Ρωγμές ή Επανάσταση;



Αυτόματη και αυτόνομη εξάπλωση των ρήξεων με τον καπιταλισμό ή οργανωμένη προσπάθεια για τη συνολική ανατροπή του; Αυτό είναι το δίλημμα που εξετάζει ο Λέανδρος Μπόλαρης.
  
Η διαπίστωση ότι το πολιτικό σύστημα περνάει κρίση είναι πλέον κοινός τόπος σε αναλύσεις από δεξιά και αριστερά. Όμως, όσο σημασία κι αν έχει μια τέτοια διαπίστωση, διακρίνει μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Πάμπολλα σημάδια δείχνουν ότι η κρίση είναι συνολικά των «θεσμών»: από τη βουλή – κι όχι μόνο τους βουλευτές – μέχρι τη δικαστική εξουσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδεολογικοί – και υλικοί – μηχανισμοί μπαίνουν σε αμφισβήτηση. Τέτοια σημάδια προέρχονται από απροσδόκητες κατευθύνσεις.

Ο σεβασμός στους «νόμους του κράτους» ήταν πάντοτε μια σκληρή ιδεολογική πίεση στους αγώνες των εργατών και της νεολαίας, με σκοπό να απομονώσει τις πιο μαχητικές εκφράσεις από τη λεγόμενη «σιωπηλή πλειοψηφία», αλλά και το επιχείρημα των συνδικαλιστικών ηγεσιών για να κλείνουν αγώνες («το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, έγινε νόμος του κράτους»). Τέτοιες πιέσεις δεν έχουν ακόμα εξαφανιστεί, αλλά είναι σημάδι των καιρών ότι, για παράδειγμα, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ένας αξιοσέβαστος «θεσμός» από μόνη της, αποφάσισε ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσει τη «μεταρρύθμιση» της Διαμαντοπούλου ακόμα κι αν γίνει επίσημος νόμος. Πριν πέντε χρόνια η Γιαννάκου μπορούσε να κινητοποιήσει τους «1000 πανεπιστημιακούς» υπέρ της δικής της «μεταρρύθμισης». Τώρα το ΠΑΣΟΚ που υποτίθεται ότι θα ’χε περισσότερες δυνατότητες δεν καταφέρνει να επιστρατεύσει ούτε τον Πελεγρίνη κι αναγκάζεται να ξεφτιλιστεί αγκαλιάζοντας το ΛΑΟΣ.

Το ίδιο το λεγόμενο «κίνημα των πλατειών» είναι ίσως το μεγαλύτερο δείγμα. Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί για την κοινωνιολογική του ανάλυση, σε αντιπαραθέσεις για το πόσο αυθόρμητο ή όχι, πόσο πολιτικοποιημένο ή μη ήταν αυτό το κίνημα, όπως και για προβλέψεις για την αντοχή του ως «νέου κοινωνικού υποκειμένου». Οι περισσότερες από αυτές τις αναλύσεις αγνοούν δυο βασικά σημεία: το πρώτο, ότι μ’ αυτό τον τρόπο μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που πριν ήταν παθητικά, τώρα ενεργοποιούνται και ριζοσπαστικοποιούνται με γρήγορους ρυθμούς. Το δεύτερο σημείο είναι αυτό το ξέσπασμα εκφράζει μια βαθύτερη διαδικασία: τα συνηθισμένα κανάλια που έμοιαζαν ότι εξασφάλιζαν τη λειτουργία της κοινωνίας, οι περίφημοι «θεσμοί», κλείνουν, δεν ανταποκρίνονται, κάτι άλλο χρειάζεται.

Κι όλα αυτά σε συνθήκες που η οικονομική και κοινωνική κρίση βαθαίνει. Όπως πάνε τα πράγματα, οι «αγανακτισμένοι» δεν θα βρίσκονται μόνο στις πλατείες αλλά κι έξω από τις τράπεζες, οι απεργοί σε εργοστάσια σχολεία και νοσοκομεία δεν θα διεκδικούν απλά αλλά θα επιβάλλουν ότι οι δουλειές τους δεν θα γίνουν θυσία στους τραπεζίτες, οι συνελεύσεις στις γειτονιές θα βρεθούν αντιμέτωπες να οργανώνουν την αντίσταση στη διάλυση στοιχειωδών υπηρεσιών.

Η αίσθηση ότι οι από πάνω απέτυχαν κι ότι εμείς, οι από κάτω πρέπει να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας δυναμώνει. Χρειάζεται να εξετάσουμε τι απαντήσεις δίνονται στο κίνημα απέναντι σ’ αυτή την αλλαγή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η προοπτική που διατυπώνει ένα μεγάλο τμήμα του χώρου της αυτονομίας και της αναρχίας. Η δυσπιστία εως εχθρότητα απέναντι στην «πολιτική» (κράτος, κόμματα, οργανώσεις, ακόμα και θεωρητικές γενικεύσεις) σε συνδυασμό με την επιμονή στην άμεση δράση, στην λογική «ας το κάνουμε μόνοι μας», κάνει ελκυστικά τέτοια ρεύματα σε μεγάλα τμήματα της νεολαίας και όχι μόνο.

Μπορεί οι απόψεις των Νέγκρι και Χαρντ για το «πλήθος» και την «αυτοκρατορία» να έχουν χάσει μεγάλο μέρος της προηγούμενης λάμψης τους, αλλά η θέση του Τζον Χόλογουεϊ για μια στρατηγική «Ρωγμών στον καπιταλισμό» έχει ευρεία απήχηση. Όπως αναφέρει σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, πρόκειται για «μια προσπάθεια να καθοριστούν οι στιγμές και οι χώροι που αψηφούν τη λογική του συστήματος, που γίνονται διάφορα πράγματα γύρω μας σε χρόνους και τόπους που ο καπιταλισμός δεν χωράει. Είναι εκείνες οι στιγμές που με δικούς μας τρόπους ραγίζουμε τον καπιταλισμό. Με τη δημιουργία, την επέκταση, τη διάδοση και τη συνένωση αυτών των ρωγμών σε εκατομμύρια διαφορετικές περιοχές, μπορούμε να καταστρέψουμε την υφή του συστήματος».1

Χωρίς πολιτική;

Τι μπορούν να σημαίνουν οι «ρωγμές» για την σημερινή πραγματικότητα που ζούμε; Διαφορετικά κινήματα και πρωτοβουλίες χωρίς ένα ενιαίο πρόγραμμα και συνολική πρόταση για την κοινωνία, χωρίς «κεντρική» έκφραση και πολιτικές πλατφόρμες που υποτίθεται ότι στενεύουν το εύρος τους και κόμματα που «καπελώνουν». Πρωτοβουλίες αυτό-οργάνωσης για παράδειγμα στις γειτονιές, από τη διεκδίκηση ενός ελεύθερου χώρου μέχρι την οργάνωση ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών έξω από την αγορά και την εμπορευματοποίηση: συλλογικές κουζίνες, κινήματα «Δεν πληρώνω», συλλογικότητες ανέργων και εργαζόμενων απέναντι στα «παλιά» συνδικάτα. Γενικότερα, η προβολή της άμεσης δημοκρατίας των συνελεύσεων στις γειτονιές ως το μοντέλο οργάνωσης της ζωής μας.

Ένα πρώτο πρόβλημα μ’ αυτή την οπτική είναι ότι η καπιταλιστική κρίση θέτει συνολικά διλήμματα, κεντρικές επιλογές. Η κυρίαρχη τάξη είναι μια «ομάδα εχθρικών συγγενών» όπως την περιέγραφε ο Μαρξ. Δεν υπάρχει ένα κεφάλαιο αλλά πολλά. Όμως, το καπιταλιστικό κράτος παρεμβαίνει για να εξασφαλίσει τα συνολικά συμφέροντα των κεφαλαίων με τα οποία είναι δεμένο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, της Ελλάδας, να εξασφαλίσει ότι κάθε βδομάδα 1 δις ευρώ πάνε για τόκους και χρεολύσια στις τράπεζες, στους λεγόμενους «δανειστές». Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι σχολεία πρέπει να ρημάξουν, νοσοκομεία να κλείσουν, μισθοί και εργασιακές σχέσεις να τσαλαπατηθούν, εργάτες να απολυθούν, κοινωνικές υπηρεσίες να διαλυθούν.

Κανένα δίκτυο αυτό-οργάνωσης δεν μπορεί να απαντήσει ουσιαστικά αν δεν αναζητήσει συνολική εναλλακτική προοπτική για το που πάνε οι πόροι της κοινωνίας. Η αλληλοβοήθεια και η ανταλλαγή αγαθών δεν μπορεί να απαντήσει αποτελεσματικά στη φτώχεια που βιώνουν οι άνεργοι. Οι εργάτες ενός εργοστασίου που κλείνει μπορούν να το καταλάβουν και να το βάλουν δουλέψει, όμως σύντομα θα έρθουν αντιμέτωποι με το ζήτημα των πιστώσεων και των πρώτων υλών για να συνεχιστεί η παραγωγή. Καμιά νησίδα αντίστασης δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί την ανάγκη σύνδεσης με τις άλλες για να βρούνε μαζί τις κεντρικές απαντήσεις.

Υπάρχει μια κοινωνική δύναμη που μπορεί να απαντήσει συνολικά σ' αυτές τις επιθέσεις και κάνοντάς το να ανοίξει μια διαφορετική προοπτική για την κοινωνία ολόκληρη. Αυτή η δύναμη είναι η εργατική τάξη. Είναι καταρχήν ο κόσμος που με τη δουλειά του “κάνει τις ρόδες να γυρίζουν”, από τα εργοστάσια μέχρι τις δημόσιες υπηρεσίες. Με τη συλλογική δράση, και πρώτα απ' όλα με τις απεργίες, έχει τη δύναμη να επιβάλλει τα συμφέροντά του, που είναι συμφέροντα όλων των καταπιεσμένων, όλων όσων βλέπουν τη ζωή τους να γίνεται κομμάτια από τη καπιταλιστική κρίση. Μια απεργία διαρκείας στις μεταφορές ή και στις αστικές συγκοινωνίες του Λεκανοπεδίου για παράδειγμα μπορεί να παραλύσει τη λειτουργία του συστήματος. Το ίδιο μια απεργία διαρκείας στην ενέργεια. Το 1979, στη διάρκεια της επανάστασης ενάντια στο τυραννικό καθεστώς του Σάχη στο Ιράν, οι τραπεζοϋπάλληλοι κατέβηκαν σε απεργία και μπλοκάρισαν τα κεφάλαια που έστελνε ο Σάχης και οι κολλητοί του σε τράπεζες της Αμερικής και της Ελβετίας, το ίδιο έκαναν κι οι τελωνειακοί.

Ο κεντρικός ρόλος της εργατικής τάξης και της συλλογικής της δράσης δεν έχει να κάνει μόνο με την αποτελεσματικότητα της αντιπαράθεσης με το κεφάλαιο και το κράτος του. Είναι το κλειδί για την επιβολή λύσεων προς το συμφέρον της πλειοψηφίας και μάλιστα στο παρόν: χιλιάδες φτωχά και πολύ φτωχά νοικοκυριά ήδη δυσκολεύονται να πληρώσουν στοιχειώδη πράγματα όπως τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού. Οι εργάτες στη ΔΕΗ ή στην ΕΥΔΑΠ που παλεύουν ενάντια στην ιδιωτικοποίηση έχουν τη δύναμη να εμποδίσουν τις διακοπές παροχής, να κάνουν έτσι με την άμεση δράση τους πράξη το παλιό σύνθημα “ρεύμα φθηνό ΔΕΗ για το λαό”.

Ο παράγοντας Κράτος

Τα περισσότερα ρεύματα της αυτονομίας και του χώρου της αναρχίας θεωρούν ότι τέτοιες «ρωγμές» είναι το πρώτο βήμα για τη γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση. Οι επαναστάτες μαρξιστές δεν έχουν πολύ διαφορετικό στόχο: παλεύουμε για μια κοινωνία χωρίς εκμεταλλευτές όπου τις αποφάσεις θα τις παίρνουν οι συνελεύσεις των εργατών. Όμως, για τις απόψεις της Αυτονομίας, η διάδοση της αυτοδιεύθυνσης γίνεται περίπου αυτόματα, διά του παραδείγματος. Αυτό που έχουνε να κάνουν οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες σε κάθε χώρο είναι να πρωτοστατήσουν στον πολλαπλασιασμό των «ρωγμών».

Όμως, πώς συναντιούνται τα διαφορετικά ρυάκια αντίστασης; Στην απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα πολύ σημαντικό είναι το ζήτημα του χρόνου: οξείες κοινωνικές κρίσεις που κλονίζουν τα θεμέλια και το εποικοδόμημα του καπιταλισμού δεν διαρκούν αιώνια. Ο κόσμος που γεμίζει τις πλατείες και τους δρόμους, που παλεύει στο χώρο δουλειάς, αναζητάει λύσεις και κάνει αγώνα δρόμου πριν προλάβει να ανασυνταχτεί το αντίπαλο στρατόπεδο. Ούτε η κυρίαρχη τάξη ούτε το κράτος της εξαφανίζονται ως δια μαγείας ή θρυμματίζονται ολοκληρωτικά στη διάρκεια της κρίσης. Ένα κίνημα χωρίς κατεύθυνση κινδυνεύει να εξαντληθεί και να αφήσει έτσι το περιθώριο για λύσεις από τα «πάνω».

Ιστορικά, υπάρχουν δυο μεγάλα παραδείγματα, το ένα θετικό, το άλλο αρνητικό. Στη Ρωσία του 1917 τα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια ανέτρεψαν την αστική τάξη τον Οκτώβρη δικαιώνοντας τις ελπίδες των αγροτών που ήθελαν τη γη, των φαντάρων που ήθελαν ειρήνη, των καταπιεσμένων εθνών που ήθελαν λευτεριά, κάθε κινήματος ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Η επανάσταση ήταν πράγματι ένα «πανηγύρι των καταπιεσμένων», αλλά που δεν έμεινε στα μισά του δρόμου, γιατί κατάφερε να συνενώσει όλη τη δύναμη αυτού του “πανηγυριού” και να ανατρέψει την κεντρική εξουσία των καπιταλιστών.

Η Ισπανία του 1936-37 είναι το αρνητικό παράδειγμα. Οι εργάτες απάντησαν με επανάσταση ενάντια στο φασιστικό πραξικόπημα, και στη διάρκειά της ξεπήδησαν χιλιάδες επιτροπές, συμβούλια, κολλεκτίβες, καταλήψεις γης και επιχειρήσεων. Όμως τίποτα δεν βρέθηκε να τα ενοποιήσει σε μια κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα ήταν να ανασυνταχθεί το αστικό κράτος με τη βοήθεια των σταλινικών, να μαχαιρώσει πισώπλατα την επανάσταση πριν την αποκεφαλίσει ο Φράνκο.

Η διαφορά ανάμεσα στις δυο περιπτώσεις ήταν ότι σ’ εκείνη της Ρωσίας υπήρχε μια πολιτική δύναμη, το κόμμα των μπολσεβίκων, που ήταν σάρκα από τη σάρκα του κινήματος και έδωσε μάχη στο εσωτερικό του για να πείσει ότι χρειάζεται να δοθεί συνολική λύση, επαναστατική. Στην Ισπανία αντίθετα, οι αγωνιστές αναρχικοί και συνδικαλιστές της CNT και της FAI απέρριψαν την προοπτική «να πάμε για το φουλ», να οδηγήσουν το κίνημα στην εξουσία, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε κατά τη γνώμη τους μια «ελευθεριακή δικτατορία». Αποφάσισαν να αγνοήσουν το ζήτημα του κράτους, αλλά το κράτος δεν αγνόησε την επανάσταση.

Το παράδειγμα της Αργεντινής

Τον Δεκέμβρη του 2001 η κοινωνία της Αργεντινής έζησε μια μεγάλη έκρηξη. Από το 1999 οι κυβερνήσεις «έδιναν τη μάχη» για να κρατήσουν τη σύνδεση του πέσο με το αμερικάνικο δολάριο. Όπως ο ΓΑΠ κλείνει μέχρι και νοσοκομεία για να εξασφαλίσει τη πληρωμή του χρέους, έτσι κι οι αργεντίνικες κυβερνήσεις πουλούσαν μέχρι και ζωολογικούς κήπους για να εξευμενίσουν τις αγορές. Οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις που είχαν ξεκινήσει μήνες πριν, κορυφώθηκαν τον Δεκέμβρη όταν ακόμα και οι τράπεζες έκλειναν και το νόμισμα έμοιαζε πια με κομφετί. Οι εικόνες με τον τότε πρόεδρο Ντε λα Ρούα να διαφεύγει από το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο έκανε το γύρο του κόσμου. Το «Αργεντινάζο» όπως έμεινε γνωστό κράτησε για δεκαοχτώ περίπου μήνες. Το «επίσημο» πολιτικό σύστημα έμοιαζε να έχει συντριβεί και το σύνθημα «να φύγουν όλοι» (que se vayan todos) ήταν στο στόμα εκατομμυρίων.2

Η εξέγερση ανέδειξε τις τεράστιες δεξαμενές ενέργειας και δημιουργικότητας των «καθημερινών» ανθρώπων τις οποίες κρύβει και καταστρέφει ο καπιταλισμός.

Τα κινήματα των ανέργων, οι «πικετέρος» βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Ολόκληρες φτωχογειτονιές, κινητοποιούνταν πίσω από τις οργανώσεις τους. Ένα μεγάλο δίκτυο συνελεύσεων απλώθηκε σε όλες τις γειτονιές. Συζητούσαν από το τι θα γίνει με τις καταθέσεις στις τράπεζες που είχαν δεσμευτεί μέχρι πώς θα εξασφαλιστούν στοιχειώδη πράγματα στη γειτονιά και τη γενικότερη κατάσταση. Ένα άλλο ελπιδοφόρο φαινόμενο ήταν οι καταλήψεις των εργοστασίων με τους εργάτες να αναλαμβάνουν την παραγωγή. Τα «ανακτηθέντα εργοστάσια» – από τα αφεντικά που προτιμούσαν να τα κλείσουν – οι “fabricas recuperadas” έφεραν το ζήτημα του εργατικού ελέγχου που ήταν ξεχασμένο για δεκαετίες στην επικαιρότητα, όχι απλά σαν μια ιδεολογική συζήτηση αλλά σαν κάτι το χειροπιαστό. Το ντοκιμαντέρ για το αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο Ζανόν, μια κεραμοποιία στο Νεουκέν στο νότο της χώρας, έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Οι εργάτες δεν συνέχισαν μόνο την παραγωγή, αλλά μείωσαν δραστικά τη διαφορά στους μισθούς τους και τις ώρες εργασίας.

Για τους «αυτόνομους» όλα αυτά φαίνονταν σαν η έμπρακτη επιβεβαίωση των απόψεών τους. Μια κατάσταση όπου ο καθένας έκανε το δικό του, κάθε κίνημα αναπτυσσόταν χωρίς να χρειάζεται ούτε πολύπλοκες θεωρίες, ούτε πολιτική κατεύθυνση. Άλλωστε, η πλειοψηφία του κόσμου σιχαίνονταν τους πολιτικούς και τα κόμματα. Όσο για την αριστερά – και την επαναστατική αριστερά – καταδικαζόταν είτε ως κάτι άσχετο είτε ως κάτι αρνητικό για τα κινήματα λόγω της «ξύλινης γλώσσας» και του σεχταρισμού της. Αυτές οι κριτικές δεν ήταν και τόσο αβάσιμες. Όμως, η κριτική δεν αφορούσε τις υπαρκτές αδυναμίες αλλά την ίδια την έννοια του επαναστατικού κόμματος.

Το ζήτημα, όμως, είναι ότι δεκαοκτώ μήνες μετά, το «να φύγουν όλοι» μετατράπηκε σε 75% συμμετοχή στις εκλογές (τον Μάη του 2003) οι οποίες ανέδειξαν πρόεδρο τον Νέστορα Κίρχνερ. Κυβερνήτης μιας Πολιτείας της Αργεντινής, ο Κίρχνερ υποσχέθηκε ότι θα τα βάλει με το ΔΝΤ, θα αποκαταστήσει την «εθνική περηφάνια», θα ξεριζώσει τη διαφθορά και θα κυβερνήσει με κοινωνική ευαισθησία. Όντως, η Αργεντινή κήρυξε μια μερική στάση πληρωμών στο ΔΝΤ, το πέσο αποσυνδέθηκε από το δολάριο (και υποτιμήθηκε). Επιβλήθηκαν σχετικά σκληροί έλεγχοι στο συνάλλαγμα. Η οικονομία της Αργεντινής ανέκαμψε μετά από αυτά. Σ’ αυτό βοήθησε, πέρα από τα νομισματικά μέτρα, και η σύνδεση του αργεντίνικου εξαγωγικού κεφάλαιου με το κερδοσκοπικό «μπουμ» σε πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα στη δεκαετία του 2000. Εκεί οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που συνεχίζει να έχει η αργεντίνικη οικονομία και σήμερα. Οι μισθοί είναι όμως πολύ κάτω από τα επίπεδα του ’98, η ανεργία φτάνει το 8%.

Η κρίση είχε βυθίσει σε βαθιά κρίση το πολιτικό σύστημα. Όμως, δεν είχε διαλύσει το κράτος ούτε είχε στερήσει την οικονομική εξουσία από τους καπιταλιστές. Εκεί στηρίχτηκε ο Κίρχνερ για να ξαναζωντανέψει τον «κανονικό καπιταλισμό» (δικιά του φράση). Στην πορεία, κατόρθωσε να κερδίσει την υποστήριξη ή ανοχή της μεγάλης πλειοψηφίας του κινήματος που είχε κάνει το «Αργεντινάζο».

Ο Κίρχνερ ξεκίνησε προγράμματα απασχόλησης των ανέργων. Η αμοιβή ήταν ψίχουλα και οι θέσεις εργασίας προσωρινές. Όμως έβαλε τις οργανώσεις των πικετέρος να τα συνδιαχειριστούν. Έτσι κατάφερε να τραβήξει τις περισσότερες από τα μπλόκα και τις συγκρούσεις στον εκλογικό μηχανισμό του. Όσες δεν ακολούθησαν, βρέθηκαν να είναι σκιές της παλιάς τους δύναμης. Οι συνελεύσεις των γειτονιών, οι «assembleas» εξαφανίστηκαν κι αυτές. Δεν υπήρχαν αιτήματα και τρόποι οργάνωσης που να τις ενοποιούν καταρχήν, δεύτερον δεν είχαν τη δυνατότητα να υλοποιούν τις αποφάσεις τους –ιδιαίτερα όσο το κράτος κι η κυβέρνηση αποκαθιστούσαν την «ομαλότητα». Τα «ανακτηθέντα εργοστάσια» ποτέ δεν ήταν γενικευμένη κατάσταση, στην ακμή του το κίνημα μετρούσε 120 περίπου επιχειρήσεις με γύρω στους 12.000 εργαζόμενους (ο πληθυσμός της Αργεντινής είναι 40 εκατομμύρια). Ο Κίρχνερ τις «θεσμοποίησε» αφαιρώντας το ριζοσπαστικό τους περιεχόμενο. Έγιναν συνεταιρισμοί που πρέπει να πάνε στις τράπεζες για πιστώσεις και να ανταγωνιστούν στην αγορά για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κατόρθωσε να αποτρέψει το άπλωμα της εξέγερσης στα εργοστάσια και τα μαγαζιά, στους οργανωμένους εργάτες που είχαν ακόμα δουλειά. Συμμετείχαν στην εξέγερση ως άτομα ίσως, όχι σα συλλογική δύναμη. Αυτό είχε καθοριστική σημασία. Είναι ένα μάθημα για το κίνημα στην Ελλάδα τώρα: και οι καλύτερες συνελεύσεις στις πλατείες θα μαραζώσουν αν δεν συνδεθούν με αυτή τη δύναμη. Οι αυτόνομοι στην Αργεντινή δεν είχαν αυτή την αντιμετώπιση. Και σήμερα εξακολουθούν να μην έχουν καμιά εξήγηση για το πώς σκάλωσε το κίνημα που γεννούσε τόσες ελπίδες το 2001-2.

