Άλλη μια πρωινή άσκηση


άλλη μια πρωινή άσκηση

πόδια εκατό πάνω από τα κεφάλια μας η ομίχλη απ' τον ειρηνικό
γοργά κινείται πάνω από τους λόφους και τα σπίτια του σαν φρανσίσκο
μετά τη λαμπερή μέρα του μάρτη της ενδοχώρας οι κοιλάδες
ρουφούν μεγάλες μάζες ψυχρού αέρα απ' τον ωκεανό
πάνω από τη σχισμένη ομίχλη ένα ψηλό διάφανο σύννεφο σαν έλασμα
ταξιδεύει αργά στο βορρά μες απ' το χαμηλότερο μισό του μισοφέγγαρου
και το φεγγάρι πέφτει προς τη δύση παραβολικά από τον κάστορα στον πολυδεύκη
εγώ στους δρόμους περπατώ τρεις το πρωί
είναι άνοιξη του τελευταίου νεανικού μου χρόνου
έρχεται πλημμυρίδα και γεμίζει ο αέρας με τη μυρωδιά του ωκεανού
μόλις που φτάσαν τα ψαρόνια κι αγρυπνούν
στις πίσω αυλές των σπιτιών
περνώ από ένα θολωμένο από την πάχνη παραθύρι
πέντε ξεκοιλιασμένα λαγουδάκια
κρέμονται από τα τριχωτά τους ποδαράκια σε μια σκάρα πεντάχορδη
τ' αφώτιστα παράθυρα των λουλουδάδων είναι γεμάτα σκοτεινά άνθη μυγδαλιάς
καθόμουν στου σαμ-χο πίνoντας ένα παγωμένο με γλυκάνισο
"τι έκανε ο μποροντίν στην καντόνα το 1927"
η διαφωνία κράτησε πέντε ώρες
ο φίλος μου ο σου πρόσκειται στην αριστερή αντιπολίτευση
μου 'πε πως δολοφόνησα σαράντα χιλιάδες κορμιά στο λόφο των κίτρινων λουλουδιών
"εκείνα τα κορμιά είναι στους ώμους σου" είπε
παρήγγειλε πατσά καλοβρασμένο κι έτρωγε κλαίγοντας
χτυπώντας τα ξυλάκια του σαν καστανιέτες
ό,τι και να 'χε κάνει ο μποροντίν πιθανό να 'ταν λάθος
η ιστορία θα 'τανε πολύ πιο απλή άμα γινόταν μόνο να τη γράψεις
χωρίς ποτέ να χρειάζεται να την αφήσεις να συμβεί
μα τα στρατεύματα του κο-μι-τανγκ είχανε πάρει τη χώρα του του-φου
ο κόκκινος στρατός οπισθοχώρησε συντεταγμένα
αναρωτιέμαι αν το ξύλινο ομοίωμα που ανέγειραν οι συγγενείς του
ακόμα στέκεται στο μαυσωλείο του τσενγκ-τού
αναρωτιέμαι αν κανείς καίει ακόμα χαρτιά
μπροστά στο πρόσωπο της διψασμένης κατασκοπίας και συμπόνιας
είχε μία σκληρή ζωή μισούσε τους πολέμους το δεσποτισμό τη σιτοδεία
με την πρώτη δοθείσα ευκαιρία τα 'βαζε με τον αυτοκράτορα
φαρμακερά χαρτιά στεγνώνουν το μελάνι τους στα πρακτορεία
μια ψύχρα με διασχίζει τριγυρίζω τρέμοντας
σκέφτομαι ένα κόσμο γεμάτο από μίζερες ζωές
και όλους τους ανθρώπους που βασανιστήκαν
γιατί πιστέψαν πιθανό να ευτυχίσουν
περίπολοι κοιτούν ακόμα από τη γέφυρα πάνω στο στόμιο του σακραμέντο
χωμένοι κάτω από μικρές φωτιές
μιλώντας λίγο
οι τυφεκιοφόροι

κέννεθ ρέξροθ




Σχόλια