Η διαφορετική ιστορία ενός Αφγανού πρόσφυγα, από τους επιζώντες της τραγωδίας στο Φαρμακονήσι, το χρονικό του δράματος και το μυστήριο των καταθέσεων. Ψυχογράφημα του Εσανόλα Σάφι (φώτο).Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2014. Οι επιζώντες μετανάστες απ' το Φαρμακονήσι είναι συγκεντρωμένοι στα γραφεία της Αφγανικής κοινότητας, μόλις λίγα μέτρα μακριά απ' το ξενοδοχείο όπου διαμένουν στο κέντρο της Αθήνας. Μαζί με δεκάδες αντιπροσώπους διεθνών οργανώσεων που συλλέγουν στοιχεία σε μια προσπάθεια να συμβάλλουν στη διαλεύκανση της τραγωδίας. Καθισμένοι γύρω από ένα οβάλ τραπέζι, σιωπηλοί μ' ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια νεύουν κατά την είσοδό μας. Στα πίσω καθίσματα ένας μεσήλικας Νορβηγικής καταγωγής συνομιλεί με τον 39χρονο Εσανόλα Σάφι και κρατά σημειώσεις σ' ένα κομμάτι χαρτί. Ο Σάφι είναι ένας από τους επιζώντες απ' το Φαρμακονήσι, αλλά η ιστορία του είναι διαφορετική. Όχι γιατί είναι πιο δραματική, αλλά γιατί έγινε θύμα της Ευρώπης και της πολιτικής της για δεύτερη φορά.Ο Σάφι εγκατέλειψε το Αφγανιστάν πριν έξι χρόνια και πήγε σαν πρόσφυγας στη Νορβηγία, όπου έκανε αίτηση ασύλου. Όπως λέει, κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, του δώθηκε άδεια έργασιας και πλήρωνε κανονικά τους φόρους που του αναλογούσαν στο Νορβηγικό κράτος. Όμως, στα τέλη του 2012, μετά από σχεδόν έξι χρόνια παραμονής στη Σκανδιναβική χώρα, τον ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα του. Ο Σάφι απελάθηκε απ' τον παράδεισο πίσω στην κόλαση. Η επιστροφή του στο Αφγανιστάν, σήμαινε βεβαιωμένα, τη θανατική καταδίκη εκείνου και της οικογένειάς του. Η σύζυγός του, καθηγήτρια στο επάγγελμα, ήταν ήδη στιγματισμένη από τους Ταλιμπάν, ενώ ο ίδιος, γνωστός πια για την απόπειρά του να ξεφύγει από τη βία του Αφγανιστάν, για ένα καλύτερο αύριο στη φιλόξενη Δύση, ήταν επίσης επικηρυγμένος. Κατά τον ένα χρόνο που ο Σάφι παρέμεινε στη χώρα του σχεδίαζε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην Ευρώπη. Αυτή τη φόρα παίρνοντας μαζί του και όλη του την οικογένεια: τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του. Αλλά το ταξίδι τους έμελλε να σταματήσει στα ελληνοτουρκικά σύνορα."Θα είχαμε σωθεί αν δε μας έβρισκαν"Ο Αφγανός πρόσφυγας, η οικογένειά του, μαζί με μια ομάδα συμπατριωτών τους, καθώς και μια οικογένεια απ' τη Συρία ξεκίνησαν από τις ακτές της Τουρκίας το βράδυ της περασμένης Δευτέρας. "Ξεκινήσαμε γύρω στις 10 με 11 το βράδυ" θυμάται ο Σάφι. Μετά από δυο ώρες περίπου είχαμε σχεδόν φτάσει. Απείχαμε 100 μέτρα απ' την ακτή όταν η μηχανή της βάρκας σταμάτησε να λειτουργεί, αλλά ήταν ακόμα ζεστή. Αποφασίσαμε να πηδήξουμε στη θάλασσα και να κάνουμε μια αλυσίδα με τα χέρια για να τραβήξουμε τα παιδιά στην ακτή. Τότε μας εντόπισε το λιμενικό. Πυροβολήσαν στον αέρα και μας φώναξαν να κάτσουμε εκεί που ήμασταν. Δύο λιμενικοί πήδησαν μέσα στη βάρκα μας. Κάποιος από τη βάρκα τους πέταξε ένα σκοινί και το έδεσαν στην πλώρη να μας τραβήξουν. Το σκάφος του λιμενικού άρχισε ν' αναπτύσσει ταχύτητα, και να κάνει απότομους ελιγμούς. Ξαφνικά, ο μεταλλικός γάντζος απ' όπου κρατιόταν το σκοινί έσπασε, και τα ξύλα από την πλώρη της βάρκας αποκολλήθηκαν. Η βάρκα άρχισε να μπάζει νερά. Οι λιμενικοί που ήταν στη βάρκα μας ούρλιαζαν στους λιμενικούς που ήταν στο σκάφος να σταματήσουν".Ο Σάφι δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έλεγαν, αλλά ήτανε σίγουρος ότι φώναζαν να σταματήσει το σκάφος. Θυμάται τους λιμενικούς να φωνάζουν "μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα" τους συναδέλφους τους που ήταν στη βάρκα μας. Τελικά το σκάφος του λιμενικού σταμάτησε. "Οι δυο λιμενική" εξηγεί ο Σάφι "επέστρεψαν στο σκάφος τους, πέταξαν ένα δεύτερο σκοινί και ζήτησαν από τον Τσαϊμπάρ, το Σύριο που οδηγούσε τη βάρκα και ήξερε Αγγλικά, να το δέσει κάπου αλλού, όπως κι έκανε. Νομίσαμε ότι θα μας βγάλουν και μας, αλλά αντ' αυτού, ανέπτυξαν πάλι ταχύτητα. Το νερό στη βάρκα έφτανε μέχρι τη μέση μας. Ουρλιάζαμε απελπισμένα για βοηθεία κι αυτοί απαντούσανε fuck you!""