Κόμματα και ιδέες

Η συνηθισμένη κατηγορία που εκτοξεύουν οι διάφορες τάσεις τόσο της αυτονομίας όσο και της αναρχίας είναι ότι οι μαρξιστές που επιμένουν στην ανάγκη χτισίματος ενός ξεχωριστού επαναστατικού κόμματος που θα παρεμβαίνει ως τέτοιο στα κινήματα, είναι «κρατιστές», μολύνουν το κίνημα με αυτή τη βρόμικη λέξη «εξουσία». Η επιχειρηματολογία είναι περίπου η εξής: Έχετε στραμμένα τα μάτια στο κράτος, θέλετε να κατακτήσετε την πολιτική εξουσία για να επιβάλλετε τις πανάκειές σας γι’ αυτό η πρακτική σας είναι να καπελώνετε το αυθόρμητο.

Είναι μια εντελώς λάθος περιγραφή. Για τους επαναστάτες μαρξιστές, από τον ίδιο τον Μαρξ και τον Ένγκελς, στον Λένιν, τον Τρότσκι, τη Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, μέχρι και σήμερα, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας δεν ταυτίζεται καθόλου με την κατάκτηση του κράτους (ή πολύ περισσότερο της κυβερνητικής εξουσίας) για λογαριασμό των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Αντίθετα, οι επαναστάτες μαρξιστές παλεύουν για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, με τη συντριβή του υπάρχοντος αστικού κράτους.

Ο Κρις Χάρμαν, σε μια παρέμβασή του στην αντιπαράθεση ανάμεσα στον Τζον Χόλλογουεη και τον Αλεξ Καλλίνικος στη διάρκεια του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε τον Φλεβάρη του 2005 είχε τονίσει:

«Ο Τζον Χόλλογουεη είπε ότι η θέση που προβάλλουν οι επαναστάτες σοσιαλιστές σημαίνει ότι συγκεντρώνουμε τη δραστηριότητά μας στο κράτος. Δεν είναι αλήθεια. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας συνίσταται στην παρέμβαση σε αγώνες, ενάντια στην καταπίεση, για τη γυναικεία απελευθέρωση, ενάντια στο ρατσισμό, αγώνες για μισθούς… Ο Τζον λέει ότι έχουμε την ίδια προσέγγιση με τον Λούλα. Όχι. Ο Λούλα πιστεύει ότι ελέγχει το βραζιλιάνικο κράτος. Στην πραγματικότητα, το βραζιλιάνικο κράτος και το βραζιλιάνικο κεφάλαιο ελέγχουν τον Λούλα… Η άλλη προσέγγιση είναι ότι μπορείς να αγνοήσεις το κράτος, να το αφήσεις για αργότερα. Αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ ωραίο, μέχρι τη στιγμή που το κράτος χτυπάει την απεργιακή περιφρούρηση ή κάνει πόλεμο. Κάθε αγώνας φτάνει σε μια στιγμή όπου το ερώτημα της εξουσίας γίνεται αποφασιστικό».4

Αν οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες υποτιμήσουν ή αγνοήσουν αυτά τα ζητήματα, τότε διατρέχουν τον κίνδυνο να δουν τις προσπάθειες και τις θυσίες τους να καπελώνονται πραγματικά, όχι από ένα επαναστατικό κόμμα, αλλά από τα υπαρκτά ρεφορμιστικά κόμματα. Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι τις μέρες μας, έχει επαναληφθεί αυτό το φαινόμενο. Ρεφορμιστικά κόμματα (σοσιαλδημοκρατικά ή ευρωκομμουνιστικά στη δεκαετία του ‘70) ορκίζονταν στην αυτονομία των κινημάτων, υμνούσαν τον αδιαμεσολάβητο χαρακτήρα τους, για να τα χρησιμοποιήσουν κατόπιν σαν δεξαμενές εκλογικής υποστήριξης.

