Το ουράνιο τόξο


του ΕντουάρντοΓκαλεάνο


Οι νάνοι της ζούγκλας είχαν βρει τη Γιoμπουεναουαμπόσκα σ' ένα ξέφωτο και της έκοψαν το κεφάλι. Το κεφάλι κατρακύλησε κι επέστρεψε στην περιοχή των Κασινάουα. Παρότι είχε μάθει να χοροπηδά και να ισορροπεί με χάρη, κανείς δεν ήθελε ένα κεφάλι χωρίς κορμί.

«Μητέρα, αδέρφια μου, χωριανοί», κλαίγονταν. «Γιατί με αποδιώχνετε; Γιατί ντρέπεστε για μένα;»

Για να απαλλαχθούν από τις κλάψες και να ξεφορτωθούν το κεφάλι, η μητέρα τής πρότεινε να μεταμορφωθεί σε κάτι, όμως το κεφάλι αρνιόταν να γίνει κάτι που ήδη υπήρχε.

Ζήτησε εφτά μασούρια κλωστές απ' όλα τα χρώματα.

Σημάδεψε κι εκσφενδόνισε τα μασούρια στον ουρανό, το ένα μετά το άλλο. Αυτά κρεμάστηκαν πέρα από τα σύννεφα και άφησαν τις κλωστές να ξετυλιχτούν και να πέσουν απαλά στη γη.

Πριν ανέβει, το κεφάλι προειδοποίησε: «Όποιος δε με αναγνωρίσει θα τιμωρηθεί. Όταν θα με βλέπετε εκεί πάνω, θα λέτε "Να η όμορφη και λυγερή Γιoμπουεναουαμπόσκα!"»

Έπλεξε τότε εφτά κλωστές που κρεμόντουσαν και σκαρφάλωσε στον ουρανό. Εκείνη τη νύχτα μια λευκή γραμμή φάνηκε για πρώτη φορά ανάμεσα στ' αστέρια. Ένα κορίτσι σήκωσε τα μάτια και ρώτησε με δέος: «Τι είναι αυτό;»

Αμέσως ένας κόκκινος παπαγάλος όρμησε και την τσίμπησε με τη μυτερή ουρά του ανάμεσα στα σκέλια. Το κορίτσι μάτωσε. Από τότε οι γυναίκες ματώνουν όποτε θέλει το φεγγάρι.

Το επόμενο πρωί έλαμψε στον ουρανό το κορδόνι με τα εφτά χρώματα.

Ένας άνδρας το έδειξε με το χέρι.

«Κοιτάχτε, κοιτάχτε! Τι περίεργο!»

Είπε κι έπεσε ξερός.

Ήταν η πρώτη φορά που πέθαινε κάποιος.

Σχόλια