Έτσι μας έπνιξαν"Οι λιμενικοί έπρεπε να συγκρατηθούν. Το σκάφος τους σταμάτησε πάλι, αλλά αντί να περισυλλέξουν τους πρόσφυγες, έκοψαν το σκοινί, λέει ο Σάφι. "Ήθελαν να φύγουν. Θα μας αφήνανε να πνιγούμε, άμα δεν είχε πρόβλημα η μηχανή". Όπως εξηγεί, εξαιτίας των ελιγμών, κάποια αντικείμενά τους είχαν πέσει στο νερό κι είχαν μπλεχτεί στις προπέλες του σκάφους τους, αναγκάζοντάς τους να σταματήσουν. "Καπνοί έβγαιναν από τη μηχανή. Βρήκαμε ευκαιρία να πιαστούμε απ' τα πλευρά του σκάφους. Στο μεταξύ, η βάρκα μας είχε αναποδογυρίσει. Αυτοί που βρισκόταν στην καρίνα - οι γυναίκες και τα παιδιά - βρέθηκαν παγιδευμένοι. Τους ζητήσαμε να πετάξουν σωσίβια για να σώσουμε τους ανθρώπους μας, αλλ' αυτοί δεν το έκαναν. Τους είπα ότι πνίγονταν τα παιδιά μου. Ένας λιμενικός με σημάδεψε με το όπλο του. Του έδειξα το στήθος μου να με πυροβολήσει." Απ' τους ανθρώπους που βρισκόταν στη βάρκα μόνο 16 επέζησαν, μεταξύ τους μόνο μία γυναίκα κι ένα παιδί. Κατάφεραν να μπουν στο σκάφος του λιμενικού, λέει ο Σάφι.Το μυστήριο των καταθέσεωνΤο επόμενο πρωί οι επιζώντες μεταφέρθηκαν αλλού (ο Σάφι έχει μια δυσκολία στο να θυμάται ονόματα), προφανώς στο νησί της Λέρου, όπου τους δώθηκαν στεγνά ρούχα και τους ζητήθηκε να καταθέσουν. "Έφεραν ένα μεταφραστή που ήξερε τη γλώσσα μόνο τριών απ' αυτούς που βρισκόταν εκεί. Είπε ότι δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει, αλλά μόνο να μιλάει τη γλώσσα τους. Γι' αυτό είναι άγνωστο αν αυτά που είπαν οι πρόσφυγες καταγράφηκαν σωστά." Όπως εξηγεί ο Σάφι, οι λιμενικοί μπορούσαν να γράψουν ό,τι ήθελαν χωρίς να το μάθει κανείς. "Πριν φύγουμε, καταλήγει ο Σάφι, μας πλησίασαν και μας είπαν 'Εντάξει. Θα φύγετε, αν υπογράψετε αυτά τα χαρτιά'. Νομίζαμε ότι υπογράφαμε χαρτιά για τα υλικά που μας δώσαν, τα ρούχα και τα παπούτσια. Δεν ξέραμε τι ακριβώς υπογράφαμε." Ο Αφγανός πρόσφυγας έχει την υποψία ότι οι καταθέσεις που πιθανό να υπέγραψαν χωρίς να το ξέρουν ήταν πλαστογραφημένες και εμφανίστηκαν από το λιμενικό σαν άλλοθι για τη συμπεριφορά των υπαλλήλων του απέναντί τους.Οι διασωθέντες πρόσφυγες έλαβαν από τις αρχές στη Λέρο ένα έγγραφο που τους επιτρέπει να παραμείνουν στην Αθήνα για 30 μέρες. Αυτό το διάστημα μπορούν να ζητήσουν άσυλο αν το επιθυμούν, που θα εξεταστεί εν ευθέτω χρόνω. Οι Ελληνικές Αρχές δεν τους έκαναν βεβαίως τη χάρη. Αυτή η πρακτική ακολουθείται σχεδόν για το σύνολο των προσφύγων ή οικονομικών μεταναστών οι οποίοι μπαίνουν στη χώρα μας, όχι για να μείνουν, αλλά για να κυνηγήσουν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Την ίδια Ευρώπη που έκρινε ότι ο Εσανόλα Σάφι και η οικογένειά του δεν είναι πρόσφυγες, πιθανώς επειδή το Αφγανιστάν δεν θεωρείται εμπόλεμη ζώνη.Αντί επιλόγου, το ρητορικό ερώτημα του Εχσάν, ενός Αφγανού πρόσφυγα, ο οποίος έχει ήδη συμπληρώσει στην Ελλάδα δώδεκα χρόνια: «Τι είναι άραγε μια πόλη, στην οποία, ένας Ταλιμπάν ζωσμένος με εκρηκτικά μπορεί να σε πάρει μαζί του, ενώ εσύ περιμένεις το λεωφορείο;». Την απάντηση οφείλει να δώσει η ελληνική Πολιτεία, η οποία καλείται να αποδείξει ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Άλλωστε, τούτη την ώρα το μόνο που ζητούν οι διασωθέντες απ' το Φαρμακονήσι, είναι να εντοπιστούν και να τους παραδοθούν τα πτώματα των παιδιών και των συζύγων τους.27 Ιανουαρίου 2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου