMRO. Ο Ζάεφ κάλεσε το VMRO “να σεβαστεί τη φωνή της πλειοψηφίας» (!) και έδωσε στην αντιπολίτευση δέκα με δεκαπέντε ημέρες προθεσμία για να αποφασίσει εάν θα ψηφίσει για τις συνταγματικές αλλαγές στη Βουλή- “αλλιώς θα ακολουθήσουνε νέες εκλογές με πιθανή ημερομηνία τις 25 Νοέμβρη”.

Ο Τσίπρας σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Ζάεφ τον επαίνεσε “για την αποφασιστικότητα και τη γενναιότητά του να συνεχίσει στην εφαρμογή της συμφωνίας”. Σε δηλώσεις του ο αναπληρωτής υπ. Εξωτερικών, Γ. Κατρούγκαλος, δήλωσε (με απίστευτο κυνισμό) ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν προέβλεπε δημοψήφισμα, αυτό ήταν κάτι που αποφάσισε η κυβέρνηση Ζάεφ και επομένως η διαδικασία της συμφωνίας δεν επηρεάζεται από το δημοψήφισμα. 

Στο ίδιο πνεύμα, “συνεχίζουμε σαν να μην έγινε τίποτε”, ο επίτροπος για την διεύρυνση της ΕΕ, Γιοχάνες Χαν δήλωσε: «Με την πολύ σημαντική ψήφο στο "Ναι" υπάρχει σημαντική στήριξη στη συμφωνία των Πρεσπών και το Ευρωατλαντικό μονοπάτι της χώρας». Είναι σαφές, ότι το επόμενο διάστημα, οι πιέσεις προς το λαό της γειτονικής χώρας, είτε Μακεδόνες είναι αυτοί, είτε Αλβανοί είτε οποιαδήποτε άλλη μειονότητα, θα ενταθούν περαιτέρω προκειμένου να αποδεχθούν τη συμφωνία.   
Πρόκειται για επικίνδυνες εξελίξεις, που κάνουν ακόμη περισσότερο επιτακτική την ανάγκη να ειπωθεί η αλήθεια από την πλευρά της Αριστεράς στην Ελλάδα και να διατυπωθεί καθαρά η διέξοδος: Πραγματική αλληλεγγύη και ειρηνική συνύπαρξη σημαίνει σεβασμό στο δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης και συγκεκριμένα σημαίνει αναγνώριση του δικαιώματος στους γείτονές μας να κρατήσουν το όνομα τους. 

Έτσι ανοίγει ο δρόμος για να αντισταθούμε όλοι μαζί, από κοινού σαν εργάτες απέναντι σε όλους τους εκβιαστές στα Σκόπια, στην Αθήνα, στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες καθώς και στα σχέδια και τις συμφωνίες που, με μόνο άξονα τα καπιταλιστικά τους συμφέροντα, απεργάζονται, προκαλώντας διαχρονικά ατελείωτες δυστυχίες στους λαούς των Βαλκανίων.

Γιώργος Πίττας 03/10/2018, No 1343 


 

Πρέσπες, Τσίπρας, Κοτζιάς: Μια συμφωνία “σταθερότητας” που φέρνει αστάθεια (και στις κυβερνήσεις)

Ποια είναι τα αίτια της κυβερνητικής κρίσης και της παραίτησης Κοτζιά που ακολούθησε την προηγούμενη βδομάδα;

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου της κυβέρνησης Τζανακόπουλο, η παραίτηση του Νίκου Κοτζιά ήταν «πολιτικά πλήρως ακατανόητη» και ο λόγος της παραίτησής του «μη ερμηνεύσιμος». Στην συνεδρίαση του επίμαχου υπουργικού συμβουλίου, στη διάρκεια της διυπουργικής διένεξης, ο ίδιος ο Τσίπρας ήδη είχε κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση χαριτολογώντας «βλέπετε τι τραβάω με τον Καμμένο και τον Κοτζιά. Είναι μπελάς».

Η ερμηνεία ότι οι λόγοι της διένεξης ήταν προσωπικοί, ότι ο «πληθωρικός» χαρακτήρας των δύο υπουργών τους έφερε σε σύγκρουση, μπορεί να βολεύει την γραμμή της κυβέρνησης να τελειώνει γρήγορα με το επεισόδιο και πλέον με υπουργό Εξωτερικών τον ίδιο τον Τσίπρα, να συνεχίσει τις προσπάθειές της για να προχωρήσει η Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά φυσικά δεν εξηγεί την αιτία της σύγκρουσης. “Πληθωρικοί” ήταν και προχθές και πρόπερσι οι δύο υπουργοί του. 

Η τάχα «αποκάλυψη» του Καμμένου για τα μυστικά κονδύλια του Υπουργείου Εξωτερικών, στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο (μια παραβίαση «ανοιχτών θυρών» καθώς όλοι στην κυβέρνηση, αλλά και στα υπόλοιπα κόμματα, γνωρίζουν ότι αυτά κατευθύνονται προς την Εκκλησία και άλλους «εθνικούς» παράγοντες σε γειτονικές και όχι μόνο χώρες για να «προάγουν» τα «εθνικά αιτήματα»), καθώς και η επικάλυψη καθηκόντων με την δημόσια εμφάνιση του Καμμένου σε ρόλο υπουργού Εξωτερικών στις ΗΠΑ, μπορεί να έκαναν όντως έξω φρενών τον Κοτζιά. Αλλά θα πρέπει κανείς να είναι αφελής για να πιστεύει ότι ο αρχιτέκτονας του σχεδίου των Πρεσπών (και συνολικότερα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας τα τελευταία τρία χρόνια), θα παραιτιόταν από την θέση του για αυτούς τους λόγους, και μάλιστα την πιο κρίσιμη στιγμή, που η τύχη του σχεδίου διακυβεύεται. 
Πολλοί αναλυτές, καθώς και ο ίδιος ο πρώην υπουργός Εξωτερικών μέσα από δηλώσεις του και διαρροές της εννιασέλιδης επιστολής παραίτησης, θέτουν το ζήτημα συνολικότερης πολιτικής διαφωνίας του Κοτζιά με την πολιτική των συμμαχιών της κυβέρνησης. Σύμφωνα με την ΕφΣυν, «είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν από τον τελευταίο ανασχηματισμό ο Νίκος Κοτζιάς είχε ζητήσει από τον Αλέξη Τσίπρα να μη συμπεριλάβει τον Πάνο Καμμένο στο κυβερνητικό σχήμα και να αναζητήσει άλλη πλειοψηφία στη Βουλή. Λέγεται ότι ο Νίκος Κοτζιάς έκανε λόγο για μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που θα έφερνε πραγματικά για πρώτη φορά την Αριστερά στην εξουσία» - «για μια κυβέρνηση η οποία θα είχε τερματίσει τη συμπόρευσή της με τους ΑΝΕΛ μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια».


Προφανώς είναι ανοιχτή συζήτηση και υπάρχουν αντιθέσεις στους κόλπους της κυβέρνησης αλλά και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάγκη στροφής συνεργασιών με τις δυνάμεις της «κεντροαριστεράς», με τις οποίες ο Κοτζιάς έχει όλες τις σχέσεις και τα ανοίγματα. 

Αλλά, το τάιμινγκ αυτής της στροφής είχε ήδη τεθεί από τα πράγματα, και αφορά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο την άνοιξη του 2019. Την παρούσα στιγμή, αυτό που διακυβεύεται είναι η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Γιατί ο Κοτζιάς να επιλέξει αυτή τη στιγμή για παραίτηση και να μην δώσει αυτή την μάχη μέχρι το τέλος ως υπουργός Εξωτερικών μαζί με τον Τσίπρα, και κερδίζοντάς την, να ανοίξει το δρόμο για την στροφή συμμαχιών της κυβέρνησης με την κεντροαριστερά; 

Αδιέξοδο

Ο μόνος τρόπος για να εξηγήσει κανείς πειστικά την πρόσφατη κρίση και την παραίτηση του Κοτζιά είναι το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί η «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική όχι μόνο του ίδιου, αλλά συνολικά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθώς και οι γενικότεροι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή. 

Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το δεύτερο μεγάλο στοίχημα (μετά την «επιτυχία» της «εξόδου από τα μνημόνια» που την έχει μετατρέψει σε καλό παιδί των «εταίρων» στην ΕΕ) ήταν η λύση του Μακεδονικού με τη στήριξη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, με ένα τρόπο «επωφελή για την χώρα», όπως συνήθιζαν να λένε στις δηλώσεις τους, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης. Με ένα τρόπο επωφελή για τον ελληνικό καπιταλισμό, θα λέγαμε εμείς.

Η «πολυδιάστατη» αυτή πολιτική, υποτίθεται ότι είχε πετύχει μέχρι τώρα να «λύσει» όλα τα προβλήματα σε αυτήν την κατεύθυνση, με μια λεγόμενη win-win συμφωνία: 

Κέρδισε την υποστήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ αλλά και των χωρών της ΕΕ στο σχεδιασμό ότι η επέκτασή τους στα Δυτικά Βαλκάνια θα περνούσε μέσα από την Αθήνα και τις δικές της βλέψεις στην περιοχή, με εργαλείο την Συμφωνία των Πρεσπών (με αντάλλαγμα βέβαια την περαιτέρω αναβάθμιση της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στους νατοϊκούς σχεδιασμούς στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή με την επέκταση των βάσεων). 

Η Ελλάδα δεσμεύθηκε να άρει το βέτο για την ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ με την προϋπόθεση όμως ότι η γειτονική χώρα, μέσα από την έξωθεν επιβολή αλλαγής ονόματος και συντάγματος σε αυτήν, θα μετατραπεί από οικονομικό προτεκτοράτο του ελληνικού καπιταλισμού σε ένα πολιτικό ακόλουθο του ελληνικού κράτους στην περιοχή.

Η κυβέρνηση των Σκοπίων, από τη μεριά της θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πέτυχε, έστω και με όρους συνθηκολόγησης, την πολυπόθητη για την εκεί άρχουσα τάξη ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, την οποία υποστηρίζει όχι μόνο η κυβέρνηση Ζάεφ αλλά και το αντιπολιτευόμενο VMRO. 

Σε αυτήν την κατεύθυνση (πίσω από τα ωραία λόγια με τα οποία παρουσίαζαν την Συμφωνία των Πρεσπών, σαν μια τάχα «ειλικρινή» «φιλειρηνική» διευθέτηση, που θα έλυνε όλα τα προβλήματα), έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις τους τελευταίους μήνες οι εμπλεκόμενες πλευρές, αλλά ήρθε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη γειτονική χώρα, για να θέσει υπό αίρεση όλους αυτούς τους σχεδιασμούς. 

Όλοι οι εκβιασμοί, τα τετελεσμένα και οι δηλώσεις πρωθυπουργών, αξιωματούχων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, δεν κατάφεραν να πείσουν τους εργαζόμενους και το λαό στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ότι όλα γίνονται «για το καλό τους». Μόνο ένας στους τρεις πήγε να ψηφίσει υπέρ της Συμφωνίας στο «συμβουλευτικό» δημοψήφισμα. Αυτή είναι η μεγάλη εξέλιξη που δημιουργεί κρίση στις κυβερνήσεις ένθεν-κακείθεν. 

Δύο χρόνια μετά την αναταραχή που οδήγησε στις εκλογές του 2016, η Δημοκρατία της Μακεδονίας βρίσκεται εν μέσω νέας βαθύτερης πολιτικής κρίσης με την κυβέρνηση Ζάεφ να έχει δηλώσει ότι θα προχωρήσει σε εκλογές αν δεν πάρει την απαραίτητη πλειοψηφία των δύο τρίτων στο κοινοβούλιο για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Στη διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στο κοινοβούλιο τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κυβέρνηση Ζάεφ «βρήκε» επί του διαδικαστικού, τους δέκα βουλευτές για την πρώτη ψηφοφορία έγκρισης της έναρξης της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά απομένουν πολλές ψηφοφορίες για την έγκριση των αλλαγών που αυτή επιφέρει, με αβέβαιη εξέλιξη. 

Πιέσεις

Ο τρόπος με τον οποίον όλοι οι εμπλεκόμενοι «παίκτες» πιέζουν ξεδιάντροπα προκειμένου να προχωρήσει η Συμφωνία, γίνεται όλο και πιο προκλητικός. Όπως ανέφεραν δημοσιεύματα εφημερίδων στη γείτονα χώρα, ο Αμερικανός πρέσβης στα Σκόπια πήγε στα γραφεία του VMRO και ζήτησε από τον ηγέτη του κόμματος να δεσμευθεί ότι δεν θα υπάρξουν κυρώσεις και κανενός είδους «αντίποινα» για τους βουλευτές που «τυχόν» θα ψηφίσουν θετικά. 

Δύο μέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί η δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ ότι «πέρα από την Συμφωνία των Πρεσπών, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Αυτή είναι η μόνη ιστορική ευκαιρία». Αλλά η συνέχιση αυτού του είδους των πιέσεων, όπως έδειξε και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, περισσότερο βαθαίνουν παρά εξομαλύνουν την πολιτική κρίση και τα απρόοπτα -και αυτό αφορά ακόμη και την περίπτωση που ο Ζάεφ ξεπεράσει όλα τα εμπόδια μέσα στο δικό του κοινοβούλιο. 

Τα ολοένα και αυξανόμενα αδιέξοδα και εμπόδια με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η υλοποίηση της Συμφωνίας, είναι αυτά που οξύνουν αντιθέσεις και δημιουργούν την κρίση και μέσα στην ελληνική κυβέρνηση. Αυτό έκφρασε η παραίτηση Κοτζιά. 
Σε αυτό το πλαίσιο εξηγούνται οι πρωτοβουλίες Καμμένου και η αναζήτηση “plan b” σαν και αυτό για την σύσταση «βαλκανικής συμμαχίας» που παρουσίασε στον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Καμμένος πρότεινε την «υπογραφή αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα, τη ΠΓΔΜ, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και σε μεταγενέστερο επίπεδο και τη Σερβία. Υποστήριξε πως με αυτόν τον τρόπο θα αναχαιτιστεί η ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια και θα θωρακιστεί η σταθερότητα στην FYROM, παραπέμποντας έτσι για το μέλλον την επίλυση του ονοματολογικού».
Είναι αυτό το “plan b” του Καμμένου, είναι συνολικά της κυβέρνησης, είναι των ιδίων των ΗΠΑ, αυτό μένει να φανεί. 

Ο Κοτζιάς (παραδεχόμενος ότι γνώριζε το περιεχόμενό του) δήλωσε ότι κάνει «ζημιά» στην εξωτερική πολιτική, αφενός γιατί ένα τέτοιο plan b, δεν περιλαμβάνει τα σχέδια και τις βλέψεις της Γερμανίας και άλλων χωρών της ΕΕ αλλά κυρίως έχοντας στο νου του, τον χειρισμό απέναντι στην Ρωσία. Έναν παίκτη με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις μετά την κρίση με τις απελάσεις Ρώσων διπλωματών, αλλά και να πάρει διπλωματικές και οικονομικές πρωτοβουλίες, θορυβημένη από τη σύσφιξη των σχέσεων της τελευταίας με την Τουρκία, μετά τη συμφωνία για τη Συρία. 

Στην επίσκεψη που σχεδιάζει ο Τσίπρας στη Μόσχα σε λίγες βδομάδες, θα πάρει μαζί του και τον Καμμένο, για να δείξει ότι ελέγχει τον υπουργό Άμυνας που βγάζει αντιρωσικές κορώνες στην Ουάσιγκτον και σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τον Πούτιν για το βάθεμα της εμπλοκής του ελληνικού κράτους στους νατοϊκούς σχεδιασμούς του Τραμπ.

Είναι, χωρίς πια τον Κοτζιά, άλλο ένα βήμα της «πολυδιάστατης» πολιτικής που ασκεί η ελληνική κυβέρνηση. Μιας πολιτικής που έχει κύριο στόχο να πετυχαίνει πόντους για τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια συμμαχώντας με τον Τραμπ (και στην Ανατολική Μεσόγειο με το δολοφόνο κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία του Σίσι για τις ΑΟΖ) και προσπαθώντας να παίξει και αυτή «μπάλα» στους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. 

Ανταγωνισμοί

Eίτε με plan a είτε με plan b, πρόκειται για μια πολιτική που σε μια περίοδο αυξανόμενης αστάθειας και όξυνσης αυτών των ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο και στη γειτονιά μας, ισοδυναμεί με το να βαδίζει κανείς πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Μόνο που αυτοί που κινδυνεύουν να πέσουν στο κενό δεν είναι απλά οι κυβερνήσεις που την εφαρμόζουν, αλλά οι λαοί που την υφίστανται. 
Υπάρχει εναλλακτική απέναντι και σε αυτόν τον μονόδρομο της κυβέρνησης. Μια πολιτική, που στο κέντρο της δεν θα βάζει τα συμφέροντα και τις βλέψεις του ελληνικού καπιταλισμού και τη συμμαχία του με τους ιμπεριαλιστές, αλλά θα συγκρούεται με αυτά, με μοναδικό άξονα τα κοινά συμφέροντα της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες της περιοχής. 

Μια πολιτική που θα μπορεί να κάνει πραγματικά βήματα ειρηνικής συνύπαρξης στη γειτονιά μας, κλείνοντας τις βάσεις, βγαίνοντας από το ΝΑΤΟ, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των γειτονικών λαών να αποφασίζουν μόνοι τους το Σύνταγμα και το όνομά τους, βάζοντας τέλος στις μονομερείς ενέργειες της κάθε άρχουσας τάξης που φέρνουν πιο κοντά τον πόλεμο, χτίζοντας πραγματικούς όρους αλληλεγγύης και ειρηνικής συνύπαρξης. 

Ένα εναλλακτικό plan b της εργατικής τάξης, που ακόμη και στα λόγια έχει απεμπολήσει η σημερινή κυβέρνηση και είναι ανάγκη και καθήκον σήμερα, να διαμορφώσει η Αριστερά και στην Ελλάδα και διεθνώς.  

Γιώργος Πίττας 24/10/2018, No 1346


Εξόρμηση στην Ανατολική Μεσόγειο …μέσω Πρεσπών

Για προδοσία των “πάγιων εθνικών θέσεων” σε σχέση με το Μακεδονικό κατηγόρησε την περασμένη εβδομάδα από το βήμα της Βουλής ο Κυριάκος Μητσοτάκης την κυβέρνηση. “Ο κύριος Ζάεφ”, είπε “κέρδισε ό,τι δεν του είχαν παραχωρήσει επί 27 χρόνια έξι πρωθυπουργοί, τη μακεδονική εθνότητα και γλώσσα. Εκεί όπου όλοι έλεγαν όχι εσείς είπατε ναι... Κύριε Τσίπρα, ανταλλάξατε το Σκοπιανό με τη μη μείωση των συντάξεων. Αυτό ήταν το εισιτήριο με το οποίο ταξιδέψατε από τις Πρέσπες στην Ιθάκη, όπου σκηνοθετήσατε την υποτιθέμενη έξοδο από τα μνημόνια...”

Δεν υπάρχει ούτε μια φράση σε αυτό το εθνικιστικό παραλήρημα που να έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. “Ο κύριος Ζάεφ” -για να ξεκινήσουμε από το πιο οφθαλμοφανές, το ονοματολογικό- δεν κέρδισε ό,τι δεν του είχαν παραχωρήσει έξι πρωθυπουργοί: παραχώρησε ό,τι δεν είχαν καταφέρει να αποσπάσουν επί 27 χρόνια όλες οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις -την σύνθετη ονομασία. 

Το όνομα “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” ήταν μια από τις πέντε προτάσεις που είχε καταθέσει ο Μάθιου Νίμιτς, ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Ντόρα Μπακογιάννη, όπως και πολλοί άλλοι υπουργοί Εξωτερικών πριν και μετά από αυτήν, είχαν στην ουσία αποδεχτεί την πρόταση αυτή. Η ίδια η νεοδημοκρατική εφημερίδα “Δημοκρατία” έγραφε τον περασμένο Σεπτέμβρη:

“Εγγραφα που έχει στη διάθεσή της η «δημοκρατία» εκθέτουν τη Ν.Δ. επί υπουργίας Ντόρας Μπακογιάννη... Σε έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τη συνάντηση Μπακογιάννη - Νίμιτς που συντάχθηκε στις 27/06/2008 αναφέρεται: «Όσον αφορά τα κείμενα εργασίας που προετοίμασε ο κ. Μ. Νίμιτς, η κυρία υπουργός είπε ότι η προτίμησή μας για την ονομασία είναι Republic of North Macedonia (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) διότι πληροί το γεωγραφικό κριτήριο”.

Το ονοματολογικό, όμως, δεν ήταν ποτέ στην ιστορία αυτών των 27 χρόνων, το πιο σημαντικό στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δυο χώρες. Το όνομα είχε κύρια συμβολική σημασία: η Ελλάδα διεκδικούσε από την πρώτη στιγμή που άρχισε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας την “κηδεμονία” των “Σκοπίων”. Με τις απαιτήσεις για το όνομα, την σημαία, το σύνταγμα κλπ η Ελλάδα έστελνε ένα σαφές μήνυμα στην άλλη πλευρά των συνόρων: καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να παρθεί χωρίς την έγκριση της Αθήνας. Η Αθήνα χρησιμοποίησε μέσα σε αυτά τα χρόνια κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή της για να δείξει ότι το εννοεί: τον Φεβρουάριο του 1994 (υπουργός Εξωτερικών ήταν τότε ο Θεόδωρος Πάγκαλος) η Ελλάδα κήρυξε εμπάργκο σε βάρος “των Σκοπίων” και έκλεισε τα σύνορα -κάτι που είχε δραματικές συνέπειες για τον απλό κόσμο στη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Η ελληνική διπλωματία δεν είχε κερδίσει ποτέ μέχρι σήμερα τη “μάχη” για το όνομα. Το ελληνικό κεφάλαιο, όμως, κέρδισε τη μάχη της “κηδεμονίας”: οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις (τράπεζες, ενεργειακές και τηλεπικοινωνιακές εταιρείες, μεγάλοι κατασκευαστές, αλυσίδες σούπερ-μάρκετ κλπ) άλωσαν κυριολεκτικά μέσα σε αυτά τα χρόνια την αγορά “των Σκοπίων”. Τώρα, με τη συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική διπλωματία κερδίζει και το όνομα.

Οι κατηγορίες του Μητσοτάκη περί ανταλλαγής του “Σκοπιανού” με τη μη μείωση των συντάξεων, είναι απλά γελοίες. Η συμφωνία των Πρεσπών υπογράφτηκε στη σκιά της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Με τη συμφωνία της Γιάλτας που είχε υπαγορευτεί από τους νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1944, η Γιουγκοσλαβία ανήκε κατά 50% στην Ανατολή (Ρωσία) και κατά 50% στη Δύση (ΗΠΑ, Βρετανία). Με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το 1989-1991 η Δύση άρχισε σταδιακά να “λεηλατεί” την ηττημένη πλέον από τον Ψυχρό Πόλεμο Ρωσία από τις παλιές της κτήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η λεηλασία έγινε “εύκολα” - η Ανατολική Γερμανία ενώθηκε με τη Δυτική ύστερα από μια εξέγερση που έριξε το Τείχος. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις (πχ στη Γεωργία) η Δύση απέτυχε. Στην Ουκρανία η διαμάχη κατέληξε στον ντε φάκτο διαχωρισμό της χώρας στα δυο -στη φιλορωσική ανατολή και τη φιλοευρωπαϊκή και φιλοαμερικανική δύση. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας η λεηλασία προχώρησε μέσα από έναν άγριο εμφύλιο πόλεμο που έκλεισε με τον αμερικανικό βομβαρδισμό της Σερβίας και την άμεση κατοχή του Κοσυφοπεδίου από τις δυνάμεις της Δύσης. Η ενσωμάτωση των “Σκοπίων” στο ΝΑΤΟ είναι ένα από τα τελευταία κεφάλαια αυτής της σύγκρουσης που συνεχίζεται αμείωτη. 

Κατάκτηση

Η “κατάκτηση” της Δημοκρατίας της Μακεδονίας αυξάνει το πεδίο δράσης του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή – δεν το μειώνει. Το σημαντικότερο κέρδος έχει να κάνει με τις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Ο Νίκος Κοτζιάς, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Τσίπρα που ήταν και ο βασικός εμπνευστής της Συμφωνίας των Πρεσπών, βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο της Νέας Δημοκρατίας -είναι το “πρότυπο του προδότη των εθνικών θέσεων” σύμφωνα με τους πατριδοκάπηλους. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Κοτζιάς ήταν, από τη σκοπιά της άρχουσας τάξης, ο καλύτερος υπουργός Εξωτερικών που είχε. Το δόγμα Κοτζιά ήταν απλό: κλείνουμε τις εκκρεμότητές μας στο βορρά και εστιάζουμε τις προσπάθειές μας στην ανατολή -στην Τουρκία, την Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο. 

Το δόγμα αυτό -να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή- δεν έχει να κάνει τίποτα ούτε με την ειρήνη, ούτε με τη συνεργασία με τους γείτονες μας, ούτε με την μείωση της έντασης στην περιοχή. Απλά ο Κοτζιάς έκανε αυτό που κάνει σήμερα και ο Ντόναλντ Τραμπ για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό: έκλεισε τα δευτερεύοντα μέτωπα για να συγκεντρώσει την προσοχή του στο κύριο μέτωπο. Στην περίπτωση των ΗΠΑ ο βασικός ανταγωνιστής είναι σήμερα η Κίνα. 
Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η Τουρκία.

Η Τουρκία αντιμετωπίζει από μόνη της τεράστιες δυσκολίες αυτή τη στιγμή: η οικονομία πηγαίνει άσχημα, ο πόλεμος στη Συρία έχει αναζωπυρώσει το Κουρδικό ζήτημα, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε κρίση, η ίδια η κυβέρνηση του Ερντογάν βρίσκεται (παρά τις μέχρι τώρα εκλογικές της επιτυχίες) σε κρίση: για τον ελληνικό καπιταλισμό αυτή η κατάσταση ανοίγει δυνατότητες για διεκδικήσεις όπως τα 12 μίλια, η ΑΟΖ, οι ενεργειακοί και εμπορικοί διάδρομοι.

Η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Αυτό της βάζει σήμερα τεράστιες πιέσεις. Από τη μια μεριά αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική της κυβέρνησης του Τσίπρα είναι, από τη σκοπιά των συμφερόντων της τάξης που εκπροσωπεί, η καλύτερη δυνατή πολιτική. Από την άλλη, όμως, είναι -όπως όλα τα συντηρητικά κόμματα- δέσμια των ίδιων των ιδεοληψιών που έχει καλλιεργήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η επίθεση στη συμφωνία των Πρεσπών αντανακλάει αυτά τα αδιέξοδα.

Οι απλοί άνθρωποι, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, οι συνταξιούχοι, οι φτωχοί δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα ούτε από την “παραδοσιακή” επιθετικότητα των πατριδοκάπηλων “για το ιερό όνομα της Μακεδονίας μας”, ούτε από τη “νέα επιθετικότητα” της εστίασης στο “ανατολικό μέτωπο” του Κοτζιά και του Τσίπρα. Η συμφωνία των Πρεσπών είναι απαράδεκτη, όχι γιατί “ξεπουλάει τα εθνικά συμφέροντα” αλλά γιατί τα προωθεί με τον πιο επιθετικό τρόπο: με συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο (με δυο από τα πιο βρώμικα καθεστώτα της περιοχής μας) και σύσφιξη σχέσεων με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. 