Η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία είναι ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα. Η νεολαία της μπορούσε να συμμετέχει στα «κοινωνικά κέντρα» μαζί με την αυτονομία και το ίδιο το κόμμα να πρωτοστατεί στα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ που τυπικά απαγόρευαν τη συμμετοχή κομμάτων. Όταν η ηγεσία επέλεξε τη συμμετοχή στη «κεντροαριστερή» κυβέρνηση Πρόντι, το κόστος το πλήρωσε όλο το κίνημα.

Μια παρόμοια τακτική προσπαθεί να ακολουθήσει και σήμερα ο ΣΥΝ. Και ύμνοι στην «άμεση δημοκρατία» της πλατείας και ευρωομόλογο… Δεν είναι σημερινή εικόνα μόνο. Υπάρχει μια δεκαετία τουλάχιστον από τέτοια εμπειρία συσσωρευμένη στο κίνημα στην Ελλάδα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο ΣΥΝ έσπευσε να αναβαπτισθεί στο κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, το κίνημα του Σιάτλ, της Πράγας και της Γένοβας. Το έκανε αυτό αγκαλιάζοντας ολόκληρα κομμάτια της αυτονομίας. Το «Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ» ήταν, ανάμεσα στ’ άλλα, μια τέτοια συνεργασία. Το μοντέλο της διοργάνωσης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στην Αθήνα το 2006 ήταν αυτό των «αυτόνομων χώρων», χωρίς κεντρικές πολιτικές αιχμές σε φλέγοντα ζητήματα που θα ενοποιούσαν το κίνημα και θα του έδιναν προοπτική. Μια τέτοια «δικτατορία της αμορφίας»5 βόλευε την ηγεσία του ΣΥΝ να έχει ελεύθερα τα χέρια προβάλλοντας τα διαπιστευτήρια ασαφών «αντινεοφιλελεύθερων» διακηρύξεων. Αποδεικνύεται σήμερα ότι η μάχη που έδινε το ΣΕΚ για τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό του κινήματος δεν ήταν μια δογματική προσκόλληση σε ορολογίες, αλλά μάχη για να μην καθηλωθεί το κίνημα όπως στην Ιταλία.

Δεν θέλουμε τα πράγματα να καταλήξουν ούτε σαν την Αργεντινή ούτε σαν την Ιταλία. Για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που θεωρούν ότι οι ιδέες της αυτονομίας και της αναρχίας ανταποκρίνονται στις ανάγκες του αγώνα σήμερα, τα παραπάνω παραδείγματα πρέπει να τους προβληματίσουν. Για την αντικαπιταλιστική αριστερά είναι επίσης ένα κίνητρο να μην υποκύπτει σε πιέσεις που τη σπρώχνουν να υποστείλει το λάβαρο της ανοιχτής σύγκρουσης με το σύστημα, να βάλει στην άκρη την πάλη για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στις μάχες που ξεδιπλώνονται μπροστά μας.

 

Σημειώσεις

1. Αναδημοσίευση στα ελληνικά στην εφημερίδα Εποχή: http://www.epohi.gr/portal/theoria/8647-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ-ΜΕ-ΤΟΝ-ΤΖΟΝ-ΧΟΛΟΓΟΥΕΪ
2. Για μια ανάλυση της οικονομικής κρίσης και της εξέγερσης που σάρωσε την Αργεντινή, βλέπε: Κρις Χάρμαν, «Η Αργεντινή της Εξέγερσης», Σοσιαλισμός από τα Κάτω, Νο 42, Γενάρης-Φλεβάρης 2002.
3. Για μια λεπτομερή παρουσίαση της πορείας αυτών των επιχειρήσεων ιδιαίτερα μετά το 2002, βλέπε: Marina Kabat, Argentinean Worker-Taken Factories: Trajectories of Workers’ Control under the Economic Crisis, στο: I. Ness and D. Azzellini (eds), Ours to Master and to Own – Workers’ Control from the Commune to the Present, Haymarket Books, 2011, σελ. 365-381.
4. Η αντιπαράθεση στο International Socialism, 106, Spring 2005.
5. Που έφτασε στη χρήση βίαιων πρακτικών ενάντια στα μπλοκ της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο, της Πρωτοβουλίας Γένοβα και του ΣΕΚ στη διαδήλωση του ΕΚΦ στην Αθήνα.


ΣΑΚ, τ.88

Σχόλια