Τα “εθνικά συμφέροντα” δεν έχουν καμιά σχέση με τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων: είναι τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Το αντάλλαγμα για τη συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι οι συντάξεις αλλά οι πλάτες που κάνει ο Τραμπ στις γεωτρήσεις στα ανοιχτά της Κύπρου. Η εργατική τάξη και η νεολαία δεν έχουν κανένα λόγο να πολεμήσουν ούτε για το “όνομα της Μακεδονίας” ούτε για τα “οικόπεδα” φυσικού αέριου των εφοπλιστών.

Σωτήρης Κοντογιάννης 19/12/2018, No 1354





Η Συμφωνία των Πρεσπών: Επικύρωση της λεηλασίας των Βαλκανίων


Η παραίτηση του Πάνου Καμένου και οι συνεχιζόμενες φωνές της Νέας Δημοκρατίας ενάντια στο “ξεπούλημα του ονόματος της Μακεδονίας” δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα: η Συμφωνία των Πρεσπών, που επικυρώθηκε την περασμένη εβδομάδα από τη Βουλή “των Σκοπίων”, είναι για τον ελληνικό καπιταλισμό μια επιθετική συμφωνία. Αποτελεί το επιστέγασμα της πολιτικής της έντασης, των εκβιασμών, των εμπάργκο και των απειλών που έχουν εφαρμόσει όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1991 μέχρι σήμερα και όχι την ανατροπή της.

Η ελληνική διπλωματία πήρε με τη συμφωνία όλα όσα διεκδικούσε: όνομα με “σύνθετο γεωγραφικό προσδιορισμό”, αλλαγές του Συντάγματος, αποκήρυξη του  αλυτρωτισμού, σεβασμό στην “ιστορικότητα” της Μακεδονίας. Όχι ότι είχαν ποτέ κάποια ιδιαίτερη σημασία όλα αυτά: τα σημαντικά ήταν αυτά που κρύβονταν από πίσω τους. Στην ουσία η Ελλάδα διεκδικούσε από την αρχή να έχει τον “πρώτο λόγο” για όλα όσα αφορούσαν στην “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. 

Επικυριαρχία

Ο ελληνικός καπιταλισμός κέρδισε πολλά από αυτή την πολιτική της έντασης και του εκβιασμού: το ελληνικό κεφάλαιο “κατέκτησε” τις αγορές “των Σκοπίων”. Η “διεθνής κοινότητα”, παρόλο που ονόμαζε “τα Σκόπια” Δημοκρατία της Μακεδονίας σεβόταν την ελληνική επικυριαρχία. Το ΝΑΤΟ, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, είχε εγκρίνει από το 2008 (σύνοδος του Βουκουρεστίου) την ένταξη της “ΠΓΔΜ” -με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα είχε λυθεί το ονοματολογικό πρώτα. Δηλαδή, θα είχε πάρει το πράσινο φως από την Αθήνα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ένα σημείο καμπής στην μακρόχρονη αυτή ιστορία των πιέσεων και των απειλών. Η Δύση έχει αρχίσει μια νέα επιχείρηση “κατάκτησης” των εδαφών της Πρώην Γιουγκοσλαβίας. Παράλληλα με την ένταξη “των Σκοπίων” στο ΝΑΤΟ έχουν αρχίσει και οι διαβουλεύσεις για τη διευθέτηση των συνόρων ανάμεσα στη Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο που θα ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη και της ίδιας της Σερβίας. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα δίνει την έγκρισή της σε αυτά τα σχέδια, με αντάλλαγμα μεγαλύτερο λόγο για ό,τι θα γίνεται στα “Ευρωατλαντικά” πλέον Βαλκάνια.

Αλλά δεν είναι μόνο οι εξελίξεις στο βόρειο μέτωπο που κάνουν τη στιγμή κατάλληλη για τον ελληνικό καπιταλισμό: ακόμα πιο σημαντικές είναι οι εξελίξεις στα ανατολικά σύνορα. Η Τουρκία είναι αυτή την περίοδο στριμωγμένη στη γωνία. Η οικονομία της έχει κάνει βουτιά, ο πόλεμος στη Συρία έχει αναζωπυρώσει το Κουρδικό μέσα και έξω από τη χώρα, οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ βρίσκονται στο ναδίρ. Για τον ελληνικό καπιταλισμό αυτή είναι μια ευκαιρία να κατακτήσει πόντους στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή σε βάρος του ιστορικού του ανταγωνιστή. Για να τους κερδίσει, όμως, χρειάζεται συγκέντρωση δυνάμεων. "Ασφαλώς η συμφωνία είναι ένας επώδυνος συμβιβασμός”, έγραφε στην Καθημερινή (12.1.2019) ο Νίκος Μέρτζος, τέως πρόεδρος της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών. “Έθιξε βαθιά το αίσθημα των Ελλήνων, αλλά δεν αφήνει ανοικτές πληγές... Αντίθετα κλείνει πολλές, εξοικονομεί πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο για άλλα πολύ σοβαρότερα μέτωπα, διασφαλίζει τη ρευστή βαλκανική ενδοχώρα μας, ανοίγει ευρύ πεδίο σε ήδη προγραμματισμένα διεθνή δίκτυα ενέργειας και μεταφορών... και αναβαθμίζει κατακόρυφα τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδος”.


Ο ελληνικός καπιταλισμός βγαίνει κερδισμένος από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό φυσικά δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αυταπάτες: το κεφάλαιο δεν πρόκειται να μοιραστεί με τους φτωχούς και τους εργάτες τα κέρδη ούτε από τους υδρογονάνθρακες των “Κυπριακών οικοπέδων”, ούτε από την επέκταση των εμπορικών δικτύων, ούτε από την αναβάθμιση της “γεωπολιτικής σημασίας” της χώρας. Ίσα-ίσα οι εργάτες και οι φτωχοί είναι αυτοί που θα κληθούν να πληρώσουν -με ιδρώτα και αίμα- τις νέες αυτές εξορμήσεις της άρχουσας τάξης. Για εμάς -τους απλούς ανθρώπους στο τρίγωνο Αθήνα-Σκόπια-Άγκυρα η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια άθλια συμφωνία. Όχι γιατί προδίδει τα εθνικά συμφέροντα αλλά γιατί τα προάγει με τον πιο επιθετικό και επικίνδυνο τρόπο.



 

Με τις πλάτες της Γερμανίας



Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν δίχως αμφιβολία το κέντρο της επίσκεψης της Άνγκελα Μέρκελ στην Ελλάδα. Η Γερμανία έχει παίξει από την αρχή της δεκαετίας του 1990 καταλυτικό ρόλο στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη σταδιακή προσχώρηση των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ. Και μαζί άνοιξε δρόμους και για τον ελληνικό καπιταλισμό.

Η συμφωνία της Γιάλτας, με την οποία οι νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν μοιράσει μεταξύ τους τον μεταπολεμικό κόσμο, προέβλεπε έλεγχο 50%-50% ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση πάνω στη Γιουγκοσλαβία. Με την ήττα της Ρωσίας στον Ψυχρό Πόλεμο και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (του αντίστοιχου του ΝΑΤΟ) άρχισε και η λεηλασία των “σφαιρών επιρροής” της από τη Δύση. Ο “εμφύλιος πόλεμος” στη Γιουγκοσλαβία ήταν ένα από τα πρώτα επεισόδια αυτής της αλλαγής των συσχετισμών ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Σιγά-σιγά όλες σχεδόν οι παλιές ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) κτήσεις της Ρωσίας πέρασαν στο ΝΑΤΟ και (πολλές από αυτές) στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κερδισμένοι 

Η Γερμανία ήταν ένας από τους μεγάλους κερδισμένους αυτής της λεηλασίας: η Ανατολική Γερμανία ενώθηκε με τη Δυτική. Η Πολωνία και η Τσεχία -δυο χώρες που συνορεύουν με τη Γερμανία- αλώθηκαν από το γερμανικό κεφάλαιο. Η Γερμανία ήταν μια από τις πρώτες χώρες που έσπευσαν να αναγνωρίσουν τη Σλοβενία το 1991, μόλις αυτή αποσχίστηκε από την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Αλλά και η Ελλάδα ήταν ένας από τους μεγάλους κερδισμένους της διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ό,τι έκανε η Γερμανία στην κεντρική Ευρώπη έκανε και η Ελλάδα στα Βαλκάνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Κροατία έγινε ανεξάρτητη λέγοντας “Ευχαριστούμε Γερμανία'. Τώρα ο Ζάεφ λέει ότι η Ελλάδα είναι “ηγετική δύναμη” στα Βαλκάνια.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας επιθετικός ιμπεριαλιστικός οργανισμός. Η Γερμανία -όπως και ολόκληρη η Δύση- έχει “επενδύσει” στην επέκταση της επιρροής τους στα Βαλκάνια. Και ο ελληνικός καπιταλισμός έχει επενδύσει πολύ-πολύ περισσότερα.

Σωτήρης Κοντογιάννης 16/01/2019, No 1357

Σχόλια